Σάββατο 25 Μαΐου 2019

Γιώργος Θέμελης - Φωτοσκιάσεις (1962)

Έρωτος εγκώμια

Γυναικεία ονόματα

Είναι γυναίκες οι ψυχές, ανοίγουν
Η μια στην άλλη, αναζητούν.
Γυναίκα είναι η γη, πάσχει να είναι ωραία,
Ν' απαστράπτει σαν σε καθρέφτη.
Γυναίκα είναι η θάλασσα κ' η πόρτα,
Δέχεται και κλει, γυναίκα ο τάφος,
Μας σκεπάζει, γυναίκα είναι η νύχτα
Και σκοτεινιάζει, βαραίνει τα κόκαλα.
Γυναίκα η βρύση κ' η πλατιά βροχή,
Η στέρηση, η ανάμνηση κ' η προσευχή,
Η στάμνα, το σκαμνί, το καράβι,
Το δέντρο, το πουλί τ' αηδόνι, και το ψάρι.


***

 Θάλασσα και ψυχή


Θάλασσα με τα μοναχικά και λυπημένα
Πλοία, ψυχές νεκρών που ταξιδεύουν.
Θάλασσα και ψυχή και ταραγμένη αγάπη,
Νερά μας παίρνουν, άνεμοι μας παν.
Άπληστη, ακατάτμητη και μοιρασμένη,
Σ' ωκεανό, σε πέλαο, σε κοχύλι.
Άπειρη και κατάστενη σε μια σκαμμένη πέτρα.
Και ουρανέ, σαν άλλη θάλασσα πάνω στη θάλασσα,
Γαλάζιο αίμα και φτερό, γαλάζιο ψάρι.
Ερωτική βροχή, ουράνια δίψα,
Έρωτα, πιο έρωτα, που τίποτα δε σε χορταίνει.


***
Οι απόντες

Δεν είναι ο έρωτας, δεν είναι ο Θεός
Αυτό που μας λείπει∙ εμείς
Λείπουμε και μας λείπει,
Έχουμε φύγει κ' είναι απών.

Τον γυρεύουμε τάχα ή μας γυρεύει
Και δε μας βρίσκει; Τον ποθούμε ή μας ποθεί
Και δε μας βλέπει το πρόσωπό του;

Εμείς έχουμε πεθάνει, ο θάνατός μας
Είναι ο μέγας θάνατος, δεν πέθανε ο Θεός.

Εμείς είμαστε οι απόντες απ' το δείπνο,
Αυτοί που λείπουν και δεν είναι, κλείστηκαν έξω,
Δεν πρόφτασαν ναρθούν, τρέχουν στους δρόμους,
Και σκουντουφλούν στη γη, χτυπούν την πόρτα.

Δεν έχουν πρόσωπο, δεν έχουν φως.

***

Υμέναιος

Τέλεια, πυκνή, αναπόδραστη μοίρα του έρωτα
Και του θανάτου∙ κατάκτηση πρώτα, ύστερα παραίτηση.
Ανάβαση πρώτα, ύστερα κατάβαση,
Πτώση του σώματος και θλίψη της ψυχής,
Καθώς ανοίγει η μοναξιά και καταπίνει
Ταπεινωμένα κόκαλα και σωριασμένα.

Έρχεται ο έρωτας και μας εμπαίζει,
Ένας θεός ή ένας δαίμονας.
Μας γδύνει χωρίς ντροπή και φόβο.
Μας αφήνει γυμνούς για να κρυώνουμε,
Νηστικούς για να πεινούμε,
Καθώς στην έσχατη κρίση.

Πεινούμε την πείνα του, κρυώνουμε τη γύμνια του.

Έρχεται ο έρωτας και μας αλλάζει.

Σκιές μες στη σκιά,
Σιωπή μέσα στην άλλη σιωπή.

Τα χείλη μας μυρίζουν άνοιξη
Και χωματίλα, τα στήθη μας ώριμο μήλο.

Μες απ' τους κήπους των νεκρών έρχεται ο έρωτας.
Τα μέλη μας τρέμουν και τα σπλάχνα.
Έχουν τον πυρετό μιας πυρκαγιάς,
Τρομαγμένα πετάγματα, ζώα που τρέχουν,
Και τον αναπαλμό μιας υψωμένης θάλασσας,
Υπόκωφα κύματα καμπυλωτά
Και το βαθύ νυχτοκολύμπι του ψαριού.

Λαμποκοπούνε τα μαλλιά επάνω στα προσκέφαλα,
Φέγγουν τα χέρια μες στο πάθος της αγάπης,
Δάχτυλα ψάχνοντας τυφλά μέσα στη σάρκα.

Από στήθος σε στήθος φτάνει στις ψυχές
Ο έρωτας, καθώς πάνω σε κλίμακα.

Οι ψυχές δε μπορούν να μιλήσουν.
Δεν έχουν γλώσσα, έχουν σιωπή,
Έκπληξη απόρρητη και θλίψη,
Ανάμνηση και τρόμο του κενού.

Ν' αντιφεγγίσουν μόνο μπορούν,
Να κινήσουν τα δάχτυλα,
Ν' ανοιγοκλείσουν τα μάτια και τα χείλη.

Να κοιταχτούν, η μια την άλλη, σαν σε καθρέφτη. 

***

Φωτοσκιάσεις



                                    I

Τα μάτια μου είναι από πηλό κι ανταύγεια.

Δεν τόξερα πως είναι τόσο ωραίο το φως.
Μέσα σε τόση λάμψη τόση απάτη.

Βουνά βουνών και δέντρα δέντρων,
Δέντρα βουνά, καθρεφτισμένα
Σαν μες σε μια αντανάκλαση.
Ετοιμόρροπα σπίτια, μυθικά φυτά.

Βλέπε το φως, ψυχή μου.

Είναι ωραίο, πολύ ωραίο,
Ένα ωραίο ψέμα αληθινό.

Το φως το αμφίβολο, το απόκρημνο.

Τόχεις απάνω σου, το περπατείς,
Στα ρούχα σου, στη σάρκα, το σηκώνεις.
Το γεύεσαι, μάτια και χείλη, τ' ανασαίνεις.

Αισθάνομαι νάμαι από σκιά και φως, αντανακλώ.

***

IV
Ποιος ν' αρνηθεί αυτό που ακούγεται
Σαν πίσω από μια πέτρινη σιωπή.
Αντιλαλούνε τα βουνά, τ' άλλα βουνά.
Κάθε στιγμή χτυπάει το τύμπανο,
Κάθε στιγμή χανόμαστε μέσα στον ύπνο.
Εικόνες του ήλιου, σώματα, σχήματα.
Πριν μας μπερδέψει ο μέγας άνεμος,
Πριν μας ξεπλύνει μια βροχή, χαμογελάει
Η μια ψυχή στην άλλη, τη χαιρετάει από μακρυά.
Η μια αστραπή καλεί την άλλη αστραπή.
Ερχόμαστε μες απ' το σκότος σαν τους νεκρούς.
Βλεπόμαστε μες σε μια λάμψη,
Μες σ' ένα αιφνίδιο φως, χέρια και πρόσωπα.
Είναι μεγάλα ζώα ανάμεσά μας, είναι
Βαθειά ποτάμια, δεν μπορούμε να πλησιάσουμε.
Δεν πρέπει ν' αργοπορήσουμε, χτυπάει το τύμπανο.
Ο έρωτας είναι βιαστικός, όπως η φωτιά,
Όπως ο γλήγορος ίσκιος του θανάτου.

Χ

Αγαπημένη πλάνη, αγαπημένη ματαιότητα.

Ίσως καθρέφτισμα, ίσως μουσική,
μια μουσική παράξενη, μαρμαρωμένη.

Τι κι αν ξυπνήσουμε κάποτε κι ανοίξουν
τούτα τα μάτια σε μια άλλη αυγή.

Λιπόσαρκοι, γυμνοί και πεινασμένοι.

(Πώς να σε δω, Θεέ μου, να σε γνωρίσω,
πώς να κοιτάξω το πρόσωπό Σου,
χωρίς μάτια, δίχως πρόσωπο).

Εγώ αγαπώ τη γη, τη μάταιη γη,
είμαι από γη∙ εγώ αγαπώ το φως,
εγώ αγαπώ τη θλίψη την απέραντη,
τη θλίψη της γης, του ήλιου και του αγέρα.

Εγώ αγαπώ το σώμα και το αίμα,
το τίμιον αίμα, τ' άγιο σώμα.

Τον έρωτα εγώ αγαπώ, το θάνατο.

***

Μελέτη ψυχής

VI

Το στοιχειωμένο είμαι σπίτι το ετοιμόρροπο,
Που στέκει εδώ σαν το φυτό και γέρνει πέρα.

Διαμονή παλιών ψυχών, κατοικητήριο φαντασμάτων.

Υπάρχω, είμαι,
Ως να μην ξέρω,
Πως το χτισμένο τούτο σπίτι
Είναι σα μια κλωστή,
Ένας ψυχρός άδειος αγέρας
Ανάμεσα σε μένα
Και το θάνατο.

Υπάρχω, είμαι γεμάτος,
Η βαρύτητά μου με φοβίζει.

Πράξεις βαρειές, ασήκωτες, μάταιες,
Πράγματα συντριπτικά, καθώς ένα τσουβάλι πέτρες.

Πώς θα με πάρουν να με σηκώσουν,
Ένα βαρύ φορτίο γεμάτο απ' την ουσία του.

(Πίσω, Θεέ μου, πίσω, απ' την αρχή).

***
Σημεία και σύμβολα

Μελωδία

Τα πόδια μας, πιο γήινα, πατούν στη γη,
Στηρίζονται, συγγενεύουν με τα φυτά.

Τα χέρια, πιο αέρινα, ταξιδεύουν.

Τα χείλη, πιο αιμάτινα, πιο σαρκικά,
Φέγγουν τη νύχτα, γεύονται τον έρωτα.

Τα μάτια, πιο αόρατα, πιο μυστικά,
Παίρνουν το φως, το αντανακλούν.

Μέλη και όργανα, όπως η μουσική.

Ένας αγέρας περνά μες στις πτυχές
Και τις κλειδώσεις : τα κορμιά σαλεύουν,
Βάζουν τις ζώνες τους και περπατούν.

Μες απ' τον ύπνο σηκώνονται οι ψυχές
Και τρέμουν, γυρεύει η μια την άλλη,
Ανεβαίνουν στα μάτια και στα χείλη.

Σαν τον χυμό, το αίμα της γης, μες στους κορμούς.  

***

Οδοιπόροι

Όταν περνώ τον εαυτό μου,
Σαν μέσα σ' ένα άλλο ένδυμα,
Βγάζοντας τα καθημερινά κουρέλια,
                                                Το φως
Ανατέλλει και δύει στο πρόσωπό μας.

Η τύχη του κρέμεται μετέωρη,
Σαν από κάποιον ήλιο δικό μας.

Λέμε το φως ημέρα, το σκότος νύχτα,
Μοιράζουμε ονόματα: άστρα, φυτά και ζώα.

Είμαστε δίχως τάφο και πατρίδα,
Σαν τους πλανόδιους μουσικούς.
Τραγουδούμε, χορεύουμε, παίζουμε όργανα.

Η μουσική μας είναι η ομιλία μας, ο έρωτας το μυστικό μας.

Οδοιπορείτε, ακούραστοι οδοιπόροι, μιλάτε.
Τι στοιχίζει μια λέξη ακόμα, ένα όνομα.
Ένα χαμόγελο ή μια χειρονομία.  

Πηγή: https://dimitriosgogas.blogspot.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου