–
Αυτοί είναι οι κόμποι, αυτές οι ουλές,
τα ρούχα που φόρεσες, η απρόσμενη εποχή
στην άσφαλτο όπου θα ζούμε ακόμα, αυτό το σύννεφο
που μοιάζει πολύ με την τσαγιέρα που ήδη
κρύωσε, με το πρόσωπο ενός αρρώστου,
γαλάζιο όπως το εστιατόριο, η απόσταση,
αν και είναι εννιά η ώρα, οι προετοιμασίες
σχεδόν τελείωσαν, απεσταγμένες παπαρούνες,
πιστεύοντας στα μάτια μου, γέρνοντας από τη σκεπή
πάνω από τις κορυφές κλαδεμένων πεύκων, μα
εξαπατάς τον τίτλο, εγγύηση στους περαστικούς,
που σχεδόν όλοι έχουν φύγει, μαζεύουν
απαραίτητα και η βάρκα που ποτέ δεν
βρίσκεις, αλλά απαραίτητη επειδή διασχίζουμε
παρόλο που εμείς δεν κοιτάζουμε και όπου
δούμε μολονότι δεν υπάρχει γιατρειά και περνάνε
ακόμα αβέβαιοι οι τόποι όπου
σύνορα ευκρινώς σημαδεμένα μας αποκαλύπτονται…
Τότε ακόμη κι ο ουρανός θα πρέπει ν’ αλλάξει. Όπως θα μπορούσα
να αλλάξω ξαφνικά θέμα και λίγοι
να το προσέξουν, ο γδούπος που ψάχνει ακόμα
κουφός τις απογευματινές ώρες, και βαθύς
και οι πέτρες που έχεις κάτω από την πλάτη ή η διαφυγή
διαβρωτικών ουσιών από γκρεμισμένες κατασκευές ‒
παρόλ’ αυτά, τίποτα καινούριο, ελαφρόπετρα
στους αγκώνες, αν υπάρχει θέση για έναν μόνο από μας
και βγαίνοντας μόλις από το σπίτι συναντά τυχαία,
εσύ συναντάς, να ’ξερες μόνο πόσο καιρό σε περιμένω.
[μτφρ. σταύρος μπουκουβαλέας, kyoko kishida]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου