Ένας μήνας κύλησε χωρίς μεγάλες στεναχώριες. Αν εδίδασκα μόνο Γαλλικά στο Γυμνάσιο, θα τα κατάφερνα, νομίζω, καλά. Ακόμα και οι μεγάλοι της Έκτης στην αρχή κάθονταν μαζί μου καλά. [...]
Καταλαβαίνει κανείς εύκολα εάν μπορούν να ενδιαφερθούν για το μάθημα της Ωδικής παιδιά, σχεδόν άντρες πια, που το μεγαλύτερο ενδιαφέρον τους στρέφεται στα όπλα. Πώς να τους μάθεις τις νότες, το σολφέζ, χωρίς να σε πάρουν στην κοροϊδία; [...] Α, δε θα ξεχάσω ποτέ εκείνη την περίοδο της ζωής μου. Είχα χάσει τον ύπνο μου. Τα παιδιά της έκτης δεν ήθελαν να μάθουν τις νότες. Σχεδίαζα πάνω στον μαυροπίνακα το πεντάγραμμο, τους έδειχνα τις νότες, τις τραγουδούσα, τους μάθαινα το ντο-ρε-μι. Ήταν αδύνατο όμως να τα πούνε σωστά. Τα 'λεγαν «κουλουράκια».
— Ίντα μαθές είν' αυτό το στρόγγυλο στην τρίτη γραμμή; μου φώναζαν περιγελαστικά.
— Κι αυτό κάτω από τις γραμμές, που μοιάζει αβγό με άχυρο στη μέση, ίντα 'ναι;
— Το «ντο»! απαντούσα εγώ αυστηρά, ενώ ίδρωνα από αγωνία.
[...]
Στις αρχές πήγαινα κοντά στα παιδιά, έπαιρνα το δεξί τους χέρι και τους μάθαινα πώς να κρατάνε το χρόνο.
— Ένα! Δύο! Τρία! Τέσσερα! Ένα ολόκληρο, παιδιά, αξίζει τέσσερους χρόνους. Λοιπόν ας αρχίσουμε όλοι μαζί: Ντό-ο-ο-ρέ-ε-ε-μί-ι-ι... τρεις χρόνοι... Καταλάβατε τώρα;
Δεκάδες μάτια με κοίταζαν περιγελαστικά. Κι ο μαθητής που του κρατούσα το χέρι για να βαστά το χρόνο ήταν ένα παλικάρι ώς εκεί πάνω, ένα μέτρο κι ογδόντα. Κι αυτό το μικροσκοπικό γυναικάριο που ήμουν εγώ, που ίδρωνε και ξίδρωνε για να τους μάθει τις νότες, θα τους φαινότανε σίγουρα πολύ γελοίο.
-Ίντα κοπελιά μάς στείλανε για δασκάλα; Μια πιθαμή!... θα λέγανε και θα 'σκαζαν στα γέλια.
Και δώσ' του εμένα να τρέχει ο ίδρωτας. Μόλις έβγαινα απ' την τάξη, έπρεπε να πάω τρεχάλα στο δωμάτιό μου ν' αλλάξω πουκάμισο, γιατ' ήμουν μουσκίδι. Κέρδιζα δηλαδή το ψωμί μου όχι απλώς με τον ιδρώτα του προσώπου μου, όπως λέει το ρητό, αλλά με ποτάμι από ιδρώτα.
Οι πιο μεγάλοι της τάξης, που θα ήταν 24 ώς 25 χρονών, αυτοί κάθονταν στα τελευταία θρανία. Ξαπλώνονταν εκεί και διάβαζαν μαθηματικά ή ό,τι άλλο δείχνοντας ολοφάνερα την αδιαφορία, την προπέτειά τους σε μένα και στο μάθημα που δίδασκα. Αυτό με πλήγωνε περισσότερο απ' όλα. Τους έκαμα πολλές φορές παρατήρηση γι' αυτό και τους είπα να μην έρχονται στην τάξη.
— Ερχόμαστε μονάχα για να μη μας βάλεις απουσία, απάντησαν με αναίδεια. Αυτό μας έλειπε τώρα, να ξελαρυγγιαζόμαστε με τα κουλουράκια που γράφεις αυτού στο μαυροπίνακα...
Μια μέρα που έμπαινα στην τάξη, ένας απ' αυτούς τους μεγάλους, σηκώθηκε, μ' έδειξε στους άλλους με το δάχτυλο και φώναξε γελώντας:
— Να την! Έρχεται η κυρία Ντορεμί!...
Όλη η τάξη άρχισε τότε να κάνει καζούρα και να φωνάζει:
— Η κυρία Ντορεμί! Η κυρία Ντορεμί!...
[...]
— Ε, καλημέρα παιδιά, καλημέρα... Ωραίο όνομα μου χαρίσατε, τρεις όμορφους ήχους μουσικής... Τί καλύτερο απ' αυτό! Έτσι δε θα με ξεχάσετε εύκολα, όταν φύγω από την Κρήτη...
Τότε ένας νέος σηκώθηκε άξαφνα και με ρώτησε:
— Γιατί το λέτε, αυτό, δεσποινίς Μακρή; Δεν πρόκειται να μας φύγετε, πιστεύω.
— Αν εξακολουθήσετε να μου φέρνεστε έτσι, θα ζητήσω εξάπαντος από το Υπουργείο να με μεταθέσουν κάπου αλλού...
Τότε ο νέος γύρισε προς τους συμμαθητές του και τους φώναξε αγαναχτισμένος:
— Βλέπετε τί βλάκες που είστε; Θα την κάμετε τη γυναίκα να πάρει τα μάτια της και να φύγει από τον τόπο μας! Ντροπή μας! Αυτή φταίει αν το μάθημα της μουσικής θεωρίας δε σας ενδιαφέρει; Τέτοιο είναι το πρόγραμμα του Υπουργείου!... Τί θέλετε να κάμει αυτή; Ν' αλλάξει το πρόγραμμα; Μια φορά που είχαμε κι εμείς την τύχη να μας φέρουν καλή δασκάλα, της φερνόμαστε σαν άγριοι! Ναι, ντροπή μας!...
Είχε επιβολή αυτός ο νέος στους συμμαθητές του, καθώς φαίνεται, γιατί αμέσως σώπασαν οι άλλοι.
[πηγή: Λιλίκα Νάκου, Η κυρία Ντορεμί, Δωρικός, Αθήνα 1997, σ. 67-70]
Καταλαβαίνει κανείς εύκολα εάν μπορούν να ενδιαφερθούν για το μάθημα της Ωδικής παιδιά, σχεδόν άντρες πια, που το μεγαλύτερο ενδιαφέρον τους στρέφεται στα όπλα. Πώς να τους μάθεις τις νότες, το σολφέζ, χωρίς να σε πάρουν στην κοροϊδία; [...] Α, δε θα ξεχάσω ποτέ εκείνη την περίοδο της ζωής μου. Είχα χάσει τον ύπνο μου. Τα παιδιά της έκτης δεν ήθελαν να μάθουν τις νότες. Σχεδίαζα πάνω στον μαυροπίνακα το πεντάγραμμο, τους έδειχνα τις νότες, τις τραγουδούσα, τους μάθαινα το ντο-ρε-μι. Ήταν αδύνατο όμως να τα πούνε σωστά. Τα 'λεγαν «κουλουράκια».
— Ίντα μαθές είν' αυτό το στρόγγυλο στην τρίτη γραμμή; μου φώναζαν περιγελαστικά.
— Κι αυτό κάτω από τις γραμμές, που μοιάζει αβγό με άχυρο στη μέση, ίντα 'ναι;
— Το «ντο»! απαντούσα εγώ αυστηρά, ενώ ίδρωνα από αγωνία.
[...]
Στις αρχές πήγαινα κοντά στα παιδιά, έπαιρνα το δεξί τους χέρι και τους μάθαινα πώς να κρατάνε το χρόνο.
— Ένα! Δύο! Τρία! Τέσσερα! Ένα ολόκληρο, παιδιά, αξίζει τέσσερους χρόνους. Λοιπόν ας αρχίσουμε όλοι μαζί: Ντό-ο-ο-ρέ-ε-ε-μί-ι-ι... τρεις χρόνοι... Καταλάβατε τώρα;
Δεκάδες μάτια με κοίταζαν περιγελαστικά. Κι ο μαθητής που του κρατούσα το χέρι για να βαστά το χρόνο ήταν ένα παλικάρι ώς εκεί πάνω, ένα μέτρο κι ογδόντα. Κι αυτό το μικροσκοπικό γυναικάριο που ήμουν εγώ, που ίδρωνε και ξίδρωνε για να τους μάθει τις νότες, θα τους φαινότανε σίγουρα πολύ γελοίο.
-Ίντα κοπελιά μάς στείλανε για δασκάλα; Μια πιθαμή!... θα λέγανε και θα 'σκαζαν στα γέλια.
Και δώσ' του εμένα να τρέχει ο ίδρωτας. Μόλις έβγαινα απ' την τάξη, έπρεπε να πάω τρεχάλα στο δωμάτιό μου ν' αλλάξω πουκάμισο, γιατ' ήμουν μουσκίδι. Κέρδιζα δηλαδή το ψωμί μου όχι απλώς με τον ιδρώτα του προσώπου μου, όπως λέει το ρητό, αλλά με ποτάμι από ιδρώτα.
Οι πιο μεγάλοι της τάξης, που θα ήταν 24 ώς 25 χρονών, αυτοί κάθονταν στα τελευταία θρανία. Ξαπλώνονταν εκεί και διάβαζαν μαθηματικά ή ό,τι άλλο δείχνοντας ολοφάνερα την αδιαφορία, την προπέτειά τους σε μένα και στο μάθημα που δίδασκα. Αυτό με πλήγωνε περισσότερο απ' όλα. Τους έκαμα πολλές φορές παρατήρηση γι' αυτό και τους είπα να μην έρχονται στην τάξη.
— Ερχόμαστε μονάχα για να μη μας βάλεις απουσία, απάντησαν με αναίδεια. Αυτό μας έλειπε τώρα, να ξελαρυγγιαζόμαστε με τα κουλουράκια που γράφεις αυτού στο μαυροπίνακα...
Μια μέρα που έμπαινα στην τάξη, ένας απ' αυτούς τους μεγάλους, σηκώθηκε, μ' έδειξε στους άλλους με το δάχτυλο και φώναξε γελώντας:
— Να την! Έρχεται η κυρία Ντορεμί!...
Όλη η τάξη άρχισε τότε να κάνει καζούρα και να φωνάζει:
— Η κυρία Ντορεμί! Η κυρία Ντορεμί!...
[...]
— Ε, καλημέρα παιδιά, καλημέρα... Ωραίο όνομα μου χαρίσατε, τρεις όμορφους ήχους μουσικής... Τί καλύτερο απ' αυτό! Έτσι δε θα με ξεχάσετε εύκολα, όταν φύγω από την Κρήτη...
Τότε ένας νέος σηκώθηκε άξαφνα και με ρώτησε:
— Γιατί το λέτε, αυτό, δεσποινίς Μακρή; Δεν πρόκειται να μας φύγετε, πιστεύω.
— Αν εξακολουθήσετε να μου φέρνεστε έτσι, θα ζητήσω εξάπαντος από το Υπουργείο να με μεταθέσουν κάπου αλλού...
Τότε ο νέος γύρισε προς τους συμμαθητές του και τους φώναξε αγαναχτισμένος:
— Βλέπετε τί βλάκες που είστε; Θα την κάμετε τη γυναίκα να πάρει τα μάτια της και να φύγει από τον τόπο μας! Ντροπή μας! Αυτή φταίει αν το μάθημα της μουσικής θεωρίας δε σας ενδιαφέρει; Τέτοιο είναι το πρόγραμμα του Υπουργείου!... Τί θέλετε να κάμει αυτή; Ν' αλλάξει το πρόγραμμα; Μια φορά που είχαμε κι εμείς την τύχη να μας φέρουν καλή δασκάλα, της φερνόμαστε σαν άγριοι! Ναι, ντροπή μας!...
Είχε επιβολή αυτός ο νέος στους συμμαθητές του, καθώς φαίνεται, γιατί αμέσως σώπασαν οι άλλοι.
[πηγή: Λιλίκα Νάκου, Η κυρία Ντορεμί, Δωρικός, Αθήνα 1997, σ. 67-70]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου