John Keats (31 Οκτωβρίου 1795 - 23 Φεβρουαρίου 1821) |
‘’Κάποιων το όνομα γράφτηκε στο νερό
για να το διαβάζουν διψασμένα πουλιά‘’
(δίστιχο του Δημήτρη Νικηφόρου εμπνευσμένο από την επιγραφή στην πλάκα του τάφου του John Keats: Here lies one whose name was writ in the wate)για να το διαβάζουν διψασμένα πουλιά‘’
Ωδή σ' ένα αηδόνι
Η καρδιά μου πονεί! νυσταγμένο μούδιασμ’ απλώνει
στις αισθήσεις μου νάρκη λες φαρμάκι κι εχύθη
στις φλέβες, ή νωθρό να γιομίσαν αφιόνι
πριν ένα λεπτό, και βυθίστηκα ξάφνου στη λήθη:
Που ζηλεύω δεν είναι την καλή σου τη μοίρα,
μα χαρά πλημμυρίζω στη δική σου ευτυχία,—
τι ελαφρόφτερη εσύ δρυάδα σκορπάς,
μελωδία αθώρητη στη πράσινη σπείρα
απ’ οξιές και αρίφνητους ίσκιους• την ευδία
του θέρους μ’ ολόγιομη φωνή τραγουδάς.
στις αισθήσεις μου νάρκη λες φαρμάκι κι εχύθη
στις φλέβες, ή νωθρό να γιομίσαν αφιόνι
πριν ένα λεπτό, και βυθίστηκα ξάφνου στη λήθη:
Που ζηλεύω δεν είναι την καλή σου τη μοίρα,
μα χαρά πλημμυρίζω στη δική σου ευτυχία,—
τι ελαφρόφτερη εσύ δρυάδα σκορπάς,
μελωδία αθώρητη στη πράσινη σπείρα
απ’ οξιές και αρίφνητους ίσκιους• την ευδία
του θέρους μ’ ολόγιομη φωνή τραγουδάς.
Αχ, για μια μόνο γουλιά απ’ τ' αψιό γιοματάρι,
που βαθιά μεσ' στη γη παγώνει καιρό,
να μυρίζει λουλούδια και κάμπου χορτάρι,
και τραγούδια και λιόπυρη μέθη, χορό!
Αχ, για μια ξέχειλη κούπα απ’ του Νότου τη θέρμη,
από άλικη ατόφια Ιπποκρήνη γιομάτη,
με τις χάντρες τ’ αφρού να βάφουν τα χείλη,
καθώς στ’ ολοπόρφυρο στόμα θα γέρνει•
απ τον κόσμο αθέατος, να πιω δίχως κράτει,
και στο σύσκιωτο δάσος μαζί να χαθούμε το δείλι.
που βαθιά μεσ' στη γη παγώνει καιρό,
να μυρίζει λουλούδια και κάμπου χορτάρι,
και τραγούδια και λιόπυρη μέθη, χορό!
Αχ, για μια ξέχειλη κούπα απ’ του Νότου τη θέρμη,
από άλικη ατόφια Ιπποκρήνη γιομάτη,
με τις χάντρες τ’ αφρού να βάφουν τα χείλη,
καθώς στ’ ολοπόρφυρο στόμα θα γέρνει•
απ τον κόσμο αθέατος, να πιω δίχως κράτει,
και στο σύσκιωτο δάσος μαζί να χαθούμε το δείλι.
Να χαθώ μακριά, να σβηστώ, να ξεχάσω με μιας
το που εσύ στα φυλλώματα ποτέ σου δεν είδες.
Το μόχθο, το ρίγος, τον καημό της φθοράς
εδωνά που ο ένας του άλλου γροικά τις οδύνες•
που αδύναμο τρέμει των γέρων το γκρίζο κεφάλι,
που η νιότη χλωμιάζει και σαν φάσμα ισχνή ξεψυχά•
που ακόμα κι η σκέψη μες στη θλίψη σε λιώνει
και βαραίνει τα βλέφαρα της απόγνωσης ζάλη•
που τη λάμψη στα μάτια η ομορφιά δεν κρατά,
μα κι ο νιόφερτος έρωτας γοργά μαραζώνει.
το που εσύ στα φυλλώματα ποτέ σου δεν είδες.
Το μόχθο, το ρίγος, τον καημό της φθοράς
εδωνά που ο ένας του άλλου γροικά τις οδύνες•
που αδύναμο τρέμει των γέρων το γκρίζο κεφάλι,
που η νιότη χλωμιάζει και σαν φάσμα ισχνή ξεψυχά•
που ακόμα κι η σκέψη μες στη θλίψη σε λιώνει
και βαραίνει τα βλέφαρα της απόγνωσης ζάλη•
που τη λάμψη στα μάτια η ομορφιά δεν κρατά,
μα κι ο νιόφερτος έρωτας γοργά μαραζώνει.
Μακριά! μακριά! θα πετάξω κοντά σου με βιά,
όχι στο άρμα του Βάκχου που σέρνουν λιοπάρδοι,
μα στης ποίησης τ' άϋλα επάνω φτερά,
κι ας σαστίζει το χαύνο μυαλό κι ας διστάζει:
Να ‘μαι κιόλας μαζί σου! Αβρό της νυχτιάς το λαούτο,
στο θρόνο της ίσως η Σελήνη- Βασίλισσα γέρνει
και τριγύρω οι ξωθιές της με τ’ άστριν' αδράχτια•
μα εδώ δε φωτίζει άλλο φως από τούτο
που γλυστρά απ' την Εδέμ και η αύρα το φέρνει
μεσ' απ' άγρια σκότη και στριφτά χλοερά μονοπάτια.
όχι στο άρμα του Βάκχου που σέρνουν λιοπάρδοι,
μα στης ποίησης τ' άϋλα επάνω φτερά,
κι ας σαστίζει το χαύνο μυαλό κι ας διστάζει:
Να ‘μαι κιόλας μαζί σου! Αβρό της νυχτιάς το λαούτο,
στο θρόνο της ίσως η Σελήνη- Βασίλισσα γέρνει
και τριγύρω οι ξωθιές της με τ’ άστριν' αδράχτια•
μα εδώ δε φωτίζει άλλο φως από τούτο
που γλυστρά απ' την Εδέμ και η αύρα το φέρνει
μεσ' απ' άγρια σκότη και στριφτά χλοερά μονοπάτια.
Τι λουλούδια στα πόδια μου ανθίζουν δεν ξέρω,
μήτε ποιο στα κλώνια κρεμιέται μύρο απαλό,
μα στη νύχτια ευωδιά κάθε γλύκα μαντεύω
που ο μήνας προικίζει αυτό τον καιρό
τη χλόη, τα θάμνα, το καρποφόρο δεντρί,
τ’ ασπράγκαθα, την άγρια ροδαριά,
τις βιολέτες που γοργά στα φύλλα πεθαίνουν•
κι η μοσκιά, του Μαγιού το πρώτο παιδί,
με μπουμπούκια νωπά στην κρασάτη δροσιά,
που οι μύγες τ’ απόσπερο με βουή γυροφέρνουν.
μήτε ποιο στα κλώνια κρεμιέται μύρο απαλό,
μα στη νύχτια ευωδιά κάθε γλύκα μαντεύω
που ο μήνας προικίζει αυτό τον καιρό
τη χλόη, τα θάμνα, το καρποφόρο δεντρί,
τ’ ασπράγκαθα, την άγρια ροδαριά,
τις βιολέτες που γοργά στα φύλλα πεθαίνουν•
κι η μοσκιά, του Μαγιού το πρώτο παιδί,
με μπουμπούκια νωπά στην κρασάτη δροσιά,
που οι μύγες τ’ απόσπερο με βουή γυροφέρνουν.
Στα σκότη αφουγκράζομαι• κι είναι τόσες φορές
που έναν ήσυχο Θάνατο μισοείχα θελήσει,
και τον κάλεσα μ’ όμορφα λόγια, με ρίμες γλυκές,
την αχνή μου ανάσα με τ’ αγέρι να σμίξει•
τώρα το ΄χω καλύτερο από πριν να πεθάνω,
δίχως πόνο τη νύχτα να σπάσει η καρδιά μου,
καθώς γύρω σκορπάς της ψυχής σου το σώσμα
σε μιαν έκσταση απόκοσμη επάνω!
Θε να ψάλεις, μ’ ανώφελο θα ’ναι στ’ αυτιά μου —
στην τρανή ελεγεία σου εγώ θα ‘μαι πια χώμα.
που έναν ήσυχο Θάνατο μισοείχα θελήσει,
και τον κάλεσα μ’ όμορφα λόγια, με ρίμες γλυκές,
την αχνή μου ανάσα με τ’ αγέρι να σμίξει•
τώρα το ΄χω καλύτερο από πριν να πεθάνω,
δίχως πόνο τη νύχτα να σπάσει η καρδιά μου,
καθώς γύρω σκορπάς της ψυχής σου το σώσμα
σε μιαν έκσταση απόκοσμη επάνω!
Θε να ψάλεις, μ’ ανώφελο θα ’ναι στ’ αυτιά μου —
στην τρανή ελεγεία σου εγώ θα ‘μαι πια χώμα.
Για το θάνατο εσύ δεν γεννήθης, αιώνιο πουλί!
Δεν πατήθηκες χάμω από αχόρταγους όχλους•
η φωνή που ακούω ξαναέχει ακουστεί
σε χρόνους παλιούς από κλόουν κι αρχόντους:
Ίσως το ίδιο τραγούδι να βρήκε το δρόμο
για της Ρουθ τη καρδιά που το νόστο πεθύμα,
όταν δάκρυα πότιζε ξένης γης τα σπαρτά•
στον ίδιο που συχνά μάγευε τόνο
τα κρυφά παραθύρια κι ανοίγαν στο κύμα
αφρισμένων πελάγων, σε μια ξωτική ερημιά.
Δεν πατήθηκες χάμω από αχόρταγους όχλους•
η φωνή που ακούω ξαναέχει ακουστεί
σε χρόνους παλιούς από κλόουν κι αρχόντους:
Ίσως το ίδιο τραγούδι να βρήκε το δρόμο
για της Ρουθ τη καρδιά που το νόστο πεθύμα,
όταν δάκρυα πότιζε ξένης γης τα σπαρτά•
στον ίδιο που συχνά μάγευε τόνο
τα κρυφά παραθύρια κι ανοίγαν στο κύμα
αφρισμένων πελάγων, σε μια ξωτική ερημιά.
Ερημιά! Σαν καμπάνα η λέξη ετούτη ηχεί
κι από σένα στην πικρή μοναξιά μου με φέρνει!
Χαιρετώ σε! Η φαντασία δεν γελά για πολύ
κι ας λεν πως και ζούδια πλανεύει .
Χαιρετώ σε! Ο πένθιμος ύμνος σου σβήνει αργά,
Προσπερνά το λιβάδι, τη σιγή του ρυακιού,
τη ραχούλα του λόφου• κι έχει τώρα θαφτεί
σ’ ένα ξέφωτο πέρα στην πυκνή λαγκαδιά:
Πλάνη ή όνειρο να 'ταν του ακοίμητου νου;
Καμιά μουσική: - να ’μαι ξύπνιος ή σε ύπνο βαθύ;
κι από σένα στην πικρή μοναξιά μου με φέρνει!
Χαιρετώ σε! Η φαντασία δεν γελά για πολύ
κι ας λεν πως και ζούδια πλανεύει .
Χαιρετώ σε! Ο πένθιμος ύμνος σου σβήνει αργά,
Προσπερνά το λιβάδι, τη σιγή του ρυακιού,
τη ραχούλα του λόφου• κι έχει τώρα θαφτεί
σ’ ένα ξέφωτο πέρα στην πυκνή λαγκαδιά:
Πλάνη ή όνειρο να 'ταν του ακοίμητου νου;
Καμιά μουσική: - να ’μαι ξύπνιος ή σε ύπνο βαθύ;
απόδοση: Δημήτρης Νικηφόρου
............................................................................................................................
Ωδή σ' ένα αηδόνι
Α, πώς πονά η καρδιά μου! Και μια απόκοσμη ζάλη
Τυραννά το κορμί μου, σα να 'πια, πριν λίγο, φαρμάκι
Ή λες κι έχω αδείασει μια κούπα μ' αφιόνι,
Κι άξαφνα μες στα δωμάτια της Λήθης χάθηκα.
Όμως, στ΄ αλήθεια, δεν είναι από ζήλια για τη θεϊκή σου μοίρα.
Χαρά είναι, χαρά για την αμέτρητη ευτυχία σου.
Ω σύ των δέντρων η Δρυάδα, με τα διάφανα φτερά,
Μια παναρμόνια μουσική, αγκαλιασμένη με της οξιάς
Το πράσινο, και τις τρεμάμενες σκιές. Σ΄ένα παντοτινό
Τραγουδώντας καλοκαίρι, με το λαιμό σου έτοιμο να σπάσει.
Ω, μα για τούτο τ΄αεράκι που έρχεται απ΄τ΄αμπέλια,
Γι΄αυτή την αιώνια δροσιά που αναδίδει η βαθιά σκαμμένη γη
Για της μηλιάς, της κερασιάς, και της συκιάς τα δώρα,
Για τους χορούς εκείνους, τα λυγερόηχα τραγούδια μέσα στην ευτυχία
Του ήλιου - Και την ψυχή μου ακόμη θα ΄δινα.
Ένα ποτήρι γεμάτο από τη φλόγα του Νοτιά
Γεμάτο απ΄την αληθινή, την ξαναμμένη Ιπποκρήνη
Με χάντρες αφρισμένες κι αστραφτερές, χορεύοντας
Ολόγυρα στα χείλη μου που καιν πορφυρωμένα,
Α, πως λαχτάτησα να πιω, κι ευθύς μαζί σου να πετάξω
Στα πιο βαθύσκιωτα δάση, κι όπου δε φτάνει μάτι ανθρώπου.
Θέλω να διώξω μακριά, να λησμονήσω για πάντα
Όσα ποτέ δε γνώρισες, μέσα στη θαλπωρή των φύλλων:
Την κούραση, τον πυρετό, τον μαύρο πανικό μας,
Εδώ, που οι άνθρωποι οι βαριόμοιροι αδιάκοπα στενάζουν
Και τρέμουνε ολοζωίς, μπροστά στα βάραθρα του χρόνου,
Κι η νιότη, πριν να τη χαρείς, σα φάντασμα περνάει.
Εδώ, που η σκέψη σ' αφορμές κι άγονες εικασίες αιώνια
Πλανιέται, καθώς πέφτει σκοτάδι στα μισόκλειστα βλέφαρα.
Κι η Ομορφιά, για μια στιγμή, θα περάσει από κοντά μας,
Μα τι κρίμα! Κανείς να την κρατήσει δε βρήκε τη δύναμη.
Θέλω να φύγω από δω, κοντά σου θέλω να πετάξω,
Όχι με του Διόνυσου το άρμα και τη συντροφιά,
Αλλά με τ΄ άφαντα φτερά της Ποίησης!
Όσο κι αν απελπίζεται, κι αν μετανιώνει η σκέψη.
Ω, επιτέλους να ΄μαι κοντά σου. Η νύχτα μελωδίες πλημμύρισε.
Ψηλά, η Σελήνη, μια βασίλισσα στο θρόνο της,
Ολόγυρά της έχοντας τις αστρικές Νεράιδες.
Όμως εδώ, το φως τ' αληθινό δε φτάνει.
Μονάχα αυτό το λίγο, που απ' τον Παράδεισο γλίστρησε
Και παράπεσ' ανάμεσα στα μούσκλια και τ΄αχνά μονοπάτια.
Ίσως, να μη μπορώ να διακρίνω τι λογής λουλούδια είναι στα πόδια μου
Και ποιο απαλό θυμίαμα πλαγιάζει πάνω στα κλωνάρια.
Αλλά μες στο μειλίχιο σκοτάδι, μαντεύω κάθε γλύκα,
Που ο μήνας ο καλόκαρδος χαρίζει,
Στη χλόη, στο θυμάρι, στης λεμονιάς τα δέντρα,
Στη σφάκα την αγέρωχη ή στους ονειροπόλους μενεξέδες.
Μα ναι, δεν είναι δύσκολο να ξεχωρίσω του Μάη το πρωτότοκο
Παιδί, εκεί βαθιά στα κατακόκκινα τα ρόδα,
Που μέσα τους φωλιάζει της δροσούλας το κρασί
Και μυριάδες έλυτρα αμέριμνα χορεύουν, τα βράδια του καλοκαιριού.
Της νύχτας ακούω τα βήματα! Και συλλογιέμαι πόσες φορές
Τη γαλήνη του θανάτου δεν έχω ποθήσει!
Με τρυφερά ονόματα τον κάλεσα, με γλυκύτατους ήχους.
Αχ, ας έπαιρνε πια την πνοή μου στον αέρα!
Ναι, απόψε καλύτερα, μου φαίνεται, θα ΄ταν να πεθάνω
Εκεί κοντά στο μεσονύχτι, χωρίς κανένα πόνο,
Ενώ σύ θα σκορπάς τη μαγεία στων οριζόντων
Τα πέρατα, με τέτοια έκσταση - Θεέ μου!
Α, να μπορούσα ν΄ακούω το τραγούδι σου, κι όταν θα ΄χω
Ολότελα χαθεί. Όταν, λύνοντας τις πένθιμες τρίλιες σου,
Ένας σβώλος χώμα, θα ΄μαι εκεί κοντά.
Ω, πλάσμα της χαράς, δεν ήσουν γεννημένο για το θάνατο!
Οι ξαγριεμένες γενιές των ανθρώπων να σ΄αφανίσουν δεν μπόρεσαν.
Το ξέρω, αυτή η φωνή, που ακούω μες στην παράφορη νύχτα,
Σε καιρούς παλαιούς θ΄ακούστηκε μαγεύοντας βασιλιάδες ή παλιάτσους
Κι ίσως το ίδιο αυτό τραγούδι να ΄χε σαν το ροδόσταμο σταλάξει
Στη λυπημένη την καρδιά της Ρουθ, που νοσταλγώντας
Το σπιτικό της, μια μέρα, στάθηκε δακρυσμένη, στο κύμα των σταχυών
Τις άχαρες θωρώντας ομορφιές, του ξένου τόπου.
Κι είναι το ίδιο τραγούδι που, συχνά, το θαύμα
Έφερν΄ως τα παραθύρια, που άνοιγαν ξάφνου, πάνω
Στην άγρια, τρικυμισμένη θάλασσα, πέρα εκεί
Στις μακρινές, τις έρημες χώρες των Νεράιδων...
Να, είπα τη λέξη "ερημιά", κι αμέσως, σήμαντρα
Πλήθος χτυπούν, και πίσω με καλούν βιαστικά στην πικρή μοναξιά μου.
Αντίο λοιπόν! Ούτε κι αυτή η Φαντασία δεν μπορεί
Ώρα πολλή να ξεγελάσει, κι ας λέν΄ πως είν΄μια απατηλή Θεά
Αντίο! Αντίο! Το θλιμμένο τραγούδι σου ολοένα χλωμιάζει,
Περνά, πάνω απ' τα κοντινά λιβάδια, πάνω απ΄τα ήμερα ποτάμια.
Λίγο χαϊδεύει τις πλαγιές των λόφων, κι έπειτα πάει
Να πεθάνει, σ΄ένα χαντάκι της αντικρινής κοιλάδας...
Αλήθεια, ένα όραμα ήταν ή μες στο φως
Ονειρευόμουν; Σβήνει σιγά σιγά κι η μουσική. Δεν ξέρω.
Ξυπνητός είμαι τάχα ή βυθισμένος στον ύπνο;
Μετάφραση : Κώστας Μπουρναζάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου