Στόν σταυρό θά κρεμιέμαι παράξενο
ἀναρριχητικό ἀπό σάρκα
καί οἱ πόλεις ἀπέναντί μου θά θεωροῦν
-φουγάρα, μέγαρα, λιμάνια, πλήθη-
(κάργιες καί σύννεφα κερένια
καί μιά οὐλή βαθιά ὁ ἥλιος,
τό σκηνικό τοῦ πάθους μου θά βρέχει
αἷμα-νερό νά τό ξεβάφει)
κυλιόμενες σκάλες, ὅπου θ’ ἀναδυθῶ
ἀπό τά ἔγκατα ὑπόγειων σταθμῶν,
αἰφνιδίως, ὁ νεκρός τοῦ ἐφήμερου
ἀναστάς ἐκ τοῦ τάφου
μεσημέρι θά βρεθῶ μέ τά στίγματα
ἐκεῖ, στόν ἀνελκυστῆρα πού θά μέ πάει
ψηλά – ἡ ἀνάληψη ἑβδόμου ὀρόφου,
γραφεῖο τοῦ ὑπουργοῦ
πτεροφόρος θά ἔρθει ὁ γραμματέας
παγερά νά μέ ὁδηγήσει στόν θάλαμο
τόν ἀεροστεγῆ ὅπου ὁ πατέρας μου
θά στέκει κρατώντας ἕνα ὀφίκιο
( προσφορά ἐπαίνου γιά ὅσα τράβηξα
ἐπί ξύλου ) κι ἀπ’ τήν ἔξοδο βγαίνοντας
μικρόφωνα θά μέ ἀναμένουν, βουρκωμένος
μπροστά τους νά πῶ «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους !»
«Κοιτάζοντας δάση»
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου