Η ώρα δώδεκα.
Μέχρι όπου εκτείνεται ο δρόμος
Μέσα σε μία σύνθεση σεληνιακή,
Ψιθυρίζοντας οι επικλήσεις της σελήνης
Διαλύουν τα πατώματα της μνήμης
Και όλες τις σαφείς της συσχετίσεις,
Τις διακρίσεις της και τις διευκρινίσεις.
Κάθε λάμπα του δρόμου που περνάω
Χτυπάει σαν ταμπούρλο μοιρολατρικό,
Και μέσα από του σκότους τα διαστήματα
Μεσάνυχτα τραντάζουνε τη θύμηση
Ως ο παράφρονας τραντάζει ένα γεράνι πια νεκρό.
Μισή ώρα μετά από τη μία,
Του δρόμου η λάμπα τραύλισε,
Του δρόμου η λάμπα ψέλλισε,
Του δρόμου η λάμπα είπε, "Πρόσεξε εκείνη τη γυναίκα
Που διστάζει προς το μέρος σου στο φως της πόρτας
Το οποίο ανοίγεται επάνω της σα γέλιου μορφασμός.
Βλέπεις που η άκρη απ' το φουστάνι της
Είναι σκισμένη και λερωμένη από άμμο,
Και βλέπεις που η γωνία του ματιού της
Στρίβει σα μια καρφίτσα αγκιστρωτή."
Η θύμηση ξεκάρφωτα ξερνάει
Έναν σωρό αντικείμενα στρεβλά•
Ένα κλαδί πού 'χει στραβώσει στο γιαλό
Λείο γιατί έχει φαγωθεί, και γυαλισμένο
Λες και παρέδωσε ο κόσμος
Το μυστικό του σκελετού του,
Δύσκαμπτο και λευκό.
Ένα σπασμένο ελατήριο σε φάμπρικας αυλή,
Σκουριά σφιγμένη επάνω στο καλούπι που η δύναμη το άφησε
Τραχύ και κυρτωμένο κι έτοιμο να καμφθεί.
Δύο και μισή,
Του δρόμου η λάμπα είπε,
"Δες τη γάτα που αρπάζεται από την υδρορροή,
Βγάζει τη γλώσσα έξω
και χάφτει μια μπουκιά βούτυρο ξινισμένο."
Έτσι το χέρι του παιδιού, αυτόματα,
Δραπέτευσε και τσέπωσε ένα παιχνίδι που έτρεχε στην προκυμαία πάνω-κάτω.
Δεν μπόρεσα τίποτα να δω πίσω απ' το μάτι εκείνου του παιδιού.
Έχω δει μάτια μες στο δρόμο
Να προσπαθούν να περιεργαστούν πίσω από φωτεινά παραθυρόφυλλα,
Κι ένα καβούρι ένα απόγευμα σε μια λιμνούλα,
Ένα γερο-καβούρι με πεταλίδες ολόγυρα στην πλάτη,
Άρπαξε την άκρια μιας βέργας που του έτεινα.
Τρεις και μισή,
Του δρόμου η λάμπα τραύλισε,
Του δρόμου η λάμπα ψέλλισε στα σκοτεινά,
Του δρόμου η λάμπα έψαλλε σιγά:
"Κοίταξε τη σελήνη,
La lune ne garde aucune rancune, (η σελήνη δεν κρατά καμία κακία)
Αυτή κλείνει το μάτι αμυδρά,
Αυτή χαμογελάει στις γωνίες.
Αυτή λειαίνει της χλόης τα μαλλιά.
Η σελήνη έχει τη μνήμη της χαμένη.
Μια ξεπλυμένη ανεμοβλογιά σπάζει το πρόσωπο της,
Το χέρι της στρίβει ένα χαρτένιο τριαντάφυλλο,
Πού 'χει τη μυρωδιά από σκόνη και eau de Cologne,
Αυτή είναι μόνη
Με όλες τις αρχαίες μυρωδιές από νοτούρνα
Που διασταυρώνονται και διαπερνούνε το κεφάλι της."
Η ενθύμηση έρχεται
Από ανήλιαγα ξερά γεράνια
Και σκόνη μέσα σε ρωγμές,
Οσμές από τα κάστανα στους δρόμους,
Και γυναικείες μυρωδιές σε σφαλιστά δωμάτια,
Και τα τσιγάρα σε διαδρόμους
Και μυρωδιές από κοκτέιλ μες στα μπαρ.
Του δρόμου η λάμπα μίλησε,
"Η ώρα τέσσερις,
Να ο αριθμός πάνω στην πόρτα.
Μνήμη!
Εσύ έχεις το κλειδί,
Η μικρούλα λάμπα χύνει ένα δαχτυλίδι στα σκαλιά.
Ανέβα.
Το σκέπασμα του κρεβατιού είν' ανοιχτό• η οδοντόβουρτσά σου κρέμεται στον τοίχο,
Βάλ' τα παπούτσια σου στην πόρτα, κοιμήσου, προετοιμάσου για ζωή."
Η τελευταία του μαχαιριού η συστροφή.
Μετάφραση: Μαρία Θεοφιλάκου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου