Καιρός –
αρχινώ
για το ΛΕΝΙΝ να ιστορώ.
Κι όχι, γιατί
δεν είναι πια μεγάλη η οδύνη,
καιρός
γιατί η θλίψη
μαχαίρι κοφτερό,
ώριμος πόνος
μέσα μου έχει γίνει.
Καιρός,
τα λενινιστικά συνθήματά του
να ξαναστροβιλίσει ο νους.
Ταιριάζει τώρα τάχα
με δάκρυα θολά
ν’ αρχίσουμε να κλαίμε;
Ο Λένιν και τώρα είναι
πιο ζωντανός
κι από τους ζωντανούς.
Γνώση μας, δύναμη
κι όπλο, να λέμε.
(…)Εμείς
τον πιότερο γήινο
κηδεύουμε
απ’ όλους
τους ανθρώπους
που βγήκαν απ’ τη γη.
Γήινος ναι,
μα όχι
με το μάτι
το δικό του το σπίτι
να κοιτάζει μόνο.
Τη γη
ατενίζοντας
τη ζωντάνια γεμάτη
είδε κείνο
που ήταν κρυμμένο στο χρόνο.
Ίδιος
με σας είναι
και με μένα,
μονάχα,
ένα γύρω
με τα μάτια του τα φωτεινά
του χαράκωσαν το δέρμα
σκέψεις πιότερες
απ’ του καθένα,
και τα χείλη του
πιο ειρωνικά
κι αποφασιστικά.
Δεν είχε κείνη τη σκληράδα
του σατράπη σε θρίαμβου άμαξα,
που σε τσαλαπατάει κρατώντας τα ηνία.
Στο
σύντροφο
μοίραζε
ανθρώπινη αγάπη.
Κι απ’ το
σίδερο
σκληρότερος
μπροστά στην τυραννία.
(…)Θα ρωτάνε
τα εγγόνια:
–Τι πράμα είναι καπιταλιστής;
Όπως ρωτάνε τώρα
τα παιδιά μας:
–Τι ’ναι α-σ-τ-υ-ν-ο-μ-ι-κ-ό-ς;
Για τα εγγόνια
ζωγραφίζω
σ’ ένα φύλλο ευτύς
το πορτραίτο
του καπιταλισμού, όπως είναι πραγματικός.
(…)Ο καπιταλισμός
είναι μια λέξη δίχως στολίδια,
μα πιο φθαρμένα
η λέξη «αηδόνι» ηχεί,
εγώ
θα γυρίζω
σ’ αυτόν πάντα ίδια.
Με το στίχο μου
σαν σύνθημα προπαγάνδας ν’ αντηχεί.
Θα γράψω
και γι’ αυτό
και για κείνο,
μα τώρα
δεν είναι καιρός
για ερωτικά, για λυρικά.
Του ποιητή
τη βροντερή δύναμη
δίνω
σε σένα,
τάξη της επίθεσης, ορμητικά.
Το προλεταριάτο
είναι λέξη στριφνή, χοντροκομμένη
για όποιον
με παγίδα μοιάζει
ο κομμουνισμός.
Για μας όμως
είναι
μουσική αντρειωμένη,
που και νεκρούς ξεσηκώνει
να ορμήσουν
εμπρός.
(…)Ο Μαρξ όμως
μας έδειξε
τους νόμους της ιστορίας
κι έβαλε το προλεταριάτο
στο τιμόνι μπροστά.
Τα βιβλία του Μαρξ
δεν είναι του τύπου στοιχεία,
δεν είναι στήλες
γεμάτες στεγνούς αριθμούς.
Ο Μαρξ
έταξε ορθόν τον εργάτη στην πορεία
μέσα σε φάλαγγες πιο σφιχτές
κι απ’ τους πιο σφιχτούς ζυγούς.
Οδηγούσε τις φάλαγγες
και φώναζε:
σωστά πολεμάτε,
η πράξη
διορθώνει
τα γραφτά του μυαλού.
(…)Ξέρω έναν εργάτη
που γράμματα δε νογάει.
Δεν γεύτηκε
μήτε τ’ αλφάβητου τ’ αλάτι.
όμως άκουσε κάποτε,
τον Λένιν να μιλάει,
κι όλα τα κατάλαβε
το μυαλό του εργάτη.
Άκουσα
κάποιου χωριάτη απ’ τη Σιβηρία
την ιστορία.
Σηκώθηκαν, με τα ντουφέκια
πήραν τη γη,
την καρπίσαν.
Για τον Λένιν
δεν είχαν ούτε διαβάσει, ούτε ακούσει,
μα λενινιστές
κιόλας όλοι τους ήσαν.
Είδα βουνά,
που βλαστάρι δε βγαίνει.
Μονάχα το σύννεφο
στα βράχια σκοντάφτει.
Κι εκατό βέρστια πιο πέρα
κάποιος ερημίτης να μένει,
που στα κουρέλια του,
το σήμα του Λένιν
αστράφτει.
Θα μου πούνε –
πως μιλώ για κονκάρδες
που τα κορίτσια τις καρφώνουν
στο ρούχο τους κοκέτικα
παραξενιές της ζωής.
Μα όχι –
δεν είναι κονκάρδες
είναι η καρδιά η ίδια
που ανάβει το ρούχο,
και λάμπει γεμάτη
αγάπη για τον Ιλίτς.
Αυτό
δεν εξηγείται
με της εκκλησίας τα τεφτέρια,
κι ούτε κάνας θεός τον πρόσταξε:
Γίνου ο εκλεκτός!
Με ανθρώπινο βήμα,
με εργάτη χέρια,
με το δικό του μυαλό
πήρε το δρόμο
αυτός.
(…)Θέλω,
να ξαναλάμψει μέσα στις σημαίες
η μεγαλύτερη απ’ όλες τις λέξεις –
«ΚΟΜΜΑ».
Τη μονάδα!
Τι να την κάνεις στ’ αλήθεια;!
Η μονάχη φωνή
δεν φτάνει μακριά.
Ποιος θε ν’ ακούσει;
Η σύζυγος από συνήθεια!
Κι αυτή αν είναι
στο σπίτι
κι όχι στην αγορά.
Το Κόμμα – είναι
μια συμπαγής θύελλα
κυκλώνα σφοδρού,
πρεσσαρισμένο από φωνές,
που σιγά ξεπηδάνε,
με το κόμμα
σπάνε
τα οχυρά του εχθρού,
όπως τα τύμπανα των αυτιών
απ’ τα κανόνια
που βροντάνε.
(…)Μυαλό της τάξης
υπόθεση της τάξης,
φως της τάξης,
δόξα της τάξης –
να λοιπόν τι σημαίνει Κόμμα.
Κόμμα και Λένιν
αδέρφια δίδυμα κι ακόμα.
Ποιος, Μάνα – Ιστορία
ο πιο ακριβός;
Λέμε Λένιν,
κι εννοούμε –
Κόμμα,
Λέμε
Κόμμα,
κι εννοούμε Λένιν.
(…)Ο Λένιν δε φαίνεται
μα είναι κοντά.
Μέσα στη δουλειά,
που όλο προχωράει,
διακρίνεις
τη σκέψη του Λένιν
που φωτά,
διακρίνεις
το χέρι του Λένιν
που οδηγάει.
Ο λόγος του Ιλίτς –
βρίσκει γόνιμους δρόμους:
πέφτει
κι αμέσως
φουντώνουν κλαριά,
και πλάι
να
στων εργατών τους ώμους –
ώμους
μυριάδες σφίγγει η αγροτιά.
(…)Στον εργάτη
που σκύβει στη μηχανή
σφηνώθηκε η είδηση.
Σφαίρα στο μυαλό.
Ένα ποτήρι δάκρυα
σα να ’χει χυθεί
πάνω στα μηχανήματα σταλάζει νερό.
Κι ο μουζίκος ο πεντάρφανος
που τόσα είχε ιδωμένα,
και το θάνατο
στα μάτια
είχε κοιτάξει πολλές φορές,
γύρισε αλλού τα μάτια,
να μην τα δουν οι γυναίκες κλαμένα
αλλά τον πρόδοσε η μουντζούρα,
απ’ τις βρεγμένες γροθιές.
Ήταν κι άνθρωποι – πέτρες,
μα ως κι αυτοί
μορφάζοντας,
δαγκώναν και σκίζαν τα χείλη.
Σα γέροι
τα παιδιά είχαν σοβαρευτεί,
σαν παιδιά,
βρέχαν κι οι γέροι το μαντήλι.
Ο αγέρας
στη γη
αγρύπνια φυσάει,
και δεν
καταλαβαίνουν
καθόλου πως
μπορεί,
την παγωμένη
Μόσχα ν’ αποχαιρετάει
της επανάστασης
ο πατέρας κι ο γιος.
Τέλος,
τέλος,
τέλος.
(…)Έγινε
μέγας
κομμουνιστής-οργανωτής
ακόμα
κι ο ίδιος
ο θάνατος του Ιλίτς.
Πάνω
απ’ των φουγάρων
την άγρια συστοιχία,
φτιάχνοντας κοντάρι
μ’ εκατομμύρια
χέρια,
την Κόκκινη Σημαία
στην Κόκκινη Πλατεία
τινάζουμε
με ορμή
στ’ αστέρια.
Απ’ αυτή τη σημαία,
από κάθε πτυχή,
Ξανά
ζωντανός
ο Λένιν προσκαλεί:
–Προλετάριοι,
συνταχτείτε
για μάχη στερνή!
Σκλάβοι,
ορθώστε
γόνατα και κορμί!
Στρατιά των προλεταρίων,
στη γραμμή εμπρός!
Ζήτω η επανάσταση
η γελαστή που ορμάει με φόρα!
Αυτός
είναι ο μεγάλος πόλεμος,
ο μοναδικός
απ’ όλους
όσους είδε η ιστορία ως τώρα.
μετάφραση: Δημήτρης Πάνου
Πηγή:http://www.katiousa.gr/afieromata-istoria/100-chronia-ochtovriani-epanastasi/19-charaktika-tou-v-noskof-gia-poiima-v-lenin-tou-vl-magiakofski/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου