Αγνοώ την Ελλάδα και το σούρουπο η κυρα-Θάλασσα
σαλιώνει τα φρύδια μου και κλαίει γιατί ασυγκίνητος
τραβώ το μαχαίρι απ’ το σώμα της πατρίδας μου,
που γεύτηκε λίγο πριν δυο ημιχρόνια παράτολμης ξεγνοιασιάς.
Το υπέροχο μεσημέρι μιας ηλιόλουστης Κυριακής
είναι η ευκαιρία για να θωπεύεις το γαλάζιο
του Αττικού ουρανού και τα λιγοστά πουλιά της Αθήνας
ζευγαρώνουν κάτω απ’ τα μάτια των παιδιών, που κολλημένα
στα τρανζίστορς προσεύχονται διστακτικά.
Μουστακαλήδες τραβάνε για την παραλία
κι όσοι δεν χωράνε στα γήπεδα λουφάζουν
μέσα στης καρδιάς μου το σπαραγμό.
Κι οι πέτρες γίνονται μπάλες, μπάλες γίνονται οι μανάδες,
μπάλες παλιές ρόδες, μπάλες γίνονται κι οι πατεράδες,
μπάλες γίνονται στα πόδια των παιδιών τα’ άλλα παιδιά.
Λαχτάρα μου, φύγε για το Σούνιο
κι από κει πήδα στο νερό ν’ αγναντέψεις
τα βουλιαγμένα πιθάρια.
(Ο δράκος του μεσημεριού, Ύψιλον, Αθήνα 1983)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου