Πέφτει στην πόλη τη βουβήν η βραδινή ηρεμία
Και στα κανάλια το άλικον αίμα του ηλίου κυλά,
Και δίχως λόγια ούτε σκοπό βαθειά μια επιθυμία
Από τους πύργους τους σταχτιούς αρχίζει να μιλά.
Βραχνά, παράξενα οι παλιές καμπάνες τραγουδάνε
Για μέρες, που εσυντάραζαν χαράς την πόλη αχοί,
Που είχαν οι δρόμοι κίνηση και φως για να σκορπάνε
Και που φωτόχαρη έλαμπε του λιμανιού η ψυχή.
Για πλούσιες μέρες, τίποτε που πια απ’ αυτές δε μένει
Κι’ απόμακρες σαν όνειρα που έγιναν παιδικά·
Σωπαίνει το Ave το στερνό… Και το άσμα αργά πεθαίνει,
Σιγά σ’ ακκόρντα τρεμοσβεί παραπονετικά.
Παίρνει τους ήχους τους στερνούς πνοή βραδυού απαλή
Και παραδέρνει ο αντίλαλος στα πεθαμένα μέρη,
Στους δρόμους, που όλ’ είναι έρημοι κ’ είναι όλοι σιωπηλοί,
Παιδί τυφλό, που τάφησε, λες, του οδηγού το χέρι.–
Δυο κύκνοι πλένε αμίλητοι στ’ ακύμαντα νερά
Και το ποτάμι αργό κυλά και σιγανατριχιάζει,
Για μια κυρίαν πανέμορφη, ρήγισσα που ήταν μια φορά
Και μες στο μαύρο ράσο της παντέρμη πια στενάζει…
~ Το ποίημα του Στέφαν Τσβάιχ μεταφράζει ο Λέων Κουκούλας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου