ΔΥΟ ΟΝΕΙΡΑ
1
Όνειρο φριχτό. Στην Αγγλία ίσως,
εγώ κι ένας άλλος (ποιος;) σε κτήριο καινούριο
σκηνές αποτρόπαιες. Συμπλέγματα γεμάτα
μίσος, μορφές που ανεβοκατέβαιναν
τις σκάλες κι έμπαιναν
σε καμαράκια κρυφογελώντας, κρυφογνέφοντας.
Ένα είδος φίδι ιππόκαμπο σιχαμένο
στη γυαλάδα του έδινε ο ένας στον άλλο
φτύνοντας στο στόμα.
Πέντε είχαν μαζευτεί πίσω απόνα κουρτινάκι
κι έκαναν έρωτα δίχως να κοιτάζονται.
Όλα δίχως διόλου θόρυβο, με κινήσεις
μαθηματικές, σταθερές, επαναλαμβανόμενες.
Ξύπνησα με ανακούφιση,
ψιλοροχάλιζα όπως όταν πιω πολύ.
Είπα να ξορκίσω το κακό με τη σκέψη
πως δεν είμαι μόνος. Πως θα με σκέφτεσαι.
Στύση μαρτυρική. Δεν μπορώ ν’ αυνανιστώ.
Καλόμαθα στον έρωτα. Πως θα ξεσυνηθίσω;
2
Μέσα σε οικόπεδο με μποτίλιες, τσουκνίδες
και κονσερβοκούτια είδα στ’ όνειρό μου
πως κάποιος με παρέσυρε. Ανεβασμένος εγώ
σε πέτρα κι ο άλλος γονατισμένος
άνοιξα το παντελόνι μου και με δέχτηκε
στο στόμα του με λαχτάρα. Κάποιος
ήρθε χωρίς πρόσωπο, σα σχήμα μόνο
και πλάτη και παρακολούθησε αμίλητος. Ξαφνικά
πέρασε από την ανοιχτή πόρτα του οικοπέδου
η μάνα μου σπρώχνοντας το καροτσάκι της.
Μέσα του εγώ αγέλαστος βυζαίνοντας
το μεγάλο μου δάχτυλο. Μια τσουκνίδα
τσίμπησε τη γάμπα της μάνας μου.
Ο άλλος ρουφούσε γρηγορότερα.
Σκοτεινιά.
ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ
Χάιδεψέ μου το χέρι, κλείσε τα μάτια σου
και φαντάσου όποιον θέλεις, το φίλο σου,
το κορίτσι σου, πες ένα λόγο τρυφερό
απ’ αυτά που λέμε πάνω στην έξαψη
και μετά δε θυμόμαστε, θα σε χαρτζιλικώσω καλά.
Και μη με ρωτήσεις ονόματα
και που δουλεύω και τούτο και κείνο,
άσε τη σιωπή που θα ‘ρθει μετά το τέταρτο
να μας κατακλύσει, να μας συντρίψει
στην πατούσα της
και να σκύψουμε ύστερα το κεφάλι,
να νιώσουμε ντροπή για το χρόνο,
ντροπή για το χάλι μας,
ντροπή που σερνόμαστε.
ΤΟΣΟ ΠΟΛΥ
Τόσο πολύ χαράχτηκες μ’ αίμα κρυσταλιασμένο
στο μυαλό μου που κάθε καινούριο
σώμα στην αγκαλιά μου νομίζω πως είσαι συ.
Κι ο χρόνος περνάει – μέρες, μνήμες, βροχές
και συ δε λες να φύγεις απ’ τα πρόσωπα
που βλέπω στο μισοσκόταδο, πίσω τους στέκεσαι
βαριά κι αμίλητα. Στ’ όνειρό μου
πάλι χτες σε είδα πάνω από βάραθρο
να ζυγιάζεσαι
και πίσω μια θάλασσα γεράκια τρώγανε
το φεγγάρι
και κάτω έχασκε γκρεμός με φίδια σφιχτομπλεγμένα
κι ο άνεμος έφερνε κραυγές.
Σε χτίζω και σε γκρεμίζω με το σάλιο μου.
ΠΗΓΗ: Καμπύλη – έκδοση τέχνης, τεύχος 1, Απρίλης ’78, εκδότης – διευθυντής: Νίκος Φατούρος.
Αναδημοσίευση από:https://exitirion.wordpress.com/2020/10/08/andreas-aggelakis-poems/?fbclid=IwAR1VePnyQkURTriNR8rUG5qTE6QqdmCLHexc_WSxtcqhEM7fKyg20A-fJQ0
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου