Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2020

Αργύρης Χιόνης - Εκδοχές του τέλους (αποσπάσματα)

 Ο Αργύρης Χιόνης (1943-2011) απαγγέλλει τα ποιήματα που απαρτίζουν την ενότητα "Οι Εκδοχές του Τέλους" από το (τελευταίο) βιβλίο του με τίτλο: " Ό,τι περιγράφω με περιγράφει ", το οποίο κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Γαβριηλίδης το 2010.




Με ήτα η ζωή τελειώνει·

με ήττα, επίσης.


Ι


Καβάλα σ’ ένα κουνιστό αλογάκι,

με χάρτινο καπέλο και ξύλινο σπαθί,

πήρα κι εγώ μέρος στη μάχη,

στο αίμα, στη φωτιά, στην αρπαγή.


Καβάλα σ’ ένα κουνιστό αλογάκι,

μπρος-πίσω, πίσω-μπρος,

γύρισα ολόκληρο τον κόσμο,

των ίσκιων στρατηλάτης κι αρχηγός,

γύρισα ολόκληρο τον κόσμο

κι έφτασα τώρα εδώ,

στην κουνιστή μου πολυθρόνα,

μπρος-πίσω, πίσω-μπρος...


Τσαλακωμένο πια το χάρτινο καπέλο

και τσακισμένο το ξύλινο σπαθί˙

η μάχη, το αίμα, η φωτιά κι η αρπαγή

θαμπές εικόνες στου μυαλού μου την οθόνη˙

καίει ο ήλιος μα το αίμα μου παγώνει,

ψίθυρος βγαίνει από το στόμα μου η κραυγή.


ΙΙΙ

Έρχονται αθόρυβα οι μέρες μου – γάτες με πελ-

ματα βελούδινα, ταχύτητα αστραπής- τρίβο-

νται μια στιγμή ανάμεσα στα πόδια μου· σκύ-

βω να τις χαϊδέψω· έχουνε κιόλας φύγει.


VIII

Το σπίτι μου δεν βρίσκεται σε όροφο· ισόγειο

είναι και χωρίς υπόγειο. Ποιος μου χτυπά λοι-

πόν, τις νύχτες, το πάτωμα από κάτω, ποιος

μου φωνάζει οργισμένος: "Χαμήλωσε τη μου-

σική· υπάρχει κόσμος που κοιμάται, κόσμος

εργαζόμενος, νεκρός από τον μόχθο!"

ΧΙ


Με τρομάζει η ανυπαρξία, η μητέρα μου,

και δεν ξέρω γιατί,

αφού η ερωμένη μου, η ύπαρξη,

είναι αυτή

που πάντα μου επεφύλασσε

και σίγουρα μου επιφυλάσσει ακόμη

τις πιο οδυνηρές εκπλήξεις.


ΧΙΙ

Να πίνεις τσάι και, στο μεταξύ, να σβήνει η

ζωή σου, όπως συμβαίνει με τους ήρωες του

Τσέχοφ, να σβήνει η ζωή σου, ενώ εσύ με α-

ξιοπρέπεια το τσάι ν’ ανακατεύεις και να ε-

παινείς τη γεύση και το άρωμά του. Έτσι,

σαν ήρωας του Τσέχοφ ή όπως ο Τσέχοφ ο ί-

διος, στη χυδαιότητα του πόνου ν’ αντιτάσ-

σεις την καλή ανατροφή σου.


_________


XV


Ανάμεσα στα δάκτυλά μου
και στη σάρκα σου
όσο σφιχτά κι αν σε κρατώ,
τρυπώνει ο χρόνος.


XVI


Απλώνεις το χέρι να μου χαϊδέψεις τα μαλλιά


-πανάρχαιη κίνηση όλων των ερωτευμένων-


και δεν βρίσκεις μαλλιά, παρά μονάχα το γυ-


μνο κρανίο μου.


Σε πρόλαβε ο χρόνος που, τόσο επίμονα, με τό-


σο πάθος, με χάιδεψε ως τη γυμνιά.


ΧVII


στη Χρύσα


Όταν σου αναγγείλουνε τον θάνατό μου,

κάνε ό,τι θα 'κανες αν σου χαρίζαν

εν' άδειο βάζο.


Θα το γέμιζες λουλούδια·

έτσι δεν είναι;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου