Ο Μπαλής λάτρευε αυτόν τον ξερότοπο. Με πήγε με το τζιπάκι του ξημερώματα στο Κολούμπο για να δούμε το ηφαίστειο. Τι να δούμε; Προηγουμένως τα είχαμε τσούξει και δεν έβλεπα την τύφλα μου. Έκανε στάση στον Μπαξέ, όπου υπήρχε μια βάρκα, δεν ξέρω ποιανού ήταν. Μπήκαμε μέσα και ο Μπαλής τράβηξε κουπί μέχρι τον βράχο του Kολούμπο. Η θάλασσα ήταν γυαλί. Ο ήλιος ανέτειλε μεγαλόπρεπα πάνω από την Ανάφη. Επικρατούσε σιγαλιά, το είδος εκείνο της σιγαλιάς που μόνο στη θάλασσα μπορείς να βρεις. Θα ήταν όλα τέλεια, αν δεν υπήρχε ο φαλακρός βαρκάρης. Ανεξάντλητος ο Mπαλής, δεν έβαζε τη γλώσσα του μέσα.
«Νομίζεις πως πάμε για ψάρεμα, ε; Κούνια που σε κούναγε! Εγώ τα ψάρια ούτε τα τρώω ούτε και τα ψαρεύω. Δε μ’ αρέσει η μυρωδιά τους. Μόνο μια φορά πήγα με κάτι κωθώνια για ψάρεμα και βλαστήμησα την ώρα και τη στιγμή. Καταρχήν, μας έφυγε ο πάτος να φτιάξουμε δολώματα για παραγάδι. Στο τέλος, μαζέψαμε το παραγάδι και δεν είχαμε πιάσει παρά ένα ψαράκι. Ένα, τόσο δα. Το πετάξαμε πάλι στη θάλασσα. Στην επιστροφή μάς έπιασε θαλασσοταραχή και κοντέψαμε να πνιγούμε. “Ωραία δεν ήταν”; μου είπαν. “Άμα με ξαναδείτε, γράψτε μου”, τους απάντησα».
Ανακατευόμουν. Ήμουν πεσμένος στην κουπαστή, με το κεφάλι έξω να κοιτάζω το νερό. Διέκρινα κάτι∙ στην αρχή δεν κατάλαβα τι ήταν. Μια σκούρα κηλίδα στα βάθη της θάλασσας. Απλωνόταν σε τεράστια έκταση, μαύριζε τα πάντα. Έμοιαζε με τέρας που κρυβόταν στον βυθό.
«Μην ανησυχείς. Είναι το ηφαίστειο του Kολούμπο», είπε ο Mπαλής κοιτώντας το μαγεμένος. «Δεν είναι παίξε γέλασε. Είναι ενεργό. Αυτό κι αν είναι επικίνδυνο. Από αυτό προήλθε η τελευταία μεγάλη έκρηξη στη Σαντορίνη. Κι από αυτό περιμένουν την επόμενη. Άντε, να διώξει τα σκουπίδια που λέγαμε προηγουμένως. Κοίτα τι δύναμη κρύβει!»
Η θέα του ηφαιστείου με πανικόβαλε. Φαντάστηκα το θεριό να ξυπνάει, να βρυχάται, να αναδεύεται μέσα στο νερό. Προσπάθησα να μην δείξω τον πανικό μου. Ο Μπαλής, όμως, με είδε κίτρινο σαν φλουρί και ξέσπασε πάλι σ’ εκείνο το κολασμένο γέλιο. Άρχισε να μου λέει πως ήμουν μεγάλος χέστης. Και να πέθαινα, τι θα γινόταν;. Θα ’χανε η Βενετιά βελόνι; Λίγος πόνος και πάει, τέλος. Φοβόμουν μήπως το γέλιο του ξυπνήσει τον γίγαντα, το υποθαλάσσιο τέρας. Τον παρακάλεσα να βγούμε έξω, γιατί ζαλιζόμουν. Μου έκανε τη χάρη και κωπηλάτησε μέχρι την ακτή. Βγήκα έξω και σωριάστηκα χάμω. Η ματιά μου στάθηκε στον βράχο που διέτρεχε την παραλία και χωνόταν βαθιά στο νερό. Θύμιζε προϊστορικό τέρας, που δίστασε να μπει στη θάλασσα και απολιθώθηκε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου