Στὴν σκιὰν ἑνὸς δένδρου ὕπνον κειμένος
ἀνέπνεον βαθύν, μὰ μὲ καρδίαν
περίλυπον, γιατὶ τὴν εὐτυχίαν
τῆς Ἑλλάδος στὸν νοῦν μου εἴχα καὶ σθένος
Ὅταν μίαν φωνὴν ἐτσ' ὑπνωμένος
Σήκω, ξύπνα, γρικώ, τί αθυμία
τί ὕπνος εἰν' αὐτός; Ποιὰν δυστυχίαν
ἔχεις καὶ κείτεσ' ἔτσι τεθλιμμένος;
Ξυπνῶ καὶ βλέπω εὐθὺς ἄνω νὰ μένη
ἡ ἴδια ἡ Ἀθηνᾶ μὲ παρρησίαν,
κι ἔτσι ἀπὸ ψηλὰ μοῦ συντυχαίνει:
«Τῆς Ἑλλάδος τὴν πρὶν τὴν εὐδοξίαν
χρόνος τινάς ποτὲ δὲν τὴν μαραίνει,
γιατ' ἀμάραντος εἶναι ἡ σοφία.»
Άνθη Ευλαβείας, 1708.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου