[...]
Με τα κουπιά στον οριζόντιο λήθαργο των πραγμάτων
Από αφρό που τρεμοσβήνει, το γαλάζιο και το πράσινο
Θα σου εξηγούσαν ευχαρίστως τον χιασμό μιας υλικότητας
Που έχει δύο βασίλεια σαν τον Μελκάρθ, αν το ζητούσες. Όμως
Λάμπα θυέλλης, περιττό να ανάψεις μεσημέρι Αυγούστου.
Ονειρέψου, καλύτερα (μας χαϊδεύουν τα φύκια!),
Την κιθάρα, το γκονγκ, τ’ άλλα όργανα (καταλαβαίνοντας
Το γιατί η μουσική καταστρέφει τη μουσικότητα), όλ’ αυτά
Τα ρολόγια σαν την καμπάνα που καλούσε τους μοναχούς
Στο συσσίτιο, γιατί απ’ αυτήν προέρχονται οι ήχοι
Των κινήσεων που διευθετούν την αλλαγή και θα τ’ αποδείξω,
Αρκεί ν’ ακούς τη ράθυμη περιδίνηση. Στην ηχώ
Των κουπιών, στην ωραία αυτή γλώσσα επιφυλάχτηκε η τύχη
Να πει το τέλος του κόσμου. Σε συμβουλεύουνε τα κουπιά:
Να προτιμάς τις αυθαίρετες απλουστεύσεις, τις απειράριθμες
Ανεπηρέαστες μεταξύ τους απλότητες, να εφευρίσκεις
Τον τροχό. Δηλαδή απορριπτέο μη θεωρείς το εδώ τώρα.
Δες την περίπτωση του Ορφέα, ασυνήθιστου καλλιτέχνη,
Θα το πίστευες; Αυτός υπήρξε αρχιερέας
Της παροδικότητας. (Α, Ορφέα! — ε, κακότυχε απατεώνα!)
Το ρολόι του, άραγε, δεν χτυπούσε με τις εφτά
Χορδές (μία για κάθε φωνήεν, μία για κάθε πλανήτη,
Και μια για κάθε οπή του σώματος); Χρυσόσκονη γέμιζε
Το κύπελλο της νύχτας αλλά εκείνος το χαβά του.
Μελωδός και αστρονόμος η χάρη του κρατούσε αδιάλειπτα
Το μουσικό χρονόμετρο που ’ταν συγχρόνως ημερολόγιο
Και άβακας, πλανητάριο και εξάντας. Εφόσον έτσι είχε χωρίσει
Την εβδομάδα σ’ 7 ημέρες για να μη σκέφτεται ούτε πολλά
Ούτε λίγα αλλά 7 ακριβώς, δεν θα ’χε, λέω, προκοπή.
Ώς και του Κέρβερου την ανόρεχτη ακοή θα παρεξηγούσε,
Πιστεύοντας, επιπόλαια, ότι ο σκύλος δεν νιώθει τάχα
Τη χρονικότητα επειδή κάποτε, ποιός ξέρει πώς! είχε αντικρίσει
Τον ήλιο να ανατέλλει από τη δύση. Μεγάλο λάθος! το ζώο,
Στο υπογράφω, το κατεύνασε η διάρκεια και όχι η μουσική.
[...]
Ευγένιος Αρανίτσης. 1998. Η θάλασσα. Αθήνα: Νεφέλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου