Ἦ τάχα Κοῦρον
Κυπρίδος εὐκόλποιο καὶ Ἑρμάωνος ἐνίψεις.
ΧΡΙΣΤΟΔΩΡΟΥ ΕΚΦΡΑΣΙΣ
Ο νέος πραματευτής ήρθε από τη Σιδώνα
χωρίς να φοβηθεί το θυμωμένο Ποσειδώνα.
Κοράκου χρώμα τα τσουλούφια του, ο χιτώνας του πορφύρα
και τον κρατάει στον ώμο του μια χρυσή πόρπη· μύρα
ανασαίνει και ψιμύθια κάθε πτυχή του σώματός του.
Μπήκε στην Κύπρο απ’ τη θαλασσινή πόρτα της Αμμοχώστου
και τώρα χαίρεται μες στα στενά της Λευκωσίας τη λιακάδα.
Μια τουρκοπούλα στην αυλή, και σείστηκε η περιπλοκάδα
που κορφολόγαε με τα σιντεφένια δάχτυλά της.
Εκείνος διάβηκε του ήλιου τον ποταμό σαν ένας θείος περάτης,
σαν όνειρο ψιθυριστά τραγουδώντας: «Ρόδα στο μαντίλι».
Λες γύρευαν του Δία τα πέδιλα τα βυσσινιά του χείλη.
Έτσι προχώρεσε και κάθισε πλάι σ’ ένα γοτθικό παραστάτη
όπου του Μάρκου το λιοντάρι κάρφωνε μ’ αλαφιασμένο μάτι
έναν κοιμάμενο βοσκό που μύριζε τραγί κι ιδρώτα.
Ακούμπησε, έβγαλε από τον κόρφο του και κοίταξε μια τερακότα·
ένα γυμνό που γλιστρούσε αβέβαιο στη σαλμακίδα κοίτη
ανάμεσα στον κοίλο Ερμή και την κυρτή Αφροδίτη.
Ημερολόγιο Καταστρώματος, Γ'
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου