Δέσποζε η λάσπη και λίγο μόνο
υποχωρούσε προς το χέρσο, που έλαμπε μουσκεμένο.
Αγκαθιές, φασκόμηλο και ροδαριές και πέτρες και θυμάρι.
Εκεί είπαν να μ`αφήσουν οι αγαπημένες μου.
Δεν θα είχα κλείσει ούτε τα τέσσερα.
Θα μ`έβλεπαν από την ελαιόφυτη πλαγιά
όπου κι δυό τους δοσμένες στη συγκομιδή
σήκωναν το κεφάλι μόνο προς εμένα.
Μιλούσαν κάθε τόσο δυνατά και με ρωτούσαν διάφορα.
Αχ! τα γλυκά τους λόγια, που δεν τα θυμάμαι.
Θα πρέπει να ήταν υποσχέσεις:
Σε λίγο θα `ρθουμε κοντά σου...
Το βράδυ όταν ανάψουμε το τζάκι...
Παιχνίδια ήταν της κουβέρτας οι κλωστές
οι σπόροι που έριχνα στην τρύπια τσέπη
και τα κρυμμένα σαν την καλοσύνη ανθάκια
που ξεμύτιζαν δειλά και τα μετρούσα.
Ό,τι μου φανερώθηκε στη μυρωδιά του μουσκεμένου
το μαρτυρούν ίσως οι χειρονομίες μου.
Με το φως, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1999
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου