ΚΑΤΑΠΛΟΥΣ (ή Η ΑΠΟΒΙΒΑΣΗ)
Χαρούμενος ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔπιασε λιμάνι
Ποὺ ἀφήνει πίσω του πελάγη, τρικυμίες
Πού ̓χει τὰ ὄνειρά του ἀγέννητα ἤ, νεκρὰ
Καὶ κάθεται νὰ πιεῖ στὸ καπηλειὸ τοῦ Μπρέμα
Σιμὰ στὴν παραστιὰ κι ὁλόγιομος εἰρήνη.
Χαρούμενος ὁ ἄνθρωπος σβηστὴ φλόγα ποὺ μοιάζει
Ἄμμος ποὺ μοιάζει ποταμίσιας ὄχθης
Ποὺ τὸ φορτίο τ’ ἀπόθεσε κι ἔχει τὸ μέτωπο καθάριο
Καὶ ποὺ στῆς δημοσιᾶς τὸ χεῖλος ξαποσταίνει.
Δὲν φοβᾶται, δὲν ἐλπίζει μήτε προσδοκᾶ,
Μόνο καρφώνει τὰ μάτια
στὸν ἥλιο, ποὺ φεύγει
***
ΔΕΥΤΕΡΑ
Τί εἶναι ἀπὸ ἕνα τραῖνο θλιβερότερο;
Ποὺ φεύγει ὅταν πρέπει, ποὺ
Δὲν ἔχει παρὰ μιὰ φωνὴ μονάχα
Ποὺ δὲν ἔχει παρά, ἕναν δρόμο.
Τίποτα θλιβερότερο ἀπὸ ἕνα τραῖνο.
Ἴσως ἕνα ἄλογο ποὺ τό ̓χουνε νὰ κουβαλάει.
Δεμένο μὲ τὴ λαιμαριά του
Ἀνήμπορο ἀκόμη καὶ στὸ πλάι νὰ κοιτάξει.
Προχωρῶ, ἡ ζωή του.
Κι ἕνας ἄνθρωπος;
Ἕνας ἄνθρωπος, δὲν εἶναι θλιβερός;
Ἂν γιὰ καιρό, ζεῖ μοναχός του
Ἂν πὼς ὁ χρόνος, τέλειωσε πιστεύει
Θλιβερὸς καὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι
17 Ἰανουαρίου τοῦ 1946.
***
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΚΟΡΑΚΙΟΥ
«Ἀπὸ πολὺ μακριὰ εἶμαι φερμένο
Κακὰ μαντάτα γιὰ νὰ φέρω.
Πέρασα τὸ βουνὸ
Τὸ σύννεφο ἔσκισα τὸ χαμηλὸ
Καὶ σὲ στέρνες τὴν κοιλιά μου καθρέφτισα.
Πέταξα χωρὶς νὰ ξαποστάσω
Γιὰ μίλια ὁλόκληρα χωρὶς νὰ ξαποστάσω
Γιὰ νά ’βρω τὸ παράθυρό σου
Γιὰ νά ’βρω τὸ αὐτί σου
Τὸ καινούριο κακὸ νὰ σοῦ πῶ
Ποὺ τὴν χαρὰ τοῦ ὕπνου θὰ σοῦ πάρει
Ποὺ τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασὶ θὰ σοῦ τὰ μαγαρίσει
Ποὺ κάθε βράδυ στὴν καρδιὰ θὰ σοῦ θρονιάζεται».
Αἰσχρὰ τραγουδοῦσε, χορεύοντας
Πέρα ἀπ’ τὸ τζάμι, πάνω στὸ χιόνι.
Σὰν ἔπαψε, κοίταξε ὅλο μοχθηρία
Σταύρωσε μὲ τὸ ράμφος του τὸ χῶμα
Καὶ ἅπλωσε τὰ μαῦρα του φτερά.
Μετάφραση: Χρῖστος Κρεμνιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου