Κυριακή 26 Ιουλίου 2020

George Gordon Byron-The isles of Greece

THE ISLES OF GREECE

The isles of Greece! the isles of Greece
Where burning Sappho loved and sung,
Where grew the arts of war and peace,
Where Delos rose, and Phoebus sprung!
Eternal summer gilds them yet,
But all, except their sun, is set.

The Scian and the Teian muse,
The hero's harp, the lover's lute,
Have found the fame your shores refuse:
Their place of birth alone is mute
To sounds which echo further west
Than your sires' 'Islands of the Blest.

The mountains look on Marathon—
And Marathon looks on the sea;
And musing there an hour alone,
I dream'd that Greece might still be free;
For standing on the Persians' grave,
I could not deem myself a slave.

A king sate on the rocky brow
Which looks o'er sea-born Salamis;
And ships, by thousands, lay below,
And men in nations;—all were his!
He counted them at break of day—
And when the sun set, where were they?

And where are they? and where art thou,
My country? On thy voiceless shore
The heroic lay is tuneless now—
The heroic bosom beats no more!
And must thy lyre, so long divine,
Degenerate into hands like mine?

'Tis something in the dearth of fame,
Though link'd among a fetter'd race,
To feel at least a patriot's shame,
Even as I sing, suffuse my face;
For what is left the poet here?
For Greeks a blush—for Greece a tear.

Must we but weep o'er days more blest?
Must we but blush?—Our fathers bled.
Earth! render back from out thy breast
A remnant of our Spartan dead!
Of the three hundred grant but three,
To make a new Thermopylæ!

What, silent still? and silent all?
Ah! no;—the voices of the dead
Sound like a distant torrent's fall,
And answer, 'Let one living head,
But one, arise,—we come, we come!'
'Tis but the living who are dumb.

In vain—in vain: strike other chords;
Fill high the cup with Samian wine!
Leave battles to the Turkish hordes,
And shed the blood of Scio's vine:
Hark! rising to the ignoble call—
How answers each bold Bacchanal!

You have the Pyrrhic dance as yet;
Where is the Pyrrhic phalanx gone?
Of two such lessons, why forget
The nobler and the manlier one?
You have the letters Cadmus gave—
Think ye he meant them for a slave?

Fill high the bowl with Samian wine!
We will not think of themes like these!
It made Anacreon's song divine:
He served—but served Polycrates—
A tyrant; but our masters then 65
Were still, at least, our countrymen.

The tyrant of the Chersonese
Was freedom's best and bravest friend;
That tyrant was Miltiades!
O that the present hour would lend
Another despot of the kind!
Such chains as his were sure to bind.

Fill high the bowl with Samian wine!
On Suli's rock, and Parga's shore,
Exists the remnant of a line 75
Such as the Doric mothers bore;
And there, perhaps, some seed is sown,
The Heracleidan blood might own.

Trust not for freedom to the Franks—
They have a king who buys and sells;
In native swords and native ranks
The only hope of courage dwells:
But Turkish force and Latin fraud
Would break your shield, however broad.

Fill high the bowl with Samian wine!
Our virgins dance beneath the shade—
I see their glorious black eyes shine;
But gazing on each glowing maid,
My own the burning tear-drop laves,
To think such breasts must suckle slaves.

Place me on Sunium's marbled steep,
Where nothing, save the waves and I,
May hear our mutual murmurs sweep;
There, swan-like, let me sing and die:
A land of slaves shall ne'er be mine—
Dash down yon cup of Samian wine!

Lord George Gordon Byron - Canto III from "Don Juan" (1819)

ΤΑ ΝΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

Τα νησιά της Ελλάδας! ω νησιά βλογημένα,
που με αγάπη και φλόγα μια Σαπφώ τραγουδούσε,
που πολέμων κι ειρήνης δώρα ανθίζαν σπαρμένα,
που το φέγγος του ο Φοίβος απ' τη Δήλο σκορπούσε!
Αχ, ατέλειωτος ήλιος σας χρυσώνει ως τα τώρα,
μα βασίλεψαν όλα, όλα τ' άλλα σας δώρα!

Και της Χίος τη Μούσα, και της Τέως τη λύρα,
αντρειοσύνης κι αγάπης δοξαρίσματα πρώτα,
σε άλλους τόπους για φήμη τα μετάφερε η Μοίρα,
γιατί η μαύρη τους μάνα μήτε αν ζούνε δε ρώτα!
Κι αντιλάλησαν ξάφνω παραπέρα στη Δύση
απ' εκεί που ανθίζαν των «Μακάρων αι νήσοι».

Τα βουνά το μεγάλο Μαραθώνα θωράνε,
κι η αθάνατη βλέπει τα πελάγη κοιλάδα.
Εδώ πέρα μονάχος συλλογιόμουν πώς να 'ναι
θα μπορούσε και πάλε μια ελεύτερη Ελλάδα!
Γιατί πώς να κοιτάζω το Περσάνικο μνήμα,
και να λέγω πως είμαι της σκλαβιάς κι εγώ θύμα!

Στον γκρεμνό που αντικρίζει τη μικρή Σαλαμίνα,
μια φορά βασιλέας θρονιαζότανε. Κάτου
δίχως τέλος καράβια με τ' αμέτρητα εκείνα
μαζευόντανε πλήθη. Ήταν όλα δικά του.
Την αυγή με καμάρι τα μετρούσε εκεί πέρα,
μα τι γένηκαν όλα, σαν εβράδιασε η μέρα!

Πού είν' εκείνα! Πού είναι, ω πατρίδα καημένη!
Κάθε λόγγος σου τώρα κι ακρογιάλι εβωβάθη!
Των παλιών των ηρώων ένας μύθος δε μένει,
της μεγάλης καρδιάς τους κάθε χτύπος εχάθη.
Και τη λύρα σου ακόμα την αφήκες, ωιμένα!
Απ' τους θείους σου ψάλτες να ξεπέσει σ' εμένα!

Μέσ' στον άδοξο δρόμο, που μια τύχη με σέρνει,
με φυλή που σηκώνει της σκλαβιάς αλυσίδα,
κάποιο βάλσαμο κρύφιο στο τραγούδι μου φέρνει
η ντροπή που με πιάνει για μια τέτοια πατρίδα!
Και τι να 'χει εδώ άλλο ποιητής παρά μόνο
για τους Έλληνες πίκρα, για τη χώρα τους πόνο!

Πρέπει τάχα να κλαίμε μεγαλεία χαμένα,
και ντροπή να μας βάφει αντίς αίμα, σαν πρώτα;
Βγάλε, ω γης δοξασμένη, απ' τα σπλάχνα σου ένα
ιερό απομεινάρι των παιδιών του Ευρώτα!
Απ' εκειούς τους Τρακόσους τρεις αν έρθουνε, φτάνουν
άλλη μια Θερμοπύλα στα βουνά σου να κάνουν.

Πώς! Ακόμα σωπαίνουν; Πώς! Ακόμα 'συχάζουν;
Όχι, όχι! Ακούγω τις ψυχές απ' τον Άδη
σαν ποτάμι που τρέχει μακρινά, να φωνάζουν:
«Ένας μόνο ας σαλέψει ζωντανός, και κοπάδι
απ' τη γης αποκάτου λεβεντιά ξεκινούμε.
Είναι αυτοί που κοιμούνται· εμείς ακόμα σ' ακούμε!»

Αχ, του κάκου, του κάκου! Άλλες λύρες στα χέρια!
Με Σαμιώτικο τώρα το ποτήρι ας γεμίσει.
Άφηνε αίμα και μάχες για τα τούρκικα ασκέρια,
και καθένας το αίμα του αμπελιού του ας μας χύσει!
Δες τους! Όλοι ξυπνάνε και πετούν ως απάνω,
του μικρόψυχου Βάκχου το εγκώμιο σαν κάνω!

Τον Πυρρίχιο χορό σας ως τα τώρα βαστάτε
η Πυρρίχια η «φάλαγξ» πού να πήγε, καημένοι!
Από δυο τέτοια δώρα, πώς εκείνο ξεχνάτε,
που ψυχές αντρειώνει και καρδιές ανασταίνει!
Και τα γράμματα ακόμα ενός Κάδμου κρατείτε·
τάχα να 'ταν για σκλάβους τα ψηφιά του θαρρείτε;

Το Σαμιώτικο χύνε στο ποτήρι ως τα χείλη!
Όξω οι λύπες! Ελάτε με την πλόσκα γεμάτη!
Έτσι έψελνε ο θείος Ανακρέοντας, φίλοι!
Σκλάβος ήταν κι εκείνος, μα ενός Πολυκράτη.
Από ξένους τυράννους δεν εγνώριζαν τότες·
ήταν αίμα δικό τους, σαν κι αυτούς πατριώτες.

Τη Χερσόνησο ένας μια φορά τυραννούσε,
μα διαφέντευε πρώτος τα καλά, την τιμή της.
Μιλτιάδη τον λέγαν. Αχ, και πάλε να ζούσε!
Ένα ας είχε η πατρίδα τέτοιο πάλε παιδί της!
Βασιλιάς σαν κι εκείνον ποιο λαό δε μαγεύει!
Βασιλιάς που με αγάπη μοναχή σε δεσμεύει.

Στο ποτήρι μου πάλε το Σαμιώτικο χύνε!
Στο Σουλιώτικο βράχο, προς της Πάργας το χώμα,
γενεά σιδερένια ως τα σήμερα είναι,
που από μάνες Δωρίδες λες και βγαίνει ακόμα.
Ίσως μένει εκεί πέρα κάποιος σπόρος κρυμμένος,
που θα δείξει αν δεν είναι Ηρακλείδικο γένος.

Απ' τους άπιστους Φράγκους λευτεριά μη ζητάτε!
Εκεί ζουν ηγεμόνες, που πουλούν κι αγοράζουν.
Με δικό σας τουφέκι και σπαθί πολεμάτε!
Αυτού θα 'βρετ' ελπίδα, κι ό,τι θέλουν ας τάζουν.
Ζυγός Τούρκου, με Φράγκου πονηριά σαν ταιριάσουν,
την ασπίδα, όσο να 'ναι δυνατή, θα τη σπάσουν.

Με Σαμιώτικο πάλε το ποτήρι ας γεμίσει!
Μέσ' στον ίσκιο χορεύουν οι κοπέλες μας πάλι·
σαν τα μαύρα τους μάτια δεν είδε άλλα η φύση,
μα σα βλέπω τη νιότη και τ' αφράτα τους κάλλη,
το δικό μου το μάτι το θολώνει μια στάλα,
που για σκλάβους το θένε τω βυζιών τους το γάλα!

Στου Σουνιού θα καθίσω το μαρμάρινο βράχο,
σύντροφό μου το κύμα του Αιγαίου θα κάνω,
αυτό εμένα ν' ακούγει, κι εγώ εκείνο μονάχο,
κι εκεί απάνω σαν κύκνος με τραγούδι ας πεθάνω.
Δε σηκώνει η ψυχή μου σκλάβα γη! Χτύπα κάτω
της σκλαβιάς το ποτήρι, κι ας πάει να 'ναι γεμάτο!

μτφ. Αργύρης Εφταλιώτης (1849-1923)

ΤΑ ΝΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

Νάτα, νάτα της Ελλάδος τα νησιά, νάτην η γη
Που η πυρρή Σαπφώ κι αγάπες και τραγούδια έχει σκορπίσει,
Όπου εφανερώθη ο Φοίβος κι όπου η Δήλος έχει βγη
Κι όπου κάθε τέχνη ειρήνης και πολέμου έχει βλαστήσει,
Ένα αιώνιο καλοκαίρι λες κι' ως τώρα τα χρυσώνει,
Μα όλα τους, εξόν τον Ήλιο, τα βασίλεψαν οι χρόνοι.

Ω του Ομήρου η μούσα τώρα, του Ανακρέοντα η λαλιά,
Οι παλικαρίσιες άρπες κι οι κιθάρες των ερώτων,
Νιώθουν δόξες πώχει διώξει κάθε μια σου ακρογιαλιά,
Κι οι μεριές που τις γεννήσαν δεν ακούνε τον ηχό των,
Όπου μυριαντιλαλιέται, ξακουσμένος κι απ' τη Δύση
Πέρα, εκεί που στων Μακάρων τα νησιά γελάει η φύση.

Βλέπουν μέσ' στον Μαραθώνα τα ολοτρίγυρα βουνά
Και θωράει κι ο Μαραθώνας το γιαλό που απλώνει χάμου.
Στέκω, συλλογιέται ο νους μου ξεχασμένος, και γυρνά,
Κι ονειρεύομαι σε Ελλάδα πάλι ελεύθερη μπροστά μου,
Τί δεν το χωράει ο νους μου νάμαι ορθός στον τάφο ως τώρα
Των Περσών, και νάμαι σκλάβος και σε σκλαβωμένη χώρα.

Πα στους βράχους, κάποιος ρήγας εθρονιάστη έναν καιρό,
Ξάγναντα στη Σαλαμίνα τη γιαλοβγαλμένη κάτου,
Βλέπει αμέτρητα καράβια, παλικάρια ένα σωρό
Κι έθνη, που όλα, κι άλλα τόσα, κι άλλα τόσα, είναι δικά του.
Όταν χάραζε η μέρα τα μετρούσε ακέρια ώς πέρα,
Τάχατες τί νάχαν γίνει σαν βασίλευεν η μέρα.

Σαν πού νάναι; σαν πού νάσαι, πες, πατρίδα μου και Συ,
Κι αν αχούν τραγούδια ηρώων στο άλαλό σου το ακρογιάλι
Τώρα, ωιμέ, παραφωνία λες κι αυτό είναι περισσή,
Τί καρδιά παλικαρίσια μια δε θε να βρεις να πάλλει,
Κι ήτανε γραφτό στη θεία και γλυκόλαλή σου λύρα
Τώρα στ' αχαμνά μου χέρια να την καταντήσει η μοίρα.

Στην ανεξοδιά τη μαύρη κάτι ακόμα μου απομένει
Κι αν μέσ' σε γενιά από δούλους αλυσόδετος, ω αλί μου,
Της ντροπής το κοκκινάδι για πατρίδα σκλαβωμένη,
Που με κάνει τραγουδώντας να σκεπάζω τη μορφή μου.
Ποιητή, τί έχεις να κάνεις άλλο εδώ, μια κοκκινάδα
Για κάθε Έλληνα να νιώθεις και να κλαις για την Ελλάδα.

Το αίμα χύναν οι γονιοί μας κι εμάς άλλο απ' της ντροπής
Κι απ' το θρήνο περασμένων μεγαλείων δε μας μένει;
Γης, τα σωθικά σου σκίσε, να μας δώσεις πίσω, ω γης,
Ένα λείψανο απ' της Σπάρτης τη γενιά την ξακουσμένη.
Από τους τριακόσιους δος μας τώρα τρεις μονάχα, ω χώμα,
Και καινούριες Θερμοπύλες θε ν' αναστηθούν ακόμα.

Τι, σιωπή, και πάλι, ακόμα, παντού κι όλα σιωπηλά;
Μα όχι, να! των πεθαμένων οι φωνές αχούν θλιμμένα,
Σαν το βουητό χειμάρρου μακρυσμένου που κυλά,
Κι αποκρένουνται, ένα μόνο ζωντανό και μόνον ένα,
Ένα ανάστησε μονάχα, φτάνουμε. Μα οι ζωντανοί
Πιο κι απ' τους νεκρούς νεκροί είναι, πιο δεν έχουνε φωνή.

Μάταια όλα, λύρας άλλης και συ βάρεσε χορδές,
Φέρτε ώς πάνω τα ποτήρια με γλυκό κρασί της Σάμου,
Μάχες κι άρματα στων Τούρκων παρατήστε τις ορδές,
Κι αίματα απ' της Χίου τ' αμπέλια χύσετε μονάχα χάμου.
Νά, προσέξτε, ακούστε, ακούστε, βακχοπούλες φλογισμένες
Στο άτιμο το κάλεσμά μου ξεπετούνε φρενιασμένες.

Σέρνετε ώς τα τώρα ακόμα τον Πυρρίχιο χορό,
Των Πυρριχιστών η φάλαγξ όμως τώρα τί έχει γίνει,
Απ' τις δύο διδασκαλίες πιο αλησμόνητη, θαρρώ,
Θάπρεπεν η πλέον αντρίκια κι ευγενέστερη να μείνει.
Τα ψηφιά του Κάδμου ως τώρα πώχεις μπρος σου, στη ζωή σου,
Μη και τάφερε για σκλάβους; Συλλογίσου! Συλλογίσου!

Με γλυκό κρασί της Σάμου φέρτε ώς πάνου το κανάτι,
Μακριά από μας να διώξει τέτοια λόγια σοβαρά.
Του Ανακρέοντα τη λύρα με μαγείες πλημμυρά,
Μη κι αυτός δεν ήταν δούλος, δούλος μα του Πολυκράτη;
Τύραννος κι αυτός αλήθεια, μα ώς κι οι τύραννοι, στοχάσου,
Πατριώτες ήταν τότες κι απ' την ίδια τη γενιά σου.

Τύραννο κι η Θράκη ωστόσο θε να πεις πως έχει ιδεί,
Μα τον τύραννον εκείνον τον ελέγανε Μιλτιάδη,
Ω! να μας δανείζαν τώρα τέτοιον ένα απ' τον Άδη,
Της ελευτεριάς το πρώτο, το πιο ολόλαμπρο παιδί.
Γιατί οι αλυσίδες όλες που η αγάπη έχει πλεμμένες
Λες πως μη τυχόν και φύγει την κρατούνε στεριωμένες.

Τα ποτήρια όλα, ώς τ' αχείλι, με Σαμιώτικο κρασί·
Πάνω στου Σουλίου τα βράχια και στης Πάργας τ' ακρογιάλι
Θε να βρεις απομεινάρια της γενιάς που έχουνε βγάλει,
Σπαρτιάτισσες μανάδες με λαχτάρα περισσή.
Των Ηρακλειδών ο σπόρος ποιος το ξέρει αν κει πέρα
Δεν προσμένει πιο γιγάντιος, για να κατεβεί μια μέρα.

Λογαριάζετε στους ξένους για τη λευτεριά σας τάχα;
Μα όλοι αυτοί έχουν βασιλιάδες που αγοράζουν και πουλούν·
Στα παιδιά σας, στα σπαθιά σας τρέξτε, αρπάχτε, εκεί μονάχα
Θε να βρείτε ελπίδες θάρρους όπου νίκες καρτερούν.
Κι ας βιγλούν τα τουρκασκέρια κι η ψευτιά της φραγκοσύνης
Για να σπάσουν τις ασπίδες κάθε παλικαροσύνης.

Βάλτε ώς πάνω στα ποτήρια το Σαμιώτικο κρασί,
Οι κοπέλες μας στον ίσκιο το χορό καλά βαστούνε,
Μα θωρώντας κάθε μια τους τί ομορφιά έχει περισσή,
Και τα μαύρα, ω τα πανώρια, μάτια που λαμποκοπούνε,
Με φλογώνει, ωιμέ, το δάκρυ, γιατί ο κόρφος κάθε μιας
Πικροβύζαστο ετοιμάζει γάλα δειλίας και σκλαβιάς.

Φέρετέ με στου Σουνίου τα γκρεμνά τα μαρμαρένια,
Όπου εκεί, με το δικό μου και το κλάμα του κυμάτου,
Θα σαρώνουνται σμιγμένα δίχως καν αντίλαλου έννοια,
Σαν τον κύκνο ας να πεθάνω τραγουδώντας εκεί κάτου,
Τι δική μου δε θα γίνεις, ω των σκλάβων χώρα εσύ,
Κάτω τα ποτήρια, χύστε το Σαμιώτικο κρασί.

μτφ. Στέφανος Μύρτας "Τραγούδια για την Ελλάδα", μτφ. Στέφανος Μύρτας, Εκδόσεις Μπάυρον, Αθήνα 2η έκδοση 1983.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου