Ιωάννης Καρασούτσας (1824-1873
ΘΕΟΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ
Ο Θεός τον Θάνατον λυτρωτήν των πόνων,
Έπεμψεν εις άρρωστον άνδρα γεωπόνον,
Να τω δώση άνεσιν των δεινών και κόπων
Και εις αναπαύσεως να τον φέρει τόπον.
Έφθασεν ο Θάνατος κ’ επί της καλύβης
Του πτωχού, εκάθισεν ως η όρνις ίβις.
Στεναγμοί ηκούοντο, οιμωγαί και θρήνοι,
Όλη κατεσείετο στέγ’ η καλαμίνη.
Πέντε εξ ανήλικα, και από μητέρα
Ορφανά, τον θνήσκοντα έκλαιον πατέρα.
«Θνήσκεις, πάτερ,» έκραζον κύκλωθεν της κλίνης,
«Και ημάς τα έρημα, αχ! Πού μας αφήνεις;»
Ήκουσεν ο Θάνατος και τα ελυπήθη,
Οικτιρμόν ησθάνθησαν τ’ άπονά του στήθη.
Άπρακτος επέστρεψεν εις τον κύριό του,
Κ’ ενταυτώ φοβούμενος τον φρικτόν θυμόν του.
Άφωνος εις τ’ουρανού ίσταται τας θύρας.
-Διατί, ώ Θάνατε, με κενάς τας χείρας;
-Δια τα παντέρημα τις θα προνοήσει
Όταν και ο μόνος των βοηθός τ’ αφήσει;
-Δια τα παντέρημα τις θα προνοήσει
Όταν και ο μόνος των βοηθός τ’ αφήσει;
-Τρέξ!, είπ’ ο Άναρχος, τρέξε ν’ αποσπάσης
Λίθον απ’ τα άμετρα βάθη της θαλάσσης.
Είπε, κ’ εις την θάλασσαν δίχως να βραδύνη,
Ως βολίς ο Θάνατος πίπτει μολυβδίνη.
Και εις τα ουράνια μετά τάχους ίσου
Φέρει τον ζητούμενον λίθον της αβύσσου.
-Θραύσε τον! Εις δάκτυλα δύο τον λαμβάνει,
Τον συντρίβει κ’ ενδόν του σκώληξ ζων εφάνη.
Τότε ο Πανάγιος έκραξεν οργίλως
Και ο θόλος έτρεμε τ’ ουρανού ο κοίλος.
-Τις εις τα ανήλια βάθη, αποκρίσου,
Συντηρεί τον σκώληκα τούτον της αβύσσου;
-Τις εμού δι’ άπαντα προνοεί τα όντα;
-Τις γινώσκει μέλλοντα, πρότερα, παρόντα;
-Τις εμού, ω κάθαρμα! κάλλιον γνωρίζει
Ή ζωήν ή θάνατον πότε να χαρίζη;
Κ’ ενταυτώ το σκήπτρον του αιρ’ η δεξιά του,
Διδ’ εις το μετάφρενον μίαν του Θανάτου.
Ήστραψε κ’ εβρόντησε, τον κατακωφαίνει,
Και κωφός ο Θάνατος από τότε μένει.
Μάταια τα ώτα του ο κλαυθμός μας κρούει,
Δεν ακούει δέησιν, θρήνους δεν ακούει.
Πηγή: Χ. Δημητρακόπουλος, Θ. Παρασκευόπουλος, Κ. Ρωμαίος, Στ. Σπεράντσας, Σ. Δουφεξής
Νεοελληνικά αναγνώσματα Α΄ Γυμνασίου
[1966, 7η Έκδοση]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου