Διαβάζει η ποιήτρια
"Tulips"
The tulips are too excitable, it is winter here.
Look how white everything is, how quiet, how snowed-in.
I am learning peacefulness, lying by myself quietly
As the light lies on these white walls, this bed, these hands.
I am nobody; I have nothing to do with explosions.
I have given my name and my day-clothes up to the nurses
And my history to the anesthetist and my body to surgeons.
Look how white everything is, how quiet, how snowed-in.
I am learning peacefulness, lying by myself quietly
As the light lies on these white walls, this bed, these hands.
I am nobody; I have nothing to do with explosions.
I have given my name and my day-clothes up to the nurses
And my history to the anesthetist and my body to surgeons.
They have propped my head between the pillow and the sheet-cuff
Like an eye between two white lids that will not shut.
Stupid pupil, it has to take everything in.
The nurses pass and pass, they are no trouble,
They pass the way gulls pass inland in their white caps,
Doing things with their hands, one just the same as another,
So it is impossible to tell how many there are.
Like an eye between two white lids that will not shut.
Stupid pupil, it has to take everything in.
The nurses pass and pass, they are no trouble,
They pass the way gulls pass inland in their white caps,
Doing things with their hands, one just the same as another,
So it is impossible to tell how many there are.
My body is a pebble to them, they tend it as water
Tends to the pebbles it must run over, smoothing them gently.
They bring me numbness in their bright needles, they bring me sleep.
Now I have lost myself I am sick of baggage——
My patent leather overnight case like a black pillbox,
My husband and child smiling out of the family photo;
Their smiles catch onto my skin, little smiling hooks.
Tends to the pebbles it must run over, smoothing them gently.
They bring me numbness in their bright needles, they bring me sleep.
Now I have lost myself I am sick of baggage——
My patent leather overnight case like a black pillbox,
My husband and child smiling out of the family photo;
Their smiles catch onto my skin, little smiling hooks.
I have let things slip, a thirty-year-old cargo boat
stubbornly hanging on to my name and address.
They have swabbed me clear of my loving associations.
Scared and bare on the green plastic-pillowed trolley
I watched my teaset, my bureaus of linen, my books
Sink out of sight, and the water went over my head.
I am a nun now, I have never been so pure.
stubbornly hanging on to my name and address.
They have swabbed me clear of my loving associations.
Scared and bare on the green plastic-pillowed trolley
I watched my teaset, my bureaus of linen, my books
Sink out of sight, and the water went over my head.
I am a nun now, I have never been so pure.
I didn’t want any flowers, I only wanted
To lie with my hands turned up and be utterly empty.
How free it is, you have no idea how free——
The peacefulness is so big it dazes you,
And it asks nothing, a name tag, a few trinkets.
It is what the dead close on, finally; I imagine them
Shutting their mouths on it, like a Communion tablet.
To lie with my hands turned up and be utterly empty.
How free it is, you have no idea how free——
The peacefulness is so big it dazes you,
And it asks nothing, a name tag, a few trinkets.
It is what the dead close on, finally; I imagine them
Shutting their mouths on it, like a Communion tablet.
The tulips are too red in the first place, they hurt me.
Even through the gift paper I could hear them breathe
Lightly, through their white swaddlings, like an awful baby.
Their redness talks to my wound, it corresponds.
They are subtle : they seem to float, though they weigh me down,
Upsetting me with their sudden tongues and their color,
A dozen red lead sinkers round my neck.
Even through the gift paper I could hear them breathe
Lightly, through their white swaddlings, like an awful baby.
Their redness talks to my wound, it corresponds.
They are subtle : they seem to float, though they weigh me down,
Upsetting me with their sudden tongues and their color,
A dozen red lead sinkers round my neck.
Nobody watched me before, now I am watched.
The tulips turn to me, and the window behind me
Where once a day the light slowly widens and slowly thins,
And I see myself, flat, ridiculous, a cut-paper shadow
Between the eye of the sun and the eyes of the tulips,
And I have no face, I have wanted to efface myself.
The vivid tulips eat my oxygen.
The tulips turn to me, and the window behind me
Where once a day the light slowly widens and slowly thins,
And I see myself, flat, ridiculous, a cut-paper shadow
Between the eye of the sun and the eyes of the tulips,
And I have no face, I have wanted to efface myself.
The vivid tulips eat my oxygen.
Before they came the air was calm enough,
Coming and going, breath by breath, without any fuss.
Then the tulips filled it up like a loud noise.
Now the air snags and eddies round them the way a river
Snags and eddies round a sunken rust-red engine.
They concentrate my attention, that was happy
Playing and resting without committing itself.
Coming and going, breath by breath, without any fuss.
Then the tulips filled it up like a loud noise.
Now the air snags and eddies round them the way a river
Snags and eddies round a sunken rust-red engine.
They concentrate my attention, that was happy
Playing and resting without committing itself.
The walls, also, seem to be warming themselves.
The tulips should be behind bars like dangerous animals;
They are opening like the mouth of some great African cat,
And I am aware of my heart: it opens and closes
Its bowl of red blooms out of sheer love of me.
The water I taste is warm and salt, like the sea,
And comes from a country far away as health.
The tulips should be behind bars like dangerous animals;
They are opening like the mouth of some great African cat,
And I am aware of my heart: it opens and closes
Its bowl of red blooms out of sheer love of me.
The water I taste is warm and salt, like the sea,
And comes from a country far away as health.
.........................................................................................................................................................
Οι τουλίπες είναι τόσο ευερέθιστες, είναι χειμώνας εδώ.
Κοίτα πόσο άσπρα είναι όλα, πόσο ήσυχα, πόσο χιονισμένα
Μαθαίνω γαλήνη, ξαπλωμένη με τον εαυτό μου ήσυχα
Καθώς το φως απλώνεται σε αυτούς τους άσπρους τοίχους,
αυτό το κρεβάτι, αυτά τα χέρια
Δεν είμαι κανένας: Δεν έχω καμία σχέση με εκρήξεις
Έχω παραδώσει το όνομα μου και τα καθημερινά μου ρούχα στις νοσοκόμες
Την ιστορία μου στον αναισθησιολόγο και το σώμα μου σε χειρούργους
Έχουν στηρίξει το κεφάλι μου ανάμεσα στο μαξιλάρι και το πανωσέντονο
Σαν ένα μάτι μεταξύ δύο άσπρων βλεφάρων που δεν θα κλείσουν
Ανόητη κόρη ματιού, πρέπει να ρουφήξει τα πάντα.
Οι νοσοκόμες περνάνε και περνάνε, δεν είναι μπελάς,
Περνάνε όπως οι γλάροι περνάνε τη Μεσόγειο στα άσπρα τους καλύμματα
Κάνοντας πράγματα με τα χέρια τους, απαράλλαχτη η μία με την άλλη,
Άρα είναι αδύνατο να πεις πόσες είναι.
Το σώμα μου είναι ένα βότσαλο γι'αυτές, το φροντίζουν σαν νερό
Τείνει προς τα βότσαλα όπου πρέπει να ξεχειλίσει, λειαίνοντας τα μαλακά
Μου φέρνουν μούδιασμα με τις αστραφτερές βελόνες, μου φέρνουν ύπνο
Τώρα έχω χάσει τον εαυτό μου.Σιχάθηκα τις αποσκευές
Η δερμάτινη βαλίτσα μου, της μίας νύχτας, σαν ένα μαύρο κουτί για χάπια
Ο άντρας μου και το παιδί μου χαμογελάνε από την οικογενειακή φωτογραφία:
Τα χαμόγελα τους γαντζώνονται πάνω στο δέρμα μου, μικρά χαμογελαστά αγκίστρια
Άφησα τα πράγματα να κυλήσουν, ένα τριαντάχρονο φορτηγό πλοίο
Που πεισματάρικα κρατιόταν από το όνομα μου και τη διεύθυνση.
Με καθάρισαν από τις αγαπημένες μου σχέσεις
Φοβισμένη και γυμνή στο πράσινο πλαστικοποιημένο φορείο
Είδα το σερβίτσιο του τσαγιού, τις στοίβες με τα ασπρόρουχα, τα βιβλία μου
Να χάνονται από το βλέμμα μου, και το νερό σκέπασε το κεφάλι μου.
Είμαι μια μοναχή τώρα, ποτέ δεν έχω υπάρξει πιο αγνή.
Δεν ήθελα κανένα λουλούδι, μόνο ήθελα
Να ξαπλώνω με τα χέρια μου εκτεθειμένα και εντελώς άδεια
Πόσο ελεύθερα είναι, δεν έχεις ιδέα πόσο ελεύθερα-
Η γαλήνη είναι τόσο μεγάλη που σε ζαλίζει.
Και δεν ζητάει τίποτα, μια ονομαστική ετικέτα, μικροπράγματα
Έτσι καταλήγουν οι νεκροί, εν τέλει: Τους φαντάζομαι
Να κλείνουν τα στόματα τους πάνω σε αυτή, σαν όστια μετάληψης
Οι τουλίπες είναι τόσο κόκκινες αρχικά, με πληγώνουν.
Παρά το χαρτί περιτυλίγματος τις άκουγα να αναπνέουν
Ελαφρά, μέσα από τα φασκιώματα τους, σαν ένα απαίσιο μωρό.
Η ερυθρότητα τους μιλά στην πληγή μου, αυτή ανταποκρίνεται
Είναι πανούργες: μοιάζουν να επιπλέουν, αν και με βυθίζουν
Με αναστατώνουν με τις αιφνίδιες γλώσσες τους και το χρώμα τους,
Μια ντουζίνα κόκκινα μολυβδί βαρίδια ψαρέματος γύρω από το λαιμό μου
Κανείς δεν με είδε πριν, τώρα με παρακολουθούν.
Οι τουλίπες στρέφονται σε μένα, και στο παράθυρο πίσω μου
Όπου μια μέρα το φως διευρύνεται σίγα και σίγα φθίνει.
Και βλέπω τον εαυτό μου, επίπεδο, γελοίο, μια σκιά κομμένου χαρτιού
Ανάμεσα στο βλέμμα του ηλίου και τα βλέμματα των τουλιπών.
Και δεν έχω πρόσωπο, θέλησα να εξαλείψω τον εαυτό μου
Οι ζωντανές τουλίπες τρώνε το οξυγόνο μου.
Πριν έρθουν ο αέρας ήταν αρκετά ήρεμος
Ερχόταν και έφευγε, ανάσα με την ανάσα, χωρίς καμία φασαρία
Ύστερα οι τουλίπες τον γέμισαν σαν ένας δυνατός θόρυβος
Τώρα ο αέρας εμπλέκεται και στροβιλίζεται γύρω τους με τον τρόπο που ένα ποτάμι
εμπλέκεται και στροβιλίζεται γύρω από μία βυθισμένη σκουριασμένη μηχανή
Συγκεντρώνουν την προσοχή μου, που ευτυχισμένη
Έπαιζε και αναπαυόταν χωρίς να δεσμεύεται
Οι τοίχοι, επίσης, μοιάζουν να θερμαίνονται
Οι τουλίπες θα έπρεπε να είναι πίσω από κάγκελα σαν επικίνδυνα ζώα:
Ανοίγουν όπως το στόμα από κάποια μεγάλη αφρικάνικη γάτα.
Και γνωρίζω την καρδιά μου: ανοιγοκλείνει
Τη γαβάθα της με τα κόκκινα μπουμπούκια από την απόλυτη αγάπη για μένα
Το νερό που γεύομαι είναι ζεστό και αλμυρό, όπως η θάλασσα
Και έρχεται από μια χώρα μακρινή σαν την υγεία
Sylvia Plath
μτφρ: Ηλίας Σεφερλής
................................................................................................................................................................
Τουλίπες
Οι τουλίπες είναι πολύ θερμόαιμες, εδώ έχουμε χειμώνα.
Κοίτα πόσο λευκά ειν’ όλα, πόσο αθόρυβα, πόσο αδιάβατα απ’ το χιόνι.
Μαθαίνω τη γαλήνη εδώ, ξαπλωμένη ήσυχα μόνη
Καθώς το φως πέφτει πάνω στους λευκούς τούτους τοίχους, σε τούτο το κρεβάτι, σε τούτα τα χέρια.
Είμαι ο κανένας˚ σχέση καμιά δεν έχω με εκρήξεις.
Παρέδωσα το όνομα και τα καθημερινά μου ρούχα στις νοσοκόμες
Tο ιστορικό μου στον αναισθησιολόγο, το σώμα μου στους χειρουργούς.
Εκείνοι στήριξαν το κεφάλι μου στο μαξιλάρι ανάμεσα και στο γύρισμα του σεντονιού
Μάτι μοιάζει ανάμεσα σε δύο λευκά βλέφαρα που δεν λένε να κλείσουν.
Ανόητη κόρη, τα πάντα θέλει να προσλαμβάνει.
Οι νοσοκόμες περνούν και ξαναπερνούν, πρόβλημα δεν αποτελούν,
Περνούν όπως οι γλάροι περνούν στην ενδοχώρα, με το λευκό τους το σκουφί,
κάνοντας διάφορα με τα χέρια τους, το ένα τόσο ίδιο με τ’ άλλο,
που είναι αδύνατο να καταλάβεις πόσα είναι.
Το σώμα μου ένα βότσαλο γι’ αυτές, το φροντίζουν όπως το νερό
φροντίζει τα βότσαλα, που πάνω τους πρέπει να κυλήσει, λειαίνοντας τα απαλά.
Μου φέρνουν μούδιασμα με τις αστραφτερές βελόνες τους, μου φέρνουν ύπνο.
Τώρα που έχασα τον εαυτό μου βαρέθηκα τα βάρη –
Το λουστρινένιο βαλιτσάκι μου μαύρο κουτί για χάπια μοιάζει
Ο σύζυγος και το παιδί μού χαμογελούν μέσα από την οικογενειακή φωτογραφία.
Τα χαμόγελά τους μπήγονται στο δέρμα μου, μικροί χαμογελαστοί γάντζοι.
Άφησα τα πράγματα να ξεφύγουν, τριάντα χρονών καράβι φορτηγό
πεισματικά κολλημένο στ’ όνομα και τη διεύθυνσή μου.
Εκείνοι σφούγγισαν ολότελα από πάνω μου τις αγαπητικές μου σχέσεις.
Τρομαγμένη και γυμνή στο φορείο με το πράσινο πλαστικό μαξιλάρι
Έμεινα να βλέπω το σερβίτσιο του τσαγιού, τις σιφονιέρες με τ’ ασπρόρουχα, τα βιβλία μου
Να βουλιάζουν και να χάνονται, ενώ το νερό ανέβαινε πάνω απ’ το κεφάλι μου.
Είμαι μια μοναχή τώρα, ποτέ δεν ήμουνα τόσο αγνή.
Λουλούδια δεν ήθελα, μόνο
να ξαπλώσω ήθελα με χέρια γυρισμένα προς τα πάνω, τελείως άδεια να ’μαι.
Τι ελευθερία, τι ελευθερία δεν φαντάζεσαι —
Γαλήνη τόσο απέραντη που άναυδη σ’ αφήνει,
Κι ούτε ζητάει τίποτα, μια ετικέτα με τ’ όνομα, κάτι μικροπράγματα.
Μ’ αυτά είναι που οριστικοποιούν τη συμφωνία οι νεκροί˚ τους βλέπω
να σφαλίζουν το στόμα τους με αυτό μέσα, σαν να ’ταν όστια.
Οι τουλίπες, πρώτα απ’ όλα, παραείναι κόκκινες, με πληγώνουν.
Ακόμα και μέσα απ’ το χαρτί περιτυλίγματος τις ακούω ν’ ανασαίνουν
Ανεπαίσθητα, μέσα απ’ τα λευκά τους σπάργανα, σαν αποτρόπαιο μωρό.
Οι ερυθρότητά τους συνομιλεί με την πληγή μου, αντιστοιχεί.
Ύπουλες είναι˚ επιπλέουν νομίζεις, εκείνες όμως με τραβάνε κάτω,
Μ’ αναστατώνουν με τις αιχμηρές γλώσσες, με το χρώμα τους.
Μια ντουζίνα κόκκινα μολυβένια βαρίδια γύρω από το λαιμό μου.
Κανείς δεν με παρακολουθούσε πριν, τώρα βρίσκομαι υπό παρακολούθηση.
Οι τουλίπες στρέφονται προς τα μένα, προς στο παράθυρο πίσω μου
Προς τα εκεί όπου μία φορά την ημέρα το φως αργά πλαταίνει και σβήνει αργά,
Και βλέπω τον εαυτό μου, επίπεδο, γελοίο, ίσκιο κομμένο σε χαρτί
ανάμεσα στο μάτι του ήλιου και στα μάτια της τουλίπας,
Και πρόσωπο δεν έχω, πάντα ήθελα να διαγράψω τον εαυτό μου.
Οι τουλίπες, θαλερές, καταβροχθίζουν τ’ οξυγόνο μου.
Πριν έρθουν ο αέρας ήταν μάλλον ήρεμος,
Πηγαινοερχόταν, ανάσα στην ανάσα, αβίαστα.
Έπειτα οι τουλίπες τον μπούκωσαν, σαν κρότος εκκωφαντικός.
Τώρα, ο αέρας σκαλώνει και σβουρίζει γύρω τους, όπως το ποτάμι
κυκλώνει και στροβιλίζεται γύρω από το μηχάνημα στον πάτο του,
κόκκινο, σκουριασμένο.
Τραβούν την προσοχή μου, που κάποτε ευτυχισμένη ήταν
τότε που έπαιζε κι αναπαυόταν χωρίς δεσμεύσεις.
Άσε που οι τοίχοι μοιάζουν να αυτοθερμαίνονται.
Οι τουλίπες είναι ζώα επικίνδυνα, πρέπει να μπούνε φυλακή ˚
Στόμα μεγάλου αφρικανικού αιλουροειδούς ανοίγουν ,
Και εγώ νιώθω την καρδιά μου ν’ ανοίγει και να κλείνει
τη γαβάθα των κόκκινων ανθών της από ατόφια αγάπη για μένα.
Το νερό που γεύομαι είναι ζεστό και αλμυρό, σαν τη θάλασσα,
Κι έρχεται από τόπο μακρινό σαν την υγεία.
.......................................................................................................................................................
Τουλίπες
Οι τουλίπες είναι πυριφλεγείς, εδώ είναι χειμώνας.
Δες πόσο λευκά είν' όλα, πόσο ήσυχα, χιονοσκέπαστα.
Μαθαίνω γαλήνη, έτσι όπως ξαπλώνω μόνη στη σιωπή
και το φως πέφτει στους λευκούς τοίχους, στο κρεβάτι, στα χέρια μου.
Είμαι ανύπαρκτη. Τι σχέση έχω εγώ με εκρήξεις;
Παρέδωσα όνομα και ρούχα στις νοσοκόμες,
ιστορικό στον αναισθησιολόγο, το κορμί μου στους χειρουργούς.
Στερέωσαν το κεφάλι μου ανάμεσα στο μαξιλάρι και το κατωσέντονο
σαν μάτι ανάμεσα σε δυο λευκά βλέφαρα που δεν λένε να κλείσουν.
Ηλίθιο βλέμμα, όλα τα καταγράφει.
Οι νοσοκόμες περνούν διαρκώς, δεν μ' ενοχλούν,
περνούν όπως περνούν οι γλάροι στη στεριά, με τα λευκά τους σκουφάκια,
χειρωνακτούν, ίδιες κι απαράλλακτες,
πόσες είναι, έχω χάσει τον λογαριασμό.
Το σώμα μου για εκείνες είναι βότσαλο, το περιθάλπουν όπως το νερό
περιθάλπει τα βότσαλα προτού τα στιλβώσει τρυφερά στο διάβα του.
Μου φέρνουν μούδιασμα οι αστραφτερές βελόνες τους, μου φέρνουν ύπνο.
Τώρα που έχασα ό,τι είμαι, σιχάθηκα τις αποσκευές –
η δερμάτινη βαλίτσα μου μαύρη θήκη χαπιών,
ο άντρας και το παιδί μου χαμογελούν στη φωτογραφία.
τα χαμόγελά τους, γελαστά κρικέλια, αγκιστρώνονται στο πετσί μου.
Τ' άφηνα όλα να περνούν ξυστά από δίπλα μου, φορτηγό πλοίο ετών τριάντα
κρατιέμαι με πείσμα από ένα όνομα, μια διεύθυνση.
Μ' έχουν σκουπίσει ενδελεχώς από κάθε ενδεχόμενο αγάπης.
Φοβόμουν, γυμνή πάνω στο πράσινο τρόλεϊ με το πλαστικό μαξιλάρι
έβλεπα τα πιατικά μου, τα ασπρόρουχα, τα βιβλία
να βουλιάζουν πέρα απ' το βλέμμα μου ώσπου βυθίστηκα ολόσωμη.
Τώρα είμαι μοναχή, ποτέ πριν τόσο αγνή.
Δεν ήθελα λουλούδια, ήθελα μόνο
να ξαπλώσω με τις παλάμες μου ανοιχτές, κενή από μέσα.
Ελευθερία, δεν φαντάζεσαι πόση ελευθερία –
Η γαλήνη είναι τόσο μεγάλη που σε ζαλίζει,
και δεν ζητάει τίποτα, μια ταμπέλα, μερικά μπιμπελό.
Σ' αυτήν απολήγουν οι πεθαμένοι. τους φαντάζομαι
να την καταπίνουν σαν πρόσφορο.
Μα πόσο κόκκινες πια, με πληγώνουν.
Πίσω απ' το περιτύλιγμα τις άκουγα ν' αναπνέουν
ανάλαφρα, μέσα απ' τις πάλλευκες φασκιές, σαν φρικτό βρέφος.
Το κόκκινό τους μιλά στην πληγή μου, ανταποκρίνεται.
Είναι αβρές: σαν να επιπλέουν, κι ας με τραβούν προς τα κάτω,
μ' αναστατώνουν με τις αιφνίδιες γλώσσες και το χρώμα τους,
ένα μπουκέτο κόκκινες λύπες γύρω απ' τον λαιμό μου.
Κανείς δεν με κοιτούσε πριν, τώρα με κοιτούν.
Οι τουλίπες στρέφονται προς το μέρος μου, προς το παράθυρο πίσω μου
όπου μια φορά τη μέρα το φως αργά πλαταίνει και αργά λεπταίνει,
και με βλέπω επίπεδη, γελοία, χαρτοκομμένη σκιά
ανάμεσα στο μάτι του ήλιου και στα μάτια των τουλίπων.
Δεν έχω πρόσωπο, θέλησα να γίνω απρόσωπη.
Κι εκείνες οι ολοζώντανες μού κλέβουν το οξυγόνο.
Προτού έρθουν, ο αέρας ήταν περίπου ήρεμος,
μπαινόβγαινε αθόρυβα με την ανασαιμιά μου.
Ώσπου οι τουλίπες σαν κρότος τον πλημμύρισαν.
Τώρα ο αέρας μια σκαλώνει μια τυλίγεται γύρω τους όπως το ποτάμι
μια σκαλώνει μια τυλίγεται γύρω από βυθισμένη μηχανή στο κόκκινο της σκουριάς.
Επιτάσσουν την προσοχή μου, που πριν τόσο χαιρόταν
να παίζει και να ξαποσταίνει κατά βούληση.
Ακόμα κι οι τοίχοι σαν να θερμαίνονται.
Οι τουλίπες έπρεπε να' ταν σε κλουβί σαν τ' άγρια θηρία.
βρυχώνται όπως βρυχάται λιοντάρι στην Αφρική
κι εγώ αφουγκράζομαι την καρδιά μου: πάλλει
τα κόκκινα άνθη της στο βάζο από αγάπη αδήριτη για μένα.
Το νερό που γεύομαι είναι ζεστό και αλμυρό, όπως η θάλασσα,
κι αναβλύζει από χώρα μακρινή, σαν την υγεία.
Μετάφραση: Δέσποινα Πυρκεττή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου