Το καλοκαίρι και η ζωή μας είχαμε γίνει ένα
Η ύπαιθρος έτρωγε το χρώμα της αρωματικής σου εσθήτας
Απληστία και εξαναγκασμός είχανε συνδιαλλαγεί
Το κάστρο της Μωβέκης εβούλιαζε στη λάσπη
Σύντομα μάλιστα θα κατέρρεαν και τα νεύρα της λύρας του
Των φυτών η βία μάς έκανε να τρεκλίζουμε
Ένα κοράκι –σκαιός κωπηλάτης– ξέκοψε απ’ το σμήνος
Πάνω απ’ τον βουβό πυρόλιθο του διχασμένου μεσημεριού
Και συνόδευε τη συνεννόησή μας με κινήσεις εξόχως τρυφερές
Αφού το δρεπάνι έπρεπε πια να ξεκουραστεί παντού
Η δε σπανιότητά μας εγκαινίαζε βασίλειο νέο
(Ο ακοίμητος άνεμος που κυματίζει τα βλέφαρά μας
Γυρίζοντας βράδυ το βράδυ τις συναινούσες σελίδες
Θέλει το κάθε μέρος σου που εγώ κρατάω
Να επεκταθεί σε χώρα
Που έχει πειναλέα ηλικία και γιγαντιαίους σταλακτίτες)
Ήτανε στην αρχή χρόνων προσφιλών
Και το χώμα θυμάμαι μάς αγάπαγε λίγο.
René Char, 1907-1988
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου