Είναι πριν τον γνωρίσεις πού αλλοιώνει ο θάνατος·
από ζώντας με τις δαχτυλιές τον επάνω μας
ημιάγριοι το μαλλί αναστατωμένο σκύβουμε
χειρονομώντας πάνω σ’ ακατανόητες άρπες. Άλλ’
ό κόσμος φεύγει. . .
«Αι αϊ δυό φορές τ’ ωραίο δε γίνεται
δε γίνεται ή αγάπη.
από ζώντας με τις δαχτυλιές τον επάνω μας
ημιάγριοι το μαλλί αναστατωμένο σκύβουμε
χειρονομώντας πάνω σ’ ακατανόητες άρπες. Άλλ’
ό κόσμος φεύγει. . .
«Αι αϊ δυό φορές τ’ ωραίο δε γίνεται
δε γίνεται ή αγάπη.
Κρίμας κρίμας κόσμε
σ’ εξουσιάζουν μέλλοντες νεκροί·
και κανείς κανείς δεν έλαχε
δεν έλαχε ν' ακούσει ακόμη
καν φωνήν αγγέλων καν υδάτων πολλών
καν εκείνο το «έρχου» πού σε νύχτες αϋπνίας μεγάλης ονει-
ρεύτηκα
σ’ εξουσιάζουν μέλλοντες νεκροί·
και κανείς κανείς δεν έλαχε
δεν έλαχε ν' ακούσει ακόμη
καν φωνήν αγγέλων καν υδάτων πολλών
καν εκείνο το «έρχου» πού σε νύχτες αϋπνίας μεγάλης ονει-
ρεύτηκα
Εκεί εκεί να πάω σ’ ένα νησί πετραδερό
πού ο ήλιος το λοξοπατάει σαν κάβουρας
κι όλος τρεμάμενος ο πόντος ακούει κι αποκρίνεται.
πού ο ήλιος το λοξοπατάει σαν κάβουρας
κι όλος τρεμάμενος ο πόντος ακούει κι αποκρίνεται.
Πάνοπλη με δεκάξι αποσκευές με sleeping bags και χάρτες
πλαστικούς σάκκους κοντάμετρα και τηλεοπτικούς φακούς
κιβώτια με φιάλες μεταλλικό νερό
κίνησα — δεύτερη φορά — και τίποτα.
πλαστικούς σάκκους κοντάμετρα και τηλεοπτικούς φακούς
κιβώτια με φιάλες μεταλλικό νερό
κίνησα — δεύτερη φορά — και τίποτα.
Κιόλας η ώρα εννιά στον μόλο της Μυκόνου
έσβηνα μες στα ούζα και στα εγγλέζικα
θαμώνας ενός ουρανού ελαφρού όπου όλα
τα πράγματα βαραίνουν δυο φορές το βάρος τους
ενώ τεντώνεται από τ’ άστρα ο λώρος
να κοπεί και χάνεσαι. . .
έσβηνα μες στα ούζα και στα εγγλέζικα
θαμώνας ενός ουρανού ελαφρού όπου όλα
τα πράγματα βαραίνουν δυο φορές το βάρος τους
ενώ τεντώνεται από τ’ άστρα ο λώρος
να κοπεί και χάνεσαι. . .
Κοιμήθηκα όπως μόνον μπορεί να κοιμηθεί κανείς
πάνω σ’ ένα κρεβάτι πού το ζέσταναν οι ράχες άλλων·
βάδιζα λέει σε παραλία ερημική
οπού ή σελήνη αιμορραγούσε και δεν άκουγες παρά
του ανέμου τα πατήματα πάνω στα σάπια ξύλα.
«Ως το γόνατο μες στα νερά πήρα να φέγγω
από μέσα μου μεράκι αλλόκοτο
άνοιξα τα πόδια
σιγά-σιγά τα σπλάχνα μου άρχισαν
μώβ κυανά πορτοκαλιά να πέφτουν·
με στοργή σκύβοντας τα ‘πλενα ενα-ενα
προσεχτικά προ πάντων στα σημεία που έβλεπα
να ‘χουν αφήσει ουλές οι δαγκωνιές του Αόρατου.
πάνω σ’ ένα κρεβάτι πού το ζέσταναν οι ράχες άλλων·
βάδιζα λέει σε παραλία ερημική
οπού ή σελήνη αιμορραγούσε και δεν άκουγες παρά
του ανέμου τα πατήματα πάνω στα σάπια ξύλα.
«Ως το γόνατο μες στα νερά πήρα να φέγγω
από μέσα μου μεράκι αλλόκοτο
άνοιξα τα πόδια
σιγά-σιγά τα σπλάχνα μου άρχισαν
μώβ κυανά πορτοκαλιά να πέφτουν·
με στοργή σκύβοντας τα ‘πλενα ενα-ενα
προσεχτικά προ πάντων στα σημεία που έβλεπα
να ‘χουν αφήσει ουλές οι δαγκωνιές του Αόρατου.
Ώσπου τα μάζεψα όλα στην ποδιά μου
δίχως να βηματίσω προχωρούσα
φυσούσε η μουσική και μ έσπρωχνε
κομμάτια θάλασσες εδώ — κομμάτια θάλασσες πιο πέρα.
Θέ μου που πάει κανείς όταν δεν έχει μοίρα
που πάει κανείς όταν δεν έχει αστέρι
άδειος ο ουρανός άδειο το σώμα
και μόνο η πίκρα στρογγυλή γεμάτη
μες στη σελήνη τη μισή σαλεύοντας τ’ αγκάθια της
ένας ακόμη που δε γίνεται ποτέ να πιάσεις
θηλυκός αχινός.
δίχως να βηματίσω προχωρούσα
φυσούσε η μουσική και μ έσπρωχνε
κομμάτια θάλασσες εδώ — κομμάτια θάλασσες πιο πέρα.
Θέ μου που πάει κανείς όταν δεν έχει μοίρα
που πάει κανείς όταν δεν έχει αστέρι
άδειος ο ουρανός άδειο το σώμα
και μόνο η πίκρα στρογγυλή γεμάτη
μες στη σελήνη τη μισή σαλεύοντας τ’ αγκάθια της
ένας ακόμη που δε γίνεται ποτέ να πιάσεις
θηλυκός αχινός.
Επάνω κει ξύπνησα μες στο ξένο σπίτι·
πασπατεύοντας μέσα στα σκοτεινά το χέρι μου
πάνω στο ψαλιδάκι των νυχιών έβρισκε την αιχμή.
Λύση της συνεχείας του δέρματος
η αιχμή λύση της συνεχείας του κόσμου.
Εδώθε ο χαμός — εκείθε η σωτηρία.
Εδώθε το mercurochrome το tensoplast
εκείθε το θηρίο λυμαίνοντας τις ερημιές
ουρλιάζοντας δαγκώνοντας
σούρνοντας μέσα στους καπνούς τον ήλιο.
πασπατεύοντας μέσα στα σκοτεινά το χέρι μου
πάνω στο ψαλιδάκι των νυχιών έβρισκε την αιχμή.
Λύση της συνεχείας του δέρματος
η αιχμή λύση της συνεχείας του κόσμου.
Εδώθε ο χαμός — εκείθε η σωτηρία.
Εδώθε το mercurochrome το tensoplast
εκείθε το θηρίο λυμαίνοντας τις ερημιές
ουρλιάζοντας δαγκώνοντας
σούρνοντας μέσα στους καπνούς τον ήλιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου