Τι νιώθει η έρημος
όταν μακρινός άνεμος
αποθέτει πάνω της ένα σπόρο;
Ξεδιψάει ποτέ το γεμάτο ποτήρι;
Ο δρόμος που τελειώνει σ’ αδιέξοδο
ονειρεύεται άραγε μακρινές αποστάσεις;
Τρέμουν ποτέ τα γόνατα του πανίσχυρου Χάρου;
Οι μεγάλες ψυχές γνωρίζουν άραγε
ότι υπάρχει μόνον ένα μέγεθος θανάτου;
Τα ψηλά βουνά νιώθουνε τάχα
ότι ο κόκκος άμμου είν’ αδερφός τους;
Η μετάνοια θυμάται αλήθεια
ότι κάποτε λεγόταν τόλμη;
Το χέρι που δίνει και το χέρι που παίρνει
ξέρουν ότ’ είναι δυό γλάροι που ζυγιάζονται
πάνω από το κενό της έλλειψης;
Πώς νιώθει τάχα η νύχτα
μ’ όλα τούτα τ’ άστρα στο κορμί της
ωραία ή σημαδεμένη;
Το φεγγάρι όταν το λεν σελήνη διχάζεται;
Τι κρύβει το κρεβάτι κάτω απ’ το προσκέφαλό του
περίστροφο ή όνειρα;
Τα πούπουλα του μαξιλαριού
ονειρεύονται ακόμα τα ύψη;
Πώς πεθαίνει ο μόνος άνθρωπος
πώς τρίζει η ψυχή του ερημίτη
όταν την αγγίζει ο θάνατος
τι κρότο κάνει ένα δέντρο που πέφτει
όταν κανείς δεν είν’ εκεί για να τ’ ακούσει;
Είναι το σκοτάδι που ‘ναι τυφλό
ή το φως που σκοντάφτει πάνω του;
Πηγή: Η Φωνή της Σιωπής, Ποιήματα 1966-2000, Εκδόσεις Νεφέλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου