[…] Καθόμουν λοιπόν άεργος κι είχα ήδη αρχίσει να υποκύπτω στην οκνηρή εκείνη παθητικότητα, που σαν υπνωτικό αναβρύζει αθέατη σε κάθε αληθινό βιεννέζικο καφέ. Απ’ την κενότητα αυτής της αίσθησης ατένιζα τους ανθρώπους έναν έναν καθώς, μες στον ντουμανιασμένο χώρο, το τεχνητό φως έριχνε μιαν αρρωστημένη γκρίζα σκιά γύρω από τα μάτια τους. Παρατηρούσα την κοπελίτσα στο ταμείο να δίνει μηχανικά στο γκαρσόνι ζάχαρη και κουταλάκι για κάθε φλυτζάνι καφέ. Μισοκοιμισμένος, διάβαζα ασυναίσθητα τις απολύτως αδιάφορες αφίσες στους τοίχους, κι αυτή η αποβλάκωση σχεδόν μού έκανε καλό. Ξαφνικά όμως τσιτώθηκα παράξενα στην ονειροπόλησή μου. Κάτι ακαθόριστο πήρε να κινείται ανήσυχα μέσα μου, έτσι όπως αρχίζει ένας μικρός πονόδοντος, πριν ακόμα προλάβεις ν’ αντιληφθείς αν ξεκίνησε από αριστερά, από δεξιά, από την κάτω ή την πάνω σιαγόνα. Ένιωθα μόνο μια πνιγηρή ένταση, μιαν ανησυχία στο πνεύμα. Γιατί ξαφνικά -δεν μπορώ να πω πώς συνέβη αυτό- συνειδητοποίησα ότι θα πρέπει να είχα ξαναβρεθεί εκεί πριν από χρόνια και κάποια ανάμνηση με συνέδεε μ’ αυτούς τους τοίχους, τις καρέκλες, τον ξένο καπνισμένο χώρο.
Μα όσο επέτεινα την προσπάθειά μου να συλλάβω αυτή την ανάμνηση τόσο εκείνη ξεγλιστρούσε με μοχθηρία, σαν μέδουσα που φωσφορίζει ακαθόριστα στα έγκατα της συνείδησης παραμένοντας ωστόσο άπιαστη, ασύλληπτη. Μάταια το βλέμμα μου αγκιστρωνόταν σε κάθε αντικείμενο της επίπλωσης και της διακόσμησης. Κάποια δεν τα γνώριζα, αυτό είναι σίγουρο, το ταμείο, για παράδειγμα, με τον κουδουνιστό αυτόματο μηχανισμό, ούτε την καφετιά επένδυση του τοίχου από ψεύτικο ροδόξυλο. όλα αυτά θα πρέπει να προστέθηκαν μεταγενέστερα. Οπωσδήποτε όμως, οπωσδήποτε είχα ξαναβρεθεί εδώ πριν από είκοσι χρόνια και βάλε. εδώ μέσα φώλιαζε, κρυμμένο κι αόρατο σαν το καρφί μέσα στο ξύλο, κάτι από εκείνο το εγώ μου το βαθιά θαμμένο με τα χρόνια. Βίασα όλες μου τις αισθήσεις να ξαμοληθούν στο χώρο και ταυτόχρονα εντός μου, κι όμως -να πάρει!- δεν μπορούσα να την πιάσω αυτή τη χαμένη ανάμνηση, την πνιγμένη μέσα σε μένα τον ίδιο.
Θύμωσα, όπως θυμώνει κανείς για τις ανεπάρκειες και τις ατέλειες των πνευματικών του δυνάμεων. Δεν εγκατέλειψα ωστόσο την ελπίδα να συλλάβω, μολαταύτα τούτη την ανάμνηση. Αρκούσε, τό ‘ξερα, να βρω μιαν ελάχιστη άκρη να πιαστώ, γιατί το μνημονικό μου είναι κάπως ιδιαίτερο, καλό και κακό ταυτόχρονα. Από τη μία είναι πεισματάρικο και ιδιότροπο μα απ’ την άλλη, πάλι, απίστευτα πιστό. Συχνά ρουφά ολότελα μες στα σκοτάδια του ό,τι σημαντικότερο, είτε πρόκειται για συμβάντα είτε για πρόσωπα, διαβάσματα ή βιώματα. Από τον υπόγειο τούτο κόσμο δε δίνει πίσω τίποτε χωρίς εξαναγκασμό, απλώς και μόνο για ν’ αποκριθεί σ’ ένα κέλευσμα της βούλησης. Αρκεί όμως να πιαστώ από κάτι ελάχιστο, απ’ το πιο εφήμερο πράγμα, μια καρτ-ποστάλ, δυο γραμμές σ’ έναν φάκελο αλληλογραφίας, ένα φύλλο εφημερίδας βουτηγμένο στον καπνό, κι αμέσως το λησμονημένο σπαρταρά σαν ψάρι στο αγκίστρι, κι αναδύεται ολοζώντανο και αισθητό από τη ρευστή σκοτεινή επιφάνεια. Ξέρω τότε την κάθε λεπτομέρεια ενός ανθρώπου, το στόμα του και στο στόμα εκέινο το δόντι που λείπει αριστερά όταν γελά και τον σπασμένο τόνο αυτού του γέλιου και πως αρχίζει τότε να τρέμει το μουστάκι, πως ξεπροβάλλει ένα άλλο, καινούργιο πρόσωπο απ’ αυτό το γέλιο… Τα βλέπω τότε όλα σε μια οπτασία στιγμιαία και ολοκάθαρη και ξέρω, ενώ έχουν περάσει χρόνια, την κάθε λέξη που μου είπε ποτέ αυτός ο άνθρωπος. Πάντοτε όμως, για να ξαναδώ με τα μάτια μου και να νιώσω τα περασμένα, έχω ανάγκη κάποιο ερέθισμα των αισθήσεων, μιαν ελάχιστη βοήθεια από την πραγματικότητα. Έκλεισα λοιπόν τα μάτια για ν’ αναθυμηθώ με μεγαλύτερη ένταση, να σχηματίσω το μυστηριώδες εκείνο αγκίστρι και να το αρπάξω. Τίποτε όμως! Τίποτε απολύτως! Περασμένα ξεχασμένα! Και τόσο πολύ πικράθηκα για την κακή, την ιδιότροπη συσκευή μνήμης που έχω ανάμεσα στους κροτάφους μου, που θα μπορούσα να γρονθοκοπήσω το μέτωπό μου έτσι όπως ταρακουνά κανείς ένα χαλασμένο αυτόματο μηχάνημα που παρακρατά παράνομα ρέστα […].
Μετάφραση: ΜΑΡΙΑ ΤΟΠΑΛΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου