Στεγνός επύρωνε κι αθέριστος Ιούνιος μήνας
σε τούτο το ύψωμα σε φωτεινούς αγρούς
Δε λέω για κάθαρση μια απλή ενατένιση ήταν
του διφορούμενου που πια δεν ονομάζεται.
Κι ενώ με φρόνηση επάσχιζα πλήρες να δώσω
το σώμα μου σε ξεχασμό βαθύ
μια επίμονη ερεθιστική φωνή χυνόταν
μες στην ακοή μου και τη σκλάβωνε.
Τι να ‘ναι αναρωτήθηκα τούτο το κάλεσμα
που έτσι γλυκά σα μέθη ολάκερο με πλημμυρίζει
και δέρνει το αίμα μου που ησύχαζε
σε νάρκη αποχτημένη μ' άσκηση κι οδύνη;
Κι όπως λαχτάραγα να σηκωθώ στον ώμο μ’ άγγιξε
το χέρι ανάλαφρο δίνοντας με ταραχή βαθιά.
Σχήμα δεν έβλεπα μα το αίνιγμα
της παρουσίας αυτής που μ’ αιχμαλώτιζε
μέσα μου εξύπναγε τ’ ανθρώπινο κι η δίψα
πρωτόγονη ακυβέρνητη χυμούσε πάλαι στους κρουνούς
κι εχτύπαγε με δύναμη τις σφραγισμένες θύρες.
Μνήμες δεσπόζουσες τυφλές μαινάδες μνήμες
εντός μου εκραύγαζαν ανάστατες
κι η υπόστασή μου ανυποψίαστη εσάλευε βογγώντας
μ' αιφνίδιον πυρετό.
Και τότε ορθώθηκα
κι άνοιξα διάπλατα τα κοιμισμένα μάτια κι είδα
το καύχημα του σώματος σε νικητήριαν άνθηση
και γύρω μου την πλάνη - αυτό που πλάνη ονόμασα-
σ’ έξαρση νέα παράτολμη-πείρα της αίσθησής μου.
Πρώτη ήρθε η Σκίλα ελάφι ανήσυχο
κι εσάλευε κάτω από τις μηλιές τις κόκκινες
κοιτάζοντας αθόρυβα ό,τι απόμενε του σώματος
μετά από τόση αλόγιστη σπατάλη ολάκερη
σφυγμός παράφορος ανεξιχνίαστον άρωμα.
Κι εκράταγε το σώμα και το πρόσφερε
στην αίσθηση εύθραυστο και σπάνιον άνθος.
Καταμεσής στα μάτια ορθή σάρκα μονάχα σάρκα
με τους ηδονικούς αρμούς ολόγυμνους
γυρεύοντας να εκφράσει αυτό που ήταν ανέκφραστο
βαθύριζο ανατρίχιασμα μιλούσε με ζεστούς
θριαμβευτικούς υπαινιγμούς του σώματος.
κι οι λόγοι που δεν λέγονταν την έκαιγαν σαν δάδα.
Ύστερα η Άλμα με το μαύρο βλέμμα
χαμόγελο αινιγματικό λιγνή κυπάρισσος
τέλεια αποσαρκωμένη λόγω πάθους και φθοράς.
Συμμαζωχτήκαμε για αγάπη το κενό
του ύπνου αρωμάτιζε ζεστός ο λόγος.
Το σώμα διαφανές μονάχα σώμα η Άλμα
και διαχυθήκαμε κι ιδρώσαμε φριχτά
κι όταν ακούστηκε ο ήχος του τύμπανου
στα δάση τα πρωινά τρόμαξε η Άλμα
κι έστριψε απότομα κι ακούστηκε η κραυγή
σαν κάποιος να’ πεφτε από το τρίτο πάτωμα
στα βράχια επάνω τα γυμνά.
Και τελευταία η Λάουρα. Εσμίξαμε γυμνοί
στον αλμυρό γιαλό η θάλασσα έκαιγε το δέρμα.
Για να κερδίσουμε τα έξαλλα σώματα
δοθήκαμε στον άδειο πυρετό.
Κι η Λάουρα χάθηκε όλα χαθήκαν κι ιδού γυμνός
σε τούτο το ύψωμα στον πυρωμένο αγρό.
Κι είπα καιρός να φύγω η μνήμη γίνηκε
μες στο ακυβέρνητο κορμί φωτιά αδυσώπητη.
Κι όπως αγωνιζόμουν για να βρώ τη σκοτεινή μου Αρχή
κανένα τέλος δεν εφώτιζε το σώμα μου.
Τριγύρα η πλάνη – αυτό που πλάνη ονόμασα-
και το αίνιγμα - η κραυγή η ασώματη κραυγή -
σε κύκλους αλλεπάλληλους εξισωμένη με την πλέον φριχτή
την πλέον απόλυτην οδύνη εσήμαινε το θάνατο
ή την επιστροφή απ΄το θάνατο κι η δύναμή της
ξυπνώντας για να μη χαθεί ποτέ ξεπέρναγε
για πάντα πια το φράγμα που όρθωνε
η αίσθηση η κορυφαία.
Συλλογή Ι (1954-1964), σελ.35 -37,Εκδόσεις ΕΡΜΗΣ (Αθήνα 1990)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου