Το κουδούνι της εξώπορτας χτυπούσε επίμονα, εγώ αργοπορούσα
ν’ ανοίξω, απολαμβάνοντας όπως πάντα την αγωνία μου. Όταν
άνοιξα ένας νέος στεκόταν έξω. “Έισαι ο Αρθρούρος Ρεμπώ απ΄τη
Σαρλεβίλ, είπα-τί θέλετε;” “Κινδυνέυουμε και οι δυο” μου λέει.
Όμως εγώ δεν έδωσα σημασία. Συνέχισα να σηκώνομαι αργά το
πρώι, έψηνα τσάι και διόρθωνα λίγο το καπέλο μου που για να πα-
ραπλανώ τους διώκτες μου το φορούσα ακόμα και στον ύπνο μου. Αλλά
το πρόβλημα ήταν μετά. Πώς θα περνούσαν οι ώρες; Η μικρή κόρη
του κηπουρού είχε πεθάνει σ’ ένα νοσοκομείο απόρων, οι φυλακισμέ-
νοι έκοβαν βόλτες στα γκρίζα προαύλια χωρίς να κοιτάζουν τον ου-
ρανό και το καφενείο “Η Ωραία Εποχή” που μαζευόμαστε νέοι
είχε κλείσει. Καθόμουν λοιπόν και χαιρόμουν την ησυχία ή ξεφύ-
λιζα δρομολόγια τραίνων ή πλοίων (η αεροπλοΐα ήταν ακόμα για
τους πολύ τολμηρούς κι η λήθη πάντα για τους χαμένους). “Αρ-
θούρε, του λέω, πως μ΄ανακάλυψες; εμένα κανείς δεν με ξέρει.”
Χαμογέλασε. “Πάντα αγαπούσα τις ορτανσίες” είπε. Και κατεβή-
καμε τη σκάλα και πήραμε τους μεγάλους δρόμους
που δε βγάζουν πουθενά…
Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου