Μητέρα, μητέρα, ποια θειά απαίδευτη
είτε δύσμορφη και αποκρουστική
εξαδέλφη άφησες απερίσκεπτα τόσο
ακάλεστη στα βαφτίσια μου, που
στη θέση της πήγε κι απόστειλε τις κυράδες τούτες
με κεφάλια σαν μανταρίσματος ξύλιν’ αυγά να γνέφουν
και να γνέφουν και να γνέφουν απ’ την κορφή ως τα νύχια
και απ’ τα αριστερά της κούνιας μου;
Μητέρα, ποιος βάλθηκε να παραγγέλνει ιστορίες
της Μίξι Μπλάκσορτ της ηρωικής αρκούδας,
Μητέρα, τίνος οι μαγισσοπούλες πάντοτε μα πάντοτε
φουρνίζονταν αντί του μελόψωμου, αναρωτιέμαι
αν είδες τες, αν είπες μου
λόγια να τις ξορκίσεις τις τρεις κυράδες
που νύχτα έγνεφαν στην κλίνη μου τριγύρω
άστομες, αόμματες, με φαλακρό γεμάτο ράμματα κεφάλι.
Στην ανεμοθύελλα, όταν στου πατέρα το γραφείο και τα δώδεκα
παραθυρόφυλλα εκοιλώσαν
ωσάν έτοιμες να σκάσουν φυσαλίδες, συ μας καλοτάιζες
τ’ αδελφάκι μου και μένα μπισκότα και κακάο
συ σιγόνταρες μας και ψέλναμε:
“Ζοχάδιασε ο Θορ: μπουμ μπουμ μπουμ!
Ζοχάδιασε ο Θορ: καρφί δεν μας καίγεται ‘μας!”
μα κείνες οι κυράδες τις τζαμαρίες μας διαλύσανε.
Όταν ακροποδητί οι άλλες μαθητριούλες σκιρτάγανε
τους φακούς τρεμοπαίζοντας σαν τις κωλοφωτιές
και με της λαμπυρίδας το σκοπό, ‘γω δεν μπόραγα
ούτε το ποδάρι μου να σκώσω στο τρεμόφεγγο τούτο κορμάκι
μα, κοπιαστικά, έκανα πέρα μια
απ’ τις κακοκέφαλες σκιαγμένη
τις νουνές μου, και συ έκλαιες και έκλαιες:
Και το σκιάγμα τεντώθη, καήκανε τα φώτα.
Μητέρα, σε μαθήματα πιάνου με ‘γραψες
και τ’ αραμπέσκ μου επαίνευες και τις τρίλιες μου
κι ας έβρισκε ο κάθε δασκαλάκος το ύφος μου
τόσο αλλόκοτα στεγνό παρ’ όλες του τις κλίμακες
και τις ώρες εξάσκησης, τ’ αυτί μου
παντελώς άμουσο και ναι, ανεπίδεκτο μαθήσεως.
Μάθαινα και μάθαινα και μάθαινα απ’ αλλού
από μούσες άλλες, που δεν μου τις μίσθωνες εσύ, μητέρα αγαπημένη.
Ένα πρωί που έγνεψα και σ’ ήβρα, μητέρα
άνωθεν μου να πλέεις στον μπλάβο τον αγέρα
σ’ αερόστατο χάρμα πρασινωπό με μυριάδες
άνθη και χαλκοκουρούνες που
πότε, μα ποτέ αλλού δεν ευρέθησαν.
Μα τράβηξε ο τόσος δα πλανήτης πέρα
όπως τη σαπουνόφουσκα καθώς μου φώναξες: Εδώ έλα!
και τους συνταξιδιώτες ευθύς αντίκρισα.
Μερόνυχτα τώρα, απ’ την κορφή ως τα νύχια
ολονυχτίες τους ορθώνουν, της πέτρας φορεσιές
μούτρα άγραφα όπως τη μέρα κείνη που γεννήθηκα
ίσκιοι μακρουλοί τους στο λιοβασίλεμα
μήτε που φέγγει, μήτε που κρύβεται.
Και σε τούτο το βασίλειο που με ‘φερες,
Μητέρα, μητέρα. Μα ούτε σ’ ένα μου έστω κατσούφιασμα
ό,τι συντροφιά μου κρατά δεν πρόκειται ποτέ να φανερώσω.
Μετάφραση : Γιώργος Σαββίδης
Πηγή: https://www.bibliotheque.gr/article/69524
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου