Οι θεές δεν ανέχονταν να τις επιθυμούν οι θνητοί άντρες, ούτε καν με τη φαντασία τους. Όταν ενώνονταν με κάποιο θνητό, αυτό συνέβαινε με δική τους πρωτοβουλία – ή, στη χειρότερη περίπτωση, επειδή τους το επέβαλλε το πεπρωμένο ή ο πατέρας και βασιλιάς τους, ο Δίας.
Τον απρόσιτο χαρακτήρα των θεών δοκίμασε ένας περιβόητος διεστραμμένος Θεσσαλός, ο Ιξίωνας, βασιλιάς των Λαπιθών, που ακόμα και τώρα εκτίει την ποινή για την ιεροσυλία του. Αυτός άρχισε την εγκληματική του σταδιοδρομία κατακτώντας το βασίλειο και τη σύζυγό του με μια ανήκουστη απάτη. Προκειμένου να πάρει για γυναίκα του τη Δία, κόρη του βασιλιά Δηιονέα, υποσχέθηκε πλούσια δώρα.
Όταν όμως ο πεθερός του πήγε να απαιτήσει από αυτόν να τηρήσει την υπόσχεσή του, ο Ιξίωνας έσκαψε μια τάφρο μπροστά στην είσοδο των ανακτόρων του και τη γέμισε με αναμμένα κάρβουνα: ο Δηιονέας κατακάηκε σ’ εκείνη την κόλαση φωτιάς. Στην αθέτηση του όρκου και τη δολοφονία προστέθηκε και το έγκλημα σε βάρος ενός μέλους της οικογένειας. Ο Ιξίωνας ήταν ο πρώτος που διέπραξε αυτό το ολέθριο αμάρτημα, το οποίο κατόπιν θα γινόταν κάτι πολύ συνηθισμένο στους μυθικούς βασιλικούς οίκους.
Κανένας θεός και θνητός δε δέχτηκε να αποκαθάρει τον Ιξίωνα, που είχε χάσει τα λογικά του. Τελικά, αυτός που του έδειξε οίκτο ήταν ο Δίας, ο οποίος μερικές φορές είχε την τάση να κάνει κακές επιλογές ως προς τους αποδέκτες της επιείκειάς του. Ο βασιλιάς των θεών όχι μόνο απάλλαξε τον Ιξΐωνα από το κακό, αλλά του έκανε και το μεγαλύτερο δώρο: τον κάλεσε να γευτεί την αμβροσία, την τροφή των θεών που κάνει αθάνατο όποιον έχει την τύχη να τη δοκιμάσει. Δε γνωρίζουμε γιατί ο Δίας έδειξε τόσο μεγάλη γενναιοδωρία. Ίσως να επρόκειτο μόνο για μια ξαφνική και παράλογη συμπάθεια, εκτός αν ο Δίας ήξερε ήδη, ως παντογνώστης, ότι εκείνη η δοκιμή θα καταδίκαζε τον πιο διεστραμμένο ανάμεσα στους ανθρώπους σε αιώνια ποινή για μια ανεξιλέωτη ιεροσυλία.
Πράγματι, όταν έγινε δεκτός στο τραπέζι των θεών, ο Ιξίωνας κυριεύθηκε από ένα παράλογο πάθος για την Ήρα, την ίδια τη σύζυγο του ύψιστου ευεργέτη του. Σκανδαλισμένη από την αναίδειά του, η θεά κατήγγειλε στον Δία την αδιάκριτη ερωτοτροπία. Και χάρη στον Λουκιανό έχουμε μια άμεση μαρτυρία για τον τρόπο που υπερασπίστηκε με σεμνότητα τον εαυτό της (Διάλογοι των Θεών, 6, 2).
Και στην αρχή παραξενευόμουνα που είχε τα μάτια του καρφωμένα επάνω μου- μα αυτός αναστέναζε και κρυφοδάκρυζε κι αν έπινα κάποτε κι έδινα πίσω το ποτήρι στο Γανυμήδη, τότε το γύρευε να πιει από το ίδιο και σαν το έπαιρνε στα χέρια του το φιλούσε και το έφερνε μπροστά στα μάτια του και με κοίταζε πάλι· έτσι κατάλαβα πια πως όλα τούτα ήταν ερωτοκαμώματα. Και για πολύ καιρό ντρεπόμουνα να σου κάμω λόγο, γιατί νόμιζα πως θα περνούσεν η τρέλα από τον άνθρωπο· μ’ αφού όμως ετόλμησε να μου κάμει κι εξομολόγηση, εγώ τον άφησα να κλαίει και να σέρνεται μπροστά στα πόδια μου, κι έφραξα τ’ αυτιά μου, για να μην ακούω τ’ αδιάντροπα λόγια που μου έλεγε παρακαλετά· κι έφυγα για να ’ρθω να σου τα πω· και τώρα κοίταξε συ τι πρέπει να γίνει μ’ αυτόν τον άνθρωπο.
Ο Δίας προσπάθησε να έχει και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο, δηλαδή να σώσει τόσο τη συζυγική του τιμή, όσο και τη ζωή και τα λογικά του ανάξιου προστατευόμενου του. Έπλασε ένα σύννεφο κατ’ εικόνα και ομοίωση της Ήρας και επέτρεψε στον Ιξίωνα να κάνει έρωτα μαζί του. Έλπιζε ότι εκείνος ο ανόητος θα απαλλασσόταν από το παραλήρημά του, πιστεύοντας ότι ικανοποίησε το πάθος του· και από τη στιγμή που η Ήρα δεν ήταν το σύννεφο ούτε το σύννεφο ήταν η Ήρα, η απάτη δε θα έβλαπτε την τιμή του θείου ζεύγους. Αυτά αναφέρει ο Λουκιανός. Στον Πίνδαρο όμως το περιστατικό γίνεται ένα ποιητικό παράδειγμα της αλαζονικής ανθρώπινης ανευθυνότητας και της δίκαιης και αναπόφευκτης τιμωρίας της (Πυθιόνικος 2, στ. 35-41).
Το άνομο αγκάλιασμα σε βουλιάζει σ’ απανωτές συμφορές· αυτό έτυχε και σ’ εκείνον γιατί πλάγιασ’ ο ανόητος με μια νεφέλη, γλυκιάν απάτη ακολουθώντας, όμοιαν στην όψη με την υπέροχη μες στις θεές κόρη του Κρόνου· τα χέρια του Δία την έβαλαν δόλωμα σ’ αυτόν, μια συμφορά μ’ ωραία θωριά, και δέθηκε στον αφανισμό του, στον τετράχτινο τροχό· πέφτοντας έτσι σ’ αφεύγατα δεσμά φωνάζει σ’ όλους το μήνυμα που πήρε.
Το ελλειπές τέλος υπαινίσσεται την κατάληξη της ιστορίας, που ήταν γνωστή σε όλο τον αρχαίο κόσμο. Ο Δίας έδεσε τον Ιξίωνα πάνω σ’ ένα φλεγόμενο τροχό με τέτοιο τρόπο ώστε τα μπράτσα και τα πόδια του να σχηματίζουν τις ακτίνες του. Έπειτα εκτόξευσε τον αμαρτωλό στον ουρανό, όπου αυτός περιστρέφεται στην αιωνιότητα δεμένος στο πύρινο όχημά του, γιατί γευόμενος την αμβροσία έλαβε το καταραμένο δώρο της αθανασίας.
Παρόλο που δεν ήταν παρά αέρας, το πιο άυλο στοιχείο που υπάρχει στον κόσμο, το σύννεφο, που είχε λειτουργήσει ως ψεύτικο αντίγραφο της Ήρας, δε διαλύθηκε όταν εκτέλεσε την αποστολή του. Αυτό που το κράτησε ενωμένο ίσως να ήταν το σπέρμα που ο Ιξίωνας είχε αποθέσει στο αιθέριο σώμα του. Και από αυτή την άυλη ένωση, μέσω ενός παραδόξου από αυτά που συναντάμε συχνά στο μύθο, γεννήθηκε η πιο «υλική» φυλή που πάτησε ποτέ την ελληνική γη και ήταν εφοδιασμένη με τέσσερα πόδια και ράχη αλόγου και θώρακα και κεφάλι ανθρώπου. Αυτά τα τέρατα ονομάστηκαν Κένταυροι, από το ρήμα κεντώ, «τσιμπώ», που έχει και την ερωτική έννοια του «διεισδύω», και τη λέξη αύρα που σημαίνει «πνοή ανέμου». Οι Κένταυροι ήταν θρασείς και βίαιοι όπως ο πατέρας τους. Για να πούμε όλη την αλήθεια, υπήρχαν και μερικοί Κένταυροι πράοι και γνωστικοί, όπως ο περίφημος Χείρωνας. Αυτός όμως ήταν ο καρπός μιας πιο φυσιολογικής ερωτικής συνεύρεσης, όταν ο θεός Κρόνος, μεταμορφωμένος σε άλογο, ενώθηκε με τη νύμφη Φιλύρα, η οποία είχε με τη σειρά της προσπαθήσει να του ξεφύγει μεταμορφωμένοι σε φοράδα.
Το άφθαρτο σύννεφο, στο οποίο είναι ώρα να αναφερθούμε με το όνομά του, δηλαδή Νεφέλη, επέζησε και αφού έφερε στη ζωή τα τερατώδη παιδιά του. Πήγε στη Θήβα, έγινε σύζυγος του ήρωα Αθάμαντα και του γέννησε δύο γιους
Στη γη του μύθου – Ταξιδεύοντας στην Ελλάδα με θεούς, ήρωες και ποιητές – Dario Del Corno, Lia Del Corno [Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη]
Πίνακας αρχής : Ιξίωνας – José Ribera- 1632
Πηγή: https://antikleidi.com/2017/10/20/ixion_sinefo/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου