Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2024

Θάνος Μικρούτσικος & Γιώργος Μεράντζας - Σ' Είδαν Τα Μάτια Μου


 Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος

Στίχοι: Μιχάλης Γκανάς
Ερμηνεία: Γιώργος Μεράντζας Σ'είδαν τα μάτια μου και σ' είπανε Αύγουστος λέγανε πως ήτανε κι έβρεχε όλη την δευτέρα ποιος ήταν που 'πλένε την μέρα. Κορίτσι πράμα κι είχες μάτια μου στομώσει όλα τα γινάτια μου κοίταζες κι έλαμπαν οι δρόμοι λάμπαν εργάτες κι αστυνόμοι. Άχαρα φαίνονταν τα χρόνια μου και τα τριμμένα παντελόνια μου έπεφταν γύρω μου σαν λέπια και μ'έντυνες αστροπελέκια. Τώρα τα ρίχνω καταπάνω μου μ' όλο το άχτι του παράνομου δίχως να σου τάξω γάμο βιάστηκα λίγο να τον κάμω. Άχαρα φαίνονταν τα χρόνια μου και τα τριμμένα παντελόνια μου έπεφταν γύρω μου σαν λέπια και μ' έντυνες αστροπελέκια. Τώρα τα ρίχνω καταπάνω μου μ' όλο το άχτι του παράνομου δίχως να σου τάξω γάμο βιάστηκα λίγο να τον κάμω. Σ' είδαν τα μάτια μου και σ' είπανε Αύγουστος λέγανε πως ήτανε κ'έβρεχε όλη την Δευτέρα ποιος ήταν που 'πλένε την μέρα.

Βασίλης Λέκκας - Κοίτα με στα μάτια

 

Χάρτινος ο κόσμος, ψεύτικος ντουνιάς,

όμως το τραγούδι ξέρει πού πονάς.

Μόνο στο ρυθμό του είναι νόμιμο

το ανυπότακτο που κρύβω και το φρόνιμο.


Βήμα κι άλλο βήμα, βήματα παλιά,

ο χορός ανοίγει σαν την αγκαλιά.


Κοίτα με στα μάτια, πάτα όπου πατώ,

κράτα με καλά απόψε, μην αναληφθώ.


Πότε σαν πουλάκι, πότε στα δεσμά,

όλη η ζωή μου ένα ξάφνιασμα.

Νιώθω πιο δικό μου ό,τι έχασα

κι όσα έχω δε μου κάνουν και τα ξέχασα.


Ελλη Πασπαλά - Ενός λεπτού φιλί


 Στίχοι: Μιχάλης Γκανάς

Μουσική: Παναγιώτης Καλαντζόπουλος
Πρώτη εκτέλεση: Έλλη Πασπαλά Αχ...απόψε πάρε με με δυο φτερά μ' ένα φιλί μ' ένα ιπτάμενο χαλί να δω τον κόσμο μια φορά από ψηλά τ' αστέρια χαμηλά Αχ...απόψε κράτα με απ' το σπασμένο μου φτερό στον τελευταίο μας χορό μέσα απ' τους κύκλους του σαν κόμπος να λυθώ γλυκά να ζαλιστώ Η αγάπη, αγάπη μου, πληγωμένο πουλί απόψε αχ...για μας τους δυο ας κράταγε ενός λεπτού φιλί Απόψε πάρε με.... Αχ...ψυχή μου μάγισσα κι αναστενάρισσα καρδιά πήραν τα πόδια μου φωτιά θέλω να τρέξω, να χορέψω , να στο πω ακόμα σ' αγαπώ Η αγάπη, αγάπη μου, πληγωμένο πουλί απόψε αχ...για μας τους δυο ας κράταγε ενός λεπτού φιλί Απόψε πάρε με....

Μιχάλης Γκανάς - Διάρκεια

Ακόμη σώζονται

από ασβεστόλιθο και τρύπιο αγέρα

τα πολυβολεία τους.


Ασπρίζουν μες στα δέντρα

σαν τα κόκαλα που βρίσκουν οι βοσκοί

και δεν τα μαρτυράνε.


Τα πλένει

τα ξεπλένει το νερό

το άσπρο δεν τελειώνει.

Aκάθιστος δείπνος, Κείμενα, Aθήνα 1978


Μιχάλης Γκανάς - Διανυκτέρευση


Άδεια κι απόψε
τα ντεπόζιτα του ύπνου,
η αναπνοή γουλιά γουλιά σαν γιατρικό.
Και μόνο ο κόκορας
στις δύο της νυχτός
επικρουστήρας.
Αύριο πάλι
θα με πριονίσει η δημοσιά,
σαν δέντρο θα με ρίξει κάτω.


Ακάθιστος Δείπνος, 1978

Μιχάλης Γκανάς - Μ. ΓΚ. 1888-1979

 

Έχοντας λίγο κίτρινο στα νύχια και στο βλέμμα
πάει το σκαρί σου κι ανοίγει
μαύρο το νερό από κάτω.
Άδειο το σπίτι .Έξω τα δέντρα
που φύτεψαν τα χέρια σου.
Αυτή τη νύχτα και την άλλη
με το μπαστούνι άχρηστο στην άκρη
και το κορμί σου που επιμένει ν’ αφοδεύει.
Δε θα τον δεις, απ’ τις γρεντές
κατέβαινε παλιά, τώρα
ταβάνωσαν το σπίτι και τι να δεις
με τα σβησμένα μάτια σου,
άσε που θα ’ρθει μ’ ένα μαξιλάρι
και σαν μωρό στην κούνια θα σε πνίξει.
Αν θυμάμαι το χέρι σου, λέει,
στη Σκόδρα, στο Μπάλατον, στο Μπελογιάννη
την τριμμένη σου χλαίνη αν θυμάμαι
το χέρι σου που ’τρεμε και κουδούνιζε το
κουτάλι στο πιάτο κι αν θυμάμαι τα πόδια σου,
λέει, με τ’ άκοπα νύχια, τους κάλους που
σου ’βγαζε ο αδερφός μου θυμάμαι και
τις φωτογραφίες απ’ την Αμερική με
τον Βασίλη, με τον Προκοπή, ντυμένοι στην
πένα, με χωρίστρα κι οι τρεις στο
Boston στο Worcester στο Framingham εκεί
που αθλούνται τώρα οι γιοί και τα εγγόνια σου.
Ούτε αλαφρύ το χώμα ούτε βαρύ.
Η μάνα θα ’ρθει να μάς βρει την
άλλη μέρα θα πάρει το λεωφορείο,
μαύρο αρνί στο μνήμα σου θα βόσκει
κλειστό το σπίτι για καιρό,
τα δυο σκυλιά θα τα ταΐζουν οι γειτόνοι.
Ξένο ψωμί θα τρώνε τα σκυλιά μας.
Μιχάλης Γκανάς, Μαύρα Λιθάρια, Κείμενα (1980), Καστανιώτης (1996)

Μιχάλης Γκανάς - Τον τάφο μου τον θέλω στα Χαυτεία


Αφίσες με τραβούν απ' το μανίκι,
Αθήνα μου γεμάτη καλλιστεία.
Τον τάφο μου τον θέλω στα Χαυτεία,
είκοσι χρόνια σού πληρώνω νοίκι.
Στον ύπνο να περνούν βουνά και δάση,
νεράιδες φασκιωμένες μαύρα ρούχα.
Κάτι σαν άχτι μουλαριού που σου 'χα
σε ποιο λεωφορείο το 'χω χάσει.
Ποια τρέλα, πες μου, με χτυπάει στις φτέρνες
και φεύγω και κυλάω σαν το τόπι,
με γήπεδα μουγγά και με ταβέρνες
στα σωθικά. Οι άνθρωποι κ' οι τόποι,
ξένοι που μοιάζουν στις φωτογραφίες
που βγάζαμε σε άλλες ηλικίες.
Μιχάλης Γκανάς, Μαύρα Λιθάρια, Κείμενα (1980), Καστανιώτης (1996)

Μιχάλης Γκανάς - Ποιήματα

 ΑΝΤΙΤΙΜΟ

 

Μόνο το φίδι ξέρει τι θα πει

ν’ αλλάζεις το πετσί σου,

γι’ αυτό του περισσεύει το φαρμάκι.

(ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΔΕΙΠΝΟΣ, 1978)

 

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ

 

Είχαμε πάρει το μονοπάτι για το σπίτι

θάλασσα ολούθε μπαμπακιά ο Απρίλης

κι όλο χωνόμαστε μες στα πλατάνια

τόσο σωπαίναν δε φυσούσε

μόνο που με κοιτάζαν από μέσα μου

νωπά τα μάτια της απ’ τα κεριά

και σφύριζα θυμάμαι το Χριστός Ανέστη

 

Ο ουρανός που λίγο πριν αστροφορούσε

σ’ άσπρο σεντόνι γύριζε και σε βρεγμένο.

 

Δυο βήματα απ’ τη βρύση ο αδελφός της,

έσταζε το βρακί και το παγούρι του

– Χριστός Ανέστη, πώς περνάς, τι να περνούσε

κόντευε χρόνο πεθαμένος.

Γύρισε να μας δει κ’ έφεξε ο τόπος

σαν κάποιος να μας φωτογράφιζε τη νύχτα.

 

ΤΟ ΜΠΛΕ ΠΟΥ ΣΕ ΤΥΛΙΓΕΙ

 

Το μπλε που σε τυλίγει

είναι η στάχτη

του καμένου χρόνου.

 

Φυσάει ένας αέρας, φέρνει

φωτογραφίες και τετράδια.

Από τα κάτω χρόνια.

 

Εδώ γελάς, εδώ σωπαίνεις

εδώ σας πήρανε με φλας

φοράς το μαύρο φωτοστέφανο.

 

Το μπλε που σε τυλίγει

είναι το φως

που εκτοπίζει ο θάνατος.

 

Κανένας δεν το βλέπει.

Κι όμως υπάρχει

και πληθαίνει.

 

ΣΟΥΡΟΥΠΟ

 

Σούρουπο, σε γονυκλισία τα χρώματα

και πώς πεθαίνεις χωρίς το πράσινο εκ γενετής.

 

Τα μάτι σου με τον κίτρινο λίβα,

καμένη σοδειά τα χρόνια που έζησα.

Ας φεύγει ο μικρός σκαντζόχοιρος, δε γλιτώνει

τ’ αγκάθια μεγαλώνουν ανάποδα.

 

Ήμερο βράδυ

βελάζει σαν το χαμένο πρόβατο,

ζυγώνει στην πόλη κι αλλάζει προβιά,

σκύλος ή γάτα,

με την τρίχα ορθή

κάτω από τόσους τροχούς.

 

Τι γυρεύεις εδώ ψυχή τραυλή,

μακριά από τα βοσκοτόπια της πατρίδας.

Οι φίλοι πέφτουν από ψηλά μπαλκόνια

στο άσπρο μπαμπάκι που τους καταπίνει.

(ΜΑΥΡΑ ΛΙΘΑΡΙΑ, 1981)

 

ΓΥΑΛΙΝΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ

 

Ι

Χάραζε ο τόπος με βουνά πολλά

κι ανάτελλε τα ζωντανά του,

καλούς ανθρώπους και κακούς, νυφίτσες,

αλεπούδες, μια λίμνη ως κόρην

οφθαλμού και κάστρα πατημένα.

 

Θα ’ναι τα Γιάννενα, ψιθύρισα,

στο χιόνι και στον άγριο καιρό

γυάλινα και μαλαματένια.

Κι όσο πήγαινε η μέρα,

σαν το βαπόρι σε καλά νερά,

είδα και μιναρέδες κι άκουσα

τα μπακίρια να βελάζουν.

 

VII

Τον ξέρω αυτό τον τόπο,

ξαναπέρασα παιδί με το πουλάρι μου.

Έχουν αλλάξει όλα

κάτω απ’ τον ίδιο ουρανό.

 

Ξαπλώνω στο ψηλό χορτάρι,

άνοιξη και βροχή, δεν κλαίω.

Ας ξαναπέσουν όλα

στην πράσινη βουβή αγκαλιά.

Γυρίζω μπρούμυτα κι ακούω

το καπάκι τ’ ουρανού που κλείνει.

 

Σ’ αυτή την κιβωτό

είμαι το είδος δίχως ταίρι.

 

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ

Ποίημα του μεσονυχτίου

 

Μεσάνυχτα.

Κάτι χλωρό κι αιφνίδιο σε ζυγώνει,

σάλιο μικρού παιδιού ανθίζει στον αέρα

κι όλο το σπίτι σκοτεινό.

Βήματα και φωνές της μέρας

τα ήπιε το σκοτάδι.

 

Είναι η ώρα που γράφονται ποιήματα,

καθώς η κούραση κατακάθεται σα σκόνη

κι η άλλη μέρα θα φυσήξει πάνω της

και πάλι θα σου φάει τα τσίνορα.

Είναι η ώρα που πηδάει έξω απ’ το χρόνο

ο χρόνος που γίνεται στιγμή,

πέτρα που απλώνει κύκλους στο νερό

κι ενώ έχει αγγίξει το βυθό,

επάνω της οι κύκλοι όλο πλαταίνουν.

 

Ώσπου ακούς απ’ την κουζίνα το ψυγείο,

το τρίξιμο του κρεβατιού,

και νιώθεις πως σε ξαναβάζουνε στην πρίζα

απ’ όπου απρόβλεπτα

σ’ είχε ένα χέρι αποσυνδέσει.

 

ΤΩΝ ΚΕΚΟΙΜΗΜΕΝΩΝ

στη μάνα και στον Χρήστο

 

Ας πούμε ένα τραγούδι σιγανό

καθώς αρμόζει στους κεκοιμημένους,

ενώ φτερά πουλιών γεμίζουν τον αέρα

κι αυτοί περνούν σκυφτοί

σηματοδότες και βγαίνουν σε υπόγειες

διαβάσεις.

Πάλι σκοτάδι, πάλι της ψυχής

τ’ απόκρημνα φαράγγια

κι ο ήλιος με παλάμες κάρβουνο

να τους πατάει,

ώσπου βουτάνε στα νερά και κρύβονται.

 

Κι όμως γελούσαν στα νοσοκομεία,

δε βρίσκανε το φαγητό του γούστου τους,

βλέπανε τηλεόραση, έκαναν σχέδια

για ένα μέλλον που κανείς δεν τους υπόσχονταν.

Ούτε οι γιατροί με το φθαρμένο κύρος

ούτε οι δικοί τους με την αναπόδεικτη αγάπη

και μόνον οι οροί τούς λέγαν την αλήθεια

στάζοντας μέρα και νύχτα

τα χημικά του χάρου μες στο αίμα τους.

 

Ας πούμε ένα τραγούδι σιγανό,

καθώς φτερά πουλιών γεμίζουν τον αέρα

κι αυτοί βουτάνε στα νερά και κρύβονται,

ενώ το φως επάνω

τρέχει σε πλάτες και μαλλιά

και συντηρεί τα ζώα και τα χόρτα,

μα προπαντός τα λέπια του.

 

ΑΜΝΗΣΙΑ

 

Η κάθε μέρα σαν τη γομολάστιχα

σβήνει την προηγούμενη και πάει.

Άλλοτε σβήνει την επόμενη,

καμιά φορά ολόκληρη βδομάδα.

 

Βροχές θυμάμαι και πουλιά

και ιστορίες που δεν έζησα ποτέ μου.

 

Τις νύχτες γράφεται το μέλλον μου,

τα φοβερά καθέκαστα της επομένης,

και πρέπει να ξυπνάω στις εφτά,

με την ψυχή στα δόντια να γυρίζω,

για να προλάβω τις παραγγελίες.

 

Χιόνια θυμάμαι και βουνά

και εξορίες που δεν έζησα ποτέ μου.

 

Λησμόνησα τους ίδιους τους γονείς μου,

πώς ήτανε και ποιοι και πόσοι.

Κοιτάζω γράμματα, φωτογραφίες,

δεν ξεχωρίζω ζωντανούς και πεθαμένους.

Γριές και γέροι και παιδιά,

μεσήλικες θλιμμένοι.

 

Μάτια θυμάμαι και φωνές,

πρόσωπα που δεν γνώρισα ποτέ μου.

(ΓΥΑΛΙΝΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ, 1989)


Αναδημοσίευση από:https://www.oanagnostis.gr/ta-proina-kelefsmata-ton-toxoton/

Μιχάλης Γκανάς - Χαμένες οικειότητες


Το ντέφι μονάχο, χωρίς κλαρίνο, χωρίς πλατάνι, να εκρήγνυται κάπου βαθιά, σμπαράλια να γίνονται τα μεσημέρια.

Φωτεινό πεινασμένο γεράκι, να γράφει κύκλους πάνω απ' τον κόκορα, να του δίνει μια με το ράμφος, ν' ανοίγει το καύκαλό του κι οι κότες πιο δίπλα να βοσκάνε στουρνάρι για να θωρακίσουν το σπέρμα του.

Ψηλά ψηλά τα χελιδόνια χαύοντας μύγες, πετσοκόβοντας τον αέρα πέρα δώθε, αλλά το γαλάζιο ανέπαφο, να σαλπίζει ουρανό ως το σούρουπο.

Περαστικά μας τώρα. Στα σπάρτα οι μνήμες, στις πολυκατοικίες τα υφαντά τους. Χερσαία όνειρα, αποτυπώματα Πελασγών - Κρητών - Τούρκων - Φράγκων - Σλάβων - Άγγλων - Αμερικανών, τί μπατανίες, Θέ μου, τί μπάντες για λογής κρεβάτια, σκοντάφτει εκεί το νυσταγμένο μάτι κι ύστερα σαν ανθρακωρύχος χάνεται στις στοές του ύπνου. Άξαφνα μύτη με πρώρα εσύ κι ένα λευκό καράβι περνάει ανάμεσα στα μάτια σου, χωρίζοντας το αίμα σου στα δυο.

Βαθιά μες στην καρίνα του τα τύμπανα των Αλτζερίνων και πιο βαθιά η άγκυρα που πρήζεται μες στην καρδιά σου.

Πηγή: «Ακάδιστος Δείπνος» (1978),   Ποιήματα 1978-2012: Εκδόσεις Μελάνι, 2017.

Γιάννης Ρίτσος - [άτιτλο]



Μεγάλη δυσκολία

το πλάσιμο

των θετικών ηρώων -

όταν αφήσουν χάμου

τις σημαίες

δεν ξέρουν πια

τι να κάνουν τα χέρια τους

ούτε κι εμείς- καλύτερα λοιπόν

καθόλου να μη γίνουν

τ' αποκαλυπτήρια

αυτού του αγάλματος

και του ποιήματος αυτού.


Κάποτε, 1977


Μαρίκα Συμεωνίδου - Ακροβάτης


Ακρωτηριασμένος

Φορούσε φύκια για ρούχα

Νοσταλγούσε το φτεροκόπημά της

τη γεύση της

Αδιαφορούσε στο «ξέχασέ την»

Μια μέρα κυκλοφόρησε η φήμη ότι πέταξε.


      Πηγή: Ξέρεις πού οδηγεί, Εκδόσεις : ΑΩ  2020

Κώστας Βάρναλης - Το τραγούδι του λαού

 

Άμα σώπασε ο Οδηγητής, όλες οι άλλες φωνές και ψυχές ενωθήκανε σε μια και λένε το ακόλουθο τραγούδι.
·

Το τραγούδι του λαού

Ο ΛΑΟΣ

Βουνά, πελάη αντίμαχα και ριζιμιά καστέλιακαι των αιμάτων άβυσσοι, των πατρίδων θεμέλια,η Νια Ζωή τ’ αφάνισε και στράτα γίνανε μαβιά,που την περνά ακατάλυτη τώρα, που ξύπνησε, η Σκλαβιά.

5Ο Γδικιωμός, που χύνεται μαζί φωτιά και μπόρα,ο καταλύτης Καθαρμός, της Πλερωμής η Ώραείμαστ’ εμείς, που κόψαμε τα που μας δένανε σκοινιάκαι την καρδιά ατσαλώσαμε με τη δικιά σου, Οχτρέ, απονιά.

Σαν ψάρι, που το κάρφωσεν άξαφνα το καμάκι,10χάμου σπαράζεις, Άνομε, ξερνοβολάς φαρμάκι.Αν με το χρήμα σου αγκαλιά το θάνατο αψηφάς, ομπρόςγια την Αιώνια τη Χαρά διάβα, όπως έζησες, γαμπρός!

Θυμάσαι, όντας αράδιαζες μιλιούνια των αρμάτωνγια σε να σκοτωνόμαστε, το θάμα των θαμάτων!15Ήσουν ο Λόγος του Θεού κι όμορφος ήτανε πολύο τάφος, που μας άνοιγες μες στην καρδιά σου την καλή.

Και τώρα, που αξιωθήκαμε κι εμείς και τα παιδιά μαςχίλιες οργιές σού ανοίξαμε τον τάφο στην καρδιά μας.

Ο ΑΡΧΟΝΤΑΣ

Της παρθενιάς σου τον ανθό, τ’ αστραφτερά μαλάματα20στη λάσπη τα κυλήσαν, Ιστορία, κι είσαι για κλάματα!

Οϊμέ τ’ Ανθρώπου ο ξεπεσμός και της καρδιάς το κρύο!Οϊμέ της Αποκάλυψης τ’ αντίχριστο θερίο!Μαύρ’ η κατάντια σου Αρετή! Σκοτείνιασε του ηλιού το φως!Να ξεκοιλιάζουν άστοχα τον αδερφό του ο αδερφός!

Ο ΛΑΟΣ

25Ανάστροφα, λασκάροντας, έφερε βόλτα η Τύχηκαι στο ζυγό περάσαμε το ευωδερό σου σνίχι.Απάνου στη δικιά σου γης, που αληθινά την αγαπάς,γείρε και μάθε να χτυπάς, να κόβεσαι, να ιδροκοπάς.

Να σούρνεσαι στα τέσσερα να βγάνεις το ψωμί σου30και της δουλειάς την ατιμία να μολογάς τιμή σου.Για να μην ψάχνεις άδικα να μας δαγκώσεις ξαφνικά,γραμμή τα ξεριζώσαμε τα δόντια σου τα παστρικά…

Ω πολιτείες, που καθεμιά κι ολάκερ’ οικουμένη,παλάτια και παράδεισοι, παντόγυρα κλεισμένοι,35η πλούσια Γης ολάκερη, τα κόπια μας κλεμμένα ώς χτες,όλα μάς ξαναδίνονται με τις αγκάλες ανοιχτές.

Κι η θάλασσα, αφροθάλασσα, κι απανωσιά και βάθη,με τα καλά, που κουβαλεί και τα καλά, που πλάθει,Δευτερομάνα της Ζωής, αντάμ’ αγώνας και χαρά,40που δένει όλα τα πέρατα με τα γαλάζια της φτερά,—

Στεριά, Θάλασσα κι Άνθρωπος, στοιχεία αιώνια τρία,αφεντικό δεν έχουνε κι αφεντικού ιστορία!Ήρθε κι εμάς η αράδα μας για να χαρούμε τα πουλιά,τη θάλασσα και τα βουνά, τον ήλιο και τη σιγαλιά…

45Στης Λευτεριάς ανεβασμένη τα φτερά η Πλεμπάγιασας φτάνει, ω θάματα του Λόγου, αστράμματα και μάγια,που τα παλιά τ’ αμίλητα και τ’ άγνωστα μελλούμενα,τα κάνετε όλα γνώριμα, παντοτινά λαλούμενα.

Και σας, Μορφές και Χρώματα, παιχνίδια κι αγωνία,50του Σμιλαριού και του Φωτός διπλή κοσμογονία,κατάματα σας χαίρεται, της Φαντασιάς ψηλή κορφή,εκεί, που γήλιος, ουρανός κι ανθρώποι γίνονται αδερφοί.

Και σας, ω γάργαρα νερά της Κασταλίας των Ήχων,της Ακοής οράματα και Γλώσσα των αψύχων,55σας δέχεται κατάψυχα κι ανατριχίλα και φωτιά,για τα μεγάλα ονείρατα μεγάλ’ ηρώισσ’ αποκοτιά.

Όλα σου, Τέχνη, τα καλά και τα μεγάλα δώρα,σα να ’ναι μια, τα χαίρεται ψυχή παγκόσμια τώρα.Τα χαίρεται και τα πληθαίνει όλα σου τ’ άξια θάματα,60παλιά και νέα, κάθε λογής αιώνιες μορφές κι οράματα.

Και σένα χρυσοπάλατον ανύπαρχτης Ουσίας,σένα εκκλησιά, ομορφοκκλησιά, λημέρ’ Υποκρισίας·τα πλάνα σου φαντάσματα σου βγάναμε από την κοιλιά:ουράνιοι Χωροφύλακες δε μας χρειάζονται τώρα πλια.

...........................................

65Σαν ψάρι, που το κάρφωσεν άξαφνα το καμάκι,χάμου σπαράζεις, Άνομε, ξερνοβολάς φαρμάκι.Για να μην ψάχνεις άδικα να μας δαγκώσεις ξαφνικά,γραμμή τα ξεριζώσαμε τα δόντια σου τα παστρικά.Η Αριστέα κι η Μαϊμού τρομαγμένες θέλουνε να φύγουνε και να κρυφτούνε. Μα δεν υπάρχει πουθενά τόπος και καταφυγή.
Γλιστράνε και πέφτουνε αγκαλιασμένες κι οι δυο μέσα στον ανοιγμένο τάφο και το χώμα τις σκεπάζει για πάντα.
Η γης ξαναγίνεται μεγάλη, απέραντη και χαρούμενη. Κι ένας καινούριος ήλιος φυτρώνει από τον τάφο της Αριστέας και της μαϊμούς.

Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2024

Γιάννης Ρίτσος - Κουδούνισμα


Mας βρήκε η αυγή με αναμμένη τη λάμπα μας. 

Ανάμικτη ώχρα με λίγο γαλανό.

Το καμινέτο, το μπρίκι, ο καφές,

μια μυρωδιά πολυκαιρίας, σκόρπια τραπουλόχαρτα

και τα σταχτοδοχεία γεμάτα αποτσίγαρα. 

Γυναίκες, άντρες, κήποι, βιβλία

ήρθαν, έφυγαν, χάθηκαν. Κι αυτό το κουδούνι

 που ακούστηκε τα ξημερώματα

δεν ήτανε του ταχυδρομικού διανομέα

αλλά του λυπημένου αμνού που τον πηγαίναν στο

  σφαγείο.


Κάλαμος, 7.1.88

Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα

Βύρων Λεοντάρης - Έως (απόσπασμα)

Πιο αργό κι από αργό
πιο λυπημένο κι από λυπημένο
φεύγει αυτό το απόγευμα
Μάταια προσπάθησα να το κρατήσω
μάταια,άδικα,του κάκου.Όπως μάταια
μια ολόκληρη ζωή επέμενα στα αδύνατα
να ξανακάνω επιθυμία την παραίτηση
να βρίζομαι και να ποδοπατιέμαι 
για να μπω στο καταρρέον νοήμα
από την έξοδο κινδύνου
ενώ οι άλλοι έβγαιναν αλλόφρονες
πού πας τρελέ τι παριστάνεις
να εμφανίζω κουνημένες φωτογραφίες του κόσμου
στον σκοτεινό θάλαμο του μυαλού μου
να καταστρώνω σχέδια ανατροπής του παρελθόντος...
Μάταια,άδικα,του κάκου

Να με,λοιπόν,απ' τη μεριά του άδικου
Αφού έτσι το είπαν και το θέσπισαν:
το μάταιο άδικο
δίκαιο το τελεσφόρο
ορίζοντας το τέλος ως σκοπό και αποτέλεσμα
Αλλά ποιος οιακίζει τον σκοπό και ποιος το αποτέλεσμα;

Θαλασσοδέρνονται οι πράξεις των ανθρώπων
τσακίζονται πάνω στα βάσανα και σπαν στα δυο
κι άλλα συντρίμμια εδώ κι άλλα συντρίμια αλλού

Μη φεύγεις,μείνε,απόγεμα
αφού κι εσύ δεν έχεις πού να πας
Μάταια μείνε,έτσι,άδικα,του κάκου μείνε
αλλά μείνε
Το τέλος μας δεν είναι σκοπός ούτε αποτέλεσμα

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ -Τουρισμός

 Μέρμηγκες άνθρωποι

όλο και πιο τουριστικά φέρονται

στη ζωή

χαϊδεύονται χωρίς ποτέ

να φτάνουν στο κουκούτσι


Πηγή: Ποίηση 1963-2011, εκδόσεις Καστανιώτη.

Γιάννης Ρίτσος - Λάθος


Αρνήσεις, διαψεύσεις, αναθεωρήσεις. Τίποτα. Κάθεσαι τώρα

στη μαλακή συννεφιά, σε μια παλιά καρέκλα,

κοιτάς τα δάχτυλά σου, κιτρινισμένα απ’ τα τσιγάρα,

ξεχνάς τους αριθμούς, τα γεγονότα. Δε λογαριάζεις

έξοδα κι έσοδα· — ποιά έσοδα; Χαμένες

κι οι διευθύνσεις των παλιών σου φίλων. Κι αν, μια νύχτα,

χτυπήσει κάποτε το τηλέφωνό σου,

ακούγεται μια ξένη μακρινή φωνή να λέει:

«Με συγχωρείτε, κύριε, λάθος. Λάθος».


Αθήνα, 2.II.88


ΑΡΓΑ, ΠΟΛΥ ΑΡΓΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ (1988)

Γιάννης Ρίτσος - Ένα πρόσωπο



Είναι ένα πρόσωπο φωτεινό, σιωπηλό, καταμόναχο

σαν ολόκληρη μοναξιά, σαν ολόκληρη νίκη

πάνω στη μοναξιά. Αυτό το πρόσωπο

σε κοιτάζει ανάμεσα από δυο στήλες ασάλευτο νερό.


Και δε γνωρίζεις ποιο απ' τα δυο σε πείθει περισσότερο.


Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Β' Τόμος] (1978)

Γιάννης Ρίτσος - Απόγευμα


Το απόγευμα είναι όλο πεσμένους σουβάδες, μαύρες πέτρες, ξερά αγκάθια.

Το απόγευμα έχει ένα δύσκολο χρώμα από παλιά βήματα που μείναν στη μέση

από παλιά πιθάρια θαμμένα στην αυλή, και πάνω τους η κούραση και το χορτάρι.


Δυο σκοτωμένοι, πέντε σκοτωμένοι, δώδεκα -πόσοι και πόσοι.

Κάθε ώρα έχει το σκοτωμένο της. Πίσω απ' τα παράθυρα

στέκουν αυτοί που λείπουν και το σταμνί με το νερό που δεν ήπιαν.


Κι αυτό το αστέρι που έπεσε στην άκρη τής βραδιάς

είναι σαν το κομμένο αυτί που δεν ακούει τριζόνια

που δεν ακούει τις δικαιολογίες μας -δεν καταδέχεται

ν' ακούσει τα τραγούδια μας- μονάχο, μονάχο,

μονάχο, αποκομμένο, αδιάφορο για καταδίκη ή για δικαίωση.


Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Β' Τόμος] (1978)

Antonio Vivaldi - Summer (Full) - The Four Seasons


 

Γιώργος Μπλάνας - [άτιτλο]

Πείθομαι, Κύριε, και γέρνω στον ύπνο σου αψηφώντας

όλον εκείνο τον κατάφωτο τρόμο

που γεμίζει τη νύχτα απρόσμενες κραυγές,

θρήνους ανυπόδητους,

σπίτια κατάμεστα· κι όλο

κάποιο συρτάρι χαλασμένο,

κάποια πόρτα κλειστή,

κάποια δύσκολη βρύση,

κι όλο κάτι απ’ εκείνα τα μικρά

κι ασήμαντα που αρνούνται να δεχθούν

την εξουσία του θανάτου.

Πείθομαι και ξέρω πως θα μου παρασταθείς,

σαν το σκυλί που αφήνεται

να βυθιστεί με πείσμα στη λατρεία

του αγαπημένου μνήματος,

προτιμώντας μιαν αμφίβολη συμπόρευση στο θάνατο

απ’ τη μοναχική ασφάλεια ενός άγνωστου χεριού.


 Η αναπόφευκτη ανθηρότητά σου, Διάττων, 1990. 


Αντλήθηκε απ' τον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη

Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2024

Έκτωρ Κακναβάτος - Ποιήματα

 1.

Αφότου ξώκειλε το ζαφειρί αστέρι
ξέρα ο νους η ουλή βυθός
μόνο εσύ ω ποίηση
έμεινε να φέγγεις
μεσ' από βράχο διάφανο
το μόνο πλοίο
*
ΜΗΝΙΝ ΑΕΙΔΕ
L' -enfer c' est les autres.
J.P. SARTRE
Ψυχή μου αγρίεψες·
- τι πολύφημος αυτό το ψ -
Δεν είναι που πιάστηκες να ζητιανεύεις
μα που ανύποπτη δίχως εμβόλιο
ανάμεσά τους διάβηκες
των μολυσμένων
Φτύσε τους·
τώρα πια όλοι τους είναι οι "άλλοι".
*
Όταν μετά αιώνες οι σκαπάνες σ' αρχαίο
τάφο βρίσκοντας τα οστά μου θα δούνε
πάνω τους να φωσφορίζει τ' όνομά σου
άραγε θα ξαφνιαστούν;
θα καταλάβουν;
θα 'ναι ως τότε ακόμα ο έρωτας
πνοή πρωιού επάνω στο τριφύλλι;
θα βλασταίνει ακόμα τούτο στον πλανήτη
όταν οι σκαπάνες;
*
ΜΑΡΤΙΑΙ ΕΙΔΟΙ
Ο αστόχαστος· άφηνε λάσκα
να του περνά στο δάχτυλο τον αρραβώνα της
η νύχτα
Όλες οι φέτες του αγέρα είναι άσπρες
Κάτασπρα όλα· πώς τ' αντέχει;
Κι όταν τηνε σήκωσε ψηλά τι άσπρη η τήβεννος
Κι όταν εσκέπασε μ' αυτήν τα μάτια
να μην τα ιδεί που καταπάνω του χύνονταν στιλέτα
ποτές, θροΐζοντας, δεν σ' αποσβόλωσε αφέντη αγέρα
πιο χρυσοκόκκινη ούγια.
1985
*
Μπορείς που οι λάβες αλληλούια που τα
έγκατα ουρανοί που οι πυρήνες αλαζόνες;
Μπορείς που ο Λούντβιχ στην ενάτη του
ελλανόδικος που ο Καισαρίωνας στη λύπη
του ιδεώδης; Μπορείς στη θάμπωση που
εντός σου άπλωσε ο έρωτας ωσάν το
πρώτο άλφα ν' ακουστείς και μόνο τόσο
μόνο μ' αυτό για όλα να 'χεις μιλήσει;
Ω τα νερά στο Άκτιο Αντώνιε
τι τα βυθομετράς;
στην Αλεξάνδρεια νικήθηκες
για πάντα
*
Η ΦΥΛΗ ΜΟΥ ΕΜΕΝΑ
ΜΕ ΤΟ ΑΝΕΦΙΚΤΟ
Ο στόμφος εκούρασε· σύμφωνοι.
Το θάμπος δυνάστεψε, του λόγου,
ως την παραμόρφωση·
και πάλι σύμφωνοι.
Άσχετο που με τους αστούς μακάρια πια
παρακμάζει· σωστά.
Λένε σε τόνο χαμηλό εξομολόγησης
- συγγνώμη· ποιος τάχα δεν πρέπει ν' ακούει τώρα;
Μη διακόπτεις· λοιπόν είπαμε σε τόνο χαμηλό
για τη βαθιά πληγή να λέμε,
αν πρέπει σώνει και καλά να λες για δαύτην,
κι ας είναι άβυσσο
κι ας είναι από σκοτάδι πιο άρρητη.
Χα...
Μα η φυλή μου εμένα
που νύχτα μονομαχεί και μέρα με το ανέφιχτο;
και που ανηφορίζει;
Κι ακόμα τον κρανίου τόπο ανήφορο κι ακόμα;
Σε τόνο χαμηλό τι θ' ακουστεί;
Ποιος τάχα δεν πρέπει ν' ακούει τώρα;
Αφήνω που, αυτό μας έλειπε,
θ' ακούγεται ωσάν ευχαριστώ
στον εξοχότατο κανάγια.
( 1968 )
ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1943 - 1987
ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ ΜΑΡΤΙΟΣ 2010


Αντλήθηκαν απ' το προφίλ του Γιώργου Αλπογιάννη

Δ. Π. Παπαδίτσας - Νυχτερινά [ΙΙΙ]


Όλοι εκείνοι που έφυγαν άφησαν αθόρυβα τα μάτια τους
Και τη διάθεσή τους να προσευχηθούν στο δάσος
Κι εσύ μου φάνηκε ότι γέννησες ένα δέντρο
Εγώ ήμουν ο σωρός οι πέτρες
Όχι για να χτιστεί ένας ναός
Αλλά για να τις παίρνεις και να λιθοβολείς τους εχτρούς
Τα δέντρα τη νύχτα δεν έχουν φλούδα
Περιμένουν να ντυθούν των ανθρώπων το μαρτύριο
Το μαρτύριο του ανθρώπου είναι σαν την αγάπη
Προσφέρεται ένδυμα σε όσους κρυώνουν.
Δημήτρης Παπαδίτσας, Νυχτερινά, 1956