Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2024

Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος - Μπάνιο μὲ τὸν Γιάννη


Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ἑ­τοι­μά­ζε­ται νὰ πά­ει γιὰ μπά­νιο στὴ θά­λασ­σα. Εἶ­ναι τὸ πρῶ­το του μπά­νιο, τε­λευ­ταί­α ἡ­μέ­ρα τοῦ Σε­πτεμ­βρί­ου σή­με­ρα. Φο­ρά­ει τὸ μαῦ­ρο του μα­γιό, βά­ζει τὶς κα­φὲ σα­γι­ο­νά­ρες του, παίρ­νει μιὰ πε­τσέ­τα καὶ κα­θα­ρί­ζει τὰ γυα­λιά του. Μὲ κυτ­τά­ζει με­λαγ­χο­λι­κά.

       — Μὴ στε­να­χω­ρι­έ­σαι, τοῦ λέ­ω, σὲ δύ­ο χρό­νια ποὺ θὰ εἶ­σαι τε­λεί­ως κα­λά, θὰ ξα­να­κά­νεις πά­λι τὰ ἑ­κα­τό σου μπά­νια κά­θε κα­λο­καί­ρι, ὅ­πως τὸ συ­νή­θι­ζες πα­ληά.

       Κου­νά­ει τὸ κε­φά­λι. Δὲν λέ­ει τί­πο­τα, ἀλ­λὰ μοῦ δί­νει νὰ κα­τα­λά­βω ὅ­τι ὅ­λα αὐ­τὰ ποὺ λέ­ω εἶ­ναι μπα­ροῦ­φες, τὸ ξαί­ρου­με καὶ οἱ δυ­ό μας κα­λά, σὲ δύ­ο χρό­νια δὲν θὰ ζεῖ, ἀ­φοῦ ἤ­δη εἶ­ναι νε­κρός.


Αναδημοσίευση από: https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/tag/%ce%b7%ce%bb%ce%af%ce%b1%cf%82-%cf%80%ce%b1%cf%80%ce%b1%ce%b4%ce%b7%ce%bc%ce%b7%cf%84%cf%81%ce%b1%ce%ba%cf%8c%cf%80%ce%bf%cf%85%ce%bb%ce%bf%cf%82/

Ἠ­λί­ας Χ. Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λος - Κα­θα­ρὴ Δευ­τέ­ρα


ΠΑΡΑΜΟΝΗ Κα­θα­ρῆς Δευ­τέ­ρας καὶ ἐμ­φα­νί­ζε­ται ξαφ­νι­κὰ ὁ πα­τέ­ρας μου, κα­τα­φθά­νει σὰν νὰ μὴν ἔ­χει συμ­βεῖ τί­πο­τα. Μᾶς δι­α­βε­βαι­ώ­νει ὅ­τι οὐ­δέ­πο­τε ἀ­πε­βί­ω­σε!

       — Κα­λά, τὸν ρω­τῶ, ἀ­φοῦ δὲν ἔ­χεις πε­θά­νει καὶ ἁ­πλῶς λεί­πεις τό­σα χρό­νια, για­τί δὲν ἐρ­χό­σουν νὰ μᾶς τὸ πεῖς;

      Κυτ­τά­ζει λυ­πη­μέ­νος. Δὲν ἀ­παν­τᾶ. Φεύ­γει.


Πηγή: https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/tag/%ce%b7%ce%bb%ce%af%ce%b1%cf%82-%cf%80%ce%b1%cf%80%ce%b1%ce%b4%ce%b7%ce%bc%ce%b7%cf%84%cf%81%ce%b1%ce%ba%cf%8c%cf%80%ce%bf%cf%85%ce%bb%ce%bf%cf%82/


Ἠλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος - Οἱ φρακασάνες

  

ΚΑΘΩΣ  ΓΥΡΙΖΑ ἀ­πὸ τὸ σχο­λεῖ­ο ἐ­κεῖ­νο τὸ με­ση­μέ­ρι, ἔ­πια­σε ξαφ­νι­κὰ μιὰ μπό­ρα καὶ ἔ­γι­να μού­σκε­μα. Φο­βή­θη­κα νὰ ἀ­κο­λου­θή­σω τὸν συ­νη­θι­σμέ­νο μου δρό­μο κά­τω ἀ­πὸ τὶς με­γά­λες πεῦ­κες καὶ ἔ­τσι πῆ­ρα τὴν γυ­μνὴ δη­μο­σιά, ποὺ κα­τα­λή­γει στὸ χω­ριό. Στὸ χτῆ­μα ἔ­φτα­σα τὴν ὥ­ρα ποὺ ἔ­βγαι­νε πά­λι ὁ ἥ­λιος, καὶ μπῆ­κα μέ­σα σκαρ­φα­λώ­νον­τας πά­νω ἀ­πὸ τὸ με­γά­λο πορ­τό­νι μὲ τὶς βρε­μέ­νες ρο­δο­δάφ­νες. Στὸ πε­ρι­βό­λι ὅ­λα ἦ­ταν γα­λή­νια, φρε­σκο­πλυ­μέ­να καὶ κα­τα­πρά­σι­να, οἱ ἀ­χλα­δι­ές εἶ­χαν ἀ­κό­μα με­ρι­κὰ ἄν­θη, στὰ φύλ­λα τους κρα­τοῦ­σαν χον­τρὲς στα­γό­νες τῆς βρο­χῆς ποὺ γι­ά­λι­ζαν σὰν χάν­τρες. Ἡ τε­λευ­ταί­α βρο­χὴ τῆς χρο­νιᾶς, σκέ­φτη­κα. Τό­τε εἶ­δα τὴν Ἑ­λέ­νη. Ἔ­βγαι­νε ἀ­πὸ τὸν κῆ­πο κρα­τών­τας στὸ χέ­ρι ἕ­να με­γά­λο ἄ­σπρο τρι­αν­τά­φυλ­λο. Ἐρ­χό­ταν πρὸς τὸ μέ­ρος μου ἀρ­γά, ὁ ἥ­λιος στε­φά­νω­νε τὰ μαλ­λιά της, κά­τω ἀ­πὸ τὴν μαύ­ρη πο­διά της πρό­βα­λαν δυ­ὸ ὁ­λο­στρόγ­γυ­λα βυ­ζιά.

         Γύ­ρε­ψα μιὰ πρό­φα­ση νὰ τὰ πιά­σω. Ἑ­λέ­νη, τῆς εἶ­πα, για­τὶ δὲν ἔρ­χε­σαι νὰ σοῦ δί­νω τρι­αν­τά­φυλ­λα , πί­σω ἀ­πὸ κεί­νη τὴν πα­σχα­λιὰ ὁ πα­τέ­ρας μου ἔ­χει φυ­τέ­ψει μιὰ τρι­αν­ταφυλ­λιὰ κα­τα­κί­τρι­νη. Θέ­λω, μοῦ λέ­ει, τὸ τε­τρά­διό σου τῆς Γε­ω­λο­γί­ας, θὰ σοῦ τὸ φέ­ρω τὴν Πα­ρα­σκευ­ή. Τὸ πῆ­ρε κι ἔ­φυ­γε λέ­γον­τας σὲ εὐ­χα­ρι­στῶ πο­λὺ καὶ τὴν Πα­ρα­σκευ­ὴ μοῦ τό­φε­ρε ὁ ἀ­δελ­φός της, ἕ­νας τσό­γλα­νος κα­μιὰ δω­δε­κα­ριὰ χρο­νῶν, ψη­λό­τε­ρος ἀ­πὸ μέ­να δυ­ὸ κε­φά­λια, μαλ­λια­ρός, μὲ μιὰ χον­τρὴ μο­νο­κόμ­μα­τη φω­νή.

        Ἕνα με­ση­μέ­ρι κα­θό­μουν κά­τω ἀ­πὸ ἕ­να δέν­τρο καὶ δι­ά­βα­ζα. Δί­πλα μου εἶ­χα μιὰ στά­μνα μὲ νε­ρό, ἔ­κα­νε ζέ­στη, κά­θε τό­σο ἔ­πι­να λί­γο νε­ρὸ καὶ ὕ­στε­ρα κα­τά­βρε­χα λίγο τὴ γῆ. Τὸ χῶ­μα εἶ­χε σκά­σει σὲ με­γά­λα κομ­μά­τια, ὅ­ταν τὸ πό­τι­ζα θρυμ­μα­τι­ζό­ταν ἀ­φή­νον­τας μιὰ εὐ­χά­ρι­στη, βα­ρειὰ μυ­ρου­διά.

        Ἄ­κου­σα βή­μα­τα στὰ χα­λί­κια κι ὅ­ταν σή­κω­σα τὸ κε­φά­λι μου, εἶ­δα νὰ ἔρ­χε­ται ἡ Ἑ­λέ­νη, ντυ­μέ­νη μὲ ἕ­να πε­ρί­ερ­γο φό­ρε­μα γε­μά­το πο­λύ­χρω­μα λου­λού­δια. Θέ­λω πά­λι ἐ­κεῖ­νο τὸ τε­τρά­διο τῆς Γε­ω­λο­γί­ας, μοῦ εἶ­πε καὶ μὲ κοί­τα­ξε μὲ ἕ­να ἀ­πλα­νὲς χα­μό­γε­λο, ἐ­νῶ ταυ­τό­χρο­να πλα­νιό­ταν πέ­ρα δῶ­θε κι ἅ­πλω­νε τὰ χέ­ρια της νὰ φθά­σει ἕ­να κλα­δὶ τοῦ δέν­τρου. Δὲν τὸ ἔ­χω, τῆς εἶ­πα, θὰ μοῦ τὸ φέ­ρει ὁ Τά­κης τὸ ἀ­πό­γευ­μα, ἔ­λα νὰ δι­α­βά­σου­με μα­ζί. Ἡ Ἑ­λέ­νη ἔ­πια­σε τὸ κλα­δί, τὸ ἅρ­πα­ξε μὲ τὰ δυ­ό της χέ­ρια καὶ ἔ­κα­νε μιὰ μᾶλ­λον ἀ­δέ­ξια ἕλ­ξη, τεν­τώ­νον­τας νω­χε­λι­κὰ τὸ κορ­μί της. Ὕ­στε­ρα πή­δη­σε, τί­να­ξε τὸ κε­φά­λι νὰ δι­ορ­θώ­σει τὰ μαλ­λιά της κι ἔ­φυ­γε. Μὴ μὲ πε­ρι­μέ­νεις, μοῦ φώ­να­ξε.

        Τὸ ἀ­πό­γευ­μα πῆ­ρα τὰ βι­βλί­α μου καὶ πῆ­γα στὸ ἀμ­πέ­λι. Ἄρ­χι­σε κι­ό­λας νὰ παίρ­νει τὴ γνώ­ρι­μη μυ­ρου­διά του τὸ κλῆ­μα. Τῆς Ἁ­για Μα­ρί­νας ρό­γα καὶ τ’ Ἁ­η­λιὸς στα­φύ­λι, ἔ­λε­γε ἡ για­γιά μου. Ἔ­φε­ρα στὸ μυα­λό μου τὶς ρό­γες τῆς Ἑ­λέ­νης. Ἐ­κεί­νη ἦρ­θε σὲ λί­γο φο­ρών­τας μιὰ στε­νὴ χα­κὶ φού­στα καὶ ἄ­σπρο που­κά­μι­σο χω­ρὶς σου­τι­έν. Θέ­λεις νὰ φᾶ­με κα­νέ­να σύ­κο, τῆς εἶ­πα καὶ τὴν πῆ­γα στὴν ἄ­κρη τοῦ ἀμ­πε­λιοῦ. Τὰ πρῶ­τα σύ­κα εἴ­χα­νε ἤ­δη γίνει, οἱ φρα­κα­σά­νες ὅ­πως τὰ ἔ­λε­γαν. Με­γά­λα ἴ­σα­με ἕ­να πορ­το­κά­λι, ἀ­πὸ τὴν τρύ­πα τους κρε­μό­ταν μιὰ στα­γό­να πη­χτὸ μέ­λι μὲ κα­φὲ χρῶμα. Ἔ­βα­λα τὴν Ἑ­λέ­νη νὰ κα­θή­σει, τῆς ἔ­φε­ρα σύ­κα καὶ τῆς ἄ­νοι­ξα τὸ κουμ­πὶ ἀ­πὸ τὸ ἄ­σπρο της που­κά­μι­σο. Τὸ δε­ξί της βυ­ζὶ γλί­στρη­σε ἔ­ξω, ἦ­ταν λι­γό­τε­ρο στρογ­γυ­λὸ ἀ­π’ ὅ­σο τὸ φαν­τά­στη­κα, ἡ ρό­γα του κά­πως κω­νι­κή. Ἅ­πλω­σα τὸ χέ­ρι μου καὶ κεί­νη ἔ­σκυ­ψε ὁ­λό­τε­λα πρὸς τὸ μέ­ρος μου. Φράπ, ἀ­κού­στη­κε τό­τε στὸ φρά­χτη καὶ φά­νη­κε ὁ τσό­γλα­νος, ὁ ἀ­δελ­φός της, ψη­λὸς καὶ κα­κο­βι­δω­μέ­νος. Ἡ Ἑ­λέ­νη κουμ­πώ­θη­κε βι­α­στι­κά, ἄ­νοι­ξε ἕ­να βι­βλί­ο καὶ ἄρ­χι­σε νὰ δι­α­βά­ζει, ἐ­μέ­να τὰ πό­δια μου ἔ­τρε­μαν. Ὁ ἀ­δελ­φός της μᾶς χαι­ρέ­τη­σε με­θ’ ὑ­πο­κλί­σε­ως, σάλ­τα­ρε στὴ συ­κιὰ κι ἄρ­χι­σε νὰ τρώ­ει φρα­κα­σά­νες. Ἡ Ἑ­λέ­νη ἀ­πό­φευ­γε νὰ μὲ κοι­τά­ξει, γύ­ρι­ζε τὶς σε­λί­δες τοῦ βι­βλί­ου καὶ κά­θε τό­σο ἴ­σι­ω­νε τὴ φού­στα της. Ἀρ­γό­τε­ρα ση­κώ­θη­κε καὶ περ­πα­τή­σα­με μα­ζὶ πιὸ πέ­ρα. Μπή­κα­με σὲ ἕ­να με­γά­λο λάκ­κο ἀ­νά­με­σα σὲ κλή­μα­τα, τὸν εἴ­χα­με σκά­ψει στὴν Κα­το­χὴ καὶ κρύ­ψα­με μέ­σα χαλ­κώ­μα­τα καὶ ὅ­πλα. Δο­κί­μα­σα νὰ πιά­σω πά­λι τὸ βυ­ζὶ τῆς Ἑ­λέ­νης, ἐ­κεί­νη τρα­βή­χτη­κε, για­τὶ πα­ρα­σύ­ρε­σαι, μοῦ εἶ­πε. Μά­ζε­ψε τά βι­βλί­α της, φώ­να­ξε τὸν ἀ­δελ­φό της καὶ ἔ­φυ­γε. Ἐ­κεῖ­νος πή­δη­σε ἀρ­γὰ ἀ­πὸ τὸ δέν­τρο, μὲ πα­ρα­τή­ρη­σε μὲ βλέμ­μα κά­πως μυ­στή­ριο κι ἀ­πο­μα­κρύν­θη­κε χω­ρὶς νὰ μὲ χαι­ρε­τή­σει, τρώ­γον­τας φρα­κα­σά­νες.

   (1962)

 


 

Πη­γή: Ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Ὀ­δον­τό­κρε­μα μὲ χλω­ρο­φύλ­λη, Τράμ, Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1973.



Αναδημοσίευση από: https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/2010/04/10/ilias-papadimitrakopoulos-oi-frakasanes/

Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος - Θερμά θαλάσσια λουτρά

 Στο χτήμα μας, όταν οι ζέστες έπιαναν για τα καλά, άρχιζαν οι προετοιμασίες για τη θάλασσα. Πρώτη η θεια μου που, αφ' ότου χήρεψε, υπέφερε ολόκληρο το χειμώνα από ρευματισμούς, κατέβαζε από την αποθήκη ένα μεγάλο στρογγυλό κουτί, από όπου έβγαζε το μαύρο καλοκαιρινό της καπέλο, αγορασμένο πριν χρόνια και χρόνια από τον μακαρίτη, σε ένα του ταξίδι-αστραπή στην Τεργέστη. Το ταξίδι εκείνο, που αναφερόταν σπάνια, πάντοτε δε με κάποιο δέος, φαίνεται ότι πραγματοποιήθηκε υπό συνθήκες που χαρακτηρίστηκαν ως έκτακτες, αν μη και μυστηριώδεις. Η θεια μου βούρτσιζε προσεχτικά το καπέλο και ύστερα το καθάριζε με ένα εκχύλισμα φύλλων κισσού. Με το ίδιο υγρό, βρασμένο ελαφρά, σχεδόν αφέψημα, καθάριζε και τη μαύρη της μαντίλα, την εσάρπα της, καθώς και ένα ψάθινο καλαθάκι με καπάκι, που προοριζόταν για τα τρόφιμα του ταξιδιού. Η πιο μεγάλη φασαρία ήταν, ώσπου να συμφωνήσει με τον έναν από τους δυο ταξιτζήδες της πόλης (τους σωφέρ, καθώς τους έλεγαν), τις μέρες και τις ώρες που θα μας παραλάμβανε. Το τραίνο* αναχωρούσε κάθε πρωί στις δέκα και δέκα.

Ο σταθμός βρισκόταν στην άλλη άκρη της πόλης, σε ένα πέτρινο διώροφο σπίτι, με ωραία μπαλκόνια, πολλές πόρτες, γκισέδες και κιγκλιδώματα. Διέθετε τρεις αίθουσες αναμονής, ανάλογες με τη θέση που ταξίδευε ο κάθε επιβάτης.

Η θεια μου έβγαζε ένα εισιτήριο διαρκείας, πρώτης θέσεως, με την πρόσθετη ένδειξη «θερμά θαλάσσια λουτρά», γραμμένη με καφέ, λοξά γράμματα. Ένα ειδικό βαγόνι, με την ίδια ένδειξη στους υαλοπίνακες, εξυπηρετούσε αποκλειστικά αυτή την κατηγορία των λουομένων. Ήταν ένα αληθινό άδυτο, όπου κανείς τρίτος δεν διενοείτο ούτε να διέλθει καν, όχι να καθίσει, ή να τολμήσει να ανοίξει το παράθυρο.

Δεν μπορώ να φαντασθώ πιο τρυφερή αναχώρηση τραίνου. Στις δέκα παρά τέταρτο χτυπούσε το πρώτο καμπανάκι του σταθμού, με έναν γλυκύ, μαλακό, αλλά και αρκετά ισχυρό ήχο. Οι πιο ηλικιωμένοι έσπευδαν ήδη στο βαγόνι τους. Στις δέκα παρά πέντε χτυπούσε το δεύτερο, οπότε η κίνηση, τα τρεχάματα και ο αναβρασμός επιτείνονταν, και στις δέκα και δέκα ακριβώς χτυπούσε το τρίτο καμπανάκι, με το οποίο όλοι πια καταλάμβαναν, μέσα σε μια πραγματική αναταραχή, τις θέσεις τους. Τότε εμφανιζόταν ο Θύμιος*. Φορούσε μια πολύ σκούρα μπλε στολή και πηλήκιο με πολλά χρυσά σιρίτια, ενώ από τον αριστερό του ώμο κρεμόταν μια καφέ δερμάτινη τσάντα, με τα εισιτήρια και όλα τα απαραίτητα όργανα του ελέγχου. Από τη ζώνη του πανταλονιού του, με μια χοντρή αλυσίδα, είχε αναρτήσει μια μικρή σάλπιγγα, άψογα γυαλισμένη και ιδιαίτερα κυρτή, σαν κέρας. Ο Θύμιος έριχνε μια βλοσυρή ματιά κατά μήκος του συρμού, και επέπληττε όσους κωλυσιεργούσαν* να ανέβουν. Στυλωμένος περί το μέσον του τραίνου, ανέκραζε στεντορία τη φωνή: Ες, Κύριοι! Κανείς δεν έμαθε ποτέ το ακριβές νόημα της φράσης, αλλά αμέσως, πατείς με πατώ σε οι βραδυπορούντες, σκαρφάλωναν στα βαγόνια. Οι επιβάτες της πρώτης θέσεως, καθισμένοι σε περίτεχνα καθίσματα από ψάθα προελεύσεως εξωτερικού, δυσφορούσαν. Όλα την τελευταία στιγμή, έλεγαν.

Ο Θύμιος στρεφόταν ακολούθως στον μηχανοδηγό. Εκείνος τον προσέβλεπε πειθήνια στα μάτια, ενώ με το δεξί του χέρι έψαυε την σειρήνα του τραίνου. Έτοιμος; του φώναζε. Ο μηχανοδηγός έγνεφε καταφατικά, χωρίς να αποσύρει το παράπαν* το βλέμμα του. Τότε ο Θύμιος ανασπούσε* τη σάλπιγγα και σάλπιζε έναν οξύ, μακρότατον και, μπορώ να πω, μουσικόν ήχο, που έσβηνε σιγά σιγά, σαν σιωπητήριο. Ένα ευχάριστο ρίγος διέτρεχε τους επιβάτες. Όλα έτοιμα πλέον, προς αναχώρησιν. Το τραίνο σφύριζε και ξεκινούσε αργά αργά, μέσα σε θορύβους και γδούπους. Ο Θύμιος πλησίαζε και αυτός και σαλτάριζε στο τελευταίο βαγόνι. Το ταξίδι άρχιζε.

Η θάλασσα απείχε περί τα δεκατρία χιλιόμετρα και μέχρι την Αλκυώνα, όπου κατέβαιναν οι κανονικοί λουόμενοι, μεσολαβούσαν τρεις σταθμοί και μια προαιρετική στάση. Σε κάθε αναχώρηση από τους ενδιάμεσους σταθμούς, η διαδικασία με το Θύμιο επαναλαμβανόταν με την ίδια ακρίβεια — μόνο στην προαιρετική στάση παρέλειπε τις εκφωνήσεις. Το τραίνο περνούσε μέσα από σταφιδαμπέλους, αγρεπαύλεις, μετόχια μοναστηριών και αμμόλοφους. Στους σταθμούς οι νέοι κατέβαιναν και άρπαζαν από τα παρακείμενα κλήματα τσαμπιά μαύρης σταφίδας, ή και χούφτες ολόκληρες από τα αλώνια, όπου άπλωναν τον καρπό για να ξεραθεί.

Ο μεγάλος, όμως, σαματάς γινόταν στην Αλκυώνα. Πριν ακόμη σταματήσει το τραίνο, πηδούσαν αρκετοί από τα βαγόνια και άρχιζαν να τρέχουν δαιμονιωδώς προς τη θάλασσα. Είχαν να διανύσουν περίπου δύο χιλιόμετρα, ώσπου να φθάσουν στην αμμουδιά με τις μπανιέρες*. Πολλοί προτιμούσαν να κατέβουν στην επόμενη στάση, μπροστά στα θερμά λουτρά, από όπου η απόσταση, ως τις μπανιέρες, ήταν πολύ μικρότερη, σχεδόν μηδαμινή. Τις έβρισκαν, όμως, κατειλημμένες από τους πρώτους, που είχαν σαλτάρει από το τραίνο και διατρέξει τη διαδρομή με τα πόδια.

Το κτίριο των θερμών λουτρών, βαμμένο κίτρινο, περιβαλλόταν από ένα άλσος με ευκάλυπτους. Η θεια μου δεν με άφηνε να μπω μέσα στους λουτήρες. Άνοιγε το καλαθάκι, μου έδινε ψωμί, τυρί, ένα αυγό βραστό και σταφύλια, και με παρότρυνε να περπατήσω στην αμμουδιά, αφού φορούσα προηγουμένως μια κατάλληλη κάσκα για τον ήλιο.

Πήγαινα στην αμμουδιά και χάζευα. Μάζευα κοχύλια, αστερίες, ζωντανές άσπρες αχιβάδες. Ανέβαινα ύστερα στις μπανιέρες. Ήταν ξύλινες, κατασκευασμένες από χοντρούς σιδερένιους πασσάλους, που τους είχαν μπήξει μέσα στη θάλασσα, χωριστά μια σειρά μπανιέρες για τους άντρες, χωριστά για τις γυναίκες. Μια γέφυρα, επίσης ξύλινη, ένωνε το κάθε συγκρότημα με την ξηρά.

Οι καμπίνες ήταν στενές, υγρές και μύριζαν μούχλα και κάτουρο. Η εταιρία του τραίνου τις είχε χτίσει πριν χρόνια, αλλά σιγά σιγά τις εγκατέλειψε και ρήμαζαν. Έλειπαν αρκετά σανίδια και έτσι φαινόταν ο αμμουδερός πυθμένας της θάλασσας, καθώς και οι σπασμένοι πάσσαλοι, γεμάτοι φύκια και όστρακα. Μια σκαλίτσα από το άλλο μέρος της κάθε καμπίνας κατέβαζε στα βαθιά, όπου το βάθος του νερού ξεπερνούσε το μέτρο. Παιδιά δεν άφηναν να κολυμπήσουν εκεί. Οι άντρες φορούσαν μακριά μπανιερά, αν και μερικοί νοικοκυραίοι κατέβαιναν τη σκαλίτσα τελείως γυμνοί. Με πολλή σοβαρότητα τοποθετούσαν το αριστερό τους χέρι ανοιχτό, μπροστά από τα απόκρυφα μέλη τους, ενώ με το δεξί, μόλις το πόδι τους άγγιζε το νερό, έκαναν αργά αργά το σταυρό τους. Κατόπιν βουτούσαν.

Λίγο πριν από τον πόλεμο, οι μπανιέρες είχαν αρχίσει να ξεχαρβαλώνονται τελείως. Τότε ήταν που έφθασαν στον τόπο μας μερικοί πρόσφυγες από τη Ρωσία, δικοί μας, ή και λευκορώσοι. Θυμάμαι ένα ξανθό παλληκαράκι ψηλό, με γαλανά μάτια. Κολυμπούσε περίφημα. Έφερνε γύρα όλη την ακτή. Με ωραίες απλωτές πήγαινε στα βαθιά, παρέκαμπτε το ειδικό σύρμα που χώριζε τα χωρικά ύδατα των γυναικών, και κολυμπούσε στα νερά τους. Τσιρίδες και φωνές, εκείνες. Οι δικοί μας τον κύτταζαν ζηλόφθονα, διαμαρτύρονταν, αλλά πού να τολμήσουν να τον ακολουθήσουν, σε κείνες τις ακτές με τα ρηχά νερά, κανείς δεν κατάφερνε να μάθει κολύμπι της προκοπής.

Μια Κυριακή ο νεαρός Ρώσος, αφού έκανε κάμποσους γύρους, επέστρεψε κολυμπώντας προς τις ανδρικές μπανιέρες. Ανέβηκε τη σκαλίτσα και σκαρφάλωσε επάνω στη στέγη, από όπου μπορούσε να γίνει ορατός από την πλευρά των γυναικών. Ο καιρός είχε λίγο ψυχράνει, η θάλασσα ήταν αρκετά φουρτουνιασμένη και είχε αρχίσει να ερημώνει κάπως. Πάνω στη στέγη ο Ρώσος έμεινε αρκετή ώρα, κυττάζοντας πότε δεξιά και πότε αριστερά του. Ύστερα ζυγίστηκε αργά, άνοιξε τα χέρια και, πηδώντας με φόρα στη θάλασσα, έκανε μια θεαματική βουτιά. Έμεινε εκεί, καρφωμένος σε κάποιον σπασμένο πάσσαλο. Έτρεξε κόσμος και κοσμάκης, αλαλάζοντας. Τελικά ήρθαν δυο ψαράδες και τον τράβηξαν.

Πέθανε μόλις τον ακούμπησαν στην αμμουδιά. Θυμάμαι ακόμη το πρόσωπό του, καθώς και τα γαλανά του μάτια, που μας κύτταζαν ορθάνοιχτα. Έμοιαζε να μην καταλαβαίνει τίποτα απολύτως.


«Το τραίνο αναχωρούσε...»: Περιγράφεται η διαδρομή Πύργου - Κατακώλου.

Θύμιος: Ο σιδηροδρομικός αυτός υπάλληλος ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Τον αναφέρει και ο ποιητής Τάκης Σινόπουλος:

«Όταν οι μπανιέρες στο Κατάκωλο μέσα στην ήσυχη θάλασσα.
Όταν το τρένο Πύργου - Κατακώλου, ο Θύμιος, η σφυρίχτρα του».

(Τάκης Σινόπουλος, Συλλογή II, 1965-1980, Ερμής, Αθήνα 1997, σ. 297).

κωλυσιεργούσαν: εδώ καθυστερούσαν.

το παράπαν: καθόλου, εντελώς.

ανασπώ: τραβώ, σύρω προς τα πάνω.

Μπανιέρες: Χώροι διαφορετικοί για κάθε φύλο με καμπίνες – αποδυτήρια και σκάλες που κατέβαιναν στη θάλασσα.


Θερμά θαλάσσια λουτρά (1980)


Πηγή:http://ebooks.edu.gr/ebooks/v/html/8547/2710/Keimena-Neoellinikis-Logotechnias_G-Lykeiou_html-empl/index_b_18_01.html

Γιάννης Γαΐτης- Ανθρώπινα τοπία

 


Γιώργος Ζησιμόπουλος - Επέτειος


Αυτή τη φορά μη φέρεις δώρα,

το παρελθόν να φέρεις πίσω.

Κι αν δεν μπορείς,

να ξαναφύγεις.


Γιώργος Ζησιμόπουλος (1961)

Πηγή: Δήλος, Γαβριηλίδης 2016.

Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2024

Stauros Lantsias To Blues Tou Spatha


 

Tina Hat - The Book


 

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου - «Σε αβαρές φαλτσέτο: μουσικές και ιστοριούλες για σφύριγμα»

 ΒΑΡΙΑ ΒΙΒΛΙΑ

Στη μετά θάνατον ζωή του ο θεός
Κρύφτηκε μέσα στη ντουλάπα,
Εκεί που πάνε τ' άτακτα παιδιά
Μετά από ένα χέρι ξύλο.
Με τα κακά τους λόγια έπλασε
Δακτυλιόσχημους πλανήτες
Και σκάρωσε αγριοπερίστερα
Από το ποινικό τους μητρώο.
Όλο το προβλεπόμενο τριήμερο
Τα δίδασκε μουσική και σκάκι.
Κι όσα είχαν κλίση στην αστρονομία
Πώς να εκτοξεύουν παπαρούνες
Απ' τις υπώρειες τ' ουρανού.
Έπειτα επέστρεψε στα καθ' ημάς.
Σ' αυτό το σύμπαν της νομοθεσίας.
Εδώ ο φτωχός δεν βρίσκει ρούχο στη ντουλάπα.
Και ο βραδύγλωσσος είναι εκείνος ο βλάσφημος
Που καμία αγκαλιά δεν τον χωράει.
Αν πεις να πεθάνεις, πάει, πέθανες.
Σε ψάχνουν βέβαια πόντο πόντο τα αγριολούλουδα
Μα ως κι η μάνα σου έχει τις δουλειές της.
Σταλάζει πάνω σου τίποτε νότες το στερέωμα,
Οι μπόρες ρίχνουν τίποτε ζαριές αθανάτων,
Φυσάς το σπίρτο, αλλάζεις το πλευρό, κοιμάσαι.
*
PIANO FORTE
Μου χτύπησε το τζάμι μια ψυχή
Όπως λένε πως κάνουν τα σπουργίτια.
Όχι για ψίχουλα! Ζητούσε μουσική.
Ν' ακούσει πώς ηχεί παλιό κρασί
Όταν μοιράζεται σε δυο ποτήρια.
Πώς ψιθυρίζει θερινή κουρτίνα
Όταν σύρεται απαλά να σκιάσει
Το φως ζεστού μεσημεριού.
Ή πώς σφυρίζει η τσαγιέρα το βράδυ
Που το χιονόνερο επιμένει ώρες
Και πια του παραδίνονται όλοι οι δρόμοι
Φέγγοντας ρουτινιέρικα αδειανοί.
Ω, εσείς που κλαίτε, εσείς που γελάτε,
Εσείς που φλυαρείτε ή που τραυλίζετε,
Πιο δυνατά, θε μου, πιο δυνατά!
Δεν ακούν τα πουλάκια τ' αόρατα!
Νύχτα μέρα πετούν λυπημένα
Από την άμουση τη γη της κατοικίας τους
Γύρω απ' τα σπίτια μας τα επτασφράγιστα
Για το δώρο του θρήνου ή του γέλιου μας,
Για τα πλήκτρα ενός κουταλιού στο φλυτζάνι,
Τα έγχορδα μιας φορεσιάς στην κρεμάστρα...
Μην τα ξεχνάτε έξω απ' το τζάμι αδικημένα.
Πιο δυνατά! Πιο δυνατά! Πιο δυνατά!
*
Ο ΣΥΝΕΧΙΣΤΗΣ
Άρχισα τις επισκευές από τη στέγη. Φρόντισα να αφαιρεθούν τα τσακισμένα κεραμίδια, να αντικατασταθούν με γερά, κατά το δυνατόν ομοιόχρωμα προς τα παλαιά, να ελεγχθούν δοκοί και δεσίματα, να ξαναφτιαχτούν οι υδρορροές και τα ακροκέραμα. Μετά συνέχισα με τοίχους, μέσα κι έξω, αυτοί είχαν την περισσότερη δουλειά, παντού ρωγμές, σκασίματα, υγρασία. Κουφώματα, πορτοπαράθυρα αναπαλαιώθηκαν, η κεντρική δίφυλλη πόρτα με τις εξαίσιες λεπτομέρειες από μπρούντζο ξαναβρήκε το μεγαλύτερο μέρος της γοητείας της. Ξεχορτάριασα τον κήπο, τον έσκαψα, παρήγγειλα φυτά και φυτά. Άρχισα να τα φυτεύω κατανέμοντάς τα με τρόπο που χρηστικά και καλλωπιστικά να έχουν την αρμόζουσα θέση. Έστησα πέργκολα για μελλοντική κληματαριά. Καθάρισα και καλοσκέπασα το πηγάδι. Ποτέ δεν έριξα βλέμμα απόγνωσης στο ρημαγμένο χωριό, στα ελάχιστα ερειπωμένα σπίτια, που ούτε λύκος δεν καταδεχόταν πια. Και σ' αυτόν τον μισοτελειωμένο παράδεισο πήρα μια καρέκλα και κάθισα στο κατώφλι, κάτω από το γεμάτο φεγγάρι. Ξέροντας ότι κανείς δε μ' αγαπά αρκετά, για να έλθει στα μέρη μου, άρχισα να τραγουδάω δυνατά, φάλτσα κι ελεύθερα μια ραψωδία για το τίποτε που κρατάει ακόμη.
ΔΗΜΗΤΡΑ Χ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
Σε αβαρές φαλτσέτο: μουσικές και ιστοριούλες για σφύριγμα, Θράκα 2024.

Αντλήθηκαν απ' το προφίλ του Γιώργου Αλπογιάννη

Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2024

Thomas Mann - Το Μαγικό βουνό (απόσπασμα)



Τι ήταν λοιπόν ο ουµανισµός; Έρωτας προς τον άνθρωπο ήταν και τίποτε άλλο, και εποµένως ήταν και αυτός πολιτική, ήταν και αυτός εξέγερση ενάντια σε όλα όσα µόλυναν και ατίµαζαν την ιδέα του ανθρώπου. Τον είχαν µεµφθεί ότι έδινε υπερβολική σηµασία στο σχήµα` αλλά και την ωραιότητα του σχήµατος την καλλιεργούσε µόνο χάριν της αξιοπρέπειας του ανθρώπου, σε λαµπρή αντίθεση προς το Μεσαίωνα, που ήταν βυθισµένος όχι µόνο στην εχθρότητα προς τον άνθρωπο και στη δεισιδαιµονία αλλά και σε αισχρή αµορφία` και εξ αρχής είχε υποστηρίξει τον άνθρωπο, τα επίγεια συµφέροντά του, την ελευθερία των ιδεών και τη χαρά της ζωής και θεωρούσε πως ο ουρανός ήταν για τα σπουργίτια.

Μεταίχμιο, 2016

Γιώργης Παυλόπουλος - Η έρημος και ο καθρέφτης


Υπάρχει, λένε, στην έρημο ένας καθρέφτης.
Αν πας εκεί και κοιτάξεις
θα ιδείς σε μια στιγμή
το αληθινό σου πρόσωπο
τις μορφές που άλλαξες στα χρόνια που περάσαν
θα ιδείς τους άλλους που ήσουν εσύ
και τους λησμόνησες και χάθηκαν
μέσα στου εαυτού σου το σκοτάδι.

Μα εγώ που πήγα εκεί σας λέω
κανένας καθρέφτης δεν υπάρχει.
Η έρημος είναι ο καθρέφτης
και τίποτα δεν προφτάνεις να κοιτάξεις.
Φυσάει εκεί όλο φυσάει
το πρόσωπό σου τρίβεται γρήγορα όπως ο άμμος
χάνεις τα μάτια σου
και δεν θα ιδείς ποτέ ποιος ήσουν.


 «Λίγος άμμος», Ποιήματα: 1943-2008, εκδ. Κίχλη.

Ζήσιμος Λορεντζάτος - Ποιήματα

 Οι βυζαντινοί καλόγεροι και ασκητές από δρόμους που δεν
καταλάβαιναν οι άλλοι
πήρανε το σώμα του θεού και το ξαπλώσανε πάνω στον
επιτάφιο της ζωής τους
Και πίσω απ’ τα συντρίμμια της Ελλάδας τον Εβραιοχριστιανισμό τα Ερμητικά και το πέταμα του Πλωτίνου
Για να ξαναπιάσει το σκοινί που κρέμονταν από τον
ουρανό μονάχα αφηρημένα
δίχως το καράβι του κόσμου να ξανασκίσει τις θάλασσες
με του θεούς δεμένους στα πανιά του
 
(Ποιητική συλλογή Μικρά Σύρτις, Ποίηματα, εκδ. Ίκαρος, 2006).
 
 
Ξέρω ένα βουνό στη μέση της αιώνιας θάλασσας
ασάλευτο όπως το Μερού
που κρατάει σε κίνηση τον αχαλίνωτο κόσμο των
φαινομένων
ώσπου να ξαναπαρουσιαστούνε μια μέρα οι Προφήτες.
 
(Ποιητική συλλογή Μικρά Σύρτις, Ποιήματα, εκδ. Ίκαρος, 2006).
 
 
El gallo
 
Αυτός ο πρώτος πετεινός ο νυχτοποδαράτος
Με τα μπλιμπλιά με τα λεριά και με τα φυσεκλίκια του
Με όλα του δάσους τα κλαριά και με της θάλασσας τα
φύκια.
 
(Ποιητική συλλογή Μικρά Σύρτις, Ποιήματα, εκδ. Ίκαρος, 2006).
 
 
Σε καρβουνίδι ανήλιαγο και καταχνιές
Που κόλλησαν στον ουρανίσκο μιας παλιάς καμπάνας
 
Σφυρίζει αργά στη θολωμένη ψυχρά του απογεύματος.
[…] Ώσπου να βγεις απ’ το δεινό σου αγώνα
Θάλασσα πικροθάλασσα Μεσόγειο
Με δυο λευκά πανιά της καλοσύνης
Πηγή του μέτρου γαλανή μου ισότητα.
 
(Ποιητική συλλογή Μικρά Σύρτις, Ποιήματα, εκδ. Ίκαρος, 2006).
 
 
Στον κόσμο αυτό σα θα τελειώνεις πρέπει να πλαγιάσεις
Κοντά στη γης, κοντά στη θάλασσα να ξαποστάσεις
Που ο βόγγος της φτάνει μακριά καθώς χωνεύουν στον
ορίζοντα
Σύννεφα και πανιά στη (τα σύννεφα πανιά στον ουρανό
Σύννεφα τα πανιά στη θάλασσα) και δως του ακούγεται
ψαροστεφανωμένη
Να κοσκινίζει με βρόντο τα χαλίκια της.
 
(Συλλογή, Ποιήματα, εκδ. Ίκαρος, 2006).
 
 
Ήταν ο γέρος αψηλός, ασίκης
Και το κορίτσι αγέρινο, ξανθό.
Το κύμα φρέσκο η θάλασσα μεγάλη
Πρίμα ο καιρός-Στην κρατερή σου αγκάλη
Σκέπασέ με του λέει να ζεσταθεί.
 
 
(«Κάβο Γκρόσσος»,  Συλλογή, Ποιήματα, εκδ. Ίκαρος, 2006).
 
 
Απάνω απ’ τα κεφάλια μας
Κοιμάται απέραντος και φρόνιμος ο ουρανός
Αλλά στα πόδια μας (ένα με του Ποιητή τα σπλάχνα)
Η θάλασσα η πολυφιδού που να ησυχάσει!
 
(«Τετράστιχο», Συλλογή, Ποιήματα, εκδ. Ίκαρος, 2006).

Πηγή: https://www.fractalart.gr/zisimos-lorentzatos/

 

Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2024

Χάρης Αθανασιάδης - Βωμολοχίας εγκώμιον

 Βουτιά στην ιστορία των απαυδισμένων με αφορμή το σύνθημα εναντίον του πρωθυπουργού.

«Ραδιουργίες και σκευωρίες ας κάνει ο Κλέωνας όσες γουστάρει/ ∆εν θα µπορέσει να µε τουµπάρει/ Στρατό γερό έχω το δίκιο και το σωστό/ Ποτέ, ποτέ µου να µη πιαστώ/ χέστης και πούστης όπως αυτός» (Αριστοφάνης, «Αχαρνής»). Είµαστε στο 425 π.Χ. Εχουν περάσει ήδη έξι χρόνια απ’ όταν ξέσπασε ο Πελοποννησιακός Πόλεµος και κάθε άνοιξη οι Σπαρτιάτες εισβάλλουν στην Αττική και λεηλατούν την αθηναϊκή ύπαιθρο. Οι Αθηναίοι αγρότες συρρέουν στα Μακρά Τείχη για να σωθούν και επιβιώνουν (όσοι τουλάχιστον γλιτώνουν από τον λοιµό) µα δεν ζούνε, αφού η πραγµατική τους ζωή είναι συνυφασµένη µε τα αµπέλια, τις ελιές, µε τα οπωροφόρα και τα ζώα τους. Ενας από αυτούς, ο ∆ικαιόπολις, φτάνει εκείνο το πρωί στην Εκκλησία του ∆ήµου αποφασισµένος να παλέψει για την ειρήνη, να πείσει τους Αθηναίους πως αληθινά πατριωτική στάση είναι ο τερµατισµός του καταστροφικού πολέµου.

Στην Πνύκα, όµως, µε στρεψοδικίες και τεχνάσµατα, µε χρηµατισµούς και συκοφαντίες, κυριαρχεί ο πολεµοχαρής στρατηγός Κλέων. Σε αυτό τον ισχυρό δηµαγωγό θα στραφούν τα βέλη του Αριστοφάνη – η σάτιρα νοµιµοποιείται όταν στοχεύει τα δολερά της εξουσίας. «∆ειλός και λακαταπύγων» λοιπόν ο Κλέων για τον αθυρόστοµο ποιητή. «∆ειλός και ξεκωλιάρης» µεταφράζει κατά λέξη ο Στέφανος Κουµανούδης (1985). «Κάθαρµα και δειλός, κουµάσι» ερµηνεύει ο Ρούσσος (1992). «Φουκαράς, χέστης και µασκαράς», συγκρατηµένος ο Παύλος Μάτεσις (1998). «Χέστης και πούστης» διαλέγει την αµφισηµία ο Παντελής Μπουκάλας (2005). Στη λαϊκή κουλτούρα, παλαιότερα τουλάχιστον, «πούστης» αποκαλούνταν ο οµοφυλόφιλος αλλά επίσης ο φαύλος, ο ραδιούργος που υπονοµεύει κάθε θετική έκβαση.


Όχι, κανείς ακόµη δεν σκέφτηκε να καταγγείλει τον Αριστοφάνη ή τους µεταφραστές του για σεξισµό. ∆ιότι ο υβριστικός χαρακτηρισµός δεν µπορεί να αποσπαστεί από το συγκεκριµένο πλαίσιο, την περίσταση επικοινωνίας εντός της οποίας εκφέρεται. ∆εν είναι µόνο η λογοτεχνική και θεατρική συνθήκη που το επιτρέπουν, αλλά δύο επιπλέον κρίσιµα στοιχεία: το γεγονός ότι η βρισιά απευθύνεται από τον αδύναµο στον ισχυρό και το γεγονός πως ο ισχυρός τελεί εν αδίκω. Την ώρα που βλέπει τον κόσµο του να καταστρέφεται, ο ανίσχυρος άντρας, έχοντας επίγνωση της αδυναµίας του να τιµωρήσει τον φταίχτη, εκδικείται συµβολικά, εκτοξεύει βρισιές µε τον ίδιο τρόπο που στις παραδοσιακές κοινωνίες η ανίσχυρη γυναίκα κατέφευγε στις κατάρες.


Ας έρθουµε τώρα στη σύγχρονη Ελλάδα, σε µια στιγµή που κάποιοι πάλευαν για την (πολιτική) ειρήνη και κάποιοι άλλοι συντηρούσαν το (εµφυλιο)πολεµικό κλίµα. ∆έκα ηµέρες µετά τη διαβόητη Αποστασία, στις 25 Ιουλίου 1965, ο σκιτσογράφος Μποστ σε ρόλο Αριστοφάνη δηµοσιεύει στην «Αυγή» µια από τις ευφυείς, τις εσκεµµένα ανορθόγραφες γελοιογραφίες του. Ο επικεφαλής των αποστατών, ο Γεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας, ενηµερώνει τηλεφωνικά τον βασιλέα που παραθερίζει στην Κέρκυρα πως η εκτροπή κινδυνεύει να εκτροχιαστεί: «∆ηστηχώς πλήθη εις την λεοφόρον/ Συνοδέβοντες µίαν νεκροφόρον/ Παρά τα δακρυγόνα κε τα άρµατα/ Μας αποκαλούν δολοφόνους και καθάρµατα…». Η απόγνωση είναι ορατή στο πρόσωπο του Νόβα, ο ιδρώτας τρέχει από το πρόσωπό του, είναι άξιος διακωµώδησης µα όχι ύβρεων – δεν είναι αυτός ο Κλέων. Ο Κλέων στέκεται όρθιος πίσω του µε ύφος µπλαζέ, φρύδι ειρωνικά υψωµένο, χέρια και πόδια χαλαρά διπλωµένα. Είναι ο ενορχηστρωτής του παρασκηνίου, ο ραδιούργος, ο διπρόσωπος. Οπως κάθε ικανός σκευωρός, δεν ανησυχεί· αν χρειαστεί, θα κινητοποιήσει τις εφεδρείες και ασφαλώς τον ελεγχόµενο Τύπο: στη δεξιά του µασχάλη κρατάει διπλωµένη την «Ελευθερία», την εφηµερίδα που πρόβαλλε τη συνταγµατική εκτροπή ως σωτηρία του έθνους. Αυτός ήταν ο κεντρικός στόχος του Αριστοφάνη-Μποστ, αυτός και ο στόχος του χορού στα Ιουλιανά – τις λαϊκές διαδηλώσεις του καλοκαιριού εκείνου. Πλάι στο αµιγώς πολιτικό σύνθηµα «1-1-4» που κυριάρχησε τότε, θυµίζοντας πως η προστασία της δηµοκρατίας επαφίεται στον πατριωτισµό των Ελλήνων, ακούστηκε πολύ και το υβριστικό «Μητσοτάκη κάθαρµα!». Οταν η κυβέρνηση Νόβα προσήλθε στη Βουλή για ψήφο εµπιστοσύνης ένας επιφανής αγορητής αναφέρθηκε απαξιωτικά στα «συνθήµατα των νοµάδων» που «δεν τιµούν την πολιτικήν ηγεσίαν της δηµοκρατικής παρατάξεως». Ηταν ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης σε ρόλο Κλέωνα. Ο Αριστοφάνης-Μποστ, όµως, γνώριζε πως υπό συνθήκες εκτροπής ο λαός δικαιούται να εκτραπεί.


Τη δεκαετία του 1980 η λαογράφος Μαίρη Κουκουλέ συγκέντρωσε στο τρίτοµο «Νεοελληνική αθυροστοµία» όσα σπαρταριστά επινοούσαν διάφορες εγκλωβισµένες κοινωνικές οµάδες, όπως οι µαθητές και οι φαντάροι – ωµά µπινελίκια τα περισσότερα, ανεπεξέργαστα και σεξιστικά, µα κάποια εξόχως ευρηµατικά, διαβρωτικά και κάποτε ανατρεπτικά, σαν παράθυρα ελευθερίας στις σκληρές δοµές που όριζαν τη ζωή τους. Οι δάσκαλοι και οι παπάδες, τα ιερά και τα όσια του έθνους διακωµωδούνται ανελέητα και χλευάζονται ασύστολα. Αποκορύφωµα η βέβηλησεξο-«Ιλιάδα». Και αν οι µαθητές του ’60 απαυδισµένοι από τον κλασικισµό του σχολείου και τον αυταρχισµό των δασκάλων αναφωνούσαν «εις τον πόλεµον της Τροίας/ εγαµήθηκεν ο ∆ίας», γιατί άραγε σήµερα οι απελπισµένοι πυρόπληκτοι να µην ευχηθούν ανάλογη τύχη στον επηρµένο που αναγορεύει εαυτόν εις εγκόσµιον ∆ίαν;


Ο Χάρης Αθανασιάδης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.


Πηγή: https://www.documentonews.gr/article/xaris-athanasiadis-vomoloxias-egkomion/

Θανάσης Κωσταβάρας - Εσύ που ξέρεις πόσο σκληρή και δύσκολη είναι η αγάπη

Με τη φωνή μου θα σου κεντήσω ένα σεντόνι
να σε τυλίγει τα βράδια.
Ν’ αγγίζει το σώμα σου
και να φουσκώνει το στήθος σου απ’ τα χλωρά καλοκαίρια του Έρωτα.
Και τα μικρά χελιδόνια να χτίζουν τις φωλιές τους στον ύπνο σου.
Με τα δάχτυλά μου θα σε τραγουδήσω.
Θ’ αφήσω τ’ όνομά σου στα χρόνια που έρχονται.
Για να μη σε πάρει ο άνεμος.
Να μη σε σκεπάσουν τα χιόνια.
Γιατί και το φιλί δεν είναι μόνο μια τρυφερή στιγμή
που μας ραντίζει με το γάλα της Άνοιξης.
Ούτε το αχ της Αγάπης
είναι ένα τραγούδι για να περάσουμε
μέσα απ’ τη σιωπή.
Είναι γλυκιά βροχή λίγο πριν τον χειμώνα που έρχεται.
Και σιγανό θρόισμα πριν να μαδήσουν τα δέντρα.
Γι’ αυτό θα σου φέρω το πιο λυρικό άνθος
απ’ τον δικό μου Παράδεισο.
Θα σου φτάσω το μήλο που δεν το τρώει το σκουλήκι.
Και θα περάσω απέναντι.
Εκεί που τα όνειρα δεν μιλούν άλλη γλώσσα
παρά μόνο τη μυσταγωγική φαντασμαγορία του Μύθου.
Κι εκεί, ωραία και μοναδική, θα σε στήσω κατάντικρυ στους αιώνες.


Το ημερολόγιο της αυριανής εξορίας, Νεφέλη, 1995

Απ' τον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη

Ζήσης Οικονόμου-Μικρό Ανθολόγιο

 


ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΣΩΠΙΔΑ ΚΙ ΕΛΠΙΔΑ ΠΑΡΗΓΟΡΗ

Είπες
ίσως υπάρξει πέρασμα
από μια πίεση ερμητική
κι από έναν κόσμο γύψινο, ραμμένο, συντριμμένο.
Ήρθαν σε λίγο τα τέρατα
απʼ τʼ άνοιγμα του τραύματος και της γενναίας δειλίας.
Είπες
θα διαβείς τα σύνορα κρυφά
τις αποστάσεις και τους όρους θα συμπτύξεις
νʼ αντικρίσεις το γαλάζιο τʼ ουρανού
ρουφώντας αμόλυντο αγέρα.

Πώς μπορεί να ξεφύγει κανείς
απʼ τα δικά του σύνορα
γειτονεμένα επίμονα με τα οχυρά των άλλων;
Τώρα κοιτάς
χωρίς προσωπίδα ελπίδα παρήγορη
δίχως αναβολής των αναχαίτιση
ωραιότητα πεζή
τη ριψοκίνδυνη ζωή σου.

Γύρω κοινωνίες ιδέες και Κόμματα δεν καταργούν την Άβυσσο
ούτε το πνεύμα ζωής υπεράνω των υδάτων.


ΔΙΧΤΥΑ ΤΩΝ ΗΣΚΙΩΝ

Απρόσεκτη ψυχή, πού ταξιδεύεις,
κόσμοι-παγίδες διάσπαρτοι παντού.
Απʼ τα βαριά δεσμά πώς θα ξεφύγεις,

Η μήτρα με καρπό της λαμπιρίζει
αισθήματʼ αναβλύζουν πολλά.
Δεν ήξερα μαγνήτης μʼ έχει αρπάξει.
Απʼ τα βαριά δεσμά πώς να ξεφύγω,
δίχτυα των ήσκιων μʼ αιχμαλώτισαν ξανά.

ΑΣΥΓΚΡΙΤΑ

Αισθήματα της σιωπής.
Ούτε νερό στων χαλικιών τον κήπο
ούτε αναζήτηση στο χιόνι και στην έρημο.
Ασύγκριτα μη προτιμώντας μʼ ασύγκριτα
όλα ελαφρά, φευγαλέα.

Το δάσος τρέφει την ορμή
της κάθε στιγμή νεότερης όρασης
ανώνυμη ζωή
στου απέραντου τοπίου την ανάσα.

Λύκοι τα πλήθη
παγιδευμένα από δυνάμεις της Γης
αλληλοσπαράσσονται.
Και δεν καταλήξαμε κάπου ασυνόρευτοι
από θάρρος και δειλία απαλλαγμένοι.

ΠΛΑΣΜΑΤΑ

Φυσάει νοτιά
το χωριό σε μιαν αυλή, στην αμμουδιά
τζιτζίκια στο περιβόλι, όλοι αφουγκράζονται
καθώς αντηχούν οι αυλοί σιωπηλοί και σημαίνει καμπάνα
εσπερινού παιδιά κυλιόμαστε
στην άχνα του απόβραδου, παιδούλες
παίζουν ακόμα. Γριές και γέροι πιο πέρα
γελούν θαμπά στο δικό τους απόβραδο
οκνηρή θαλπωρή αργίας στιγμή ωκεάνια
του αιώνιου κλέφτης.

Φυσάει νοτιάς από άλλη διάσταση
παιδιά κορίτσια μαζί
κάτω απʼ τις φτερούγες του θεού
στης σκιάς, της κυδωνιάς τα πόδια
γυμνά τα στήθη στα χώματα
χρώματα του ανέσπερου φωτός
και τα σώματα τα λεύτερα από μέριμνα
κύματα σε σπήλαια βράχων τρυπώνουν
κι η σελήνη ωχρή ρουφά συναισθήματα και τρέφεται
ακτινοβολώντας μνήμες και σκηνές.

Άσαρκα στον κόσμο τους τα πλάσματα του ονείρου.

ΧΡΟΝΟΙ ΚΑΙ ΚΟΣΜΟΙ

Πώς άνοιξε ο φραγμός, καταπακτή
και βρέθηκε σε τέτοιο χωροχρόνο,
(μαύρος ο κόσμος αυτός).

Σμήνος μελισσών δεν τον συνόδευσε
δεν τον απάλυναν πουλιών και ζώων συναυλίες.

-Πού πας προς τα εκεί αδερφέ,
τι σε τάραξε και άλλαξε τον δείκτη προς τον μαύρο κόσμο,
με σπόρους και μέλι σε τρέφαμε
από λινάρι φορεσιά και λαλιά τʼ ορτυκιού σου προσφέρουμε
στων φυτών και στων ζώων το βασίλειο.

Έχει ξανά επιστρέψει στʼ ανθρώπινα
χρόνοι και κόσμοι πλέουν στο άχρονο.

ΙΣΩΣ ΞΥΠΝΟΥΝ ΛΙΓΟΣΤΟΙ

Είπε άφρων μυστικά στον εαυτό του.
-Κράτος, έθνος, σύμπαν, ο θεός και ο λαός, Εγώ.
πάνω από ζωή και θάνατο, πάνω απʼ όλα τα υπάρχοντα και ζώντα.
Αν υπάρχουν άλλα όντα και τα πράγματα
είναι για να υπηρετούν τυφλά τα μεγαλείο μου.
Εγώ, μόνο Εγώ αρχιερέας, αρχιδαίμονας και πολιτικός θεός
φασιστής, κομμουνιστής και δημοκράτης χυδαιότατος
Δικά μου όλα και το πληκτρολόγιο για το χειρισμό λαών.
πιέζων τα κουμπιά για ποθητά μου αποτελέσματα.
Παμφάγος, πανηδονιστής, πανέξυπνος, πανούργος ο διαβολάνθρωπος
κατασπαράζω, κατατρώγω κάθε κατεχόμενο
κανείς εμέ δεν με κατέχει.
Στο μεταξύ αηδιάζω, κάνω εμετό με τέτοιους στίχους και νοήματα
κομψός Εγώ εστέτ, ελίτ, παντίτ και άλλος
Δεν συγκινούμαι από τίποτε
λεπτεπίλεπτο, χυδαίο ή πανύψηλο
εκτός αν είναι ευνοϊκό για κόμματα και σταδιοδρομίες.
αυτά ζωή, νοημοσύνη, αίσθημα, τέχνη, χαρά, θεός, λαός.

Είπες άφρων μυστικό στον εαυτό του όλʼ αυτά.
Δεν είναι παρανοϊκός, βαριά τρελός,, αλλʼ είναι ο καθένας μας.
λογικά, λογιστικά και καθημερινά εχέφρονες πολίτες.
Θριαμβεύουμε άνοες αναίσθητοι, σκληροί,
αμετανόητοι, κλειστοί προς κάθε κάλεσμα αισθήματος
εχθρικοί προς νόμους του θεού και της φύσης
φονιάδες με λέξεις, όπλα και νοήματα
ανυποψίαστοι για τη σκλαβιά μας προς όσα κατέχουμε,
έρχεται ώρα να θερίσουμε τα όσα έχουμε σπείρει.
πολέμους, αρρώστιες, δυστυχίες και θανάτους.

Τότε, μόνον τότε, ίσως ξυπνούν λιγοστοί
απʼ τον εφιάλτη που ονομάζουμε ζωή, τέτοια ζωή
αποτυχίας και οδύνης στις επιτυχίες και θριάμβους μας
μόνον τότε, ίσως, έστω αργά,
την αλαζονεία μας αφήσουμε, ο θαμμένος εαυτός για νʼ αναπνεύσει.

ΚΟΣΜΙΚΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ

Με τα μάτια ορθάνοιχτα και όμως τυφλοί
περιφερόμαστε σʼ αυτή την ανακύκληση
στα βάρη άλλα βάρη προσθέτοντας
γεννήσεις, θάνατοι, ξανά γεννήσεις
μαγνήτης η μνήμη, την ξυπνούν άστρων τροχιές
στις σχέσεις καθημερινότητας.

Μάτια ορθάνοιχτα και όμως τυφλοί
κοπιάζουμε γύρω από είδωλα και λέξεις
τίποτε η ζωή δε μας δίδαξε.
των σκέψεων αιχμάλωτοι και των συναισθημάτων
παγιδευμένοι στο έργο μας
οι πολιτικοί μας στεφανώνει ως αγνώστους στρατιώτες
πτώματα που οι θρησκείες ευλογούν
κουλτούρες εκπορεύουν πτωμαΐνη
επιστήμες οπλίζουν το Έρεβος
στοιχειώδη μας στερούν οικονομίες
εκφυλίζουν οι ευζωϊσμοί
και όμως η Γαία, που έχει νέκρας επίγνωση
μήτρα δεκτική και τροφός κοπαδιών
σε φυσικά, κοινωνικά και παραφυσικά δεσμωτήρια.

Σʼ αυτή την κλίμακα ανόδων και καθόδων του σύμπαντος
σπειροειδή η δυστυχία μας
με τα μάτια ορθάνοιχτα και όμως τυφλοί
σαν τις ψυχές που τις ρουφά η Σελήνη
εκφράζοντας τες μʼ εφιάλτες προς κόσμο-μηδέν,
όταν δεν ευδοκιμούν να επιστρέψουν στο γήινο κύκλο
αν εγκαίρως δεν εξέλθουν απʼ το ρεύμα του υπνώδους ποταμού
προς τους σταυρούς και τις διαμονές
της κοσμικής περιπέτειας.

ΗΧΟΣ ΤΗΣ ΣΙΓΗΣ

Η λαλιά του πτηνού από κάκτους ανάμεσα
γρανίτινης γης, δεν βρίσκει δροσιά.
Παγιδευμένα στη Γη όντα και πράγματα.

Με το κλειδί της Πύλης των καιρών
διαβαίνει κίνηση και ήχος της σιγής.
του δέσμιου λυγμού η λευτεριά φτερουγίζει.

Ο ΣΙΝΙΚΟΣ ΠΟΤΑΜΟΣ ΧΟΟΥΑΝ-ΧΟ
Δεύτερη ερμηνεία εκ του διαγραμμικού I CHINC

Πλημμύρα ψυχών αόρατης στράτευσης
δηλητήρια μίσους η λάσπη.

Η Σπίθα, την ανάφλεξη άρχισε
πόλεμοι απʼ τα έγκατα της Γης
δονήσεις του Κρονίου ψύχους
θαμμένους Βούδες αναθρώσκοντας.

Ξεχειλίζεις Χουάν-Χο των ψυχών
απʼ τα θολά διαύγεια, απʼ τη ροή το σταθερό σου πνεύμα.
παλαιών ιστοριών η νέα έλευση
η καμπύλη του χρόνου συναντά και καταργεί το χθες.
Ερπετά τον μεγάλο σεισμό διαισθάνονται
φάσματα εξέρχονται από κρύπτες αιώνων
θετικούς λογιστές παγιδεύοντας.

Ερημικά τα πλήθη προσκολλώνται πονεμένα, τυφλά
τα σκουπίδια μας συνάγεις, Χουάν-Χο
κι οι λέξεις μας κούφιες
πλημμύρες εικόνων, φασμάτων ασπόνδυλων
δημαγωγίες, συρρεαλισμοί των συνειρμών
μόδες και σχολές, φόνων συγκαλύψεις μʼ ιδεώδη
η ζωή μας διαφήμιση
κερδών κι εξουσιών των κρατικών θεών
επιστημόνων και πολιτισμών δουλοφροσύνες.

Μαζί μʼ αυτό συμπορεύεσαι
καλύβες δεν υπάρχουν

Ο σινικός ποταμός Χουάν-Χο προκαλεί
απάντηση απʼ τʼ άγνωστο θα έρθει
της ιστορίας οι οδηγοί ετεροκίνητοι.
Αδερφούς χαρούμενους, ποταμέ Χουάν-Χο
δεν τους φοβίζεις
ουτʼ απελπίζονται καθώς εκχειλίζεις και πλένεις τη λάσπη μας
άλλα κατακάθια των αιώνων κατεβάζοντας.

Την στεγανή καλύβα μας διέλυσες,
και απομείναμε γυμνοί, τιποτένιοι, ξεσπίτωτοι
σε ποταμούς γαλαξιών
και σύμπαντα της απεραντοσύνης.

ΔΕΝ ΤΟ ΠΕΡΙΜΕΝΕ

Κάπως βολεμένος και στη νέα του κατάσταση
βλέπει δίχως να τον βλέπουν
και παίρνει δίχως να ρωτά
ατιμώρητος ληστεύοντας ενέργεια
από κορμί σε κορμί
αυτός που ένσαρκος για δίκια ήταν αντάρτης.

-Τι θέλεις απρόσκλητη
δαιμονισμένη ψυχή;

Εξοργισμένος του απαντά:
-Δεν τον περίμενα
τόσους και τόσους που τρυγώ
αλλʼ εσύ πυρ απλησίαστο νάναι.

ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ

Συλλέγει τα στάχια τα ώριμα
χαίρεται το σώμα του αγρού
κρύβεται στο φως και στη θέρμη της μέρας
στη νύχτα φανερός, την ιερή
από εποχών τη συμφορά
απʼ το φόβο των πλασμάτων τις προσωπίδες.

Την απρόσκλητη χαίρεται χαρά.

ΑΥΛΟΣ ΗΧΟΣ

Πλύθηκε χτενίστηκε
συγκάθεται μʼ αυτόν τον φιλέρημο λόφο
και στίχους, εσχεδίασε αιθέριους και σκληρούς

Λαβύρινθοι, συρμοί, συγκρούσεις, πτώσεις, αναστάσεις
στενωποί, ωκεανοί.
Ο ήχος είναι από Εσένα
Χάρισμα, χαρμονή των άϋλων δονήσεων
περʼ απʼ τις κινήσεις των μορφών και των αισθήσεων
κι απʼ τα δεσμά των κόσμων.

Πλύθηκε χτενίστηκε
είναι καλό το βράδυ αυτό
βράχοι στητοί σʼ απότομα νερά της θάλασσας
και τρυφερή η καρδιά του.

ΖΩΝΤΑΝΑ ΞΑΝΑ

Γυμνή στο παράθυρο
ήλιος άλλος φωτίζει το πέλαγος
παιχνιδίζοντας στο τζάμι το μισάνοιχτο
λούζοντας το σπίτι με την κλίμακα ημίφωτος
καθώς αυτός εστράφη και σε βλέπει.
κολυμπά στην απειρία ο αντίλαλος
ζωντανή ξανά στων χρόνων τους διάδρομους
αιώνες περίμενε και ήρθες.

ΣΕ ΜΙΑ ΓΩΝΙΑ ΤΟΥ ΚΗΠΟΥ ΜΟΥ

Ήμουν φτωχός ασκητής το μηνʼ αυτό
το χνούδο απʼ τα ροδάκινα στο κήπο αργοκοιτώ
εδώ στην ερημιά της γης
ήρθε η βροχή, καλλιεργώ
τη νέα ψυχή της χλόης στης λαγκαδιάς το πνεύμα.

Το χνούδο απʼ τα ροδάκινα στον κήπο αργοκοιτώ
το δάγκωμα του σύκου που γελάει.

ΛΥΣΗ ΘΕΤΙΚΗ, ΠΡΑΚΤΙΚΟΤΑΤΗ

Κοινό το Κλειδί των Κωδίκων
Οι διαρρήκτες πια δεν έχουν σύνορα

Οργανόγραμμα των ραδιουργιών
στον ευτυχή και φιλεπρόοδο πλανήτη.

Όλοι με το ίδιο Μίσος αγνωσίας εαυτού
υπάρχουμε, κινούμαστε, πολιτικολογούμε.
αστισμοί, κομμουνισμοί, θρησκευτισμοί, γκουρουϊσμοί.

Αυτοτιμωρούμενοι συνένοχοι
εξοπλίζουν το Αντίπαλο Δέος.
ο Κατακλυσμός όχι οπωσδήποτε με Πυρ,
για όλους λύση θετική, φανατικοί
μόνον οι γενναίοι χαφιεδισμοί και ορισμοί
κομματικής νεολαίας και ώριμων
μαζί με την παλιά φρουρά των μουμιοποιημένων.


Πηγή:https://www.poiein.gr/2011/06/01/aethoco-ieeiiuiio-ieenu-aieieuaei-adheiyeaeaethooao-enaiyaao-adhssiaoni-oaeiyoaec-iaioaeionuic/

Μίμης Σουλιώτης -Παλιές ηλικίες(αποσπάσματα)

 Οι μέρες της ευτυχίας πέρασαν

και δεν το ξέραμε,

στο εξής πρέπει να ευτυχήσουμε στη δυστυχία,

να την κάνουμε να μπάζει από ευτυχία,

να της μοιάζει

σαν η καλύτερή της εφεδρεία

.................................................................................................................................................................

Τις μέρες που σ' ερωτεύομαι

γίνομαι ο Αυτός που Ποτέ Δεν Πεθαίνει

ακόμη και το άθλιο πεζοδρόμιο ομορφαίνει

και παίρνει λάσκα τη στροφή του,

τα ζόρια του επιούσιου εξανεμίζονται

και τα κύτταρά μου κυκλοφορούν ευτυχισμένα.


Παλιές ηλικίες, Ερμής 2002

Μ. Καραγάτσης - Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν (απόσπασμα)


«Ο Μαλίτζιν προτίμησε νὰ κρυφτῆ ἄναντρα μέσ' στὸ σπίτι του, παρατώντας τὴ γυναίκα στὴ μανία τοῦ χυδαίου ὄχλου. Κι ὁ ἐξευτελισμὸς τῆς μοιχαλίδας ξακολούθησε αποτρόπαια βάρβαρος, μέσ' στα γιουχαΐσματα τοῦ δειλοῦ πλήθους. Αφοῦ τὴν προπηλάκισαν, τὴν ἔφτυσαν καὶ τὴ χτύπησαν, οἱ ἱερόδουλες ἄρχισαν νὰ τὴ γδύνουν. Ένα χέρι άρπαξε τὸ κομψό καπελάκι καὶ τὸ πέταξε στὰ κεραμίδια τοῦ πλαϊνοῦ σπιτιοῦ. Τὸ φουστάνι γίνηκε μύρια κομμάτια• ἡ κομπιναιζὸν ἀνεμίστηκε θριαμβευτικά πάνω ἀπ' τὰ κεφάλια τῆς ὀρθῆς. Τὸ σουτιέν στήθηκε τρόπαιο στὴν ἄκρη ἑνὸς μπαστουνιού. Η κυλότα, τελευταία, σχίστηκε σὲ ἑκατὸ κουρέλια, ποὺ ισάριθμα χέρια τ' ἄρπαξαν γιὰ ἐνθύμιο. Οἱ πόρνες ουρλιαζαν ξέφρενες• ἡ δ/νὶς ᾿Αγγελικὴ εἶχε σπασμούς ὑψηλῆς ὑστερίας• κι οἱ ἄντρες ἀποκτηνωμένοι, με σάρκα ξαναμμένη, κοιτούσαν μὲ μάτια θολὰ τὴν πανέμορφη κι ὁλόγυμνη γυναίκα, ποὺ ἀσάλευτη κι άψυχη παράδωσε τὸ κορμί της στὸν ὀπτικό όργασμὸ τοῦ ὄχλου.

Αὐτὴ ἡ σκηνὴ ποὺ γίνηκε στη Λάρισα, μποροῦσε νά 'χε γίνει σ᾿ ὁποιοδήποτε άλλο μέρος τοῦ κόσμου. Ὁ ὄχλος εἶναι τὸ ἴδιο ἄναντρος κι ἀπάνθρωπος σ' ὅλα τὰ μήκη καὶ τὰ πλάτη. Οι πόρνες ἔχουν τὸ ἴδιο υστερικό μίσος στο Παρίσι, στὸ Πεκίνο καὶ στὸ Χαρτούμ. Δὲ θά 'πρεπε λοιπὸν νὰ καταλογίσουμε στη Λάρισα την ευθύνη τούτης τῆς ἀσχήμιας. Ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω. . .

Κι ὅμως οἱ χριστιανοὶ ποὺ παρακολουθοῦσαν αὐτὸ τὸ θέαμα, ἔριξαν τὴν πέτρα ποὺ ὁ Χριστὸς ἀρνήθηκε νὰ ρίξη. Τὸ μαζικό κτήνος ξύπνησε λίγο αἷμα ἦταν ἀπαραίτητο επιδόρπιο τῆς σαδικής πανδαισίας. Οι πρώτες πέτρες, άτολμα σφεντονισμένες, μελάνιασαν τὸ νιὸ καὶ πεθυμητὸ κορμὶ τῆς μοιχαλίδας. Τώρα τὰ χέρια, μὲ πυρετό φονικό, γύρεψαν ἀπ' τὸ χῶμα καινούργια βλήματα, πιὸ θαρραλέα.

Χτυπημένη στὸ μηλίγγι, ἡ γυναίκα κλονίστηκε. Ενα πορφυρὸ ρυάκι κύλησε καὶ λέκιασε τὸ μάγουλό της. Ο όχλος δὲν ἀλαλάζει πιά• όταν σκοτώνη, γίνεται μουγγός...

Έξαφνα, ἀναπάντεχα, δυὸ ἄντρες κυλίστηκαν καταγής μουγκρίζοντας, ἐνῶ γύρω τους σχηματιζόταν κενὸ φοβισμένο. Τσίριξαν οι δημόσιες κραυγές τρόμου καὶ λάκισαν πανικόβλητες. Ὁ ὄχλος όπισθοχώρησε, μὲ μουρμουρητό σεβασμού. Ήταν ὁ Λιάπκιν, ποὺ ἐπέβαλλε τὴν τάξη μὲ τὶς φοβερές γροθιές του.

Εβγαλε τὸ μακρύ πανωφόρι του, τύλιξε τὴ γυμνὴ γυναίκα, τὴν ἅρπαξε μέσ' στ' ἀτσαλένια μπράτσα του, τὴ σήκωσε σαν πούπουλο κι ούρλιαξε :

-Αλάργα, κανάηδες! Μαθήτε, παλιόμουτρα ! Ώσπου νὰ πῶ κίμινο, νά 'χη αδειάσει ὁ δρόμος!

Έτσι γίνηκε. Ο ὄχλος ξύπνησε, συνέφερε, ένιωσε που παρασύρθηκε ἀπὸ τὸ δυσεξήγητο μεθύσι. Οι νοικοκυραίοι λάκισαν ντροπιασμένοι μέσ' στὸ σκοτάδι, κρύβοντας τὰ μοῦτρα τους στὸν ἀνασηκωμένο γιακά τοῦ παλτού. Οι λαϊκοί διαλύθηκαν πιὸ σιγανά, σιωπηλοὶ καὶ στενοχωρεμένοι. Οι πόρνες μανταλώθηκαν στα παλιόσπιτά τους. Οἱ δυὸ χτυπημένοι ἀπ' τις γροθιές τοῦ Λιάπκιν σηκώθηκαν κι ἔφυγαν τρεκλίζοντας, δίχως νὰ ζητήσουν τὸ λόγο. Μέσα σ' ένα λεπτό, ὁ τόπος τῆς ὀχλαγωγίας ἔπεσε σὲ σιωπὴ νεκρική• καὶ τότε ἦρθαν οι χωροφύλακες ...» 

ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ «ΕΣΤΙΑΣ» ΙΩΑΝΝΟΥ Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε., σσ/ 120-121

Α΄έκδοση 1933, 17η έκδοση 1999

Μίμης Σουλιώτης -Dat’s Life


Ο μονόλυκος θάνατος αρπάζει τις ωραίες ψυχές

και πλέει στη λίμνη του πέρατος, 

κρατώντας τες ψηλά σαν αθώα περιστέρια.


Ο θάνατος δεν είναι ήρεμος· πασχίζει.

Η δουλειά μου με το δρεπάνι

πρέπει να έχει επιτυχία, σκέφτεται.


Υγρά, εκδ. Ερμής 2000

Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2024

Αφροδίτη Κατσαδούρη - «Χαμένες οικειότητες



Ο Γκανάς δεν υπήρξε σπουδαίος επειδή κατείχε τον διακαή τίτλο του «ποιητή», αλλά, διότι μπόρεσε να χωρέσει σε μία άρτια δομημένη γλώσσα -δημόσια, ανένοχη, σπινθηροβόλα και καθόλου περίκλειστη- όλους μας «αγεληδόν» αδόμητους. Με τις κατραπακιές μας, τις νοσταλγίες, τα μαχητά, τα παρακαλητά μας, όλα τ’ ανθρώπινα. Όλα όσα από ευαισθησία γαργαλάνε τον λαξευμένο φάρυγγα ενός αληθινού ποιητή.

Αντάμα πατρικός και μητρικός μαζί. «Παλιομοδίτικος» αλλά τόσο αναγκαίος. Φιλήσυχος εκπρόσωπος μιας παράδοσης λησμονημένης, στωικός επαναφευρέτης ενός κόσμου που δεν «φυραίνει», αντλεί το υλικό του από τη φύση, τη δημοτική παράδοση, το λαϊκό πολιτισμό και καταγράφει τα σταλάγματά του στην αιωνιότητα των σελίδων του. Ποιος θα τολμήσει να ξεχάσει το ποίημα για τα χέρια της μάνας; Ένα σεμεδάκι κεντημένο από ανδρικά χέρια να κουρδίζει τα «δυναμό» της αντοχής του νεωτερικού ανθρώπου.

Η ποίηση του μοσχοβολά το άρωμα της βροχής στα κατουρημένα ρείθρα της Αθήνας, αγιάζει και τον πιο αδιάλλακτο αστικό περιπατητή με το επιούσιο χώμα της επαρχίας, τραβολογάει την Ήπειρο στην πλατεία Ομονοίας και τα Χαυτεία, σταλάζει λίμνες, ποταμούς, ωκεανούς απάνω στα πλωτά μας άγχη, περιεργάζεται αμήχανη τη βιομηχανική επανάσταση των μηχανών, επεξεργάζεται τα χαμένα μας δάχτυλα, τις απώλειες και τα πάθη, ανασκαλεύει ληγμένους έρωτες και μιλάει τολμηρά για τους «σκλάβους της αγάπης».

Η διάσωση του συναισθήματος μες στη χοάνη του πολύβουου άστεως χαρακτηρίζει την ποίησή του. Και η διάσωση του συναισθήματος σε καιρούς εξωφρενικά ταχύρρυθμους είναι γενναία πράξη. Το ηπειρώτικο ιδίωμα της γραφής του, που ποτέ δεν παρέδωσε μπρος στα αστραπόβροντα των αστικών θεαμάτων, η σπάνιας ομορφιάς στιχουργική ολολυγή του, η ανθρακωρύχικη ματιά του στα δημόσια πράγματα, συνυφαίνει με τόση νοστιμιά δύο κόσμους ξένους και γνωστούς μαζί: την ερήμωση του ορεινού κόσμου με τη σημερινή ερημιά που νιώθει ο άνθρωπος της πολυκατοικίας.

Η μουσικότητα των στίχων του δίνει την ευκαιρία στην ποίηση του να αποδράσει από το κεκλεισμένων των φιλολογικών θυρών σαλόνι και να αγγίξει το ευρύ κοινό στο «δόξα πατρί». Και, μάλιστα, με στίχο ελεύθερο και έμμετρο μαζί. Πείτε μου, αυτό δεν είναι από μόνο του ένα ποίημα;

Και μ’ ένα χάδι‐ποίημα, κάθε φορά, έβγαζε από πέτο του τις λέξεις του για να σκουπίσεις τους καημούς σου. Ένας αιθέριος και αθεράπευτος υμνητής των λόγγων. Ένας ακούραστος σαλαγητής και νανουριστής μαζί των σπλάχνων. Ένας προικισμένος σμιλευτής των λέξεων. Ένας σφυγμομέτρης παρατηρητής ορατού και αοράτου. Ένας ολόγιομος ποιητής της συλλογικής μας ευαισθησίας και της εξασθενημένης συλλογικής μας μνήμης. 

Πηγή: Η Εφημερίδα των συντακτών, 26/11/2024

Δημήτριος Βικέλας - Επίγραμμα


Πού την τραβάτε ώ γραμματισμένοι, 

τη νέα γλώσσα την ελληνική;

Εμπρός εκείνη μόνη της πηγαίνει.

Αφήστε την να δούμε πού θα βγει.

Του κάκου τα οπίσω την καημένη 

τη σέρνετε˙ αυτή ομπρός πατεί.

Θα σπάσει το σχοινί που την τραβάτε, 

και όλοι σας τ’ ανάσκελα θα πάτε.


Σπύρος Κοκκίνης, Ανθολογία νεοελληνικής σατιρικής ποίησης, Βιβλιοπωλείο της Εστίας Ι.Δ. Κολλάρου και ΣΙΑΣ.

Γιάννης Ρίτσος - Το τερατώδες αριστούργημα (απόσπασμα)

Γέρασα από μια νιότη απέραντη που δεν εννοεί να γεράσει
όλο και περισσότερο περισσότερες γυναίκες μ’ αγαπάνε με γαλανά μάτια πολύ μεγαλωμένα από μαύρο κραγιόνι
περισσότερα αγόρια με μακριά μαλλιά και τραγανά πηγούνια
δεν ξέρω πώς να τα χωρέσω στις φλέβες μου και στις λέξεις
με παίρνει αλαμπρατσέτα η Επανάσταση βγαίνουμε βόλτα οι δύο μας στις φωταγωγημένες λεωφόρους
αργά τη νύχτα η ώρα 2 μετά την ποίηση που ξαγρυπνάνε ακόμη ανύσταχτοι οι κομμουνιστές μελετώντας τον Λένιν
προσπαθώ να μη σκύψω ούτε χιλιοστόγραμμο απ’ τη χαρά μου
καμαρώνω σα γύφτικο σκεπάρνι και με το δίκιο μου λέω
γιατί πίσω από τους κορμούς των δέντρων με παραμονεύουν χίλιοι χαφιέδες
και με φοβούνται στρατηγοί δικτάτορες συνταγματάρχες βασιλιάδες στρατοδίκες
παρ’ ότι δεν έχω στην κωλότσεπη μπιστόλι
ούτε γροθιά σιδερένια
ούτε σουγιά να κόβω το ψωμί μου
ούτε μπαστούνι ούτε γεράκι
τίποτα τίποτα
πάρεξ ένα τρεμάμενο χαμόγελο μπροστά στο θαύμα του κόσμου που ετοιμάζουν οι πραγματικοί επαναστάτες

Το τερατώδες αριστούργημα

Γιάννης Κοντός - Δευτερόλεπτα του φόβου

 Μεγάλα λόγια μάς λέγατε,
αλλά ξεφτίσανε σαν το χαλάκι της εξώπορτας.


Οι χαμηλές ομιλίες στα τρένα
χρυσάφι για το μέλλον.
 
 
 
 
Ώριμο μήλο φωτίζει την κουζίνα
και βρίσκω τον δρόμο σου.
 
 
 
Τα άγουρα σώματα έχουν και αυτά τη γήρανση τους.
Τα περισσότερα είναι φυλλοβόλα.
 
 
 
 
Τα κόκκινα μαλλιά σου φωτιά στην γειτονιά.
Τα πράσινα δεν ήρθανε ακόμη.
 
 
 
 
 
 

 
 
Μια γραμμούλα είναι ο ορίζοντας.
Μετά, τι γκρεμός, Θεέ μου!
 
 
 
 
Ο αέρας, ο αέρας τα πήρε όλα
και άφησε ένα κατακάθι μνήμης,
μια λάσπη στο μυαλό.
 
 
 
 
Οι αποθήκες των ονείρων μου
είναι πάντα γεμάτες χώμα.
 
 
 
 
 
Τι μου φταίει το ποίημα,
εάν το ποτάμι δεν περνάει
μέσα από το σπίτι μου.
 
 
 
 
 
Το φεγγάρι, σκαλωμένο στο γιακά σου,
σε φιλάει απεγνωσμένα.
Γύρω καπνός, αυτοκίνητα και λύπη.
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Έπεσες σε κενό ανθρώπου.
Προσδέσου.
 
 
 
 
 
Στη δεξαμενή των λυγμών σου
πρόσθεσε το όνομα μου.
 
 
 
 
 
Καπάκια μπίρας πεταμένα μέσα
στο μυαλό της παλιάς γυναίκας,
που τώρα ασπρίζει σιγά σιγά και χάνεται.
 
 
 
 
 
Η γαλάζια πετσέτα σου, που όταν σκουπίζεσαι
γίνεται κατακόκκινη.
 
 
 
 
 
Τα κινούμενα σχέδια του Χάρου.
 
 
 
 
 
Τι φθορά και αυτή η αιωνιότητα.
Τι σκουλήκι.
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Τα θραύσματα της χθεσινής ημέρας
με πήραν στο πρόσωπο και μου αφήσανε σημάδια.
 
 
 
 
 
Το σαράκι μέσα στην ησυχία της νύχτας
δημιουργεί μουσική και το λαβύρινθο του.
 
 
 
 
 
Τα πουλιά βουτούσαν στο απόγευμα
όπως στο νερό.
Τους άρεσε να παίζουν με τη φωτιά.
 
 
 
 
 
Ο πεθαμένος έβαφε τα παπούτσια του.
Έχει να κάνει δρόμο και δρόμο
σε βραχώδη και σκονισμένα σύννεφα,
μέχρι να ξαναέρθει στη γη
και να κρυφτεί στο σπιτάκι του κήπου.
 
 
 
 
 
Η ντουλάπα θα χαθεί, θα γίνει σκόνη.
Τώρα όμως είναι αιώνια,
κρύβει τα ρούχα σου.
 
 
 
 
 
Όταν παλεύεις με τον ύπνο
και τον μαύρο κισσό
που έρπει στο σώμα σου
τα ξημερώματα.
 
 
 
 
 
Το τοπίο ήταν δεδομένα θλιμμένο.
Φύσαγε νοτιάς, σκοτείνιαζε
και όλοι κοιτούσαν κάτω το χώμα.
Κάπου έβρεχε κι ένα παιδάκι έκλαιγε.
Ένα άλογο μάσαγε τον αέρα.
Όμως από το βάθος του τοπίου
ακούγοντας ιαχές και κλαγγές όπλων.
Η επανάσταση ερχότανε
κόκκινη θάλασσα μουγκρίζοντας.
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Ένα φρούτο κύλησε στο δρόμο.
Ψάχνει για χώμα,
για να σαπίσει ήρεμα.
 
 
 
 
 
Ασαφή τα όρια αυτής της νύχτας
που σε περιμένω.
 
 
 
 
 
Όπως χαλάει ένα ρολόι
και το κάνεις βίδες
για να βρεις το μυστικό του.
Την ψίχα του χρόνου.
Βλέπεις το τίποτα
να αναδύεται καπνός.
 
 
 
 
 
Από εκείνο τι σπίτι βγαίνει μουσική.
Ανεβαίνει σαν νερό να μας πνίξει.
Κάποιος εκεί μέσα παίζει με τις λέξεις
στα σκοτεινά. Ρίχνει πεσσούς.
 
 
 
 
 
Αφήνεις τα ίχνη σου πάνω μου
και γίνομαι κατάστικτος.
Έτσι με γνωρίζουν στον παράδεισο.
 
 
 
 
Το μισοσκόταδο μέσα στο εκκλησάκι
άγουρο δαμάσκηνο στο αττικό φως.
 
 
 
 
 
Σκόνη πέφτει, όπως τρίζουν τα δοκάρια
του ουρανού.
Μας ασπρίζουν τα μαλλιά.
Δεν πρόκειται να γίνει καμιά καταστροφή,
απλώς περνάνε τα χρόνια.
 
 
 
 
 
Στην άκρη του καλοκαιριού,
ο μεταξοσκώληκας τρώει φως
και βγάζει μετάξι για την νύχτα.
 
 
 
 
 
Το μισό του προσώπου έσκαβε το φως.
Το άλλο μισό ήτανε στο σκοτάδι.
Ηθοποιός και παίζει τον ίδιο ρόλο μια ζωή.
Κλασσικός έγινε. Ο ίδιος νιώθει σαν να αναβοσβήνει
το φως και κλείνει τις πόρτες.
Έτσι μια μέρα κοκάλωσε.
Τα ξέχασε όλα.
Τα μόνα που έλεγε, όπως χαμένο παιδί
στην ακρογιαλιά : «θα, θα, όταν θα»,
και προσπαθούσε να κλάψει.
 

 


Δευτερόλεπτα του φόβου