Μουσική: Θάνος ΜικρούτσικοςΣτίχοι: Μιχάλης Γκανάς
Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2024
Θάνος Μικρούτσικος & Γιώργος Μεράντζας - Σ' Είδαν Τα Μάτια Μου
Μουσική: Θάνος ΜικρούτσικοςΣτίχοι: Μιχάλης Γκανάς
Βασίλης Λέκκας - Κοίτα με στα μάτια
Χάρτινος ο κόσμος, ψεύτικος ντουνιάς,
όμως το τραγούδι ξέρει πού πονάς.
Μόνο στο ρυθμό του είναι νόμιμο
το ανυπότακτο που κρύβω και το φρόνιμο.
Βήμα κι άλλο βήμα, βήματα παλιά,
ο χορός ανοίγει σαν την αγκαλιά.
Κοίτα με στα μάτια, πάτα όπου πατώ,
κράτα με καλά απόψε, μην αναληφθώ.
Πότε σαν πουλάκι, πότε στα δεσμά,
όλη η ζωή μου ένα ξάφνιασμα.
Νιώθω πιο δικό μου ό,τι έχασα
κι όσα έχω δε μου κάνουν και τα ξέχασα.
Ελλη Πασπαλά - Ενός λεπτού φιλί
Στίχοι: Μιχάλης Γκανάς
Μιχάλης Γκανάς - Διάρκεια
Ακόμη σώζονται
από ασβεστόλιθο και τρύπιο αγέρα
τα πολυβολεία τους.
Ασπρίζουν μες στα δέντρα
σαν τα κόκαλα που βρίσκουν οι βοσκοί
και δεν τα μαρτυράνε.
Τα πλένει
τα ξεπλένει το νερό
το άσπρο δεν τελειώνει.
Aκάθιστος δείπνος, Κείμενα, Aθήνα 1978
Μιχάλης Γκανάς - Διανυκτέρευση
τα ντεπόζιτα του ύπνου,
η αναπνοή γουλιά γουλιά σαν γιατρικό.
Και μόνο ο κόκορας
στις δύο της νυχτός
επικρουστήρας.
Αύριο πάλι
θα με πριονίσει η δημοσιά,
σαν δέντρο θα με ρίξει κάτω.
Ακάθιστος Δείπνος, 1978
Μιχάλης Γκανάς - Μ. ΓΚ. 1888-1979
Μιχάλης Γκανάς - Τον τάφο μου τον θέλω στα Χαυτεία
Μιχάλης Γκανάς - Ποιήματα
ΑΝΤΙΤΙΜΟ
Μόνο το φίδι ξέρει τι θα πει
ν’ αλλάζεις το πετσί σου,
γι’ αυτό του περισσεύει το φαρμάκι.
(ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΔΕΙΠΝΟΣ, 1978)
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ
Είχαμε πάρει το μονοπάτι για το σπίτι
θάλασσα ολούθε μπαμπακιά ο Απρίλης
κι όλο χωνόμαστε μες στα πλατάνια
τόσο σωπαίναν δε φυσούσε
μόνο που με κοιτάζαν από μέσα μου
νωπά τα μάτια της απ’ τα κεριά
και σφύριζα θυμάμαι το Χριστός Ανέστη
Ο ουρανός που λίγο πριν αστροφορούσε
σ’ άσπρο σεντόνι γύριζε και σε βρεγμένο.
Δυο βήματα απ’ τη βρύση ο αδελφός της,
έσταζε το βρακί και το παγούρι του
– Χριστός Ανέστη, πώς περνάς, τι να περνούσε
κόντευε χρόνο πεθαμένος.
Γύρισε να μας δει κ’ έφεξε ο τόπος
σαν κάποιος να μας φωτογράφιζε τη νύχτα.
ΤΟ ΜΠΛΕ ΠΟΥ ΣΕ ΤΥΛΙΓΕΙ
Το μπλε που σε τυλίγει
είναι η στάχτη
του καμένου χρόνου.
Φυσάει ένας αέρας, φέρνει
φωτογραφίες και τετράδια.
Από τα κάτω χρόνια.
Εδώ γελάς, εδώ σωπαίνεις
εδώ σας πήρανε με φλας
φοράς το μαύρο φωτοστέφανο.
Το μπλε που σε τυλίγει
είναι το φως
που εκτοπίζει ο θάνατος.
Κανένας δεν το βλέπει.
Κι όμως υπάρχει
και πληθαίνει.
ΣΟΥΡΟΥΠΟ
Σούρουπο, σε γονυκλισία τα χρώματα
και πώς πεθαίνεις χωρίς το πράσινο εκ γενετής.
Τα μάτι σου με τον κίτρινο λίβα,
καμένη σοδειά τα χρόνια που έζησα.
Ας φεύγει ο μικρός σκαντζόχοιρος, δε γλιτώνει
τ’ αγκάθια μεγαλώνουν ανάποδα.
Ήμερο βράδυ
βελάζει σαν το χαμένο πρόβατο,
ζυγώνει στην πόλη κι αλλάζει προβιά,
σκύλος ή γάτα,
με την τρίχα ορθή
κάτω από τόσους τροχούς.
Τι γυρεύεις εδώ ψυχή τραυλή,
μακριά από τα βοσκοτόπια της πατρίδας.
Οι φίλοι πέφτουν από ψηλά μπαλκόνια
στο άσπρο μπαμπάκι που τους καταπίνει.
(ΜΑΥΡΑ ΛΙΘΑΡΙΑ, 1981)
ΓΥΑΛΙΝΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ
Ι
Χάραζε ο τόπος με βουνά πολλά
κι ανάτελλε τα ζωντανά του,
καλούς ανθρώπους και κακούς, νυφίτσες,
αλεπούδες, μια λίμνη ως κόρην
οφθαλμού και κάστρα πατημένα.
Θα ’ναι τα Γιάννενα, ψιθύρισα,
στο χιόνι και στον άγριο καιρό
γυάλινα και μαλαματένια.
Κι όσο πήγαινε η μέρα,
σαν το βαπόρι σε καλά νερά,
είδα και μιναρέδες κι άκουσα
τα μπακίρια να βελάζουν.
VII
Τον ξέρω αυτό τον τόπο,
ξαναπέρασα παιδί με το πουλάρι μου.
Έχουν αλλάξει όλα
κάτω απ’ τον ίδιο ουρανό.
Ξαπλώνω στο ψηλό χορτάρι,
άνοιξη και βροχή, δεν κλαίω.
Ας ξαναπέσουν όλα
στην πράσινη βουβή αγκαλιά.
Γυρίζω μπρούμυτα κι ακούω
το καπάκι τ’ ουρανού που κλείνει.
Σ’ αυτή την κιβωτό
είμαι το είδος δίχως ταίρι.
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ
Ποίημα του μεσονυχτίου
Μεσάνυχτα.
Κάτι χλωρό κι αιφνίδιο σε ζυγώνει,
σάλιο μικρού παιδιού ανθίζει στον αέρα
κι όλο το σπίτι σκοτεινό.
Βήματα και φωνές της μέρας
τα ήπιε το σκοτάδι.
Είναι η ώρα που γράφονται ποιήματα,
καθώς η κούραση κατακάθεται σα σκόνη
κι η άλλη μέρα θα φυσήξει πάνω της
και πάλι θα σου φάει τα τσίνορα.
Είναι η ώρα που πηδάει έξω απ’ το χρόνο
ο χρόνος που γίνεται στιγμή,
πέτρα που απλώνει κύκλους στο νερό
κι ενώ έχει αγγίξει το βυθό,
επάνω της οι κύκλοι όλο πλαταίνουν.
Ώσπου ακούς απ’ την κουζίνα το ψυγείο,
το τρίξιμο του κρεβατιού,
και νιώθεις πως σε ξαναβάζουνε στην πρίζα
απ’ όπου απρόβλεπτα
σ’ είχε ένα χέρι αποσυνδέσει.
ΤΩΝ ΚΕΚΟΙΜΗΜΕΝΩΝ
στη μάνα και στον Χρήστο
Ας πούμε ένα τραγούδι σιγανό
καθώς αρμόζει στους κεκοιμημένους,
ενώ φτερά πουλιών γεμίζουν τον αέρα
κι αυτοί περνούν σκυφτοί
σηματοδότες και βγαίνουν σε υπόγειες
διαβάσεις.
Πάλι σκοτάδι, πάλι της ψυχής
τ’ απόκρημνα φαράγγια
κι ο ήλιος με παλάμες κάρβουνο
να τους πατάει,
ώσπου βουτάνε στα νερά και κρύβονται.
Κι όμως γελούσαν στα νοσοκομεία,
δε βρίσκανε το φαγητό του γούστου τους,
βλέπανε τηλεόραση, έκαναν σχέδια
για ένα μέλλον που κανείς δεν τους υπόσχονταν.
Ούτε οι γιατροί με το φθαρμένο κύρος
ούτε οι δικοί τους με την αναπόδεικτη αγάπη
και μόνον οι οροί τούς λέγαν την αλήθεια
στάζοντας μέρα και νύχτα
τα χημικά του χάρου μες στο αίμα τους.
Ας πούμε ένα τραγούδι σιγανό,
καθώς φτερά πουλιών γεμίζουν τον αέρα
κι αυτοί βουτάνε στα νερά και κρύβονται,
ενώ το φως επάνω
τρέχει σε πλάτες και μαλλιά
και συντηρεί τα ζώα και τα χόρτα,
μα προπαντός τα λέπια του.
ΑΜΝΗΣΙΑ
Η κάθε μέρα σαν τη γομολάστιχα
σβήνει την προηγούμενη και πάει.
Άλλοτε σβήνει την επόμενη,
καμιά φορά ολόκληρη βδομάδα.
Βροχές θυμάμαι και πουλιά
και ιστορίες που δεν έζησα ποτέ μου.
Τις νύχτες γράφεται το μέλλον μου,
τα φοβερά καθέκαστα της επομένης,
και πρέπει να ξυπνάω στις εφτά,
με την ψυχή στα δόντια να γυρίζω,
για να προλάβω τις παραγγελίες.
Χιόνια θυμάμαι και βουνά
και εξορίες που δεν έζησα ποτέ μου.
Λησμόνησα τους ίδιους τους γονείς μου,
πώς ήτανε και ποιοι και πόσοι.
Κοιτάζω γράμματα, φωτογραφίες,
δεν ξεχωρίζω ζωντανούς και πεθαμένους.
Γριές και γέροι και παιδιά,
μεσήλικες θλιμμένοι.
Μάτια θυμάμαι και φωνές,
πρόσωπα που δεν γνώρισα ποτέ μου.
(ΓΥΑΛΙΝΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ, 1989)
Αναδημοσίευση από:https://www.oanagnostis.gr/ta-proina-kelefsmata-ton-toxoton/
Μιχάλης Γκανάς - Χαμένες οικειότητες
Το ντέφι μονάχο, χωρίς κλαρίνο, χωρίς πλατάνι, να εκρήγνυται κάπου βαθιά, σμπαράλια να γίνονται τα μεσημέρια.
Φωτεινό πεινασμένο γεράκι, να γράφει κύκλους πάνω απ' τον κόκορα, να του δίνει μια με το ράμφος, ν' ανοίγει το καύκαλό του κι οι κότες πιο δίπλα να βοσκάνε στουρνάρι για να θωρακίσουν το σπέρμα του.
Ψηλά ψηλά τα χελιδόνια χαύοντας μύγες, πετσοκόβοντας τον αέρα πέρα δώθε, αλλά το γαλάζιο ανέπαφο, να σαλπίζει ουρανό ως το σούρουπο.
Περαστικά μας τώρα. Στα σπάρτα οι μνήμες, στις πολυκατοικίες τα υφαντά τους. Χερσαία όνειρα, αποτυπώματα Πελασγών - Κρητών - Τούρκων - Φράγκων - Σλάβων - Άγγλων - Αμερικανών, τί μπατανίες, Θέ μου, τί μπάντες για λογής κρεβάτια, σκοντάφτει εκεί το νυσταγμένο μάτι κι ύστερα σαν ανθρακωρύχος χάνεται στις στοές του ύπνου. Άξαφνα μύτη με πρώρα εσύ κι ένα λευκό καράβι περνάει ανάμεσα στα μάτια σου, χωρίζοντας το αίμα σου στα δυο.
Βαθιά μες στην καρίνα του τα τύμπανα των Αλτζερίνων και πιο βαθιά η άγκυρα που πρήζεται μες στην καρδιά σου.
Γιάννης Ρίτσος - [άτιτλο]
Μεγάλη δυσκολία
το πλάσιμο
των θετικών ηρώων -
όταν αφήσουν χάμου
τις σημαίες
δεν ξέρουν πια
τι να κάνουν τα χέρια τους
ούτε κι εμείς- καλύτερα λοιπόν
καθόλου να μη γίνουν
τ' αποκαλυπτήρια
αυτού του αγάλματος
και του ποιήματος αυτού.
Κάποτε, 1977
Μαρίκα Συμεωνίδου - Ακροβάτης
Ακρωτηριασμένος
Φορούσε φύκια για ρούχα
Νοσταλγούσε το φτεροκόπημά της
τη γεύση της
Αδιαφορούσε στο «ξέχασέ την»
Μια μέρα κυκλοφόρησε η φήμη ότι πέταξε.
Πηγή: Ξέρεις πού οδηγεί, Εκδόσεις : ΑΩ 2020
Κώστας Βάρναλης - Το τραγούδι του λαού
Άμα σώπασε ο Οδηγητής, όλες οι άλλες φωνές και ψυχές ενωθήκανε σε μια και λένε το ακόλουθο τραγούδι. |
· |
Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2024
Γιάννης Ρίτσος - Κουδούνισμα
Mας βρήκε η αυγή με αναμμένη τη λάμπα μας.
Ανάμικτη ώχρα με λίγο γαλανό.
Το καμινέτο, το μπρίκι, ο καφές,
μια μυρωδιά πολυκαιρίας, σκόρπια τραπουλόχαρτα
και τα σταχτοδοχεία γεμάτα αποτσίγαρα.
Γυναίκες, άντρες, κήποι, βιβλία
ήρθαν, έφυγαν, χάθηκαν. Κι αυτό το κουδούνι
που ακούστηκε τα ξημερώματα
δεν ήτανε του ταχυδρομικού διανομέα
αλλά του λυπημένου αμνού που τον πηγαίναν στο
σφαγείο.
Κάλαμος, 7.1.88
Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα
Βύρων Λεοντάρης - Έως (απόσπασμα)
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ -Τουρισμός
Μέρμηγκες άνθρωποι
όλο και πιο τουριστικά φέρονται
στη ζωή
χαϊδεύονται χωρίς ποτέ
να φτάνουν στο κουκούτσι
Πηγή: Ποίηση 1963-2011, εκδόσεις Καστανιώτη.
Γιάννης Ρίτσος - Λάθος
Αρνήσεις, διαψεύσεις, αναθεωρήσεις. Τίποτα. Κάθεσαι τώρα
στη μαλακή συννεφιά, σε μια παλιά καρέκλα,
κοιτάς τα δάχτυλά σου, κιτρινισμένα απ’ τα τσιγάρα,
ξεχνάς τους αριθμούς, τα γεγονότα. Δε λογαριάζεις
έξοδα κι έσοδα· — ποιά έσοδα; Χαμένες
κι οι διευθύνσεις των παλιών σου φίλων. Κι αν, μια νύχτα,
χτυπήσει κάποτε το τηλέφωνό σου,
ακούγεται μια ξένη μακρινή φωνή να λέει:
«Με συγχωρείτε, κύριε, λάθος. Λάθος».
Αθήνα, 2.II.88
ΑΡΓΑ, ΠΟΛΥ ΑΡΓΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ (1988)
Γιάννης Ρίτσος - Ένα πρόσωπο
Είναι ένα πρόσωπο φωτεινό, σιωπηλό, καταμόναχο
σαν ολόκληρη μοναξιά, σαν ολόκληρη νίκη
πάνω στη μοναξιά. Αυτό το πρόσωπο
σε κοιτάζει ανάμεσα από δυο στήλες ασάλευτο νερό.
Και δε γνωρίζεις ποιο απ' τα δυο σε πείθει περισσότερο.
Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Β' Τόμος] (1978)
Γιάννης Ρίτσος - Απόγευμα
Το απόγευμα είναι όλο πεσμένους σουβάδες, μαύρες πέτρες, ξερά αγκάθια.
Το απόγευμα έχει ένα δύσκολο χρώμα από παλιά βήματα που μείναν στη μέση
από παλιά πιθάρια θαμμένα στην αυλή, και πάνω τους η κούραση και το χορτάρι.
Δυο σκοτωμένοι, πέντε σκοτωμένοι, δώδεκα -πόσοι και πόσοι.
Κάθε ώρα έχει το σκοτωμένο της. Πίσω απ' τα παράθυρα
στέκουν αυτοί που λείπουν και το σταμνί με το νερό που δεν ήπιαν.
Κι αυτό το αστέρι που έπεσε στην άκρη τής βραδιάς
είναι σαν το κομμένο αυτί που δεν ακούει τριζόνια
που δεν ακούει τις δικαιολογίες μας -δεν καταδέχεται
ν' ακούσει τα τραγούδια μας- μονάχο, μονάχο,
μονάχο, αποκομμένο, αδιάφορο για καταδίκη ή για δικαίωση.
Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Β' Τόμος] (1978)
Γιώργος Μπλάνας - [άτιτλο]
Πείθομαι, Κύριε, και γέρνω στον ύπνο σου αψηφώντας
όλον εκείνο τον κατάφωτο τρόμο
που γεμίζει τη νύχτα απρόσμενες κραυγές,
θρήνους ανυπόδητους,
σπίτια κατάμεστα· κι όλο
κάποιο συρτάρι χαλασμένο,
κάποια πόρτα κλειστή,
κάποια δύσκολη βρύση,
κι όλο κάτι απ’ εκείνα τα μικρά
κι ασήμαντα που αρνούνται να δεχθούν
την εξουσία του θανάτου.
Πείθομαι και ξέρω πως θα μου παρασταθείς,
σαν το σκυλί που αφήνεται
να βυθιστεί με πείσμα στη λατρεία
του αγαπημένου μνήματος,
προτιμώντας μιαν αμφίβολη συμπόρευση στο θάνατο
απ’ τη μοναχική ασφάλεια ενός άγνωστου χεριού.
Η αναπόφευκτη ανθηρότητά σου, Διάττων, 1990.
Αντλήθηκε απ' τον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη
Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2024
Έκτωρ Κακναβάτος - Ποιήματα
1.