Πέμπτη 23 Απριλίου 2020

Σαίξπηρ, Οκτώ Σονέτα (Μετάφραση: Παναγιώτης Πάκος)

ΣΟΝΝΕΤΟ αρ. 1
Μακάρι οι νιοι κι ωραίοι πιότεροι να ʼναι,
της ομορφιάς ο ανθός μη μαραθεί –
σαν φύγουνε μια μέρα οι που γερνάνε
στο ταίρι η θύμηση να μη χαθεί.
Μα μες στη φωτεινή σου τη ματιά,
τρώγεσʼ εσύ απʼ τη φλόγα του φωτός σου
κι όπου ήταν πλούτη, η φτώχεια μένει πια –
κακός σου οχτρός, ο ολόγλυκος εαυτός σου.
Εσύ, με την πιο ολόδροσην ειδή
του κόσμου, που άγγελος του θέρους είσαι,
θάβεσʼ εντός σου, αθώο μικρό παιδί
κι όσα κρατείς για σε, τόσα στερείσαι.
Δείξʼ οίχτο ή φάτον πια τον κόσμο αυτόνε:
ο τάφος να τον φάει κι εσύ, γραφτό ʼναι.
ΣΟΝΝΕΤΟ αρ. 2
Χειμώνες σαν περάσουνε σαράντα
κι οργώσουν το κορμί το ποθεινό,
της νιότης σου η ντυσιά, η πουʼ χες πάντα
θε να ʼναι πια σκουπίδι ελεεινό.
Κι αν σε ρωτήσουν η ομορφιά σου που ʼναι,
κι ο θησαυρός σου, εκείνο σου το πάθος,
θα ʼνʼ άδεια ξιπασιά, πως κατοικούνε
μες στων ματιών σου – αν πεις – τʼ άμετρο βάθος.
Πόσην τιμή η δικιά σου θα ʼχε ειδή
αν έλεγες: “Την πρότερή μου χάρη
θα φτάσει αυτό μου τʼ όμορφο παιδί”,
που από την ομορφιά σου θα ʼχει πάρει.
Γέρος σαν θα ʼσαι, αυτός θα καίει εντός του
το αίμα σου το κρύο, το σαν τʼ αρρώστου.
ΣΟΝΝΕΤΟ αρ. 3
Πες στη μορφή που βλέπεις στον καθρέφτη,
είνʼ ώρα διάδοχο να κάνει – διότι
αν δε βιαστείς θα πουν για σε, τον κλέφτη,
πως μιας γυναίκας κόβεις τη μητρότη.
Ποια κόρη αγνή στον άθιχτό της τράφο,
σαν το γεωργό να σπείρεις, δε θʼ αφήσει;
Και ποιος ανόητος νάρκισσος σε τάφο
ως θες εσύ – το μέλλον θε να κλείσει;
Καθρέφτισμα της μάνας σου, διακρίνει
την ομορφιά της, μέσα σου, την πρώτη.
Γέρος κι εσύ θα βλέπεις – σαν κι εκείνη –
μες στο παιδί σου τη χρυσή σου νιότη.
Μα αν θες ζωή στη λήθη να θαφτεί,
εργένης πας κι η ειδή σου πάει κι αυτή.
ΣΟΝΝΕΤΟ αρ.18
Να πω πως μοιάζεις με καλοκαιριά;
Μα ʼσύ ʼσαι πιο γλυκιά και μετρημένη.
Τʼ άνθια του Μάη οι ανέμοι σα θεριά
δέρνουν. Το θέρος γρήγορα πεθαίνει.
Βάνει φωτιές ο ήλιος το πρωινό
και άλλοτε η χρυσή του ειδή χλωμιάζει
-κάποτʼ η τύχη αστόλιστο, φτηνό
κάνει να δείχνει αυτό που όμορφο μοιάζει.
Μα εντός σου ο ήλιος μέρα-νύχτα καίει
κι ούτʼ ίχνος η ομορφιά σου δεν ξεφτίζει,
κι ο θάνατος δε θα ʼχει να το λέει
στα σκότη του πως ζεις και πως σʼ ορίζει.
Όσον ο κόσμος βλέπει κι ανασαίνει
θα ζει το ποίημα αυτό, να σʼ ανασταίνει.
ΣΟΝΝΕΤΟ αρ. 23
Όπως ένας αδέξιος θεατρίνος
πʼ όλο ξεχνάει τα λόγια του, αγχωμένος,
και σαν το άγριο, λυσσασμένο χτήνος,
που την καρδιά του τρώει περίσσιο μένος,
έτσι κι εγώ, που νʼ ανοιχτώ φοβάμαι,
ξεχνώ τα λόγια της αγάπης τʼ άγια•
λειωμένος απʼ το εντός μου πάθος, να με,
και με λυγούν βαριά του έρωτα μάγια.
Άσʼ, της καρδιάς μου που φωνάζει, να ʼναι
οι στίχοι μου, λοιπόν, βουβοί αγγέλοι,
κι απόκριση κι αγάπη να ζητάνε
πιότερο απʼ όσα η γλώσσα να πει θέλει.
Μάθʼ όσα ο πόθος μου έχει να σου πει•
τα μάτια σου θʼ ακούνε στη σιωπή.
ΣΟΝΝΕΤΟ αρ. 42
Κι αν τη λατρεύω, αυτή δεν είνʼ η μόνη
πίκρα μου ότι τη χαίρετʼ ένας άλλος –
μα τʼ ότι σʼ έχει αυτή ʼναι που με λειώνει
κι ο πόνος πως τη χάνω ο πιο μεγάλος.
Αγάπες μου άσπονδες, έτσι εξηγείται:
την αγαπώ, γιʼ αυτό τη νοιάζεσαι
κι αλίμονό μου, αυτή ταλαιπωρείται
για χάρη μου, σα βρίσκεται μʼ εσέ.
Αν σʼ αρνηθώ, η καλή μου σε κερδίζει
κι αν χάσω τη, στο πλάι σου θα τη βρω.
Ταιριάχτε ʼσεις κι η μοίρα ας μας χωρίζει,
κι ας φορτωθώ μονάχος το σταυρό.
Μα πως! Ο φίλος μου κι εγώ είμαστʼ ένα,
κι άλλον δε θέλει η αγάπη μου από μένα.
ΣΟΝΝΕΤΟ αρ. 44
Η σάρκα μου η νωθρή, σκέψη αν γινόταν,
η απόσταση για ʼμε δε θα μετρούσε,
αφού, παρά τʼ όποιο κενό θα ʼρχόταν,
όσο μακριά κι αν ήταν, εκεί που ʼσαι.
Τι κι αν πατούσα τότʼ εγώ στα ξένα,
μακριά ʼπό σένα, αφού πετάει η σκέψη
από στεριές και πέλαγʼ αφρισμένα,
κι όπου θελήσει, εκεί θα ταξιδέψει;
Στη σκέψη, αχ, πως δεν είμαι σκέψη σβήνω,
που φεύγεις και να τρέξω δε μπορώ,
και καρτερώ, όπως είμαι, μες στο θρήνο,
μια μάζα σκέτο χώμα και νερό.
Άλλο από δάκρυα, ετούτα τα στοιχεία
δε δίνουν, μάρτυρες στη δυστυχία.
ΣΟΝΝΕΤΟ αρ. 138
Ορκίζετʼ η καλή μου ότι είνʼ αλήθεια
όλα όσα λέει και την πιστεύω – διότι
μʼ αρέσει που της νιότης την ευήθεια
μέσα μου βλέπει, κι όλη την αγνότη.
Ματαιόδοξα, θαρρώ πως με περνάει
για νιο κι ας ξέρει ότι έχω πια γεράσει,
μα λέω ʼτι η γλώσσα της δε με γελάει –
για μας τους δυο η αλήθεια ʼχει σωπάσει.
Πρέπο να λέει αλήθεια τι να το ʼχει,
κι εγώ να πω είμαι γέρος τι με βιάζει:
Πίστη στα λόγια ο έρως θέλει κι όχι
τα χρόνια μου η καλή μου να φωνάζει.
Ψέμματα εγώ, λοιπόν, κι αυτή ίσα κι όμοια,
κι ο ένας τʼ άλλου πλέκουμε τα εγκώμια.
Περισσότερα για τον Παναγιώτη Πάκο εδώ
http://poemsnoless.blogspot.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου