Πέμπτη 30 Απριλίου 2020

ΤΑ ΚΑΒΑΦΙΚΑ



Κ.Π. Καβάφης

Το γαλάζιο του βλέμμα δίνει στο στίχο χρώμα θαλάσσιου ορίζοντος.
Εκεί βαφτισμένα τα λόγια υφαίνουν με χορδές αιολικής άρπας άσματα κύκνεια.
Αγεροδρομούν τα τραγούδια με Ιώνια φυσήματα,
φτάνουν στο Βυζάντιο, την εθνική Νικομήδεια.
Στις ακτές της Συρίας πλούσιων εμπόρων πληρώματα λάμνουν.
Συχνά όμως οργίλα κύματα θραύουν τα κατάφορτα αυτά πλοία
και τους βάρβαρους ήχους των κουπιών που διπλώνονται
στη σκοτεινή Αλεξάντρεια φέρνουν πανικόβλητοι γλάροι.
Αυτούς τώρα ακούει ο ποιητής και ποτίζει τον ανυπάκουο πόντο με μυρωμένο έλαιο.

Νικόλας Κάλας



Καβάφης

Παράστασες βασιλικές σε αρχαϊκήν υδρία,
σ' ένοχο λύχνο αμαρτωλό της Ήβης τ' άστρο, η ρώμη,
γυμνό θειότατο άγαλμα, μαντεία, βωμοί, ιατρεία,
των Εστιάδων η άσβηστη φλόγα, οι Αρματοδρόμοι.

Όλη η ακμή και η παρακμή, του όπλου η τιμή κ' η αισχύνη,
το κάτοπτρο της Δέσποινας Ρωμαίας, της Εταίρας
η πόρπη' και ω! του μυρεψού που δεν.., η θλίψη εκείνη!
Τα πλοία που δίκαια αντίστρεψεν ο τιμωρός αέρας.

Κι οι σιγασμοί και τα κεριά και η προσευχή, κι ο τοίχος,
που εξώκοσμο σε απόκρυψε τάχα και μόνος ζούσες,
το υψόμετρό σου προς το φως κ' εκείθε ο αδρός σου στίχος,
ο ρυθμοκράτης του χορού που είχαν στημένο οι Μούσες.

Μιλτιάδης Μαλακάσης


Κωνσταντίνος Καβάφης

Αδύνατο να φανταστώ Καβάφη
έξω απ’ την Αλεξάντρεια, και πάλι
χωρίς Καβάφη τι είν’ η Αλεξάντρεια;
Αυτά σκεφτόμουν ύστερ’ από χρόνια,
σα βρέθηκα ξανά σ’ αυτή τη χώρα.
Αν κι είχε από καιρό πεθάνει, ωστόσο
δεν πήγα να τον βρω στο κοιμητήρι,
μα κίνησα ένα δείλι μοναχή μου
στο σπίτι του να πάω, ωσάν και τότες,
τι ελόγιαζα πως κάτι θ’ απομείνει,
κάτι απ’ αυτόν, κάποιο δικό του αχνάρι,
κάτι απ’ το χέρι που άνοιγε την πόρτα…
Και κίνησα ένα δείλι μοναχή μου
μ’ άλικα τριαντάφυλλα στο χέρι.
Η θύρα που ήταν άλλοτες δικιά του
να την! κλειστή για μένα, δε θ’ ανοίξει,
μ’ εφτά σφραγίδες είναι σφραγισμένη
και δίπλα της μια πλάκα εντοιχισμένη,
με τ’ όνομά του: “Ο ποιητής Καβάφης
εδώ καθόταν…” Πως! σ’ αυτόν τον τάφο;
Ω ποιητή! με τα πελώρια τα μάτια,
μυστηριακά, βυζαντινά, όλο φλόγα,
που ’ν’ το ζεστό σου σπιτικό, και τα κεριά σου
που με το φως τους τ’ αμυδρό μας γοητεύαν;
Που ’ν’ τ’ ανεχτίμητα χαλιά τα πατρικά σου
και τα παλιά τα μόμπιλα της Πόλης;
Και των βιβλίων σου που ’ναι ο θησαυρός
με τις περγαμηνές στα εβένινα ράφια;
Τ' αρώματα απ’ το σάνταλο κι ο Άχμετ
που σιωπηλά μας κέρναγε ολοένα,
κι ολονυχτίς μας κράταες με το λόγο
και το πιοτό, σε μιαν ουράνια μέθη
πνευματική, που δεν εματαστάθη;
Και τώρα είσαι ένα τίποτα όπως δείχνει
τούτη η κλειστή κι αραχνιασμένη θύρα
κι η πλάκα η παγερή με τ’ όνομά σου.
Μονάχα ο Ποιητής υπάρχει τώρα.
Μα ωστόσο εγώ τα ρόδα μου έχω φέρει
για σένανε, που ζεις μες στην καρδιά μου,
κι ένα προς ένα τα τώρα τα σκορπίζω
με δάκρυα εδώ στην έρμη ετούτη πέτρα,
που άλλοτες του σπιτιού σου ήταν κατώφλι…

Μυρτιώτισσα


Κ.Π. Καβάφης

Α, να, ήρθες πάλι εσύ με την αόριστη γοητεία
Μέσα στον ύπνο μου ολοζώντανος
Για να ταράξεις αυτή την ξεχασμένη μνήμη.
Το πρόσωπό σου κομμάτι ωχρό
Μέσα στο μωβ της νύχτας
Και τα δάχτυλα πάνω στο πρόσωπό μου.

Στεκόμασταν ανάμεσα σε γη και ουρανό
Κι ήταν τα σύννεφα βαριά
Φοβόμουν πως θα βρέξει
Πως δεν θα δυνηθώ να σε κρατήσω.

Όμως το ρολόι χτύπησε μεσάνυχτα
Και μπήκαμε στο καφενείο που πηγαίναμε μαζί.
Με τύλιξε η ευωδία των σωμάτων
Και με τη θέρμη των για μια στιγμή έρχονταν
Αισθήματα, λέξεις, αγγίγματα στην πλάτη
Στους γοφούς, στα στήθη τα ιδρωμένα
Βλέμματα που έλαμπαν στους καθρέφτες.
"Φαίνεσαι κουρασμένος", παρατήρησα, και έγειρε στο πλάι
"Υπέφερα πολύ", απάντησε. "Αυτό ουδείς το ενθυμείται".

Οι πρώτες σταγόνες τρύπησαν τη μορφή του
Που έλιωσε στην υγρασία.
Ο αέρας τράβηξε τη φωνή του
Κι έμεινε μόνο το ψεύδισμα πάνω απ' το νερό.

"Επέστρεφε", ψιθύρισα, "επέστρεφε και παίρνε με
Αγαπημένε ποιητή. Δεν ξέρω τι να κάνω
Σ' αυτή την ερημιά
Όπου μόνο η θάλασσα ακούγεται
Ο άνεμος και τα πουλιά
Που με περιτριγυρίζουν.
Επέστρεφε και παίρνε με
Όταν το σώμα ενθυμείται
Και η ψυχή επιθυμεί
Του μνήματος τη θεία ησυχία.

Ο κόσμος βούλιαξε στο πένθος
Μαύρα κοράκια σπρώχνονται
Στην πόρτα του αιώνα.
Επέστρεφε και παίρνε με
Εσύ που ξέρεις τι θα πει ορφάνια".


Αλέξανδρος Ίσαρης


Σύντομος Βιογραφία του Ποιητού Kωνσταντίνου Kαβάφη
(και του καθενός μας – άλλωστε)


...δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
K. KABAΦH - H πόλις


Νταλγκαδιασμένος και βαρύς
γυρνάει τα στενορρύμια
της πολιτείας της άχαρης
που τρώει τα σωθικά του

σ' αυτήν εδώ γεννήθηκε
σ' αυτή θε ν' αποθάνη
εδώ πίκρες τον πότισαν κρουνηδόν

εδώ τον βασανίσαν
μόνος του
πίστεψε - φορές -
πως τη χαράν ευρήκε σπανίως

κάποτε θέλησε κι' αυτός
κάπου μακρυά να φύγη
μα εκατέβη στο γιαλό
και δεν είχε καράβι.

Νίκος Εγγονόπουλος


Μνημόσυνο Κωνσταντίνου ποιητή Αλεξανδρινού

Ο κυρ-Κωνσταντίνος ποιητής Αλεξαντρινός
ετελεύτησεν προ πενήντα ή εκατό χρόνων.
Κι οι κόρες βάλαν γύρω του κυκλάμινα
ασφοδέλους και ασφάκες
αυτές τις κοινές των αγρών
- πού να ξοδέψουν φράγκα και νομίσματα -
κι ούτε μια πέρλα αραβική δε βάλαν
γιατί κι αυτός στο τέλος τίποτα δεν άφησε
ούτε διαμαντικό κι ούτε έστω σεβάσμια περιουσία
παρά μονάχα στίχους και μελετήματα
και βιαστικά τόνε κουβαλήσαν
μαζί με φίλους
τους στίχους του ψελλίζοντας
με ταραχή τόση όση -
τ' άγρια άνθη βλέποντας να φοβερίζουν.
Ο Κωνσταντίνος ποιητής από την Αλεξάντρια
μνημόσυνο από το κονκλάβιο Ρωμαίων
ας λάβει.

Μιχάλης Κατσαρός



Καβάφης


Νύχτες ακόλαστες, πιοτά, σφοδρά συμπλέγματα, γιγάντιες
σα θόλοι ναού, ηδονές. Κι άγνωστες, πέρ’ από κάθε πρόσχημα,
τραχιές, σα νίκες, αμαρτίες.
Και το πρωί επέστρεφε μόνος κι εξαντλημένος κι ώριμος
κομίζοντας, σα μια καινούργια αγνότητα, το νέο αμαρτωλό του
ποίημα.


Τάσος Λειβαδίτης



«Non multa sed multum»
(ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΙ ΑΝΥΨΩΣΗ ΤΟΥ ΚΑΒΑΦΗ)



Κανένας παλαιότερος τόσο σημερινός στη ρωμιοσύνη,

τη γλώσσα τη χειραγώγησε στην ύπνωση
της ακέραιης φλόγας οπού μάταια
σηκώνει των σκοταδιώνε τα καπάκια,
τη γλώσσα του την πήρε δώθε-κείθε και την έκανε
μια σύριγγα για ενδοφλέβιο τραγούδι
καταναλίσκοντας αργά τους δύσκολους
ενιαυτούς των ελληνίδων λέξεων
αποστηθίζοντας ολάκερο το θάνατο
σε δέκα-δεκαπέντε στίχους
μ’ εκείνη τη μαβιά φωτιά στα μάτια του Φερνάζη
με εκλεκτή συγκίνηση με ιδεώδη λάθη
με χάρισμα χαρούμενο στα ερειπωμένα βάθη.
Τι είναι όμως που κομίζει τα ποιήματα
τι είναι που με δαύτα επωάζει την άβυσσο;
Φεγγάρι μου στη σκοτεινιά ζεστό βυζί της νύχτας
τι είναι – λέγε μου εσύ – τα θάλλοντα ποιήματα;
Μην είναι τα ασημοφώτιστα οστά της Ειμαρμένης;



Νίκος Καρούζος



Καβάφης

Ένας φίλος σου είπε κάποτε
Πως τα ποιήματά σου είναι σαν βάθρα
Χωρίς αγάλματα αλλά εγώ σε είδα
Να περπατάς αργά, λίγο γερτός
Ανάμεσα σε ανώνυμα μαυσωλεία και πεσμένες στήλες
Με σταυρούς και χρονολογίες δίχως ονόματα
Ένα δρομάκι που έχουν κλείσει τα χορτάρια ένα
Κι άλλο πουλί που τραγουδάνε στο θολό φως
Κάποιου λυκόφωτος.
Επίσης σε είδα -όπως σε ένα από τα ποιήματά σου-
Στεφανωμένον με χρωματιστά γυαλιά
Λουσμένον με αρώματα και σπάνιες πούδρες
Μια ανήσυχη μορφή που περικόβει τους χιτώνες της
Μόλις λουσμένους ενάντια στο λιγοστό φως
Κάποιου σπιτιού της Βηρυτού ή της Αλεξάνδρειας.
Σε είδα σε πολλές εικόνες και παρ' όλα αυτά
Δε σε είδα να γελάς
Ή να διευθύνεις κάποια σημαντική επιχείρηση:
Ποτέ δεν είχα μια οριστική μορφή δίκη σου.
Σε βλέπω πάντα σ' ένα καφενείο
Με τη χωρίστρα σου και το μισοχαμόγελό σου
Κοιτάζοντας στα μάτια τ' αγόρια που περνάνε
Επιθυμώντας τη χαμένη λαμπρότητα των σωμάτων.


Victor Coral
μετάφραση: Ρήγας Καππάτος



Ο Καβάφης αντικρούει τον Σενέκα

Είσαι σαν λούλουδο, είπε στα γερμανικά.
Τo 'λεγε στον καθένα. Δεν ήθελε να πιστέψει
πως η Αλεξάνδρεια ήταν ένα από κείνα τα πορνεία,
δώρα των θεών, όπου κινούμεθα
εν πλήρει ελευθερία. Στο σπίτι του, οδός Λέψιους 7,
δεν άναβε το φως, για να παίζει καλύτερα
με τις απαγορευμένες αναμνήσεις και εικόνες.
Ανάμεσα στις σελίδες παλιών βιβλίων
έψαχνε τις βλεφαρίδες σου. Καμιά φορά
σου 'λεγε, εσένα ή σε κάποιον άλλον επισκέπτη:
«Έχω διάθεση να περάσω στο υπνοδωμάτιο».
Αυτή η προφορά, όλο και πιο λεπτή
καθώς προσπέρναγε τις γρίλιες!
Τραβούσε τον αποπνικτικό υφαντό ουρανό
με χέρια λευκά, νωθρά, ωραία.
Δες, τι μου έκαναν,
έμοιαζε να λέει, τι έγραψαν
πάνω μου. Πάρτο!

Joachim Sartorius

μετάφραση: Σπύρος Μοσκόβου


Καβάφης
Εκείνο το βράδυ έφυγε το φθινόπωρο’ στην αίθουσα του χορού μήτε ψυχή,
Βουβό το ακορντεόν, τα πολύχρωμα φώτα κρέμονταν σβηστά.
Όμως αυτός κάθησε όπως πάντα στον κήπο, τα μαλλιά του χτένιζε ανέμου πνοή,
Το ψάρι ασήμιζε στο πιάτο, και στο ποτήρι το κρασί λαμπύριζε κοκκινωπά.

Εκεί, κάτω απ’ τα φανάρια που λικνίζονταν, ατένισε τα πλοία καθώς γυρνούσαν
Στο στενό τους καταφύγι, ώσπου, σαν κι εκείνα, φανερωμένη μέσα στη νυχτιά
Είδε τη ζωή του ολόκληρη να ξεχειλίζει, τα θραύσματα της από μια ρωγμή αναπηδούσαν,
Εξήντα χρόνια μέσα στον πόθο, τον τρόμο και τη χαρά.

Έφερε το ποτήρι ως τα χείλη του, μα ήταν πικρή η γεύση,
Μπρος στην πόρτα ο σερβιτόρος ρίγησε, κι αναπήδησε, να νιώσει λίγη ζεστασιά’
Αναλογίστηκε το νεανικό του χάρισμα της Τέχνης, πως είχε, αλίμονο, εκπνεύσει,
Τα πλοία που επιστρέφαν άδεια, τον ίδιο, που ήταν γέρος πια.

Μα καθώς το κρασί πύρωσε τα σωθικά του, το θάρρος φούντωσε ξανά.
Ώσπου σιγά σιγά, άρχισε ν’ αναθυμάται μες στην αχλύ
Τα χείλη που πόθησε, τις σκιές που πήρε στο κατόπι, και τα πολλά
Τα μάταια ταξίδια, όπου σπατάλησε όλη του τη ζωή.

Έπειτα, αν και τα χέρια του τρέμαν, και τ’ αδύναμά του μάτια ήταν υγρά,
Στράγγιξε το ποτήρι μέχρι τον πάτο, ρούφηξε την πικρή αλήθεια
Και δεν ένιωσε ούτε ξεπεσμό, ούτε θλίψη, ούτε τύψη καμιά,
Μα μόνο περηφάνια για της νιότης του την τρελή απείθεια.


Francis King

μετάφραση: Σάκης Σερέφας


Για τον Κωνσταντίνο Καβάφη

Διαβάζοντας το βιβλίο σου
σε βλέπω τώρα
πάλι στην Αλεξάνδρεια σου,
(γέρνοντας στη βιτρίνα ενός καταστήματος,
όπου το φως
πιάνει τη σκόνη κι αγγίζει τα χαρακτηριστικά ενός νέου μέσα.
Τον παρακολουθείς και βλέπεις την εικόνα σου
να διαθλάται μες στο τζάμι)
φεύγεις, κι οι τελευταίες λέξεις ενός ποιήματος
σου έρχονται στο νου:
«Κατόπι - στην τελειωτέρα κοινωνία –
κανένας άλλος καμωμένος σαν εμένα
βέβαια θα φανεί κ' ελεύθερα θα κάμει...»
Καμιά φορά,
θυμάμαι τις σιωπές μου,
το χαμένο χρόνο μου
τη γραμμή των καμένων κεριών
και, Καβάφη, απελπίζομαι μαζί σου,
κι ύστερα, καμιά φορά,
σκέφτομαι : αυτοί 'ναι οι καλύτεροι καιροί
εγώ 'μαι κείνος.



Ian Young
μετάφραση: Ανδρέας Αγγελάκης





«Επί ασπαλάθων ...»

Ήταν ωραίο το Σούνιο τη μέρα εκείνη του Ευαγγελισμού
πάλι με την άνοιξη.
Λιγοστά πράσινα φύλλα γύρω στις σκουριασμένες πέτρες
το κόκκινο χώμα κι ασπάλαθοι
δείχνοντας έτοιμα τα μεγάλα τους βελόνια
και τους κίτρινους ανθούς.
Απόμακρα οι αρχαίες κολόνες, χορδές μιας άρπας αντηχούν ακόμη ...

Γαλήνη.
- Τι μπορεί να μου θύμισε τον Αρδιαίο εκείνον;
Μια λέξη στον Πλάτωνα θαρρώ, χαμένη στου μυαλού τ' αυλάκια·
τ' όνομα του κίτρινου θάμνου
δεν άλλαξε από εκείνους τους καιρούς.
Το βράδυ βρήκα την περικοπή:
«Τον έδεσαν χειροπόδαρα» μας λέει
«τον έριξαν χάμω και τον έγδαραν
τον έσυραν παράμερα τον καταξέσκισαν
απάνω στους αγκαθερούς ασπάλαθους
και πήγαν και τον πέταξαν στον Τάρταρο, κουρέλι».

Έτσι στον κάτω κόσμο πλέρωνε τα κρίματά του
ο Παμφύλιος Αρδιαίος ο πανάθλιος Τύραννος.


Γιώργος Σεφέρης


Ο χώρος του ποιητή

Το μαύρο, σκαλιστό γραφείο, τα δυο ασημένια κηροπήγια,
η κόκκινη πίπα του. Κάθεται, αόρατος σχεδόν, στην πολυθρόνα,
έχοντας πάντα το παράθυρο στη ράχη του. Πίσω από τα γυαλιά του,
πελώρια και περίσκεπτα, παρατηρεί τον συνομιλητή του,
στ’ άπλετο φως, αυτός κρυμμένος μες στις λέξεις του,
μέσα στην ιστορία, σε πρόσωπα δικά του, απόμακρα, άτρωτα,
παγιδεύοντας την προσοχή των άλλων στις λεπτές ανταύγειες
ενός σαπφείρου που φορεί στο δάχτυλό του, κι όλος έτοιμος
γεύεται τις εκφράσεις τους, την ώρα που οι ανόητοι έφηβοι
υγραίνουν με τη γλώσσα τους θαυμαστικά τα χείλη τους. Κι εκείνος
πανούργος, αδηφάγος, σαρκικός, ο μέγας αναμάρτητος,
ανάμεσα στο ναι και στο όχι, στην επιθυμία και τη μετάνοια,
σαν ζυγαριά στο χέρι του θεού ταλαντεύεται ολόκληρος,
ενώ το φως του παραθύρου πίσω απ’ το κεφάλι του
τοποθετεί ένα στέφανο συγγνώμης κι αγιοσύνης.
«Αν άφεση δεν είναι η ποίηση, – ψιθύρισε μόνος του –
τότε, από πουθενά μην περιμένουμε έλεος».

Γιάννης Ρίτσος


Νέοι της Σιδώνος, 1970
Κανονικά δεν πρέπει να 'χουμε παράπονο
Καλή κι εγκάρδια η συντροφιά σας, όλο νιάτα.
Κορίτσια δροσερά — αρτιμελή αγόρια
Γεμάτα πάθος κι έρωτα για τη ζωή και για τη δράση.
Καλά, με νόημα και ζουμί και τα τραγούδια σας
Τόσο, μα τόσο ανθρώπινα, συγκινημένα,
Για τα παιδάκια που πεθαίνουν σ' άλλην ήπειρο
Για ήρωες που σκοτώθηκαν σ' άλλα χρόνια,
Για επαναστάτες Μαύρους, Πράσινους, Κιτρινωπούς,
Για τον καημό του εν γένει πάσχοντος Ανθρώπου.
Ιδιαιτέρως σας τιμά τούτη η συμμετοχή
Στην προβληματική και στους αγώνες του καιρού μας
Δίνετε ένα άμεσο παρών και δραστικό — κατόπιν τούτου
Νομίζω δικαιούσθε με το παραπάνω
Δυο δυο, τρεις τρεις, να παίξετε, να ερωτευθείτε,
Και να ξεσκάσετε, αδελφέ, μετά από τόση κούραση.
(Μας γέρασαν προώρως, Γιώργο, το κατάλαβες;)

Μανόλης Αναγνωστάκης


Κ.Π. Καβάφης


Στα κρίσιμα ερωτήματα
για να 'σαι πεπεισμένος
της ιστορίας ζήταγες
επίμονα τη γνώμη.

Κι οι στίχοι σου
άσβηστα κεριά
μείναν στου χρόνου
τους βοριάδες.

Της ιθαγένειας γκρέμισε
τα τείχη η ποίησή σου
κι ο στοχασμός της έγινε
κάθε ψυχής Ιθάκη.

Κώστας Πηγαδιώτης


Τα τείχη

Χωρίς περίοδον, χωρίς αιδώ, χωρίς προφυλακτικόν
μεγάλα στήθη υψώθηκαν τριγύρω μου
κι εγώ μέσα στα τείχη.
Τι τύχη! Τι ήχοι! Σκέπτομαι και ορμώ
διότι πράγματα πολλά, μέσα είχον να κάμω.
Αλλά αλλιώς τα είπε, Μανταλένα μου
man to man Λένα μου
κι αλλιώς ιδίοις όμμασι τα είδον από σένα.
Κι ήρθεν ο φίλος ο περαστικός
κι εμπήκεν εις τα τείχη.
Ανεπαισθήτως μ' έκλεισαν από τον κόσμο έξω.
Ανάβω το τσιμπούκι μου, κάνω πως κατουρώ
Μα! Δεν άκουσα ποτέ κρότον θύρας ή έστω το
κατρακύλησμα μιας πέτρας!
Πώς ενεμφανίσθη;
Πίσσα! Σκοτάδι εις την Πνύκα!
"Εν τούτω Πνύκα", είπα μέσα μου
και να! Βυθίζομαι τώρα εδώ στα τείχη τα μοιραία.
Μοιραίως θα δικαιωθώ και θα δοθώ παρέα!
Άλλο δε σκέπτομαι, το νου μου σημαδεύει τούτη η τύχη.
Ομολογώ: "Ανέβασα τον πήχη!"

Μαρία Γκόλια


Έτσι κι αλλιώς

Ένα χαμόγελο πικρό θά ‘χες στα χείλη.
Πίσω από τα βλέφαρα μόλις που θα κρατούσες το δάκρυ,
σκύβοντας ν’ απιθώσεις στα χείλη μου απαλά

το στερνό σου φιλί.

Ύστερα με αργό, επίσημο βήμα

θα κινούσες να βγείς από την κάμαρη,

αφήνοντας να σέρνεται ελαφρά στο πάτωμα

το μακρύ σου πανωφόρι.
Έτσι ωραία τα είχα φανταστεί. Ποιητικά.
Όμως γελάστηκα και πάλι. Γιατί,
αφού κατακόκκινη μ’ έβρισες υστερικά,
έφυγες βιαστική,
βροντώντας πίσω σου την πόρτα,
χωρίς να σου περάσει ούτε στιγμή από το νου,
πως έτσι κι αλλιώς,
εγώ τους στίχους θα τους έγραφα.

Αντώνης Θ. Παπαδόπουλος


Καβάφης
Πέταξαν τις στάχτες σου στη θάλασσα;
Ή σάπισες κι εσύ μ' όλους τους άλλους;
Θα συνάντησες πολλούς σ' εκείνο το μακρινό σου ταξίδι
που δεν είχαν καν ακούσει το όνομά σου.
Θα συνάντησες κι άλλους που έπιναν νερό στ' όνομά σου.
Τι κι αν δεν πήρες το Νομπέλ.
Πήρες όμως αγάπη από τους ανθρώπους.
Και που δεν μεταφράστηκες.
Κι από ποιον δεν διαβάστηκες.
Και σίγουρα θα κουραζόσουν από τις ατέρμονες αναλύσεις τους
τις ενδελεχείς αποτιμήσεις της Τέχνης σου
τις ευρηματικές διδακτορικές διατριβές όλων των "ειδημόνων".
Αποσυναρμολογούν και συναρμολογούν τους στίχους σου
οι κάθε λογής καβαφιστές και οι καβαφολόγοι.
Σε βάλαν χειρουργείο κανονικά καημένε μου Καβάφη.
Χωρίς περίσκεψη.
Χωρίς αιδώ.
Χωρίς καν να έχουν νιώσει το άρωμα που η ποίησή σου αποπνέει.
Με την κρυφή ελπίδα να ξεψυχήσεις στα δικά τους χέρια την ώρα της εγχείρησης
(για να 'χουν έπειτα να καυχώνται πως εγνώριζαν μόνοι αυτοί καλά τον ένδοξο νεκρό.)
Και τώρα βρέθηκε και κάποιος να πει δημόσια πως δεν άξιζες.
Επιστρατεύοντας πλήθος επιχειρημάτων.
Για να καταρρίψει τον μύθο.
Για να αποδείξει περίτρανα πως "η ποικίλη δράση των στοχαστικών προσαρμογών"
είναι τελικά μια ουτοπία.
Πως όλα σχετικά με σένα ήταν πολύ κακό για το τίποτα.
Ξέρω πως αν τον είχες απέναντί σου,
βαθιά μέσα στα μάτια θα τον κοιτούσες.
Θα του έκλεινες έπειτα πονηρά το μάτι
χτυπώντας τον ελαφρά στον ώμο
και με γενναιόδωρη τη διάθεση θα του ψιθύριζες:
"Είναι κι αυτή μια στάσις. Νιώθεται".

Και θα το εννοούσες.

Ασημίνα Ξηρογιάννη


Αναλογία


Εσύ,
μοιάζεις με τα πρόσωπα στον Καβάφη.
Βυθισμένος στην ηδονή
περιπλανιέσαι στις οδούς,
μεθάς με αντρικά σώματα
και το μελαχρινό σου πρόσωπο δείχνει λιγάκι ωχρό
αν το κοιτάξεις μέσα από τους βρώμικους καθρέφτες των καταγωγείων
όπου συχνάζεις τις νύχτες.
Και συ.
Απολαμβάνεις άνομους έρωτες σε μισοφωτισμένες κάμαρες κρυφές.
Πηγαίνεις πάντα όπου το σώμα σου σε πάει.
Δίχως τύψεις ή ενοχές ρεμβάζεις την αγάπη.
Δίχως να εγκλωβίζεσαι σε "πρέπει" και σε "μη".
Είσαι διάφανος όπως όλοι όσοι σε ερωτεύονται.
Ανέμελος ξεγλιστράς σα σκιά
και μόνο η σάρκα σου φροντίζεις να λατρευτεί,
συλλέγοντας στη μνήμη σου κάθε άγγιγμα, άρωμα και φιλί.
Τώρα γράφεις και ποιήματα υπό το συνωμοτικό φως των κεριών.
Απελευθερώνεις τη φαντασία σου μήπως και νικήσεις τα γηρατειά
-γιατί στη σκέψη τους πεθαίνεις.
Και θεατρίνος γι' αυτό έγινες.
Να εξωραΐσεις λιγάκι την κραιπάλη.
Να δικαιολογήσεις τον έκλυτό σου βίο.
Να ζεις άπειρες ζωές και να 'χεις άλλοθι.
Εσένα,
σε αθωώνει η Τέχνη.

Ασημίνα Ξηρογιάννη



Απάντηση στον Καβάφη

Όταν ο Οδυσσέας στην Ιθάκη
κατάφερε να φτάσει με καράβι
απ' των Φαιάκων το φιλόξενο νησί
θα απαντούσε τότε στον Καβάφη:
-Ήταν μακρύς ο δρόμος μου ποιητή
κατάλαβα τι σήμαινε η Ιθάκη
και το ταξίδι δεν τελείωσε ακόμα
μπορεί εγώ να γύρισα εδώ
στην περιπέτεια ο νους μου ακόμα ταξιδεύει.

Θεοχάρης Παπαδόπουλος



Κροίσος



Έζησες χωρίς προβλήματα,
μέσα στον πλούτο και στη χλιδή,
μέσα σε μύριες ηδονές.
Σαν ήρθε ο Σόλωνας,
με χλευασμό, τον έδιωξες.
Μα σαν θαρθούν οι Πέρσες
(οι Πέρσες που θαρθούν το δίχως άλλο)
και σαν σε βάλουν πάνω στην πυρά
θα ‘ναι αργά να θυμηθείς του Σόλωνα τα λόγια.


Θεοχάρης Παπαδόπουλος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου