Πέμπτη 30 Απριλίου 2020

Κώστας Αρκουδέας - Η νόσος της αδράνειας



«Τα ωραιότερα μυαλά της γενιάς μας έχουν καεί», είπε ο γιατρός κοιτώντας έξω από το παράθυρο.
Ο Δήμος ακολούθησε μηχανικά το βλέμμα του. Κόντευε να μεσημεριάσει, αλλά ήταν σαν να μην είχε ακόμα ξημερώσει. Ο ουρανός βαρύς, μολυβής, δίχως ανοίγματα, έπεφτε πάνω σου και σε πλάκωνε. Από το ιατρείο στον πρώτο όροφο έβλεπες απέναντι ένα ετοιμόρροπο κτίριο με τρύπες στους τοίχους να χάσκουν, λες και είχε πληγεί από οβίδες. Στην πρόσοψη, κάποιος είχε γράψει με μαύρο σπρέι: «Πατρίδα μου είναι εκεί που μίσησα».
«Πήραν τις καλύτερες ιδέες μας και τις χρησιμοποίησαν, τις έκαναν δικές τους», συνέχισε ο γιατρός και στη φωνή του υπήρχε μια χροιά μελαγχολικής βεβαιότητας. «Ψάχνουμε τώρα να βρούμε άκρη και δεν βρίσκουμε τίποτα, τίποτα που να μας κάνει να πιστεύουμε ότι αξίζει τον κόπο».
Παρά τον χαμό που επικρατούσε έξω από το ιατρείο του, με τους ασθενείς να συνωστίζονται και να διαμαρτύρονται για την καθυστέρηση περιμένοντας στην ουρά, με τη γραμματέα του να τους βάζει ανά διαστήματα τις φωνές προσπαθώντας να τους επαναφέρει στην τάξη, ο γιατρός είχε διάθεση για κουβεντούλα. Ήταν ένας εύσαρκος σαραντάρης με αραιά ξανθά μαλλιά και γαλανά ξεπλυμένα μάτια. Ταξινομούσε τα έγγραφα με ακρίβεια, σαν χαρτονομίσματα, και στοίβαζε τα αντικείμενα στο γραφείο του ανά μέγεθος λες και ήταν μάρκες. Θεωρείτο από τις κορυφές στο είδος του, ένας από τους πρώτους που ασχολήθηκαν με την ασθένεια που εξαπλωνόταν σαν επιδημία απ’ άκρη σ’ άκρη στον κόσμο.
Ο Δήμος δεν συμμεριζόταν το κέφι του. Η χτεσινοβραδινή νύχτα τον είχε εξοντώσει. Η Μάχη στριφογύριζε στο στρώμα της και παραμιλούσε όλη την ώρα. Τιναζόταν κάθε λίγο και λιγάκι λες και τη διαπερνούσε ηλεκτρικό ρεύμα. Υποχρεώθηκε στο τέλος να τη βάλει με το ζόρι στο μπάνιο για να τη συνεφέρει. Της έτριψε το σώμα με μαλακό σφουγγάρι και την έλουσε με προσοχή, γιατί το σαμπουάν στα μάτια την ενοχλούσε. Της στέγνωσε το κεφάλι με το σεσουάρ και παίρνοντάς την αγκαλιά, την έβαλε πάλι για ύπνο. Όταν πήγε ο ίδιος για μπάνιο, ήταν κάθιδρος.
«Εξετάσαμε τη γυναίκα σου και…» είπε ο γιατρός.
«Δεν είναι γυναίκα μου», τον διόρθωσε ο Δήμος. «Είναι η σύντροφός μου».
«Η σύντροφός σου», συνέχισε απτόητος ο γιατρός, «πάσχει απ' το σύνδρομο της παραίτησης. Εκείνο που αστειευόμενοι μεταξύ μας ονομάζουμε “δύναμη της αδράνειας”. Έκανε αρχικά την εμφάνισή του στη Σουηδία, κυρίως σε παιδιά προσφύγων. Ύστερα επεκτάθηκε σε νεαρά άτομα ανεξαρτήτως εθνικότητας. Τώρα εξαπλώνεται αδιακρίτως. Χτυπάει νέους, γέρους, παιδιά, άντρες, γυναίκες – τους πάντες».
Η ασθένεια της Μάχης είχε εκδηλωθεί σε χρόνο ανύποπτο. Ο Δήμος της είπε κάτι ένα πρωινό – δεν θυμόταν τι – και η Μάχη δεν του αποκρίθηκε, πράγμα ασυνήθιστο γι’ αυτήν. Από τη μέρα εκείνη έφευγε σιγά σιγά από κοντά του. Ο Δήμος προσπάθησε να την επαναφέρει, αλλά του κάκου. Η σύντροφός του έπαψε να γράφει, να διαβάζει, να μιλάει, να τρώει και να πίνει, να ενδιαφέρεται για οτιδήποτε.
Πριν από την εκδήλωση της νόσου, η Μάχη διατηρούσε μια φρεσκάδα και μια πνευματική επαγρύπνηση που την έκαναν αξιολάτρευτη. Υπήρχαν όμως στιγμές που μαζευόταν πάνω της, σαν γκρίζο σύννεφο, η θλίψη όλου του κόσμου. Επιτυχημένη μεταφράστρια, με πολλές διακρίσεις, είχε παρατήσει τη δουλειά της στη μέση, κάτι πρωτόγνωρο γι’ αυτήν. Ο εκδότης με τον οποίο συνεργαζόταν τον τελευταίο καιρό τηλεφωνούσε συνεχώς ζητώντας από τον Δήμο να παρέμβει για να του παραδώσει τα κείμενα που είχε αναλάβει κι εκείνος δεν ήξερε τι να του πει. Έβλεπε τη Μάχη να τριγυρίζει καπνίζοντας μες στο σπίτι σαν φάντασμα, να σκοτώνει την ώρα της χαζολογώντας, να μην ασχολείται με τίποτα ουσιαστικό. Όσες φορές επιχείρησε να της πιάσει κουβέντα, η απάντησή της ήταν ένα μορφασμός δυσφορίας.
Το μόνο που του είπε κάποια στιγμή, όταν τη ρώτησε τι είχε, ήταν:
«Γιατί κάποιες στιγμές όλα μοιάζουν στείρα, χωρίς νόημα; Μπορεί κανείς μας να περιγράψει το κενό;»
Η φωνή της ήταν άχρωμη, αλλοιωμένη. Ο Δήμος θορυβήθηκε μόλις την άκουσε. Η Μάχη ήταν η προσωποποίηση της φιλοπραγμοσύνης. Είχε τη μοναδική ικανότητα να κάνει αγνώριστα τα αντικείμενα, να τα παίρνει και να τα μεταμορφώνει σε καινούργια. Έπαιρνε, για παράδειγμα, τα φλιτζάνια του καφέ, τα επιχρωμάτιζε και τους έδινε ονόματα από ηρωίδες στα παραμύθια: Ραπουνζέλ, Ωραία Κοιμωμένη, Μόμο… Ή, άδειαζε τα βάζα με τις νησιωτικές πετρούλες σε μια γωνία του σπιτιού, τις ανακάτευε με «κβαντικό τρόπο», όπως έλεγε, και στο τέλος άναβε πλάι τους ένα κεράκι, με συνέπεια η μέχρι πρότινος αδιάφορη γωνία να μεταμορφωθεί σε κάτι ξεχωριστό. Όλα τα πράγματα του σπιτιού έμοιαζαν να μετασχηματίζονται στο πέρασμά της.
Με τα μάτια καρφωμένα στο ετοιμόρροπο κτίριο απέναντι, ο Δήμος ρώτησε τον γιατρό:
«Σχετικά με το σύνδρομο που αναφέρατε… υπάρχει θεραπεία;»
Ο γιατρός έκανε μια γκριμάτσα απαρέσκειας και συνόδεψε την απάντησή του μ’ ένα μικρό τικ στον αριστερό ώμο.
«Όχι ακόμα. Είναι καινούργιο φρούτο. Αχαρτογράφητη περιοχή. Είναι λες και κάποιοι αποσυνδέουν το συνειδητό κομμάτι του εγκεφάλου τους για να μεταβληθούν σε ζωντανούς-νεκρούς. Αδιαφορούν για τα πάντα. Αν δεν τους πάμε σε κέντρα αποκατάστασης, πεθαίνουν από ασιτία».
Κοίταξε έντονα τον Δήμο, λες και πάσχιζε να τον ψυχανεμίσει.
«Εκτός κι αν βρεθούν δίπλα τους κάποιοι που νοιάζονται πραγματικά...» πρόσθεσε. Δεν ολοκλήρωσε τη φράση του. «Γίνονται πολλές έρευνες αυτή τη στιγμή για να βρεθούν αντίδοτα».
Όπως του είπε στη συνέχεια ο γιατρός, τα στάδια της νόσου ήταν πέντε. Το πρώτο στάδιο αφορούσε τα αρχικά συμπτώματα, το δεύτερο στάδιο ήταν μια ήπιας μορφής εκδήλωση της νόσου, το τρίτο στάδιο απαιτούσε μια ήπιας μορφής ιατρική παρακολούθηση, το τέταρτο στάδιο απαιτούσε συνεχή ιατρική παρακολούθηση και στο πέμπτο ή τελικό στάδιο, ο ασθενής βυθιζόταν σε κώμα και υποστηριζόταν μηχανικά.
«Η γυν… η σύντροφός σου», είπε ο γιατρός και σημείωσε κάτι στο μπλοκάκι του, «βρίσκεται ανάμεσα στο δεύτερο και το τρίτο στάδιο. Πώς είπαμε το όνομά σου;»
«Δήμος Πολέμης».
Ο γιατρός το σημείωσε και πρόσθεσε πλάι του έναν αστερίσκο.
«Θα χρειαστεί να την ξαναδώ σύντομα. Στο μεταξύ, πέρνα να πάρεις τα αποτελέσματα των εξετάσεων. Φεύγοντας, άσε τα στοιχεία σου στη γραμματέα μου και ζήτα της νέο ραντεβού».
Βγαίνοντας από το νοσοκομείο, ο Δήμος συνειδητοποίησε πόσο κουρασμένος αισθανόταν. Ράκος. Ήθελε όσο τίποτα να βρισκόταν αυτή τη στιγμή στο κρεβάτι του. Τα μεσημέρια δεν κοιμόταν αρκετά, ακόμα κι αν ήταν πτώμα στην κούραση – μισή ωρίτσα, άντε τρία τέταρτα το πολύ. Του αρκούσε για να κόψει την ημέρα στα δύο, να τη διαχωρίσει σε πρωί και απόγευμα, σε μέρα και νύχτα. Έκλεινε για λίγο τον διακόπτη, έσβηνε τη μηχανή και την άφηνε να ξεκουραστεί. Όταν την ξανάβαζε μπροστά, είχε πάρει τα πάνω της. Όσες φορές αδυνατούσε να απολαύσει τη σιέστα του (τι όμορφη λέξη!) ένιωθε σαν χαμένος. Τα μάτια του έκλειναν, το κεφάλι του βούιζε, δεν κατόρθωνε να συγκεντρωθεί, εκνευριζόταν με το παραμικρό. Όταν όμως έπαιρνε τον μεσημεριανό του υπνάκο, όλα κυλούσαν ρολόι. Αρκεί να μη το παράκανε. Μια φορά κοιμήθηκε τρεις ολόκληρες ώρες και όταν σηκώθηκε, δεν μπορούσε να πάρει τα πόδια του. Άσε που βρικολάκιασε και περιφερόταν στο σπίτι όλη τη νύχτα.
Δεν έβλεπε την ώρα να επιστρέψει, να περιποιηθεί τη Μάχη. Θα την τάιζε ριζότο με μανιτάρια που είχε φτιάξει αποβραδίς (το αγαπημένο της φαγητό), σπειρί σπειρί στο στόμα, με υπομονή, γιατί μερικές φορές έσφιγγε τα δόντια της και δεν άφηνε τίποτα να περάσει μέσα. Κατόπιν, αφότου είχε ξεγνοιάσει, θα στρωνόταν στον υπολογιστή και θα άρχιζε να γράφει.
«Πάντοτε γράφω, ποτέ δεν εκδίδω» -αυτό ήταν το μότο του. Όλα τα γραπτά του ήταν τακτοποιημένα σ’ ένα σεντούκι στο βάθος του αναγνωστηρίου, μέσα σε ερμητικά κλεισμένες θήκες για να αποφύγουν τη διάβρωση από τον αέρα και την υγρασία.
«Ξέρω κάποιους που θα έκαναν σαν τρελοί μόλις τα έβλεπαν», του έλεγε η Μάχη.
«Ούτε που να το σκέφτεσαι», της αποκρινόταν. «Έκδοση σημαίνει δημοσιότητα. Απεχθάνομαι τη δημοσιότητα. Είμαι καλά έτσι όπως είμαι».
«Τόση δουλειά και να πάει χαμένη… κρίμα δεν είναι;»
«Μην ανησυχείς», σάρκαζε. «Δεν έχω σκοπό να διαφωτίσω την ανθρωπότητα. Η υδρόγειος θα συνεχίσει να περιστρέφεται και χωρίς εμένα».
«Είσαι δημοσιοφοβικός», τον πείραζε η Μάχη.
«Κι εσύ αιλουροφοβική», της απαντούσε έχοντας κατά νου την απέχθειά της στις γάτες. «Όλοι από κάτι πάσχουμε».
Κάτι τέτοια σκεφτόταν επιστρέφοντας. Τις προηγούμενες μέρες οι ειδήσεις έκαναν λόγο για ακραία καιρικά φαινόμενα. Δεν έπεσαν έξω. Η αφρικάνικη σκόνη έδινε στους δρόμους όψη εξωπραγματική. Τα αυτοκίνητα είχαν σκεπαστεί από ένα άρρωστο κοκκινωπό χρώμα. Είχε βρέξει, κόκκινη βροχή από τα χαμσίνια στην έρημο, εκείνη που στον Μεσαίωνα αποκαλούσαν «αιμάτινη» και τη θεωρούσαν κακό οιωνό. Η σκόνη περιείχε ουσίες βλαπτικές στον ανθρώπινο οργανισμό∙ επικίνδυνα μέταλλα όπως χρώμιο, ψευδάργυρο, βανάδιο και κυρίως μόλυβδο. Οι επιστήμονες συμφωνούσαν πως η γενιά αυτή θα βίωνε τις ισχυρότερες αλλαγές στη γεωλογική Ιστορία της Γης.
Τα στενά ήταν γεμάτα φτωχοδιάβολους που έσερναν χαρτόνια δεμένα με σπάγκο. Από κοντά παλιατζήδες με τρίκυκλα της δεκαετίας του ’60, που διαλαλούσαν ότι καθάριζαν οτιδήποτε υπήρχε στις αυλές και τις ταράτσες σου - καθάριζαν ακόμα κι εσένα. Πιο πέρα, μια ομάδα αστέγων έψαχνε μες στους σκουπιδοτενεκέδες οτιδήποτε μπορούσε να τους φανεί χρήσιμο. Κάποιος από αυτούς, με πατικωμένα λερά μαλλιά και πρόσωπο μαύρο από την απλυσιά, λες και είχε πέσει από καπνοδόχο, γύρισε και του είπε:
«Αν συνεχίσεις να μπερδεύεσαι στα πόδια μου, θα γίνουμε μαλλιά κουβάρια. Να το ξέρεις… τελευταία προειδοποίηση».
Ο Δήμος κοντοστάθηκε.
«Σε μένα μιλάς;»
Ο άλλος δεν τον έβλεπε. Ύψωσε τη φωνή του και άρχισε να κουνάει απειλητικά το δάχτυλό του.
«Τ’ ακούς; Εμείς οι δυο έχουμε τελειώσει».
Ο Δήμος τον προσπέρασε και απομακρύνθηκε. Ο τύπος απευθυνόταν σ’ ένα παγκάκι.
*** 2 ***
Πέρασαν κάμποσες μέρες από τότε. Στην επόμενη συνάντησή τους, ο γιατρός με τα αραιά ξανθά μαλλιά και τα ξεπλυμένα μάτια ανακοίνωσε στον Δήμο πως οι εξετάσεις της Μάχης είχαν δείξει το αναμενόμενο. Δεν υπήρχε βλάβη στο νευρικό της σύστημα. Το μόνο που υπήρχε ήταν η άρνησή της να ζήσει. Εξακολουθούσε να βρίσκεται μεταξύ του δεύτερου και του τρίτου σταδίου της νόσου, σε μια κατάσταση μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, που δεν τους επέτρεπε να πάρουν δραστικά μέτρα. Το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να περιμένουν να δουν πώς θα εξελισσόταν η νόσος. Αν η Μάχη έπαυε να δέχεται τροφή, θα έπρεπε να τραφεί με σωληνάριο. Αν έκλεινε τα μάτια της και βυθιζόταν, αυτό θα σήμαινε ότι περνούσε στο επόμενο στάδιο και τότε έπρεπε να μεταφερθεί σε νοσοκομείο ή σε κέντρο αποκατάστασης για να ξεκινήσουν οι προσπάθειες προκειμένου να αποφευχθεί η πλήρης κατάρρευσή της.
Υπομονή, υπομονή, συλλογίστηκε κακόκεφα ο Δήμος. Η υπομονή είναι αρετή, έλεγαν οι Κινέζοι σοφοί.
Από την ημέρα που έμαθε για το σύνδρομο της παραίτησης, το εντόπιζε σε ολοένα και περισσότερους ανθρώπους. Ήταν πολλοί εκείνοι που ζούσαν μέσα σε σιωπηλή απόγνωση, χωρίς ελπίδα διαφυγής. Παραιτούνταν από τη συνέχεια της ζωής, από το ενδιαφέρον τους για οτιδήποτε. Δεν έτρωγαν, δεν έπιναν, δεν μίλαγαν σε κανέναν. Οι Σουηδοί τους αποκαλούσαν «de apatiska», «οι απαθείς». Η καρδιά τους ήταν ψυχρή, το μυαλό τους κενό, το κορμί τους ένα άδειο κέλυφος.
Η Μάχη, όμως, δεν ήταν έτσι. Είχε την αγάπη τους να τη στηρίζει, να την ισορροπεί κάθε φορά που ταλαντευόταν.
Τότε, γιατί; αναρωτήθηκε.
«Μόνο η υπογραφή σου μετράει. Όλα τ’ άλλα χάνονται», του είπε κάποτε η Μάχη με μια παράξενη λάμψη στα μάτια. «Δε πα’ να έχεις κάνει την τελειότερη μετάφραση του κόσμου, λίγοι θα στο αναγνωρίσουν. Μπορεί να έχεις πάρει ένα μέτριο κείμενο και να το έχεις απογειώσει… ε, και; Δεν το έχεις γράψει εσύ, κι αυτό είναι που μετράει. Απλώς το επεξεργάστηκες, δούλεψες πάνω του. Το πολύ πολύ να πουν “έκανε σπουδαία δουλειά η Μάχη Παπαγεωργίου, όπως πάντα”. Αυτό το “όπως πάντα” είναι που με τρελαίνει. Θεωρούν δεδομένο πως είναι έτσι, πάντα θα είναι έτσι. Και τίποτα σπουδαίο να μην έχεις κάνει, πάλι σπουδαίο θα το θεωρήσουν, για να το ξεχάσουν την επόμενη στιγμή. Γιατί; Επειδή δεν έχει την υπογραφή σου».
Ο Δήμος κατάλαβε πού το πήγαινε. Υπήρχε ένας κόμπος που την εμπόδιζε να προχωρήσει στο επόμενο στάδιο, ήτοι να περάσει από την επαγγελματική επιτυχία στην καλλιτεχνική εμβάθυνση. Το μεγάλο της όνειρο ήταν να γράψει ποίηση, καλή ποίηση, όπως την εννοούσε η ίδια. Κάθε φορά που το επιχειρούσε, όμως, απογοητευόταν. Ανέβαζε τον πήχη πολύ ψηλά, με συνέπεια το αποτέλεσμα να της φαίνεται τιποτένιο, περιφρονητέο, ανάξιο λόγου. Σαν άλλος Κάφκα είχε βαλθεί να ταΐζει το τζάκι του σπιτιού τους με τα «αισθητικά απαράδεκτα κείμενά της», όπως έλεγε.
Αυτός ο κόμπος την οδήγησε στη σιωπή; αναρωτήθηκε.
Δεν ήξερε. Μονάχα υποθέσεις μπορούσε να κάνει. Ίσως να μη μάθαινε ποτέ το γιατί. Αλλά… δεν άντεχε την απλανή ματιά της. Ούτε και τη σιωπή της.
Βγαίνοντας από το γραφείο του γιατρού, ο Δήμος έπεσε πάνω στο πλήθος που συνωστιζόταν έξω από την πόρτα. Η νόσος εξαπλωνόταν ταχύτατα, αθόρυβα, και χτυπούσε αδιακρίτως. Μπορεί στους ενήλικες, ιδίως στους ηλικιωμένους, το σοκ να ήταν μικρότερο, μα ήταν αβάσταχτο να βλέπεις παιδάκια να σε κοιτάζουν πετρωμένα. Το βλέμμα του Δήμου σκάλωσε πάνω σε μια κοπέλα με στεγνά χείλη και μάτια κατσαρίδας.
«Τι κοιτάς, ρε παλιόγερε;» έκανε δύστροπα ο νεαρός που τη συνόδευε.
Παλιόγερε; Πρώτη φορά τον αποκαλούσαν έτσι.
Ο Δήμος τσακίστηκε να βγει έξω, να πάρει ανάσα. Πνιγόταν εκεί μέσα. Ομάδες από σκουροκόκκινα σύννεφα σέρνονταν άτακτα στον ουρανό, λες και πάσχιζαν να ξεφύγουν από κάτι. Μια μυρωδιά βερνικιού πλανιόταν στην ατμόσφαιρα, άλλοτε γλυκερή, άλλοτε πνιγηρή. Οι δρόμοι είχαν μεταβληθεί σε ποτάμια λάσπης. Έβρεχε καταρρακτωδώς τις προηγούμενες μέρες. Η σκόνη είχε κατακάτσει μετατρέποντας τα πεζοδρόμια σε γλιστερά μονοπάτια∙ έπρεπε να προσέχεις σε κάθε σου βήμα για να μη φας τα μούτρα σου. Από δίπλα περνούσαν ασθενοφόρα, με τη σειρήνα στη διαπασών, μεταφέροντας στα Επείγοντα Περιστατικά ανθρώπους με ραγίσματα και κατάγματα.
Ένας διαβάτης σωριάστηκε μπρος στον Δήμο σαν στάχυ θερισμένο στα δύο. Όλοι έσπευσαν να βοηθήσουν εκτός από τον ίδιο – ίσως γιατί κι εκείνος χρειαζόταν βοήθεια. Ήταν έτοιμος να σπάσει.
Σήκωσε ενστικτωδώς το χέρι του και σταμάτησε ένα ταξί.
Ανακουφίστηκε μπαίνοντας μέσα, όχι όμως για πολύ. Η φυσιογνωμία του ταξιτζή τού φάνηκε ασυνήθιστη, σαν αφρικανική μάσκα. Βλέμμα εξόφθαλμο, κυματιστές ζάρες στο μέτωπο, μάγουλα βαθουλωμένα.

«Περάσανε τα γκνου;» τον άκουσε να λέει.
«Ορίστε;»
«Τα γκνου περάσανε ή τα φάγανε οι κροκόδειλοι;»
«Τα γκνου;» απόρησε ο Δήμος.
«Ναι», είπε ο άλλος και του έδειξε τους περαστικούς.
Το ταξί είχε σταματήσει σε κόκκινο φανάρι για να περάσουν οι διαβάτες.
«Δεν ξέρεις τι συμβαίνει με τα γκνου, ε;», κάγχασε ο ταξιτζής. «Στην Αφρική, τα κοπάδια με τα γκνου μεταναστεύουν περνώντας ένα μεγάλο ποτάμι. Στο σημείο που το ποτάμι στενεύει, παραμονεύουν οι κροκόδειλοι. Το πάρτι αρχίζει όταν πέφτουν στο νερό τα πρώτα γκνου και κολυμπάνε για να περάσουν απέναντι. Οι κροκόδειλοι τα αρπάζουν και τα κάνουν μια χαψιά. Μιλάμε για μεγάλο τσιμπούσι! Όταν χορτάσουν οι κροκόδειλοι, φεύγουν και το πέρασμα μένει ανοιχτό για το υπόλοιπο κοπάδι».
«Δεν καταλαβαίνω τι σχέση έχει με…»
Ο Δήμος δεν πρόλαβε να αποσώσει τα λόγια του καθώς ο ταξιτζής γκάζωσε μανιασμένα. Το όχημα βρυχήθηκε, έβγαλε καπνούς.
«Πίσω και σας έφαγα!» γκάρισε.
Μια κοπέλα πήδησε φοβισμένη στο πλάι νομίζοντας πως το αμάξι θα έπεφτε πάνω της. Ο ταξιτζής ξέσπασε σε θριαμβολογίες.
«Χαα… την είδες;»
Οι βολβοί των ματιών του περιστρέφονταν, η φαλάκρα του γυάλιζε, οι ρυτίδες στο μέτωπό του κυμάτιζαν. Άφησε μια κραυγή βλέποντας το φανάρι να γίνεται πράσινο και, έτσι γκαζωμένος όπως ήταν, έφυγε με χίλια.
«Όταν σε διακατέχει έμμονα μια ιδέα, τη βρίσκεις να εκδηλώνεται παντού. Μπορείς ακόμα και να τη μυρίσεις», του είπε ο Δήμος φωνάζοντας για να ακουστεί μες στο πανδαιμόνιο.
Παραδόξως, ο ταξιτζής τον άκουσε.
«Δε χρειάζεται να μου πετάς κλισέ για να μου κάνεις τον καμπόσο», γρύλισε κατεβάζοντας ταχύτητα.
Ο Δήμος σάστισε.
Για λίγο επικράτησε ανακωχή. Στο τέλος, ο ταξιτζής ρώτησε:
«Τι δουλειά κάνεις;»
Ο Δήμος του έδωσε μια απάντηση που του φάνηκε εκείνη τη στιγμή φυσιολογική.
«Ερευνώ το απρόσμενο».
Ο ταξιτζής τον κοίταξε με απροκάλυπτη κακία μέσα από το καθρεφτάκι του οδηγού, σίγουρος πως τον δούλευε.
«Ααα, καλά», είπε και έκοψε κάθε κουβέντα.
Ώσπου να φτάσουν στον προορισμό τους, δεν αντάλλαξαν λέξη.
Όταν ο Δήμος πλήρωνε και ετοιμαζόταν να κατέβει, μια ηλικιωμένη γυναίκα που κρατούσε από το λουράκι ένα μικροσκοπικό σκυλί με λευκό περιποιημένο τρίχωμα, ρώτησε ασθμαίνοντας τον ταξιτζή:
«…Ελεύθερος;»
«Μάλιστα, κυρία μου».
«Να βάλω το σκυλάκι μέσα;»
«Και δεν το βάζεις; Και πάνθηρας να ήταν, μέσα θα τον έβαζα».


*** 3 ***

Ο τύπος παραληρούσε.
«Πείτε μου, ρε, ποιο είναι το μεγαλύτερο λογοτεχνικό βραβείο στην Αμερική;»
Τον κοίταζαν μουδιασμένοι. Κανείς δεν μιλούσε.
«Κάνετε πως δεν ξέρετε, ε;» συνέχισε ξαναμμένος ο τύπος. «Το βραβείο Πούλιτζερ. Και ποιος ήταν αυτός ο Πούλιτζερ; Ένας τυχοδιώκτης από την Ουγγαρία. Άφησε τους Ρεπουμπλικάνους και πήγε για πλάκα στους Δημοκρατικούς. Έβγαζε τα άπλυτα του ενός και του άλλου στη φόρα και τα κονόμαγε μέσα από τις εφημερίδες του. Σκάνδαλα, σκάνδαλα, παντού σκάνδαλα! Ο κίτρινος Τύπος στο μεγαλείο του. Κι όμως, σήμερα θεωρείται σημαντικός όποιος πάρει το βραβείο αυτού του κόπρου».
Το βλέμμα ολονών ήταν καρφωμένο στο στόμιο του όπλου που τους σημάδευε. Και να ήθελαν να μιλήσουν δεν μπορούσαν. Το σάλιο τους είχε στεγνώσει.
Ζω τις τελευταίες μου στιγμές, συλλογίστηκε ο Δήμος.
Και να έλεγες ότι δεν τον είχαν προειδοποιήσει… Μιλούσε τις προάλλες στο τηλέφωνο με έναν γνωστό του που του έλεγε να προσέχει, να έχει τα μάτια του δεκατέσσερα, γιατί ο κόσμος είχε γεμίσει τρελούς. Ο πλέον διαβόητος ήταν ο «Χρονοταξιδιώτης». Εντελώς απρόβλεπτος, εισέβαλε στα διαμερίσματα και εκτελούσε εν ψυχρώ τους ενοίκους. Κατόπιν, έπαιρνε ό,τι ήταν να πάρει και έφευγε αφήνοντας πίσω του μια κάρτα: Time Traveler, με ασημένια ανάγλυφα γράμματα. Άτομο με διαταραγμένο ψυχισμό θεωρούσε πως έκανε κάποιου είδους εκδούλευση στις μελλοντικές γενιές σκοτώνοντας ό,τι δεν του γέμιζε το μάτι.
Ο Δήμος κοίταξε την κάρτα που είχε αφήσει μπαίνοντας ο τύπος. Time Traveler, με ασημί ανάγλυφα γράμματα. Είχε τρυπώσει στην πολυκατοικία και είχε φτάσει μέχρι το διαμέρισμά του, για να τον παρασύρει στη συνέχεια με μια ουδέτερη φωνή που έλεγε «κοινόχρηστα». Τον κορόιδεψε και κατάφερε να τον αιφνιδιάσει. Άφωνος ο Δήμος, είδε να εισβάλει στον χώρο του κρατώντας περίστροφο ο φαλακρός ταξιτζής με τις ρυτίδες στο μέτωπο και τα γκνου.
«Αξίζει αυτός ο κόσμος να παραμείνει ως έχει; Αυτός ο κόσμος, αυτός ο πολιτισμός, ο δικός σας πολιτισμός, το αξίζει; Ρωτάω», έλεγε τώρα ο ταξιτζής.
Σιγή.
Τα χαρακτηριστικά του εξακολουθούσαν να θυμίζουν στον Δήμο αφρικανική μάσκα.
«Αφού δε μιλάτε, θα σας πω εγώ», συνέχισε με βλέμμα που γυάλιζε. «Μια χούφτα πλούσιων, χίλιοι περίπου στον αριθμό, έχουν περιουσία που αναλογεί σε τέσσερα δις συνανθρώπων μας. Όχι μόνο την έχουν, αλλά χρησιμοποιούν κάθε μέσο για να την αυξήσουν. Αυτοί είναι οι αληθινοί εχθροί. Γελάνε τώρα βλέποντάς σας να μην κάνετε τίποτα. “Τόσο ηλίθιοι είναι;” λένε μέσα τους – κι έξω τους μερικές φορές. “Καλά να πάθουν”. Ρωτάω, λοιπόν: αξίζει να παραμείνει όπως είναι ένας κόσμος που έχει τον πλούτο συσσωρευμένο στο ένα τοις εκατό του πληθυσμού, ενώ το υπόλοιποι ενενήντα εννέα πεινάει; Σας φαίνεται δίκαιο;»
Κανείς δεν απάντησε. Το σκοτεινό στόμιο είχε αιχμαλωτίσει τα βλέμματα όλων.
«Ωραία. Εκλαμβάνω τη σιωπή σας ως συγκατάθεση. Πάμε παρακάτω. Αεροπλάνα που κοστίζουν εκατομμύρια δολάρια βομβαρδίζουν με πανάκριβες βόμβες ανθρώπους που ζουν με ένα δολάριο τη μέρα. Σκοτώνουν αμάχους, ακρωτηριάζουν παιδιά. Δε σας φαίνεται καθόλου παράλογο αυτό;» κάγχασε. «Το έχετε συνηθίσει τόσο που σας φαίνεται φυσιολογικό;»
Και πάλι σιγή.
Ο Δήμος συλλογίστηκε ότι το χειρότερο που μπορείς να ευχηθείς μερικές φορές σε κάποιον είναι να παραμείνει ο εαυτός του. Υπάρχουν, για παράδειγμα, κάποιοι που εύχονται να έρθει η Συντέλεια του Κόσμου για να εξαφανίσει το αίσθημα ματαιότητας που τους διακατέχει. Ένα αίσθημα που προέρχεται από την αποτυχία τους σε όλα τα επίπεδα, προσωπικά, κοινωνικά, επαγγελματικά. Μέχρις εδώ, όλα καλά, ή μάλλον αποδεκτά. Ο καθένας μπορεί να κρίνει αν οι επιλογές του ήταν σωστές ή λανθασμένες. Ο καθένας μπορεί να δει αν έκανε όσα ήθελε στη ζωή του. Αλλά το να διαπιστώνεις ότι είσαι ένας τιποτένιος που θέλει να αυτοκτονήσει παίρνοντας στο λαιμό του όλους εκείνους που όχι μόνο λατρεύουν τη ζωή αλλά πασχίζουν να την κάνουν καλύτερη, δεν είναι απλώς παρανοϊκό, είναι κάτι που αγγίζει τις εσχατιές του πιο ανείπωτου εφιάλτη.
«Αφού, λοιπόν, θεωρείτε φυσιολογικά όλα αυτά που σας συμβαίνουν», γρύλισε ο ταξιτζής, «γιατί σας φαίνεται παράλογο ότι μπήκε κάποιος στο σπίτι και σας απειλεί με περίστροφο;»
Συχνά ο Δήμος αναρωτιόταν γιατί όσοι επρόκειτο να εκτελεστούν είχαν τόσο παράξενη ηρεμία. Γιατί δεν ούρλιαζαν, δεν χτυπιούνταν, δεν ικέτευαν να τους χαρίσουν τη ζωή; Είχε για χρόνια αυτή την απορία, ώσπου μελετώντας τις εκφράσεις των μελλοθάνατων μπροστά στο απόσπασμα, σε μια παλιά ασπρόμαυρη φωτογραφία, κατάλαβε. Είχαν ήδη φύγει. Ήταν ήδη αλλού. Γνωρίζοντας ότι πλησίαζε το τέλος τους και ότι δεν υπήρχε τρόπος να το αποφύγουν, έπεφταν σε ένα είδος προθανάτιου νιρβάνα. Σημαντικά και ασήμαντα γεγονότα συγχέονταν, γίνονταν ένα σενάριο, μια ταινία που αφορούσε την ίδια τους τη ζωή. Έμεναν να παρακολουθούν την ταινία απαθείς, σαν θεατές που ανέμεναν καρτερικά το τρομακτικό φινάλε.
Όπως τώρα.
Ο τύπος στράφηκε στη Μάχη, που κοιτούσε αδιάφορα έξω. Η κατάστασή της είχε χειροτερέψει. Πρωτύτερα μετακινιόταν, πήγαινε από δωμάτιο σε δωμάτιο καπνίζοντας σιωπηλή. Τώρα καθόταν στην άκρη του καναπέ – σωριαζόταν για την ακρίβεια – κοιτώντας έξω με άδειο βλέμμα. Αν την άφηνες, μπορούσε να μείνει εκεί για μέρες χωρίς να κάνει τίποτα, να κοιμάται και να ξυπνάει στην ίδια θέση. Έδειχνε να έχει παραιτηθεί εντελώς.
«Ακούει τι λέμε…;» ρώτησε απευθυνόμενος στον Δήμο.
«Ακούει. Απλώς δεν αντιδρά. Όσα λέμε, δεν καταγράφονται στον εγκέφαλό της».
«Πώς λέγεται η αρρώστια της;»
Ήταν η μόνη στιγμή που ο ταξιτζής έδειξε ανθρώπινο πρόσωπο. Θα μπορούσε να χρησιμοποιεί το πρόσωπο αυτό (ή μάλλον, το προσωπείο) στις κοινωνικές του συναναστροφές: να είναι κάποιος υπεράνω πάσης υποψίας, ευυπόληπτος πολίτης, κάποιος που έχει οικογένεια και παιδιά που τον λατρεύουν, που τον αποκαλούν «μπαμπάκα», χωρίς να υποπτεύονται το έρεβος μέσα του. Ο Δήμος τον φαντάστηκε να πλένει τα χέρια του με ειδικό κρεμοσάπουνο για τα μικρόβια, να φτιάχνει υγιεινό πρωινό στα παιδιά του, να τα διαβάζει για το σχολείο και να τα βάζει για ύπνο.
«Δεν ξέρουμε ακόμα», του είπε αργόσυρτα. «Οι γιατροί λένε πως είναι κάτι καινούργιο».
«Γιατροί…» κάγχασε ο άλλος. «Τέλος πάντων, ας μην ανοίξουμε αυτό το θέμα, θα ξημερωθούμε».
Κόμπιασε για μια στιγμή. Ξερόβηξε για να καθαρίσει τη φωνή του και συνέχισε.
«Έχω μια φυσική κλίση προς την υπερβολή, τη μεγαλοστομία. Μα για να γίνω αρεστός στους γύρω μου, άλλαξα. Σε αηδιαστικό βαθμό. Τώρα δεν έχω καμία σχέση με αυτό που ήμουν παλιότερα. Η μόνη που είδε τη φλόγα μέσα μου, η μόνη που με κατάλαβε, ήταν η Κέρα. Η αγαπημένη μου Κερασία. Μόνο αυτή ξέρει την τρέλα που κουβαλάω. Μόνο αυτή ξέρει για πόσα πράγματα είμαι ικανός. Και η γνώση αυτή όχι μονάχα δεν τη φοβίζει, αλλά την κάνει να με λατρεύει ακόμα περισσότερο».
Πήρε ανάσα.
«Πώς να μην αγαπήσεις ένα τέτοιο πλάσμα;» μονολόγησε.
Ο Ιάκωβος πήγε να πει κάτι, αλλά προτίμησε να κρατήσει το στόμα του κλειστό.
Ο τύπος μάντεψε τι ήθελε να του πει.
«Κέρα λέω τη γάτα μου», του εξήγησε.
Αλλάζοντας τη φωνή του, κάνοντάς την πιο ένρινη, πρόσθεσε:
«Κάτσε να σου πω το πώς λειτουργεί αυτή η πόλη, ηλίθιε Ιρλανδέ. Υπηρετούμε τους πλούσιους. Και σε αντάλλαγμα, αυτοί μας ανυψώνουν από την πρωτόγονη βρομιά. Ο Θεός να βοηθήσει αν αθετήσουμε τη συμφωνία μας. Για κείνους δεν είμαστε παρά ένα μάτσο ζώα, ανόητα ζώα…»
Επαναλάμβανε τη σκηνή από ένα έργο.* Ο Δήμος τον φαντάστηκε να βλέπει μετά μανίας σειρές στην τηλεόραση και να αντιγράφει τις πρακτικές των κατά συρροή δολοφόνων.
«Όσο εκείνοι έχουν λεφτά, εμείς θα υπακούμε στα προστάγματά τους», συνέχισε ο άλλος. «Αν δεν το κάνουμε, θα πληρώσουν κάποιον με διπλάσιο μέγεθος απ’ το δικό μας και θα μας πνίξουν στο ποτάμι».
* από τη σειρά «The Alienist»
Τις επόμενες μέρες, ο Δήμος έκανε νοερά επανάληψη της στιγμής που ακολούθησε και πάντοτε έβρισκε κάποια σημεία, ασήμαντες λεπτομέρειες, που έρχονταν να προστεθούν στην αλληλουχία των γεγονότων. Οι λεπτομέρειες αυτές αιφνιδίασαν όχι μονάχα τον «Χρονοταξιδιώτη» αλλά και τον ίδιο για την πιστότητα με την οποία εκτελέστηκαν. Ο τέλειος συγχρονισμός, θα μπορούσε να πει κανείς. Ένα μικρό έργο τέχνης, από την αρχή ως το τέλος.
Αν υπήρχε ένα προτέρημα που ομολογούσε ότι διέθετε ο Δήμος, ήταν τα αντανακλαστικά μου. Αν, για παράδειγμα, ένα γυάλινο ποτήρι άρχιζε να πέφτει από το τραπέζι με κατεύθυνση το πέτρινο δάπεδο, όπου θα γινόταν θρύψαλα, το χέρι του θα το άρπαζε με μια αστραπιαία κίνηση και θα το επανέφερε στη θέση του. Ούτε κι αυτός ήξερε πώς γινόταν. Σημασία είχε πως γινόταν.
Ενόσω ο ταξιτζής μιλούσε έχοντας στρέψει πάνω τους το περίστροφό του, αισθανόταν κυρίαρχος της κατάστασης –ένας μικρός θεός που μπορούσε να τους αφαιρέσει τη ζωή όποτε ήθελε. Όλο αυτό του έδινε μια αίσθηση παντοδυναμίας και μείωνε ελαφρά το βαθμό της επαγρύπνησής του. Ο Δήμος το διέκρινε και μουρμουρίζοντας κάτι που έμοιαζε με «καταλαβαίνω τι θες να πεις» κατευθύνθηκε με ήρεμες, σχεδόν ανάλαφρες κινήσεις προς τη βιβλιοθήκη, όπου άρχισε να ψάχνει στα ράφια, λέγοντας κάτι που έμοιαζε με «νομίζω πως το έχω εδώ, είναι σχετικό με όσα λες…» και συνέχισε να ψαχουλεύει τη βιβλιοθήκη, «…να δεις πού είναι».
Με την άκρη του ματιού του έβλεπε τον Ιάκωβο Δόξα και τον Γιώργο Ρώμα, τους δυο συγκατοίκους του, να τον κοιτάζουν με το στόμα ορθάνοιχτο. Σίγουρα θα σκέφτονταν πάει, του ’στριψε, εδώ ετοιμάζεται να μας εκτελέσει κι αυτός ψάχνει στη βιβλιοθήκη.
Κόντευε μήνας που ο Δήμος τούς είχε νοικιάσει τα δύο εσωτερικά δωμάτια για να μοιράζονται τα έξοδα αλλά και για λόγους ασφαλείας. Ήταν μια εποχή εξαιρετικά δύσκολη από κάθε πλευρά, με αποτέλεσμα πολλά διαμερίσματα του κέντρου να έχουν μετατραπεί σε κοινόβια.
«Μου φαίνεται πως το βρήκα…» συνέχισε να μουρμουρίζει ο Δήμος μες απ’ τα δόντια του, χωρίς να είναι σίγουρος πως οι ασυναρτησίες του έφταναν στα αυτιά του τύπου.
Ήξερε πού στεκόταν. Στο μυαλό του είχε το χάρτη του αναγνωστηρίου όσο και τη θέση του ταξιτζή. Το ακριβές περίγραμμα. Με τις άκρες των δαχτύλων του ανέσυρε από το ράφι το Ανθολόγιο του Σαίξπηρ, στην έκδοση με το σκληρό εξώφυλλο. Έτσι όπως το ανέσυρε, με αυτήν ακριβώς τη φορά, το έφερε πλαγιαστά και το εκσφενδόνισε με δύναμη προς το μέρος του εκτελεστή.
Την επόμενη στιγμή ακούστηκε μια κραυγή, η κραυγή του τύπου, καθώς η κόχη του βιβλίου τον πέτυχε στο λαιμό και του έκοψε την ανάσα. Το όπλο εκπυρσοκρότησε και του έπεσε από τα χέρια. Η σφαίρα καρφώθηκε στο Ανθολόγιο του Σαίξπηρ κάνοντας μια αχνιστή τρύπα στο κέντρο του βιβλίου, για να ακινητοποιηθεί σε στίχους από το έργο του "Με το ίδιο μέτρο":
Αυτό που κοστίζει στον θάνατο
είναι πως τον βιώνεις όταν έρχεται: όταν πεθαίνει
ως και το ταπεινό σκαθάρι που πατάμε
έχει την ίδια αίσθηση του πόνου στο κορμί του με τον γίγαντα.

Ο ταξιτζής έπιασε τον λαιμό του με τα δυο του χέρια προσπαθώντας να ξαναβρεί την ανάσα του, ενώ μούγκριζε από τον πόνο. Η στιγμιαία αδυναμία του, η ολιγωρία του, έδωσαν στον Δήμο την ευκαιρία να αρπάξει το όπλο που συστρεφόταν στα πόδια του και να το στρέψει πάνω του.
«Τώρα θα δεις, καριόλη», ούρλιαξε βγάζοντας από μέσα του όλη την ένταση.
«Μην κάνεις καμιά βλακεία, θα πας φυλακή», άκουσε πλάι του τη φωνή του Ιάκωβου.
«Χτύπα τον όσο είναι καιρός», τον προέτρεψε κοφτά ο Ρώμας. «Εξουδετέρωσέ τον, τώρα ή ποτέ!».
Ο ήρεμος τόνος του Ιάκωβου και η καθοριστική συμβουλή του Ρώμα επανέφεραν τον Δήμο στα συγκαλά του. Πήρε βαθιές ανάσες προσπαθώντας να ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία του.
Βλέποντας πως ο ταξιτζής είχε μπλαβίσει πασχίζοντας να πάρει ανάσα, πως κράταγε τον λαιμό του αφήνοντας ένα συριστικό ήχο, κάτι σαν κκκςςςςςς, χίμηξε πάνω του και του κατάφερε ένα γερό χτύπημα στην πίσω πλευρά του κρανίου με τη λαβή του περίστροφου. Ακούστηκε ένας υπόκωφος ήχος, ανατριχιαστικός σε κάθε περίπτωση, που σκόρπισε τις όποιες αμφιβολίες υπήρχαν για την έκβαση της υπόθεσης.
Ο εισβολέας σωριάστηκε χάμω.
Όλοι τον κοίταξαν έκπληκτοι, σαν να μην το πίστευαν. Ανάμεσά τους και ο Δήμος.
Πόσες πιθανότητες έχεις να πετύχεις στο λαιμό έναν οπλισμένο άντρα με ένα βιβλίο που εκσφενδονίζεις εναντίον του από απόσταση τεσσάρων-πέντε μέτρων, δεν έμαθε ούτε και επεδίωξε ποτέ του να μάθει. Λίγες, υπέθεσε, απειροελάχιστες. Την ώρα εκείνη το μόνο που σκεπτόταν, ήταν «τι έχω να χάσω; Ο παλαβός θα μας εκτελέσει ούτως ή άλλως». Η απελπισία τον όπλισε με κουράγιο, με απίστευτο θράσος και – παραδόξως – με περισσή ακρίβεια. Και, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, με αρκετή δόση τύχης.
Αυτά έλεγε ο Δήμος στους αστυνομικούς που ήρθαν να του πάρουν κατάθεση τις επόμενες ώρες. Βούιζε ο τόπος με το ανδραγάθημα μου. «Σαίξπηρ εναντίον σίριαλ κίλερ», έγραφε μια εφημερίδα στο διαδίκτυο, ενώ μια άλλη είχε τίτλο «Πανίσχυρο όπλο το βιβλίο».
«Πώς θα χαρακτηρίζατε τον άνθρωπο που σας επιτέθηκε;» τον ρώτησε ένας δημοσιογράφος. «Ψυχασθενή; Σαλεμένο; Τρελό;»
«Δεν θα τον έλεγα τρελό», του αποκρίθηκε όσο πιο συνετά μπορούσε. «Θα ’λεγα πως είναι κάποιος που δεν άντεξε το φορτίο των ημερών. Κάποιος που έπεσε σε ξέρα».
*** 4 ***
Μέρα αγαπημένη η Τρίτη, και η Μάχη βρισκόταν ήδη στο αναγνωστήριο. Τα μάτια της ήταν μισόκλειστα. Είχε ξαπλώσει στην άκρη του καναπέ σαν ξωτικό που λιάζεται στο κατώφλι του σπιτικού του. Οι τοίχοι του αναγνωστηρίου ήταν εξ ολοκλήρου καλυμμένοι από βιβλία. Δεν υπήρχε σπιθαμή χώρου ακάλυπτη, θαρρείς και σε προκαλούσαν να τα ανιχνεύσεις, να τα ξεφυλλίσεις, να αρχίσεις να τα διαβάζεις. Αρκούσε να δεις κάποιες ράχες για να καταλάβεις πως εκεί μέσα ήταν συγκεντρωμένη η αφρόκρεμα της παγκόσμιας διανόησης. Στις άκρες του δωματίου υπήρχαν δύο γραφεία με υπολογιστές, πάνω στα οποία δέσποζαν λαμπατέρ που έλουζαν το χώρο με ένα γλυκό μελί φως. Από τα ηχεία ερχόταν μια χαμηλής έντασης μουσική, χωρίς λόγια ώστε να μην αποσπά την προσοχή, ένα μουσικό χαλί που έσβηνε τους εξωτερικούς θορύβους και σου επέτρεπε να βυθιστείς στην ανάγνωση. Η ευωδιά των βιβλίων αναμειγνυόταν με τη μυρωδιά του ξύλου στο τζάκι και την οσμή της επερχόμενης βροχής που πλημμύριζε το χώρο από τη μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα.
Ο Ιάκωβος Δόξας και ο Γιώργος Ρώμας ήταν ήδη εκεί παίζοντας ένα δικής τους επινόησης παιχνίδι. Το αποκαλούσαν «Η παρτίδα των εννοιών». Ο πρώτος διάλεγε μια έννοια από το παρελθόν και ο άλλος προσπαθούσε να καταλάβει από ποια έννοια έχει αντικατασταθεί στην εποχή μας.
«Η σειρά σου», είπε ο Ρώμας στον Ιάκωβο.
Το σκέφτηκε λίγο.
«Αφοσίωση», είπε στο τέλος.
Η απάντηση του Ρώμα ήταν άμεση.
«Ναρκισσισμός».
Για μια στιγμή εξέτασαν την αντιστοιχία. Κουνώντας συγκαταβατικά το κεφάλι του, ο Ιάκωβος προχώρησε στην επόμενη.
«Ανιδιοτέλεια».
Η απάντηση του Ρώμα ήταν:
«Ανταγωνισμός».
«Τρυφερότητα», είπε ο Ιάκωβος.
«Μάχη για επιβίωση», απάντησε ο Ρώμας.
«Εε, κλέβεις, δεν είναι μία λέξη. Τέλος πάντων, ας το πάρει το ποτάμι. Συμπόνια», συνέχισε ο Ιάκωβος.
«Αρπακτικότητα».
Χαμογελώντας, ο Ρώμας πρότεινε να αλλάξουν σειρά. Ο Ιάκωβος δέχτηκε.
«Αλληλεγγύη», είπε ο Ρώμας.
«Υστεροβουλία», του απάντησε ο Ιάκωβος.
«Δικαιοσύνη».
«Έλλειψη ηθικών φραγμών».
«Αυτή τώρα είναι μία λέξη, έτσι δεν είναι;» σάρκασε ο Ρώμας, που είχε αρχίσει να το απολαμβάνει. «Ευσπλαχνία».
«Σκληρότητα».
«Ευγένεια».
«Δυστροπία».
«Αγάπη».
«Εγωπάθεια».
Για λίγο επικράτησε σιγή. Ο Ιάκωβος κάτι πήγε να πει, αλλά το μετάνιωσε.
«Οι παλιές αξίες είναι σαν τα χαμένα επαγγέλματα», είπε ο Ρώμας κουνώντας δύσθυμα το κεφάλι του. «Του τσαγκάρη, του εφημεριδοπώλη, του σαμαρά, του σαλεπιτζή. Μόνο οι ιστορικοί ασχολούνται μαζί τους».
«Και κάτι ψώνια σαν εμάς», συμπλήρωσε ο Ιάκωβος.
Ο Δήμος είχε πάψει από ώρα να τους παρακολουθεί. Το βλέμμα του ήταν στραμμένο στη Μάχη, που κοίταζε έξω, τον ουρανό. Ήταν θεοσκότεινος. Στο μυαλό του σχηματίστηκε μια εικόνα. Ξαπλωμένοι ο ένας πλάι στον άλλον να κοιτάζονται χωρίς να μιλούν, χωρίς να αγγίζονται ή να φιλιούνται.
"Δεν κάνουμε τίποτα. Απλώς κοιταζόμαστε. Βαθιά στα μάτια. Σπονδή στον ανέμελο χρόνο. Στις άγιες των αγίων στιγμές. Στα χλομά φεγγάρια της αυγής και στα παραμύθια με καλό τέλος. Ακόμα και με το βλέμμα, όμως, κάνουμε έρωτα".
Έπειτα γινόταν κάτι μαγικό, που έφερνε στην επιφάνεια την εκρηκτική ιδιοσυγκρασία της Μάχης, το σπάνιο ταμπεραμέντο της. Ήταν ικανή να περάσει μια ολόκληρη μέρα κάνοντας έρωτα, δίχως σημάδια κόπωσης, πλημμυρίζοντας τα σεντόνια με κάθε είδους αφροδισιακά υγρά.
Η ερωτική τους σχέση ήταν τόσο δυνατή που επικάλυπτε οτιδήποτε άλλο. Είχαν κατά καιρούς επιχειρήσει να την υπερκεράσουν με τη διανοητική επαφή, μήπως και ανακόψουν την επίδραση που είχε πάνω τους, μήπως και την περιορίσουν σε συμβατά πεδία. Εκείνη όμως επανερχόταν με μια σφριγηλότητα που τους ξάφνιαζε.
«Σκουραίνουν τα μάτια σου όταν γεμίζουν πόθο», του έλεγε.
Η άυλη παρουσία της πυροδοτούσε τη μνήμη του.
«Τελευταίο βράδυ στο νησί», την άκουγε να του λέει. «Εγώ με ένα μάξι μαύρο φουστάνι, θεόστενο, χωρίς εσώρουχο από μέσα. Εσύ με τζιν παντελόνι, πουκάμισο και τζάκετ με κουκούλα. Μοιάζαμε με ζευγάρι Ιταλών που κατέβηκαν απ’ το σκάφος, όπως είπες. Στα στενά και τα σοκάκια του νησιού δεν υπήρχε ούτε ένας που να μη γύρισε να κοιτάξει. Καθίσαμε σε κάποιο μπαράκι και μου ζήτησες να παίξουμε ένα παιχνίδι, πως τάχα μόλις είχαμε γνωριστεί και φλερτάραμε. Ακούγαμε μουσικάρες, φλερτάραμε και ξαφνικά σηκώθηκες και ζήτησες από τον ντισκ τζόκεϊ ένα τσιγάρο – το πρώτο που μοιραστήκαμε. “Όταν καπνίζεις τσιγάρο και μετά με φιλάς, χύνω”, σου είπα. Φιλιόμασταν στις γωνίες μέχρι να φτάσουμε στο δωμάτιό μας… Δεν θυμάμαι ο έρωτας να έχει πιο καθαρή μορφή από το βράδυ εκείνο».
Θραύσματα μνήμης διέτρεχαν τις εκτάσεις του νου του.
«Ο άνθρωπος είναι ευτυχισμένος όταν βλέπει καλά όνειρα», της είπε όταν πρωτογνωρίστηκαν. «Είναι εξίσου ευτυχισμένος και όταν παίζει. Όταν παίζει και δημιουργεί, όταν δηλαδή ασχολείται με μια μορφή τέχνης».
«Κι όταν ερωτεύεται», πρόσθεσε το κορίτσι.
Ο Δήμος την κοίταξε έκπληκτος προσπαθώντας να διακρίνει τα μάτια της πίσω από τα χρωματιστά αλά Τζάνις Τζόπλιν γυαλιά.
«Τι;» ρώτησε, περισσότερο για να βεβαιωθεί ότι είχε ακούσει καλά.
«Κι όταν ερωτεύεται», επανέλαβε το κορίτσι. «Παρέλειψες να το αναφέρεις».
Έβγαλε τα γυαλιά της και τα ακούμπησε στο τραπέζι.
«Μάχη, από το Ανδρομάχη», του συστήθηκε.
Το διάφανο δέρμα της ερχόταν σε αντίθεση με το σκούρο καστανό των ματιών της. Τα μαλλιά της είχαν το χρώμα του τσαγιού και της έφταναν στο ύψος των ώμων κυματίζοντας σε κάθε της κίνηση. Εκείνα όμως που τον μάγεψαν εξαρχής ήταν τα χέρια της, περίτεχνα δομημένα, με λεπτές γαλάζιες φλεβίτσες να εξέχουν στους καρπούς και μακριά δάχτυλά με περιποιημένα νύχια. Χέρια που τυλίγονταν απαλά γύρω από τα πράγματα, λες και τα θώπευαν για να μην τα πληγώσουν.
«Δήμος, από το Δημοσθένης», συστήθηκε με τη σειρά του.
Μια λάμψη σπινθήρισε στο βάθος των ματιών της.
«Φαίνεται πως είχαμε αρχαιολάτρες γονείς».
Γέλασαν.
«Έτσι φαίνεται».
Δεν θυμόταν τι είπαν στη συνέχεια∙ θυμόταν όμως τι έκαναν. Ήπιαν, μέθυσαν, κουβέντιασαν με τις ώρες και κουτσομπόλεψαν γελώντας με την ψυχή τους. Κατέληξαν σε ένα παγκάκι να φιλιούνται παθιασμένα. Ο κόσμος περνούσε από δίπλα και τους κοίταζε.
Τα υγρά της χείλη ήταν ό,τι κοντινότερο γνώριζε στη φθινοπωρινή βροχή.
«Ει, φίλε!» άκουσε καμπανιστή πλάι του τη φωνή του Ρώμα. «Είσαι καλά; Μήπως θέλεις να διακόψουμε;»
Ο Δήμος επανήλθε. Έτριψε τους κροτάφους και σηκώθηκε. Στάθηκε στη μέση του δωματίου και βγάζοντας ένα κομμάτι χαρτί από την τσέπη του, άρχισε να διαβάζει κοιτώντας τη Μάχη:
«Αφιέρωση. 11 Φεβρουαρίου 2018, υπό βροχή, μούχλα και υγρασία· θυμίζει γυναικείο κόλπο σε οργασμό.
»Σε φυλάω μέσα μου σαν φυλαχτό. Σε φυλάω στην τσάντα μου με τη μορφή μιας πετρούλας κι ενός μικρού ξύλου που μου χάρισες κάποτε. Σε φυλάω μέσα σε κάθε ερωτικό στίχο τραγουδιού, σε κάθε ποίημα που αφιερώσαμε ο ένας στον άλλο, σε κάθε πίνακα ή έργο τέχνης που συναντώ, σε κάθε ταινία που είδαμε ή συζητήσαμε, σε κάθε βιβλίο που μου χάρισες (σε μερικά σε μυρίζω κιόλας), σε κάθε βίντεο που τραβήξαμε, σε κάθε φωτογραφία που βγάλαμε, σε κάθε ιστορία για τη λογοτεχνία, την πολιτική ή την τέχνη, σε κάθε αναφορά για τα μέρη που επισκεφθήκαμε ή σκοπεύουμε να επισκεφθούμε, σε κάθε τι που γευτήκαμε, σε κάθε τι που ήπιαμε, σε κάθε γωνία του σπιτιού, σε κάθε τι που ακούμπησες. Σε φυλάω μέσα σε κάθε κύτταρο του κορμιού μου σαν ενέργεια, σκέψη, έρωτα, αγάπη, χάδι, φιλί. Έχεις καλύψει τα πάντα, δεν υπάρχει χώρος για τίποτε άλλο. Είσαι όλη μου η ζωή.
»Μάχη, από το Ανδρομάχη».



*** 5 ***

«Όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν», ψιθύριζε κάποιος στο αυτί του.
Ο Δήμος ξύπνησε με τη φράση σφηνωμένη στο μυαλό του. Ανακάθισε στο κρεβάτι και έτριψε τα μάτια του.
«…στο παρελθόν», είπε και σώπασε γιατί κατάλαβε ότι παραμιλούσε.
Η τηλεόραση έπαιζε μόνη της. Το ντοκιμαντέρ που έβλεπε με τη Μάχη όταν τον πήρε ο ύπνος είχε τελειώσει. Έμοιαζε με κάτι που ψηλάφισε για μια στιγμή και στη συνέχεια διαλύθηκε σαν καπνός. Του πρόσφερε μια αίσθηση ελαφράς στιλπνότητας, λες και μόλις είχε θωπεύσει ένα όνειρο. Ήταν έτοιμος να βυθιστεί σε κάποιον από τους μικρότερους ύπνους που ακολουθούν τον μεγάλο, όταν συνειδητοποίησε ότι η θέση πλάι του ήταν αδειανή.
Η Μάχη έλειπε.
Τινάχτηκε. Σηκώθηκε από το κρεβάτι, τεντώθηκε και κατευθύνθηκε στο αναγνωστήριο. Το πιθανότερο ήταν να βρισκόταν εκεί, στην άκρη του καναπέ.
Δεν υπήρχε ψυχή. Τα φώτα ήταν σβηστά, ο χώρος αδειανός.
Κατευθύνθηκε στα δωμάτια των φίλων του.

Το δωμάτιο του Ιάκωβου ήταν κενό. Το ίδιο και του Ρώμα. Έρημα. Εγκαταλειμμένα. Θύμιζαν περισσότερο αποθηκευτικούς χώρους παρά χώρους που φιλοξενούσαν ανθρώπους.
Προσπαθούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί, όταν άκουσε ένα θόρυβο στην κουζίνα.
Αναπήδησε.
Τι ήταν αυτό;
Η κουζίνα ήταν πάμφωτη. Ο Δήμος πήγε ακροπατώντας κατά εκεί, φοβούμενος μην πέσει πάνω σε κάποιον κλέφτη. Από την ημέρα που εισέβαλε στο διαμέρισμά του ο «Χρονοταξιδιώτης» είχε τα μάτια του δεκατέσσερα.
Μπαίνοντας στην κουζίνα, έμεινε στήλη άλατος.
Καθισμένη σε στάση λωτού, με ένα περιοδικό ανοιγμένο στα πόδια της, η Μάχη έτρωγε γιαούρτι με μέλι.
Το έτρωγε μόνη της.
Χωρίς τη βοήθεια κανενός.
Ένιωσε ένα τράβηγμα στο στήθος. Η καρδιά του χτυπούσε ακανόνιστα. Ζαλιζόταν – κρατήθηκε από τον τοίχο για να μην πέσει. Ξανακοίταξε για να βεβαιωθεί ότι δεν τον γελούσαν τα μάτια του. Του φαινόταν σαν ψέμα.
Μόλις αντελήφθη την παρουσία του, γλείφοντας ηδονικά το μέλι στο κουταλάκι, η Μάχη του είπε με το πιο φυσικό ύφος του κόσμου:
«Είδες τι λέει εδώ; Τα χέρια μπορούν να λύσουν όσα ο νους αδυνατεί να αγγίξει».
Πρέπει να την κοιτούσε άναυδος, γιατί η κοπέλα άφησε το κουταλάκι στον κεσέ και κάρφωσε το βλέμμα της πάνω του.
«Τι…;;;» έκανε θορυβημένη. «Τι έπαθες;»
Σύννεφα γεμάτα βροχή μαζεύονταν στον εσώτερο ουρανό του θολώνοντάς του την όραση. Πόσο καιρό είχε να την ακούσει να μιλάει έτσι… Απολάμβανε κάθε σπινθήρισμα των ματιών της, κάθε σκέρτσο της φωνής της.
«Θεέ μου, Δήμο!» αναφώνησε η Μάχη. «Κάνεις σαν να ’χεις δει φάντασμα».
Ήθελε κάτι να τη ρωτήσει… ή μάλλον, ήθελε να της κάνει χιλιάδες ερωτήσεις.
«Γιατί με κοιτάς έτσι;» τον ρώτησε.
Η σκέψη και μόνο ότι θα ξανάκουγε το γέλιο της τον αναστάτωνε, του δημιουργούσε μια δυσβάσταχτη προσμονή. Το γέλιο της ήταν χερουβείμ· φτερούγιζε παντού μέσα της. Όταν ανέβαινε προς τα πάνω, κρυβόταν στις ίριδες των ματιών της και ξεχυνόταν στον κόσμο.
«Γιατί με κοιτάς έτσι;» επανέλαβε η Μάχη. «Πες κάτι, με τρομάζεις».
Ήθελε να την αγκαλιάσει, να τη σφίξει στην αγκαλιά του. Συγκρατήθηκε με τα χίλια ζόρια. Προσπάθησε να συγκεντρωθεί, να ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία του. Το μόνο που κατόρθωσε να πει, ήταν:
«Δεν είναι τίποτα… θα περάσει».
«Τι είπες;»
«Τίποτα. Πάει, πέρασε», την καθησύχασε.
Η Μάχη σηκώθηκε και του έδειξε το σημειωματάριό της στην άκρη του τραπεζιού.
«Έγραψα κάτι όσο κοιμόσουν. Τίποτα σπουδαίο, θα στο διαβάσω αργότερα. Προς το παρόν…»
Τον πλησίασε και κόλλησε πάνω του. Η μυρωδιά της, τόσο οικεία, τόσο λαχταριστή, τον τύλιξε ολόκληρο.


περιοδικό FRACTAL, 29/04/2020

Αναδημοσίευση από:
https://www.fractalart.gr/i-nosos-tis-adraneias/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου