Τίμος Μαλάνος
Παραλλαγή στο θέμα της «Σατραπείας»
Παρασυρμένοι από ανόητες φιλοδοξίες,
γράφουμε και τυπώνουμε τους μόχθους μας,
για να επιτύχουμε μια μέρα
τον έπαινο του δήμου και των Σοφιστών,
τα δύσκολα και τ' ανεκτίμητα Εύγε
και τους Στεφάνους-
δηλαδή ένα ωραίο και ολοστρόγγυλο μηδέν!
Πολύ πιο τυχερός ο αρχαίος στρατηγός
που άθελα του τράβηξε μια μέρα για τα Σούσα,
κι εκεί ο γενναιόδωρος μονάρχης Αρταξέρξης,
τιμώντας την αξία του, τη φήμη του και τ' όνομα του,
του πρόσφερε πλούτη, χλιδή και σατραπείες.
Όμως αυτά —μας λέει ο ποιητής— διόλου δε γέμιζαν το άδειο
της ψυχής του, ένιωθε πάντα εξόριστος,
και σ' έναν τέτοιο εξόριστο που δεν τον θέλει η πόλη του,
η πόλη που τον δόξασε, τι ωφελούν τα πλούτη;
Κλέων Παράσχος
Οι Βάρβαροι
Ψυχή μου, οι Βάρβαροι, έφτασαν,
και τώρα πια είναι αργά!
Μες στα μεσάνυχτα άξαφνη βροντή σα ν' απολύθη,
τα σκότη αναταράξανε μ' αχούς τρομαχτικούς
τ' άγρια αναρίθμητα,
βαριά που όλο προβαίνουν πλήθη.
Τ' ακούς, ψυχή μου, εσίμωσαν οι Βάρβαροι, τ' ακούς;
Ανώφελη κι η αντίσταση κι αργά γι' απόφαση είναι.
Δε θα μας εύρει ζωντανούς το φως της νέας αυγής.
Βοήθεια καμιά! Από πού;
Καμιά να σπλαχνιστούνε ελπίδα!
Και πώς ν' αντιπαλέψουμε, πώς να τους αντιβγούμε;
Αργά πια τώρα είναι γι' αυτά, μάταιο το καθετί.
Ψυχή μου, οι Βάρβαροι έφτασαν
και τώρα πια είναι αργά!
Αχ! και να μ' άκουγες όταν καιρός ήταν ακόμα.
Αχ και να μ' άκουες όταν από τόπους κοντινούς
σταλμένοι να βοηθήσουνε,
φτάνανε κάθε τόσο μαντατοφόροι μυστικοί,
κι από τον τρόμο ωχροί πρωτοφανέρωτους
για εχθρούς αγνώστους σού εμιλούσαν
(κανείς δεν ήξερε από ποιον κατάλευκο Βορρά,
από ποιους άφεγγους δρυμούς μι' αυγή είχαν ξεκινήσει)
ξανθούς και γιγαντόσωμους κι ατρόμητους,
παντού ούθε περνούσαν που φριχτά τις χώρες ερήμωναν.
Η ώρα δεν άργειε τρομεροί κι ακράτητοι κι εμάς
να μας σκλαβώσουν, να μας διαγουμίσουν που θα 'ρχόνταν.
Όμως εσύ στου μυστικού σου ονείρου τη χαρά,
λαμπρή μου άτυχη ρήγισσα,
ω ψυχή μου, όλη δοσμένη
σάμπως να μη σου το 'χαν πει ποτέ
ό,τι σου 'χαν πει προς τους Βαρβάρους ν' αντιβγείς
δε νοιάστηκες καθόλου.
ό,τι σου 'χαν πει προς τους Βαρβάρους ν' αντιβγείς
δε νοιάστηκες καθόλου.
Μα ως να 'ταν αναπόφευκτον
οι Βάρβαροι να φτάσουν
μια μέρα, κι ως να γνώριζες ανώφελο το παν
πως θα 'τανε, για ν' αντιβγείς δε νοιάστηκες καθόλου.
Και τώρα οι Βάρβαροι έφτασαν,
και τώρα πια είν' αργά!
Σε λίγο, εδώ μες στο χρυσό σου δώμα όταν ορμήσουν,
μ' άγρια καγχάσματα θα καταστρέψουνε ό,τι βρουν,
όλο το πλούτος σου το πιο κρυφό, το πιο ακριβό σου.
Φτωχή μου άτυχη ρήγισσα,
τίποτε δε θα σπλαχνιστούν, θα σε ρημάξουνε,
ω φριχτά θα σ' αιματοκυλίσουν, κι ανήμπορη η πικρότατη
θα σε κοιτάζω εγώ μέσα στα χέρια των να σπαρταράς,
γοερά να κράζεις!
— Τ' ακούς, ψυχή μου, εσίμωσαν οι Βάρβαροι, τ' ακούς;
—Ω ας ήμουν ένας απ' αυτούς που απόψε μας νικούνε!
Ναπολέων Λαπαθιώτης
A la maniere de... Καβάφης
Εις Τύριον ζωγράφον
Τύριε ζωγράφε, αβρέ και περισπούδαστε, την βαθυτάτην τέχνην σου εκτιμώ.
Έχεις μοιράσει τα ηδυπαθή σου χρώματα,
επάνω στον λεπτόν αυτόν σου πίνακα,
μ' ακρίβειαν και μ' ευσυνειδησίαν,
που τέρπει και την σκέψιν και την όρασιν.
Όμως εκείνα τ' άρρητα, τ' ανέκαθεν,
εκείνα τα μεγάλα και τ' αθάνατα,
που για να τα εκφράσει ο νους αγωνιά,
« δυνηθείς να εκφράσεις, μην το στοχασθείς...
Παιγνίδια της σαρκός, επιθυμίες,
και μεγαλόπνοες τάσεις ηρωικές,
εφηβικές ηδονικές κορμοστασιές,
χυτά, ο χρωστήρ σου πιθανόν ν' απεικονίσει!
ως εκείνα τ' άρρητα, τ' ανέκαθεν,
εκείνα τα μεγάλα και τ' αθάνατα,
αυτά είναι θαμμένα μες στην σκέψιν,
εκείνα τα μεγάλα και τ' αθάνατα,
αυτά είναι θαμμένα μες στην σκέψιν,
μύχια, πανωραία και παράβυστα·
αυτά δεν είναι να ειπωθούν ποτέ,
μήτε από χέρι να εκφρασθούν ανθρώπινο...
Ορέστης Λάσκος
Κι αποχαιρέτα τη την Αλεξάνδρεια
ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΦΥΓΕΙΣ.
Την πόλη, που σ' αγάπησε πολύ,
και σαν γυναίκα από έρωτα τρελή
σου παρεδόθη να την κατακτήσεις,
είναι καιρός, ωραίε Κατακτητή,
— Κατακτητή Ποιητή,—
για πάντα ν' αποχαιρετήσεις.
και σαν γυναίκα από έρωτα τρελή
σου παρεδόθη να την κατακτήσεις,
είναι καιρός, ωραίε Κατακτητή,
— Κατακτητή Ποιητή,—
για πάντα ν' αποχαιρετήσεις.
ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΦΥΓΕΙΣ.
Σου το φωνάζουν με φωνές προσταχτικές
μες στις οκέλες, μες στους δρόμους, στις πλατείες,
των γυναικών οι ερωτικές ματιές
γιομάτες από φλογερές
επιθυμίες,
και τα θερμά και φρενιασμένα
του Κοινού χειροκροτήματα,
που αληθινά τού συνεπαίρνουνε το νου
τα ορμητικά σου τα ποιήματα.
ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΦΥΓΕΙΣ.
Γιατί στου χρόνου τη φορά,
κάθε σεγκόντο που περνά, και πιο μεγάλη
γύρω, τριγύρω σου η φθορά,
κάθε φορά,
σε περιβάλλει.
Λιγάκι ακόμα, και θα γίνεις —συμφορά—
ένας και συ πολίτης μες στην πόλη,
ένας κοινός πολίτης... όπως όλοι.
ΙΙΡΕΠΕΙ ΝΑ ΦΥΓΕΙΣ.
Μες στο λιμάνι, εκεί, ένα μαύρο πλοίον
έτοιμο για να σαλπάρει,
έτοιμο για να σαλπάρει,
βαριανασαίνει, κι άγρυπνο σε περιμένει
για να σε πάρει.
για να σε πάρει.
Στιγμή μη στέκεις... κι ας πονάς φριχτά.
Έμπα στο πλοίο κι έβγα στ' ανοιχτά,
κι αποχαιρέτα τη την Αλεξάντρεια που αφήνεις.
Έτσι τουλάχιστον θα ικανοποιηθείς
πως μες στη θύμησιν Εκείνης,
πάντοτε ο ωραίος Κατακτητής Ποιητής θα μείνεις.
πως μες στη θύμησιν Εκείνης,
πάντοτε ο ωραίος Κατακτητής Ποιητής θα μείνεις.
Σταύρος Καρακάσης
Καβάφη τάφος
Κείμαι ο Καβάφης ενταύθα.
Την εμορφιά έτσι πολύ ατένισα
που πλήρης αυτής ήτο η όρασίς μου.
Επιθυμίες κι αισθήσεις εκόμισα εις την Τέχνην,
κι έφηβοι τώρα τους δικούς μου στίχους λένε,
και με την δικήν μου έκφανσι του ωραίου συγκινούνται.
Την ζωήν μου δεν την εξευτέλισα πηαίνοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινή ανοησία.
Ηύρα και κράτησα την ηδονή ως την ήθελα,
ήπια από δυνατά κρασιά
καθώς που πίνουν οι ανδρείοι της ηδονής.
Και γέρος πια σαν άραξα στο νησί,
πλούσιος μ' όσα κέρδισα στο δρόμο, έτοιμος από καιρό και θαρραλέος άκουσα τελευταία απόλαυση τους εξαίσιους ήχους αποχαιρέτησα την Αλεξάνδρεια.
Διαβάτη, είσαι Αλεξανδρεύς, δεν θα επικρίνεις...
Λέων Κουκούλας
Μικρή Οδύσσεια
Γλιτώσαμε απ' τους Κύκλωπες
κι ο πόθος μας να φτάσομε μια μέρα στην Ιθάκη,
Χίλιες φορές συνδαύλισε τη χόβολη,
Σιγά σιγά που κρύωνε, της ψυχής μας.
Κι ούτε τα μαγικά της Κίρκης βότανα
Κι ούτε τα φίλτρα ακόμα των Σειρήνων,
Που νέες ίσως χαρές μάς ετοιμάζανε,
Δεν μπόρεσαν ν' αλλάξουν τη βουλή μας.
Για το σκοπό μας άδικοι φανήκαμε
Κι αχάριστοι συχνά στην καλοσύνη
Κι αφήσαμε ασυγκίνητοι, όταν φεύγαμε,
Την Καλυψώ να κλαίει στην ερημιά της.
Και δόξες νέες και πλούτη απαρνηθήκαμε
Κι είδαμε δίχως λύπη κάποια μέρα
Το πολυμέλαθρο όραμα να χάνεται
Για πάντα των Φαιάκων μες στα θάμπη.
Μα τώρα στην Ιθάκη που γυρίσαμε,
Συχνά τα περασμένα ανιστορώντας,
Την αγωνία τους νιώθομε γλυκύτερην
Απ' της οκνής ζωής μας τη γαλήνη.
Συχνά τα περασμένα ανιστορώντας,
Την αγωνία τους νιώθομε γλυκύτερην
Απ' της οκνής ζωής μας τη γαλήνη.
Κι αχ γίνεται απροσμέτρητος ο πόνος μας,
Πικρός μετανιωμός σα μας παιδεύει,
Που δε φυσάνε πια οι καιροί στα ξάρτια μας
Και τέλειωσε για πάντα το ταξίδι!
'Αθως Δημουλάς
Oι ήρωες
Την περσική τριήρη όσο μπορείς
συγκράτησε, Κυναίγειρε.
Κι αν δεν μπορείς πια με τα χέρια,
με τα δόντια κράτα την.
Σπεύδοντας, οι άλλοι εμείς
τους καρπούς θα δρέψουμε
του μοναδικού σου άθλου.
Κι αφού βυθίσουμε την εχθρική τριήρη,
στον τύμβο των νεκρών
πρώτον εσένα θα στήσουμε.
Γιατί, χωρίς εσένα,
πώς θα τσακίζαμε τη δύναμη
των «Χρυσοφόρων Μήδων»;
Κι ο αδελφός σου ο Αισχύλος, χωρίς εσένα,
ω Κυναίγειρε, πώς θα ξεχνούσε
του πνεύματος του τα μεγαλουργήματα (άλλους άθλους) περήφανος μονάχα
γιατί πολέμησε κι αυτός στο Μαραθώνα;
Καβάφης
Τη φαντασία την εντελώς αδέσμευτη δε συμπαθώ.
Δεν έχει χάρες.
Και είναι χρήσιμη για τα όνειρα μόνο.
Εγώ την άλλη φαντασία αγαπώ, αυτή
που προσπαθεί ένα παρελθόν να ζωντανέψει
και που στηρίζεται σε μνήμες του,
σποραδικές και ασύνδετες, ζητώντας
γύρω τους άρτιο ένα σύνολο να πλάσει
με τάξη, προσοχή και μέτρο.
Κι έτσι, προπάντων, που το χρώμα τους,
το χρώμα αυτών των ερειπίων,
των αβέβαιων γεγονότων το αίσθημα,
μέσα στο έργο της ενισχυμένο
να περάσει.
Αυτό το δύσκολο είναι που εκτιμώ.
Αυτήν εγώ αγαπώ τη φαντασία,
τη δεσμευόμενη, την οδηγούμενη φαντασία που,
όλο συγκίνηση, πάντοτε γύρω από πολύτιμα εμπόδια έρπει.
Και χρήσιμη είναι —τόσο— για την τέχνη μου.
Ζωή Καρέλλη
Καβαφικό
Φοβούντανε πάρα πολύ, μην τον ευρεί
η τύχη απροετοίμαστο ν και τον γνωρίσει.
Λογάριαζε, μήπως δεν είχε αρκετά δοκιμαστεί
απ' την πολύτροπη ζωή; Μήπως αισθάνονταν
τον εαυτό του ασφαλή, ευτυχισμένον,
σαν αναγνώριζε, πως γύρω του εμαίνονταν
η δυστυχία;
Ούτε το ένα, ούτε τ' άλλο...
Καταλάβαινε την αθλιότητα του
που ήταν κιόλας γενική,
που ήταν κιόλας γενική,
όμως ακόμα είχε δυνάμεις για να φοβηθεί.
Ίσως φοβούνταν την αλλαγή
από την άθλια αυτή κατάσταση,
από την άθλια αυτή κατάσταση,
που είχε συνηθίσει.
Να μην τιμωρηθεί μόνο λογάριαζε,
γιατί ποιος δεν έχει τις αμαρτίες του;
Αυτές αισθάνονταν πότε τις έβλεπε μεγάλες και τρανές,
πότε μηδαμινές. Δεν τον παράστεκε θεός κανένας,
δίκιος ή σκληρός.
Αυτ' ήταν η ζωή του.
Ήθελε να την καταλάβει και δεν μπορούσε.
Για να παρηγορηθεί, ψιθύριζε,
ο άνθρωπος, όταν δεν είναι τραγικός,
είναι γελοίος, ή μάλλον
και τα δυο μαζί... και τα δυο.
Μυρτιώτισσα
Κωνσταντίνος Καβάφης
Αδύνατο να φανταστώ Καβάφη
έξω απ' την Αλεξάντρεια και πάλι
χωρίς Καβάφη τι είν' η Αλεξάντρεια;
Αυτά σκεφτόμουν ύστερ' από χρόνια,
σαν βρέθηκα ξανά σ' αυτή τη χώρα.
Αν κι είχε από καιρό πεθάνει, ωστόσο
δεν πήγα να τον βρω στο κοιμητήρι,
μα κίνησα ένα δείλι μοναχή μου
στο σπίτι του να πάω, ωσάν και τότες,
τι ελόγιαζα πως κάτι θ' απομένει,
κάτι απ' αυτόν, κάποιο δικό του αχνάρι,
κάτι απ' το χέρι που άνοιγε την πόρτα...
Και κίνησα ένα δείλι μοναχή μου
μ' άλικα τριαντάφυλλα στο χέρι.
Η θύρα που ήταν άλλοτες δικιά του
νά την! κλειστή για μένα, δε θ' ανοίξει,
μ' εφτά σφραγίδες είναι σφραγισμένη,
και δίπλα της μια πλάκα εντοιχισμένη
με τ' όνομα του:
"Ο ποιητής Καβάφης
εδώ καθόταν..."
Πώς! σ' αυτό τον τάφο;
Ω! ποιητή με τα πελώρια μάτια,
μυστηριακά, βυζαντινά, όλο φλόγα,
πού 'ν' το ζεστό σου σπιτικό, και τα κεριά σου
που με το φως τους τ' αμυδρό μάς γοήτευαν;
Πού 'ν' τ' ανεχτίμητα χαλιά τα πατρικά σου
Και τα παλιά τα μόμπιλα της Πόλης;
Και των βιβλίων σου πού 'ναι ο θησαυρός
με τις περγαμηνές στα εβένινα ράφια;
Τ' αρώματα απ' το σάνταλο κι ο Αχμέτ
που σιωπηλά μας κέρναγε ολοένα,
κι ολονυχτίς μας κράταες με το λόγο
και το πιοτό, σε μιαν ουράνια μέθη
πνευματική, που δεν εματαστάθη;
Και τώρα είσαι ένα τίποτα όπως δείχνει
τούτη η κλειστή κι αραχνιασμένη θύρα
κι η πλάκα η παγερή με τ' όνομα σου.
Μονάχα ο Ποιητής υπάρχει τώρα.
Μα ωστόσο εγώ τα ρόδα μου έχω φέρει
για σένανε, που ζεις μες στην καρδιά μου,
κι ένα προς ένα τώρα τα σκορπίζω
με δάκρυα εδώ στην έρμη τούτη πέτρα,
που άλλοτες του σπιτιού σου ήταν κατώφλι.
Κώστας Μόντης
Είν' λίγο να προσμένεις τους βαρβάρους
Είν' λίγο να προσμένεις τους βαρβάρους του Καβάφη
μ' όση δραματικότητα κι αν σου το περιγράφει,
γιατί επιτέλους είν' μια ελπίδα η προσμονή σου
πως έστω κι αυτοί οι βάρβαροι θ' αλλάξουν πια τη ζωή σου.
Δραματικό είναι τίποτα να μην προσμένεις,
μ' άδεια τα χέρια, την καρδιά, να μένεις,
ξένος σ' ερημικό δρομάκι ξένο
σα φύλλο του φθινοπώρου απ' τον άνεμο ριγμένο
και να κοιτάς τριγύρω αφαιρεμένα
αυτά τα τόσα πράγματα τα ξένα,
να μην αναγνωρίζεις τη φωνή σου,
να 'χει κοπεί του κόσμου τους κάθε δεσμός μαζί σου
και το χειρότερον απ' όλα ακόμα
να μη βλέπεις τη λύση σου στο χώμα,
τη λύση που εμπιστεύουνται κι αρπούν οι απελπισμένοι,
να μην ξέρεις αν δε σου είναι το ίδιο κι οι τάφοι ξένοι.
Τάσος Λειβαδίτης
Καβάφης
Νύχτες ακόλαστες, πιοτά,
σφοδρά συμπλέγματα,
σφοδρά συμπλέγματα,
γιγάντιες σα θόλοι ναού, ηδονές.
Κι άγνωστες, πέρ' από κάθε πρόσχημα, τραχιές,
σα νίκες, αμαρτίες.
Κι άγνωστες, πέρ' από κάθε πρόσχημα, τραχιές,
σα νίκες, αμαρτίες.
Και το πρωί επέστρεφε μόνος κι εξαντλημένος
κι ώριμος κομίζοντας, σα μια καινούργια αγνότητα,
το νέο αμαρτωλό του ποίημα
Γιάννης Ρίτσος
ο χώρος του ποιητή
Το μαύρο, σκαλιστό γραφείο, τα δυο ασημένια κηροπήγια,
η κόκκινη πίπα του. Κάθεται, αόρατος σχεδόν,
στην πολυθρόνα,
έχοντας πάντα το παράθυρο στη ράχη του.
Πίσω από τα γυαλιά του,
πελώρια και περίσκεπτα, παρατηρεί τον συνομιλητή του,
στ' άπλετο φως, αυτός κρυμμένος μες στις λέξεις του,
μέσα στην ιστορία, σε πρόσωπα δικά του,
απόμακρα, άτρωτα,
παγιδεύοντας την προσοχή των άλλων
στις λεπτές ανταύγειες
ενός σαπφείρου που φορεί στο δάχτυλο του,
κι όλος έτοιμος
γεύεται τις εκφράσεις τους, την ώρα που οι ανόητοι έφηβοι
υγραίνουν με τη γλώσσα τους θαυμαστικά τα χείλη τους.
Κι εκείνος
πανούργος, αδηφάγος, σαρκικός, ο μέγας αναμάρτητος,
ανάμεσα στο ναι και στο όχι, στην επιθυμία και τη μετάνοια,
σαν ζυγαριά στο χέρι του θεού ταλαντεύεται ολόκληρος,
ενώ το φως του παραθύρου πίσω απ' το κεφάλι του
τοποθετεί ένα στέφανο συγγνώμης κι αγιοσύνης.
Αν άφεση δεν είναι η ποίηση, —ψιθύρισε μόνος του—
τότε, από πουθενά μην περιμένουμε έλεος».
Μανόλης Αναγνωστάκης
Νέοι της Σιδώνος, 1970
Κανονικά δεν πρέπει να ' χουμε παράπονο
Καλή κι εγκάρδια η συντροφιά σας, όλο νιάτα,
Κορίτσια δροσερά — αρτιμελή αγόρια
Γεμάτα πάθος κι έρωτα για τη ζωή και για τη δράση.
Καλά, με νόημα και ζουμί και τα τραγούδια σας
Τόσο, μα τόσο ανθρώπινα, συγκινημένα,
Για τα παιδάκια που πεθαίνουν σ' άλλην Ήπειρο
Για ήρωες που σκοτώθηκαν σ' άλλα χρόνια,
Για επαναστάτες Μαύρους, Πράσινους, Κιτρινωπούς,
Για τον καημό τού εν γένει πάσχοντος Ανθρώπου.
Ιδιαιτέρως σας τιμά τούτη η συμμετοχή
Στην προβληματική και στους αγώνες του καιρού μας
Δίνετε ένα άμεσο παρόν και δραστικό — κατόπιν τούτου
Νομίζω δικαιούσθε με το παραπάνω
Δυο δυο, τρεις τρεις, να παίξετε, να ερωτευθείτε,
Και να ξεσκάσετε, αδελφέ, μετά από τόση κούραση.
(Μας γέρασαν προώρως, Γιώργο, το κατάλαβες;)
Λουκάς Κουσούλας
Καβάφης, «0 Δαρείος»
Καημένος Φερνάζης...
Του 'πεσε καν ελαφριά
η πολιορκία πρώτα, η κατοχή μετά;
Είχε μεγάλα μπλεξίματα;
Εδέησε άραγε να ξεγλιστρήσει,
πέρασε στα βουνά, επέζησε;
Πέτυχε τέλος την ευκαιρία:
τελείωσε καμιά φορά το «Δαρείο» του;
Τασούλα Καραγεωργίου
Ποιητικά κομμάτια
Με τα κομμάτια σας θα γράψω, ποιητές,
ένα καινούργιο ποίημα.
Από τον Κάλβο θα ζητήσω μιαν αράχνη ·
από τον Σολωμό θα δανεισθώ έναν καθρέφτη ·
τους γύψους θα τους βρω στου Καρυωτάκη ·
το κανελί μου φόρεμα θα πάρω απ' τον Καβάφη.
Ένα καινούργιο ποίημα θα γράψω
μα πρώτα τα υλικά του θα συρράψω.
Ο καθρέφτης που ακέρια την εικόνα μου εδέχτη
σαν αράχνη με δίπλωνε
κι ακαταπαύστως έραιναν
απ' το ταβάνι που έπεφταν οι γύψοι
την κανελιά πολύ ξεθωριασμένη φορεσιά μου.
ΤΙ ΜΟΥ΄ΛΕΓΕ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΠΟΥ ΤΟΥ ΧΤΥΠΑΓΑ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ
Ήρθατε πολύ αργά στο ποίημα , κυρία μου·
εκείνο δέχεται νωρίς
κυρίως ώρες πρωινές- εωθινές
Ήρθατε αργά στο ποίημα ,κυρία μου,
φορώντας ταγιεράκι
με τα μαλλιά σας τα κοντά
με την αιδήμονα προσπάθεια να κρύψετε το περιττό σας βάρος .
Ήρθατε αργά στο ποίημα, κυρία μου,
με τόσες ματαιώσεις
μες στη τσάντα σας
τόσες αναβολές κι αναστολές
με τόσες ακυρώσεις
γέρνετε ελαφρά
παραπατάτε και τρικλίζετε , κυρία μου,
πάνω στο Πρώτο το Σκαλί που τρίζει.
Ο ποιητής και η Εταιρεία των Υδάτων
Καλά στο σπίτι του με τα κεριά —
αλλά στην Εταιρεία των Υδάτων;
Μίσθια δουλειά κι αθώα χαρτιά
κι οι ταπεινώσεις και τα σχόλια τα χλευαστικά των άλλων
των άλλων πάντα των πολλών που συσχετίζουνε κουτά.
Καλύτερα καλύτερα στο σπίτι του με τα κεριά
— με τις εξαίσιες σκιές και με τους πρώτους ήχους.
Πηγή: http://fotodendro.blogspot.com/2012/06/blog-post_20.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου