Ερωτικόν
1
Θέλεις φιλιά;
Χαμήλωσε τὰ μάτια σου κάτω διότι φοβοῦμαι. Ναὶ τὰ ἄστρα κυλοῦν, κυλοῦν αἰώνια, φωσφωρίζουν αἰώνια, ζοῦν αἰώνια καὶ τὰ μυστήριά των εἶνε αἰώνια. Ναὶ εἶνε ἐκεῖ ἐπάνω καὶ πιὸ μακρυὰ εἰς τοὺς αἰθέρας κόσμοι ποῦ ζοῦν, ἥλιοι ποῦ λάμπουν, πλανῆται ποῦ καταρρέουν, νεφελειώδεις ποῦ γεννῶνται. Καὶ ὑπάρχει μία ζωὴ γιγαντιαία, μία συμφωνία μυριάδων τὴν ὁποίαν δὲν θὰ ἐνωτισθῶμεν ποτέ.
Θέλεις φιλιά;
Σφίξου στὴν ἀγκαλιά μου, ἀγάπη μου. Εἶνε ἥλιοι μὲ χρώματα κυανᾶ καὶ ἥλιοι κίτρινοι καὶ εἶνε καὶ ἄλλοι εἰς τὴν νεότητα τοῦ φωτός των καὶ ἄλλοι ποῦ χύνουν ἀκτῖνας πεθαμένας ἐπὶ κόσμων νεκρῶν. Ὑπάρχουν λείψανα πλανητῶν μεγαλείτερα τῆς γῆς, ὑπάρχουν ἀπλανεῖς ἄπειροι, ὑπάρχουν ὅσα εἴδομεν καὶ ὅσα θὰ ἴδωμεν ἀκόμη, ὑπάρχει ἓν ὁρατὸν τὸ ὁποῖον ἡ φαντασία μας δὲν δύναται νὰ συλλάβῃ καὶ ἓν ἀόρατον πρὸ τοῦ ὁποίου εἴμεθα διὰ παντὸς τυφλοί. Καὶ ὅλα αὐτὰ ζοῦν εἰς τὸ ἄπειρον καὶ ὅλα εἶνε αἰώναι καὶ ὅλα ὀρθοῦνται εἰς τὴν νύκτα ὡς μεγάλα φωτεινὰ μυστήρια κυλοῦν ἀπὸ τὰς αὐγὰς τοῦ κόσμου ἀφ' ἧς στιγμῆς ἤνοιξε παρθένα βλέμματα τὸ πρῶτον πλάσμα καὶ ἠτένισε μὲ καινουργεῖς αἰσθήσεις τὴν πρώτην νύκτα.
Θέλεις φιλιά;
Ὢ! θέλεις φιλιά, ἀγάπη μου; Ἔλα κοντά μου πολὺ, διότι δὲν σὲ βλέπω εἰς τὴν νύκτα καὶ θέλω νὰ αἰσθανθῶ τὴν παρουσίαν σου, τὴν θερμότητά σου. Ὤ! ναί φρικιᾶς μετὰ τόσα φιλήματα. Φοβεῖσαι. Ναὶ, αἰσθάνεσαι ὅτι θνήσκομεν, ὅτι θνήσκομεν ἰλιγγιωδῶς κάτωθεν τῆς αἰωνιότητος τοῦ οὐρανοῦ. Ναὶ, εἶδες καὶ ἐσὺ ἐμψυχούμενα τὰ ἄστρα καὶ διὰ μίαν στιγμὴν ὁ ἐγκέφαλός σου ἠνοίχθη εἰς τὸ ἄπειρον καὶ συνέλαβε ὁλόκληρον τὴν ἁρμονίαν τοῦ οὐρανοῦ. Ναὶ, φοβεῖσαι. Ναὶ, νομίζεις καὶ σὺ ὅτι κυλιόμεθα φρικτὰ εἰς τὸν θάνατον. Θέλεις φιλιά;
Ἔλα κοντά μου καὶ δόσε μου τὰ χείλη σου. Ἂς ἑνώσωμεν τὰ σώματά μας διὰ νὰ ἀντισταθῶμεν καλλίτερα εἰς τοῦ θανάτου τὸ ρεῦμα. Ναὶ, ἕνα ἀσπασμὸν ἕνα ἐναγκαλισμὸν εἰς τὸν ὁποῖον νὰ φρικιάσῃ ὄχι τὸ θνητὸν σῶμα μας, ἀλλὰ ὁ σπινθὴρ τῆς αἰωνίας οὐσίας, ὁ σπινθὴρ τῶν ἄστρων, ὁ ὁποῖος κρύπτεται μέσα μας.
Ἐνωμένοι καὶ δημιουργοῦντες δυνάμεθα μόνον νὰ ἀτενίσωμεν τὸ δέος τοῦ οὐρανοῦ καὶ νὰ ἀντισταθῶμεν κατὰ τοῦ θανάτου καὶ νὰ κοινωνήσωμεν μὲ τὰ πράγματα τὰ αἰώνια, τὰ ὁποῖα μᾶς στεγάζουν καὶ τὰ ὁποῖα μᾶς ἀτενίζουν.
Ἕλα. Ἐὰν διαπεράσω τελείως τὴν σάρκα σου καὶ ἁρμονίσω τὸ σῶμα μου μὲ τὸ ἰδικόν σου, τότε θὰ δοκιμάσω διὰ μίαν στιγμὴν τὴν χαρὰν τοῦ δημιουργοῦ καὶ θὰ κοινωνήσω τῶν μυρίων αὐτῶν δυνάμεων καὶ θὰ κυριαρχήσω διὰ μίαν στιγμὴν τοῦ σύμπαντος.
Εἰς τὰς ἀγκάλας σου βλέπω τὸν οὐρανὸν μικρὸν καὶ τὸν βλέπω πλησίον καὶ ἂν μὲ ὑψώσῃς εἰς τὰς ἀγκάλας σου μὲ τὴν δύναμιν τοῦ πόθου σου ἴσως θὰ δυνηθῶ ν' ἀσπασθῶ τοὺς ἡλίους.
2
Μεσονύκτιον. Ἔλα εἰς τὰς ἀγκάλας μου.
Τὰ κτυπήματα τοῦ ὡρολογίου ἀντηχοῦν εἰς τὴν ψυχήν μου καὶ φαίνεται ὡς ἂν ὅλος ὁ ἀὴρ νὰ γίνεται ἐπίσημος καὶ νὰ κύπτει ὑπὸ τὸν φόβον τῆς ὥρας. Μεσονύκτιον. Ἡ νὺξ φιλιέται μὲ τὴν ἡμέραν, ὁ θάνατος ἔρχεται, ἡ ζωὴ κυλᾷ.
Μεσονύκτιον! Ὤ ἔλα εἰς τὰς ἀγκάλας μου καὶ ἂς φρικιάσωμεν μαζὶ καὶ ἂς συνενωθῶμεν πρὸ τοῦ χρόνου καὶ πρὸ τῆς καταστροφῆς, τὴν ὁποίαν ἀγγέλλουν τοῦ ὡρολογίου τὰ κτυπήματα.
Ἐφαίνετο ὡσὰν ὅλοι οἱ πανικοὶ οἱ σπαρμένοι εἰς τὰ βάθη ὑπὸ τὰς σκιὰς τῶν προαιωνίων καὶ ἀπεράντων δασῶν, ἐφαίνετο ὡς ἂν ὅλη τοῦ ὠκεανοῦ ἡ ἐρημία, ἐφαίνετο ὡσὰν ὅ,τι ἄγριον ἐνυπάρχει εἰς τοὺς μαύρους οὐρανοὺς τοὺς ὀρφανοὺς ἀστέρων καὶ σελήνης, νὰ ἐσωρεύθη εἰς τὰ κτυπήματα αὐτὰ, εἰς τὴν ὥραν τὴν ἀπελπιστικὴν, ἡ ὁποία ἐγείρει εἰς χορὸν πένθιμον ὅλα τὰ φαντάσματα καὶ ὅλους τοὺς τρόμους καὶ ὅλας τὰς σκέψεις τοῦ σκότους καὶ ὅλας τὰς ἀποφάσεις τῆς ἀπελπισίας.
Καὶ ἔλα νὰ συνενωθῶμεν, νὰ δώσωμεν ἕνα ἐναγκαλισμὸν παράφορον, ὁ ὁποῖος νὰ προκαλέσῃ τὸ μεσονύκτιον καὶ τὸν χρόνον καὶ τὸν θάνατον.
Δὲν θὰ ἀκούωμεν πλέον τὴν ὥραν, θὰ καλυφθῶμεν μὲ τὸ σκότος, θὰ ἀναζητήσωμεν τὴν εὐτυχίαν εἰς τὰ στόματά μας.
Ναὶ, δέσε με καλὰ εἰς τοὺς βραχίονάς σου, καὶ ἄφησέ με νὰ κρυφθῶ εἰς τὰς ἀγκάλας σου.
Καὶ τὸ Μεσονύκτιον θὰ παρέλθῃ τόρα ἄνωθεν τῆς κεφαλῆς μας ὡς τόσα ἄλλα, τὰ ὁποῖα σημαίνουν ἀπὸ τὰς αὐγὰς τῆς ἱστορίας ἐγερτήρια φόβων καὶ σήμαντρα αἰμάτων καὶ δημιουργοὶ τραγωδιῶν. Εἴμεθα ἐδῶ ἔξω τῶν ὁρίων τοῦ χρόνου δημιουργοῦντες τὴν αἰωνιότητα.
Ἀλλὰ ἂς ἀδελφωθῇ περισσότερον ἡ σάρξ σου μὲ τὴ σάρκα μου διότι θέλω νὰ γευθῶ ὅλον σου τὸ σῶμα, θέλω νὰ πίω, θέλω νὰ μοῦ δώσῃς εἰς αὐτὴν τὴν ὥραν τὴν μεταβατικὴν καὶ τὴν ἐπίσημον ἐνῷ ὁ ἀὴρ τρέμει καὶ ἡ ἡμέρα θνήσκει, τὸ μεγαλήτερον ποτήριον τῆς ἡδονῆς τὸ ὁποῖον κρύβεις εἰς τὸ σῶμα σου.
Καὶ ἔχω ὄρεξιν νὰ περιμένω τὸ πρωΐ καὶ τὴν διάλυσιν τῶν φόβων μέσα εἰς τὸν δεσμὸν τῆς σαρκός σου…
Ν. Επισκοπόπουλος, Άσμα Ασμάτων, Πειραιάς, Σφαίρα, χ. χ. έ., 17−21
1
Θέλεις φιλιά;
Χαμήλωσε τὰ μάτια σου κάτω διότι φοβοῦμαι. Ναὶ τὰ ἄστρα κυλοῦν, κυλοῦν αἰώνια, φωσφωρίζουν αἰώνια, ζοῦν αἰώνια καὶ τὰ μυστήριά των εἶνε αἰώνια. Ναὶ εἶνε ἐκεῖ ἐπάνω καὶ πιὸ μακρυὰ εἰς τοὺς αἰθέρας κόσμοι ποῦ ζοῦν, ἥλιοι ποῦ λάμπουν, πλανῆται ποῦ καταρρέουν, νεφελειώδεις ποῦ γεννῶνται. Καὶ ὑπάρχει μία ζωὴ γιγαντιαία, μία συμφωνία μυριάδων τὴν ὁποίαν δὲν θὰ ἐνωτισθῶμεν ποτέ.
Θέλεις φιλιά;
Σφίξου στὴν ἀγκαλιά μου, ἀγάπη μου. Εἶνε ἥλιοι μὲ χρώματα κυανᾶ καὶ ἥλιοι κίτρινοι καὶ εἶνε καὶ ἄλλοι εἰς τὴν νεότητα τοῦ φωτός των καὶ ἄλλοι ποῦ χύνουν ἀκτῖνας πεθαμένας ἐπὶ κόσμων νεκρῶν. Ὑπάρχουν λείψανα πλανητῶν μεγαλείτερα τῆς γῆς, ὑπάρχουν ἀπλανεῖς ἄπειροι, ὑπάρχουν ὅσα εἴδομεν καὶ ὅσα θὰ ἴδωμεν ἀκόμη, ὑπάρχει ἓν ὁρατὸν τὸ ὁποῖον ἡ φαντασία μας δὲν δύναται νὰ συλλάβῃ καὶ ἓν ἀόρατον πρὸ τοῦ ὁποίου εἴμεθα διὰ παντὸς τυφλοί. Καὶ ὅλα αὐτὰ ζοῦν εἰς τὸ ἄπειρον καὶ ὅλα εἶνε αἰώναι καὶ ὅλα ὀρθοῦνται εἰς τὴν νύκτα ὡς μεγάλα φωτεινὰ μυστήρια κυλοῦν ἀπὸ τὰς αὐγὰς τοῦ κόσμου ἀφ' ἧς στιγμῆς ἤνοιξε παρθένα βλέμματα τὸ πρῶτον πλάσμα καὶ ἠτένισε μὲ καινουργεῖς αἰσθήσεις τὴν πρώτην νύκτα.
Θέλεις φιλιά;
Ὢ! θέλεις φιλιά, ἀγάπη μου; Ἔλα κοντά μου πολὺ, διότι δὲν σὲ βλέπω εἰς τὴν νύκτα καὶ θέλω νὰ αἰσθανθῶ τὴν παρουσίαν σου, τὴν θερμότητά σου. Ὤ! ναί φρικιᾶς μετὰ τόσα φιλήματα. Φοβεῖσαι. Ναὶ, αἰσθάνεσαι ὅτι θνήσκομεν, ὅτι θνήσκομεν ἰλιγγιωδῶς κάτωθεν τῆς αἰωνιότητος τοῦ οὐρανοῦ. Ναὶ, εἶδες καὶ ἐσὺ ἐμψυχούμενα τὰ ἄστρα καὶ διὰ μίαν στιγμὴν ὁ ἐγκέφαλός σου ἠνοίχθη εἰς τὸ ἄπειρον καὶ συνέλαβε ὁλόκληρον τὴν ἁρμονίαν τοῦ οὐρανοῦ. Ναὶ, φοβεῖσαι. Ναὶ, νομίζεις καὶ σὺ ὅτι κυλιόμεθα φρικτὰ εἰς τὸν θάνατον. Θέλεις φιλιά;
Ἔλα κοντά μου καὶ δόσε μου τὰ χείλη σου. Ἂς ἑνώσωμεν τὰ σώματά μας διὰ νὰ ἀντισταθῶμεν καλλίτερα εἰς τοῦ θανάτου τὸ ρεῦμα. Ναὶ, ἕνα ἀσπασμὸν ἕνα ἐναγκαλισμὸν εἰς τὸν ὁποῖον νὰ φρικιάσῃ ὄχι τὸ θνητὸν σῶμα μας, ἀλλὰ ὁ σπινθὴρ τῆς αἰωνίας οὐσίας, ὁ σπινθὴρ τῶν ἄστρων, ὁ ὁποῖος κρύπτεται μέσα μας.
Ἐνωμένοι καὶ δημιουργοῦντες δυνάμεθα μόνον νὰ ἀτενίσωμεν τὸ δέος τοῦ οὐρανοῦ καὶ νὰ ἀντισταθῶμεν κατὰ τοῦ θανάτου καὶ νὰ κοινωνήσωμεν μὲ τὰ πράγματα τὰ αἰώνια, τὰ ὁποῖα μᾶς στεγάζουν καὶ τὰ ὁποῖα μᾶς ἀτενίζουν.
Ἕλα. Ἐὰν διαπεράσω τελείως τὴν σάρκα σου καὶ ἁρμονίσω τὸ σῶμα μου μὲ τὸ ἰδικόν σου, τότε θὰ δοκιμάσω διὰ μίαν στιγμὴν τὴν χαρὰν τοῦ δημιουργοῦ καὶ θὰ κοινωνήσω τῶν μυρίων αὐτῶν δυνάμεων καὶ θὰ κυριαρχήσω διὰ μίαν στιγμὴν τοῦ σύμπαντος.
Εἰς τὰς ἀγκάλας σου βλέπω τὸν οὐρανὸν μικρὸν καὶ τὸν βλέπω πλησίον καὶ ἂν μὲ ὑψώσῃς εἰς τὰς ἀγκάλας σου μὲ τὴν δύναμιν τοῦ πόθου σου ἴσως θὰ δυνηθῶ ν' ἀσπασθῶ τοὺς ἡλίους.
2
Μεσονύκτιον. Ἔλα εἰς τὰς ἀγκάλας μου.
Τὰ κτυπήματα τοῦ ὡρολογίου ἀντηχοῦν εἰς τὴν ψυχήν μου καὶ φαίνεται ὡς ἂν ὅλος ὁ ἀὴρ νὰ γίνεται ἐπίσημος καὶ νὰ κύπτει ὑπὸ τὸν φόβον τῆς ὥρας. Μεσονύκτιον. Ἡ νὺξ φιλιέται μὲ τὴν ἡμέραν, ὁ θάνατος ἔρχεται, ἡ ζωὴ κυλᾷ.
Μεσονύκτιον! Ὤ ἔλα εἰς τὰς ἀγκάλας μου καὶ ἂς φρικιάσωμεν μαζὶ καὶ ἂς συνενωθῶμεν πρὸ τοῦ χρόνου καὶ πρὸ τῆς καταστροφῆς, τὴν ὁποίαν ἀγγέλλουν τοῦ ὡρολογίου τὰ κτυπήματα.
Ἐφαίνετο ὡσὰν ὅλοι οἱ πανικοὶ οἱ σπαρμένοι εἰς τὰ βάθη ὑπὸ τὰς σκιὰς τῶν προαιωνίων καὶ ἀπεράντων δασῶν, ἐφαίνετο ὡς ἂν ὅλη τοῦ ὠκεανοῦ ἡ ἐρημία, ἐφαίνετο ὡσὰν ὅ,τι ἄγριον ἐνυπάρχει εἰς τοὺς μαύρους οὐρανοὺς τοὺς ὀρφανοὺς ἀστέρων καὶ σελήνης, νὰ ἐσωρεύθη εἰς τὰ κτυπήματα αὐτὰ, εἰς τὴν ὥραν τὴν ἀπελπιστικὴν, ἡ ὁποία ἐγείρει εἰς χορὸν πένθιμον ὅλα τὰ φαντάσματα καὶ ὅλους τοὺς τρόμους καὶ ὅλας τὰς σκέψεις τοῦ σκότους καὶ ὅλας τὰς ἀποφάσεις τῆς ἀπελπισίας.
Καὶ ἔλα νὰ συνενωθῶμεν, νὰ δώσωμεν ἕνα ἐναγκαλισμὸν παράφορον, ὁ ὁποῖος νὰ προκαλέσῃ τὸ μεσονύκτιον καὶ τὸν χρόνον καὶ τὸν θάνατον.
Δὲν θὰ ἀκούωμεν πλέον τὴν ὥραν, θὰ καλυφθῶμεν μὲ τὸ σκότος, θὰ ἀναζητήσωμεν τὴν εὐτυχίαν εἰς τὰ στόματά μας.
Ναὶ, δέσε με καλὰ εἰς τοὺς βραχίονάς σου, καὶ ἄφησέ με νὰ κρυφθῶ εἰς τὰς ἀγκάλας σου.
Καὶ τὸ Μεσονύκτιον θὰ παρέλθῃ τόρα ἄνωθεν τῆς κεφαλῆς μας ὡς τόσα ἄλλα, τὰ ὁποῖα σημαίνουν ἀπὸ τὰς αὐγὰς τῆς ἱστορίας ἐγερτήρια φόβων καὶ σήμαντρα αἰμάτων καὶ δημιουργοὶ τραγωδιῶν. Εἴμεθα ἐδῶ ἔξω τῶν ὁρίων τοῦ χρόνου δημιουργοῦντες τὴν αἰωνιότητα.
Ἀλλὰ ἂς ἀδελφωθῇ περισσότερον ἡ σάρξ σου μὲ τὴ σάρκα μου διότι θέλω νὰ γευθῶ ὅλον σου τὸ σῶμα, θέλω νὰ πίω, θέλω νὰ μοῦ δώσῃς εἰς αὐτὴν τὴν ὥραν τὴν μεταβατικὴν καὶ τὴν ἐπίσημον ἐνῷ ὁ ἀὴρ τρέμει καὶ ἡ ἡμέρα θνήσκει, τὸ μεγαλήτερον ποτήριον τῆς ἡδονῆς τὸ ὁποῖον κρύβεις εἰς τὸ σῶμα σου.
Καὶ ἔχω ὄρεξιν νὰ περιμένω τὸ πρωΐ καὶ τὴν διάλυσιν τῶν φόβων μέσα εἰς τὸν δεσμὸν τῆς σαρκός σου…
Ν. Επισκοπόπουλος, Άσμα Ασμάτων, Πειραιάς, Σφαίρα, χ. χ. έ., 17−21
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου