Δεν κατάφερνε να κοιμηθεί. Είχε φυλάξει όλα τα όνειρα σε μια σακούλα του σούπερ μάρκετ και η σακούλα άνοιξε, τα όνειρα πέταξαν, κι εκείνος δεν μπορούσε να κοιμηθεί διότι δεν του είχε απομείνει όνειρο για να ονειρευτεί.
Αυτό ισχυριζόταν. Έλεγε επίσης ότι είχε χάσει δυο μέρες, τη Δευτέρα και την Τρίτη, κι ότι τις έψαχνε απεγνωσμένα, αλλά δεν τις έβρισκε πουθενά.
Η επιθανάτια αγωνία κράτησε πολύ. Πνιγόταν, του έλειπε όλο και περισσότερος αέρας. Τέλος, χιλιοτρυπημένος από σωληνάκια, κατάφερνε μόνο να ψιθυρίσει:
«Τι μεγάλη ανηφόρα…»
Πέθανε χωρίς να έχει βρει τα όνειρα και τις μέρες που είχε χάσει.
Δεν είχε και πολλά πράγματα. Ο Φερνάντο Ροντρίγκες δεν ήθελε ποτέ του να έχει πολλά. Δεν απέκτησε τίποτα, ήταν ένας γυμνός άνδρας. Και γυμνός έζησε, με τα παιδιά, τους τρελούς και τα πουλιά να τον παίρνουν στο κατόπι.
[Eduardo Galeano, Οι λέξεις ταξιδεύουν. Με τα χαρακτικά του José Borges, μτφρ. Ισμήνη Κανσή, Πάπυρος, Αθήνα 2013.]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου