ΤΟ ΜΑΓΑΖΙ ΤΩΝ ΜΑΛΑΚΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ
Μπαῑναν
ἕνας – ἕνας
λιῶμα
τά ὀμορφότερα παιδιά
κρατούσανε ζεστό τό μαγαζί
παῖζαν τή μουσική τους
πίναν ὑγρά σκληρά
κοιτούσανε στά μάτια δυνατά.
Βγαῑναν
ἕνας – ἕνας
λιῶμα
τά ὀμορφότερα παιδιά
ἱππεύανε μεγάλες μηχανές
βουλιάζανε στή νύχτα μαγικά
κι ὅλο
στίς πλάτες τους στραφτάλιζαν
λεπτές
φτεροῦγες
κάτασπρες.
(Νοέμβριος 1982)
Πέφτουν οἱ φίλοι
στήν ἔρημη ἄσφαλτο
κίτρινα φύλλα
(1986)
ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΚΥΛΟΥ
Μαῦρος καταμούντζουρος
ὁριστικά χαμένος σʼ αὐτόν τόν οὐρανό
πού δέν ἔχει οὔτε φωταγωγό νά βλέπεις τούς ἀγγέλους.
Βγαίνοντας ἀπʼ τό σιδεράδικο
γκρίζο ἀπόγευμα τοῦ σκοτωμοῦ
οἱ μύγες σύννεφο, τά δάχτυλα σχισμένα
ξάφνου φτύνοντας μία προστυχιά στά μοῦτρα τοῦ περιπτερά
μέ κοίταξε ὀλύμπιος
βρώμικος καραφλός καί λοβοτομημένος.
Τόν πῆρα τρυφερά
καί τόν ἀπόθεσα στό ποίημά μου
στή θέση τῶν ἁγίων.
(27–1-1987)
ΠΕΡΙΛΥΠΟΣ Σʼ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΗΣΥΧΙΑ
Ἡ νύχτα γλίστρησε στό σπίτι.
Φύσαγε κι ἔσβηνε τά μάτια του.
Κρύωνε καί ἔμπαινε στό σῶμα του ἡ θάλασσα.
Πάλι δέν εἶπε σήμερα αὐτό πού ἤθελε νά πεῖ.
Καί σήμερα δέν ἔκανε αὐτό ποὖχε νά κάνει.
Μένει στήν ἐρημιά πού ἔχτισε ἀσάλευτος.
Μʼ ἕνα χάρτινο τριαντάφυλλο γιά μάτι.
Καί τούς φτωχόδρομους τῆς πόλης του σάν ἁλυσίδες.
Ἀπό παντοῦ γιά πάντα νά τόν ἔχουν περιζώσει.
(1987)
(ΑΚΑΤΑΠΑΥΣΤΑ)
Τά πολύφθογγα ἠχηρά καί συναφῆ λυπηρά
πλάτς-πλούτς μίαν ἄνοιξη ἀπʼ τά παλιά
μέ τά πανιά ὀρθάνοιχτα μέ τ’ ἄρμενα λυμένα
καθώς ἔφευγε προτοῦ ἀκόμα ἔλθει.
Γέλαγαν στίς ντάπιες τά παιδιά κοιτοῦσαν
ἀπό τίς θύρες οἱ γερόντοι σιωπηλά
τί σήκωσαν τοῦτοι οἱ ὦμοι πόσους καπνούς
καί γείραν ἔτσι.
Κενόν του βαρύγδουπου ἄνθους.
Κενόν του ὑπερφίαλου αἵματος
τοῦ φλύαρου σπλάχνου, τῆς ἀγάπης κενόν.
Ἀκατάπαυστα ὅλα του φόβου
χρώματα ἀρώματα ζουζουνητά
εἰς σάρκα μίαν
τοῦ νεροῦ καί τοῦ χώματος.
Ἀκατάπαυστα ἄνοιγε καί τά ᾽κλεινε μέσα της.
Ἡ λάσπη ἀκατάπαυστα.
5-1-1999
Επίμετρο: Γιάννης Βούλτος
Ο Δ. Ε. Κουκούτσης γεννήθηκε το 1957 στη Σπάρτη, όπου και διαμένει. Ολιγογράφος ποιητής, εξέδωσε το 1999 την Εκλογή Ι (Ποιήματα 1982 – 1999, εκτός εμπορίου) που αποτελεί απάνθισμα του μέχρι τότε έργου του. Η ποίηση του Κουκούτση συνδιαλέγεται άμεσα με την παράδοση και την λακωνική ύπαιθρο, ενώ παράλληλα την καθορίζουν τα ποικιλόμορφα βιώματα της πόλης του. Παρέχει επίσης την αίσθηση μιας σπουδής «περιθωρίου», μιας εξύμνησης υπάρξεων που απαξιώνονται και καταφρονούνται, καθώς δεν κατάφεραν ποτέ να εκφράσουν τις απαιτήσεις των καιρών. Κι αυτά όλα τα στοιχεία μετουσιώνονται σε ποιητική γραφή μʼ ένα ύφος ελαφρά ειρωνικό και συγκρατημένα μελαγχολικό και με μια γλώσσα στην κυριολεξία μεικτή, με λέξεις εύστοχα και με μόχθο διαλεγμένες από ένα πεδίο ευρύ με αφετηρία την αργκό και κατάληξη την καθαρεύουσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου