Παρασκευή 31 Ιουλίου 2020
Χαριτίνη Ξύδη-Καλοκαίρι
Γιώργης Παυλόπουλος-Η σιωπή
Ζωή Καρέλλη - Έρωτες
Ι
Σ’ αγκαλιές τα σώματα ζητούν,
να ξεκουραστούν μαθημένα,
η θλίψη κι η ασκήμια να τυραννούν.
Ανάπαυση μέτρια,
περίσκεπτη εμπιστοσύνη,
μετρημένη παράδοση του σώματος,
σχεδόν υπόκριση ερωτική
ατελής ομιλία, η απαγορευμένη.
Στρέφονται από δω κι από κει
τυράννια και συστροφή, τα σώματα,
συμπλοκή άχαρη, καμιά παρηγορία.
Τα σώματα μένουν φτωχά,
άκαμπτα και κουρασμένα
Τα παιδεύει της ηδονής εκμηδένιση.
ΙΙ
Σκέφτομαι τις πόρνες με τα σώματα πεθαμένα,
-απ’ την κούραση κιόλας απ’ την ανάγκη-
που πρέπει ακόμα να ζήσουν.
Σκέφτομαι τις πόρνες, που φιλούν τα στόματα,
όταν, από καιρό, έχουν πεθάνει τα δικά των σώματα,
φιλούν τα χαλασμένα στόματα, σπασμένα, γεροντικά,
χαλαρά, σιχαμερά, που δεν έχουν
ομιλία καμιά, ήχον φωνής να ταιριάζει,
την φοβερήν ώρα, όταν πλαγιάζει
το ένα σώμα στ’ άλλο κοντά.
Ζωή Καρέλλη
Τέλλος Άγρας-«Ἦρθες.. »
Φωτεινή Βασιλοπούλου-Άνοια
Δραγούμης, Ίων Το αιώνιο διάβα (απόσπασμα)
ΤΟ ΑΙΩΝΙΟ ΔΙΑΒΑΚαὶ ἐνῶ ὁ Ἀλέξης ἔδειχνε μὲ τὶς πρᾶξες του πως κάθε ψοφιοσύνη τὴ σιχαίνεται καὶ τὴν ἀρνιέται καὶ κάθε ζωντανάδα τὴν ἀγαπάει καὶ τὴ χαίρεται καὶ ἐνῶ ἔλεγε πως οἱ δίχως φωτιὰ καὶ χωρὶς φῶς ἄνθρωποι πρέπει νὰ σκοτώνωνται γιὰ νὰ λείπουν ἀπὸ τὴ μέση, ἔμαθε πως σκοτώθηκε μὲ τὸ ἴδιο του τὸ χέρι ἕνας φίλος του στὴν Ἀθήνα καὶ ταραγμένος ρώτησε· − «Μὰ γιατί νὰ πεθαίνουν οἱ ζωντανοί; γιατί νὰ χάνωνται ἐκεῖνοι οἱ λιγοστοί, που εἶναι ὅλο φῶς, φωτιὰ καὶ ζέστη; γιατί νὰ ποθοῦν τὸ θάνατο; γιατί νὰ μεθοῦν ἀπὸ τὴν πνοή του; γιατί νὰ τρέχουν, γιατί νὰ βιάζωνται κατὰ τὸ χαμό τους;» Σὰν κάτι ρυθμοὶ βαρύτατοι ἀνάβρυζαν κυματιστοὶ ἀπὸ τὰ βάθια τὰ ἀπόμακρα τῆς ψυχῆς του, ἔτσι· Γι' αὐτούς, τοὺς λιγοστούς, ἡ ζωὴ δὲν εἶναι τίποτε, παίζουν μαζί της καὶ δὲν τὴ λογαριάζουν, γιατὶ ἀλλοῦ ἔχουνε τὸ νοῦ τους, καὶ ἡ φωτιὰ που εἶναι μέσα τους θέλει νὰ καοῦν. Μὰ τοὺς ἄλλους ὅμοιούς του, γιατί ἐκεῖνος, που βιάζεται νὰ φύγη ἀπὸ τὴ ζωή, τοὺς ἀφήνει μόνους νὰ φορτωθοῦν τὰ βάρη ὅλα, που μαζί του βαστοῦσαν; − Ὧ Καρυάτιδες, που χάσατε τὴν ἀδελφή σας τὴν ἰσάξια − πιὸ δύσκολη, πιὸ βαρειὰ, πιὸ ἄχαρη γίνεται ἡ ξεχωριστὴ δουλειά, που πῆραν ἀπάνω τους οἱ λιγοστοί, που τοὺς μεθάει καὶ αὐτοὺς τοῦ θανάτου ἡ πνοή, μὰ ἀποφάσισαν νὰ ζήσουν γιὰ νὰ βαστάξουν ὣς τὸ τέλος ἐκεῖνα που θεληματικὰ φορτώθηκαν. Ἄσχετοι ἀπὸ τὶς πρᾶξες τους, ἀπὸ τὰ πράματα καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, που ἀνούσιοι, σαχλοὶ καὶ μέτριοι τοὺς περιτριγυρίζουν, ἐρωτεύονται κι αὐτοὶ τὸ θάνατο καὶ βία τρελὴ τοὺς σέρνει κατὰ κεῖθε. Ὅμως θὰ νικήσουνε τὴν ἀηδία που τοὺς παίρνει καὶ μέσ' στὸ πρόστυχο παζάρι θὰ ζήσουν. Ἴδια τὰ μεγάλα δέντρα, που πρέπει νὰ κάμουν τὸν καιρό τους δίχως ἀνυπομονησία καὶ βία, περιμένουν καὶ αὐτοὶ νὰ ἀνοίξουν, νὰ φυτρώσουν, νὰ φουντώσουν, νὰ ὑψωθοῦν, νὰ θεριέψουν, νὰ συμμαζωχτοῦν, νὰ μαραθοῦν. Νὰ σκοτωθοῦν μονάχοι τους δὲν εἶναι ἀνάγκη. Θὰ ἔλθη μόνος του ὁ θάνατος νὰ τοὺς πάρη, δὲν μπορεῖ νὰ ἀργήση. Ὅμως, ὅπου κι ἂν πηγαίνουν, στὰ ταξίδια τους, μαζί τους παίρνουν καὶ λίγο θάνατο. Ἡ σκέψη τῶν λιγοστών, που μόνοι μέσα στὴν ἀθρωπότητα ἀξίζουν κάτι, σχετικὰ μὲ τὶς μεγάλες μάζες, μπορεῖ νὰ χαράζη ἐπάπειρο νέους φιλοσοφικοὺς δρόμους καὶ νὰ γεννοβολᾶ νέες ἀντίληψες τοῦ κόσμου, χωρὶς νὰ δύνεται καλὰ καλὰ νὰ τὴν παρακολουθῆ τὴ σκέψη αὐτὴ τῶν ἐξαιρετικῶν ἡ μεγάλη μάζα τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ἔτσι οἱ λιγοστοὶ δὲ θὰ πάψουν ποτὲ νὰ ἀλλάζουν τὰ ἰδανικὰ τῆς ἀνθρωπότητας, χωρὶς ποτὲ νὰ τοὺς μοιάσουν οἱ πολλοί, ὅσο καὶ νὰ γίνωνται διαφορετικοὶ ἀπὸ τὸν πρωτινὸ ἑαυτό τους. Ὅποιος τὸ ἔχει μέσα του νὰ μπορῆ, θελητὰ ἢ ἄθελα, νὰ ἐπηρεάζη τὴ μεγάλη μάζα, θὰ πάη πρῶτα νὰ σταθῆ στὸ ἐπίπεδό της, θὰ χωθῆ ὣς στὸ λαιμὸ μέσα στὰ τρεχούμενα ἰδανικά της καὶ ἀπὸ κεῖ θὰ πασκίση νὰ τὴν τραβήξη κατὰ τὸ δικό του τὸ καινούργιο ἰδανικό. Μὰ γιὰ νὰ πετύχη − ἂν θέλη τὴν ἐπιτυχία − πρέπει νὰ μὴν ἀπομακρύνεται στὰ μάτια της πολὺ ἀπότομα ἀπὸ τὰ ἰδανικὰ τῆς μεγάλης μάζας. Ἔτσι καὶ τὸ ἐθνικὸ ἰδανικὸ μπορεῖ νὰ γίνη, στὰ χέρια ἑνὸς ἐξαιρετικοῦ, ὄργανο γι' ἄλλους σκοπούς, καὶ γιὰ τὸ ἀνέβασμα τῶν πολλῶν σ' ἄλλο ἠθικὸ ἐπίπεδο καὶ γιὰ τὸ λαγάρισμα τῶν λίγων καὶ ἐξαιρετικῶν, που μόνοι ἀξίζουν. Δὲν εἶναι ἀξιοκαταφρόνητη ἡ μεγάλη μάζα τῶν ἀνθρώπων, ἀφοῦ σ' αὐτὴν ἐπάνω ριζώνουν καὶ ἀκουμποῦν καὶ δυναμώνουν καὶ ἀκονίζονται καὶ ἀπὸ μέσα της ξεχωρίζονται τὰ μεγάλα ἄτομα, οἱ διαλεχτοί, που δὲν εἶναι οὐρανοκατέβατα πουλιά, μὰ ἀνθοὶ τῆς ἀνθρωποσύνης. Ὅποιος ὅμως εἶναι ἀπὸ κείνους που πλάθουν ἰδανικά, ὅποιος εἶναι δημιουργὸς εἰδώλων καὶ χαράχτης δρόμων καὶ νομοθέτης, θὰ ἔχη τὴν πεποίθηση πως δὲν ἀλλάζει καὶ πολὺ σὲ κανέναν καιρὸ καὶ σὲ κανέναν τόπο ἡ μεγάλη μάζα τῶν ἀνθρώπων, ὁ αἰώνιος Κάλιμπαν, καὶ μόνο γιὰ νὰ τὴ συναρπάζουν οἱ ἐξαιρετικοί, γι' αὐτὸ ἀξίζει. Μήπως τὸ νὰ προχωρῆ ὁ νοῦς αὐτοῦ τοῦ ἐξαιρετικοῦ σὲ κόσμους νέους καὶ ἄγνωρους καὶ νὰ ἀφήνη πίσω του τὴ μεγάλῃ μάζα τῶν ἀνθρώπων ἢ νὰ προβαίνη ξέχωρά τους ἀπ' ἄλλο μονοπάτι, μήπως αὐτὸ ἐλαττώνει τὴν ἀξία τοῦ μεγάλου δρόμου μὲ τὰ τρεχούμενα ἰδανικά του; Κάθε ἄλλο. Κι αὐτὸς ὁ ἴδιος τὰ ξεχωρίζει καὶ τὰ βλέπει πως εἶναι ἰδανικὰ τῆς μεγάλης μάζας. Ὅσο ζῆ μοναχικὸς μὲ τὴ σκέψη του, δὲν τὰ λογαριάζει, παρὰ ἀντικειμενικά, μὲ τὴν ἀξία που μπορεῖ νὰ ἔχουν μέσα στὶς κοινωνίες τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ὅταν κατεβῆ ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους καὶ νοιώση τὴν ἀνάγκη νὰ τοὺς ἐπηρεάσῃ, τότε ἀλλάζει ψυχολογία ὁ ἴδιος, παίρνοντας τὴν ψυχολογία τῆς μεγάλης μάζας, δὲ λησμονεῖ ὅμως ποτέ του πως δὲ θ' ἀφομοιωθῆ. Θὰ κρατήση τὸν ἑαυτό του ἀκέριο καὶ κλειέται πιὸ σφιχτὰ μέσα του καὶ μὲ τὴ διαφορά του, μ' αὐτήν, θὰ ἐπηρεάση τοὺς ἀνθρώπους. Γιὰ νὰ προτιμᾶ ὁ ξεχωριστὸς τὴ φιλοσοφίᾳ τὴ δική του ἀπὸ τὰ ἀφιλοσόφητα − ὄχι ὅμως καὶ ἀστήριχτα ἰδανικὰ τοῦ λαοῦ, μήπως τοῦτο πάει νὰ πῆ πως ἡ φιλοσοφία του εἶναι καλλίτερη; Αὐτὸς τὴν προτιμᾶ γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ δὲν ἀποκλείει γιὰ τὸ λαὸ τὴν ἀξία τοῦ ἰδανικοῦ τοῦ λαοῦ. Ὁ καθένας φτειάνει ὅπως μπορεῖ τὴ φιλοσοφία του καὶ τὰ ἰδανικά του γιὰ νὰ ζήση ἢ καὶ νὰ νικήση. Ὁ ξεχωριστὸς νομοθετεῖ, μὰ τὶς περισσότερες φορὲς γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ τοὺς ὅμοιούς του, τοὺς λιγοστούς. Οὔτε θέλει νὰ γίνεται ὁ νόμος ὁ δικὸς του γενικὸς κανόνας, γιατὶ εἶναι περήφανος. Τὶς δικές του πρᾶξες τὶς κάνει θεωρίες γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ γιὰ τοὺς λίγους διαλεχτούς, ὄχι γενικὴ θεωρία. Αὐτὸς παίρνει τὰ δικαιώματα που τοῦ ἀρέσουν ἢ τοῦ ταιριάζουν, μὰ δὲν ἀξίζει νὰ δίνη τὰ ἴδια δικαιώματα καὶ στοὺς ἄλλους ὅλους, γιατὶ ὅλοι δὲν εἶναι ἄξιοι τὰ δικά του δικαιώματα νὰ χαίρωνται. Οἱ ἄνθρωποι τὸν ἐξαιρετικό, που δὲν τόνε γνωρίζουν, τὸν βλέπουν σὰν ὅμοιό τους καὶ ὁλοένα τὸν τραβοῦν κατὰ τὸν κάμπο τους, γιὰ νὰ τὸν ἰσοπεδώσουν. Τοῦ ὁρίζουν μάλιστα καὶ θέση στὴν κωμωδία τῶν κοινωνιῶν. Μὰ δὲν μπορεῖ νὰ ἀφομοιωθῆ μὲ τὴ θέση αὐτή, ξεφεύγει ἀπὸ παντοῦ, γιατὶ εἶναι πλατύτερος ἀπὸ τὴ θέση του. Καὶ μπαίνει ὁ ἐξαιρετικὸς στὸ χορό τους εἴτε ἀπὸ ἀδυναμία εἴτε ἀπὸ δύναμη. Τὸ τρίψιμο μὲ τοὺς ἀνθρώπους, ὅταν εἶναι ἀδύνατος, τὸν πειράζει καὶ λαχταρᾶ τὴν ἐλευτεριά του στὴν ἐρημιὰ τῶν βουνῶν του ἢ τῶν κάμπων του, γιατὶ κι αὐτὸς δὲ βρίσκεται πάντα ψηλὰ σὲ κορφοβούνια. Μά, σὰν εἶναι δυνατός, τίποτε δὲν τὸν πειράζει, ἀντικρύζει τοὺς ἀνθρώπους σὰ μύγες καὶ χτυπάει δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ δεσπότης, δημιουργὸς καὶ νομοθέτης. Ὅταν ἔχη τὴν δύναμη νὰ εἶναι περήφανος, νικητὴς καὶ τύραννός τους, τότε μόνο ἀξίζει νὰ μένη μέσα στοὺς ἀνθρώπους. Καὶ πάλι ἔπειτα νὰ βγαίνη ἀπὸ τὶς κοινωνίες τους ἀκέραιος, καθάριος καὶ ἐλεύτερος. Περνάει καὶ ἀπὸ βούρκους καὶ ἀπὸ λάσπες, που αὐτὸν δὲν τὸν λερώνουν. Μὲ τὴν ὑποκρισία του τὴν καθημερινή, δὲ θὰ καταντήση τέτοιος, που νὰ μὴν ξέρη πιὰ καλὰ καλὰ τί εἶναι δικό του καὶ τί τῆς κοινωνίας του. Μὰ μήπως μπορεῖ κανεὶς νὰ φαντασθῆ πως, ὅσο δυνατὸς καὶ νὰ εἶναι, θὰ καταφέρη νὰ ξεφύγη ἀπὸ τὴν ἐπίδραση τῆς τριγυρισιᾶς του; Γιατί τάχα, ἀντὶ νὰ τὴν πολεμᾶ, νὰ μὴν παντρεύεται μὲ τὴν κοινωνία του, γιὰ νὰ καταντήση ἔτσι νὰ μὴ διακρίνη πιὰ τὰ δικά του ἀπὸ τὰ δικά της καὶ νὰ ἔχη τὴν ἡσυχία του; Δὲν παντρεύεται μὲ τὴν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων, γιατὶ δὲν τὴν ἀγαπᾶ καὶ γάμο συμφεροντολογικὸ δὲν μπορεῖ νὰ κάμη. Γι' αὐτὸν δυὸ κατάστασες ὑπάρχουν, ἢ νικητὴς ἢ μοναχός. Τρίτη δὲ διακρίνει ἄλλη, παρὰ τὸ θάνατο, γιατὶ πρόβατο στὸ κοπάδι τῶν ἀνθρώπων δὲν τοῦ δόθηκε νὰ μπορῆ νὰ γίνη αὐτός. Εἴτε στὴν ἐρημιά του εἴτε στὴν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων βρίσκεται, ἀπομένει πάντα μόνος. Καὶ ὁ θάνατος θὰ ἔρθη στὸν καιρό του. Δὲ θὰ φοβηθῆ ὁ ἐξαιρετικὸς νὰ παίξη τὴ ζωή του τολμηρά, νὰ σκορπίση τὰ πλούτη του, νὰ ἀποκαῆ. Ὁλοένα αὐτὸ κάνει, ἀλλὰ καὶ δὲ θὰ σκοτωθῆ ποτὲ μὲ τὸ χέρι του. Ἂς ἔρθουν ἄλλοι νὰ τὸν σκοτώσουν. Μὰ ὁ Χάρος ἂς ἔρθη σὲ ὥρα πλούτου τῆς ψυχῆς του, σὲ ὥρα μουσικὴ καὶ ὄχι σὲ ὥρα φτώχιας καὶ κακομοιριᾶς. Ἕνα μοναχὰ θάνατο καταλαβαίνει ὄμορφο, τὸ θάνατο τοῦ πολεμιστῆ ἐπάνω στὴ μάχη. Δὲν πιάνει δεσμοὺς μὲ τοὺς κύκλους τῶν ἀνθρώπων. Μπαίνει εὔκολα καὶ βγαίνει πάλι ὅσο εὔκολα καὶ ἐλεύτερα μπῆκε. Ἀπὸ παντοῦ ξεφεύγει, γιατὶ δὲν μπορεῖ νὰ ζήση μαζὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους, οὔτε καὶ νὰ καθίση ἀνάμεσά τους, μόλις μπορεῖ καὶ στέκεται ὀρθὸς λιγάκι ἀναμεταξύ τους. Στέκεται καὶ ὕστερα προβαίνει πάλι. Οἱ ἄνθρωποι, ὅταν εἶναι ἀνάμεσά τους, τὸν κρίνουν καὶ τὸν κρίνουν ἀπὸ κεῖνα, που γι' αὐτὸν δὲν ἔχουν σημασία, ἀπὸ τὶς πρᾶξες του, προπάντων τὶς μικρὲς καὶ τὶς καθημερινές, καὶ ἀπὸ τὰ φερσίματά του. Τὰ κρυμμένα δράματά του, οἱ ἄνθρωποι, ταπεινοὶ καὶ τυφλοί, δὲν τὰ βλεπουν, καὶ μιλοῦν ἔξαφνα γιὰ ἕνα λόγο που ξεστόμισε ἄσκεφτος μιὰ μέρα − ἄσκεφτος, γιατὶ στοχάζονταν ἴσως ἐκείνη τὴν ἡμέρα τὰ δράματά του τὰ κρυμμένα, τὶς ἀμφιβολίες του γιὰ τὴ μεγαλοσύνη του. Τὸν κρίνουν ἀπὸ τὴν ἐπιφάνειά του, γιατὶ μὲ τὴν ἐπιφάνειά του τοὺς σέρνει, τοὺς θυμώνει, τοὺς σπρώχνει, τοὺς τραντάζει, τοὺς στραπατσάρει, τοὺς συνταράζει, τοὺς διώχνει, τοὺς συναρπάζει, τοὺς διασκεδάζει ἢ τοὺς κάνει καὶ τὸν βαριοῦνται. Καί, ἐνῶ γελᾶ, σέρνει αὐτὸς μέσα του τὴν εἰκόνα τοῦ θανάτου, που αὐτὴ εἶναι τὸ κεντρὶ τῆς ζωῆς του. Ἂς τὴν κοιτάζη πάντα γιὰ νὰ θυμᾶται πως αὐτὸς δὲν εἶναι αἰώνιος καὶ νὰ ξεχωρίζη διάφανα ποιά εἶναι τὰ αἰώνια πράματα. Ἡ εἰκόνα τοῦ θανάτου τὸν γεμίζει αἰωνιότητα. Ταξιδιώτης, διαβατάρης μέσα στοὺς ἀνθρώπους καὶ στὰ πράματα, ζῆ μὲ τὴν αἴσθηση πως περνᾶ. Περνάει μέσα στὸν καιρό, περνάει ἀπὸ τόπους, που δὲν εἶναι τὸ λιμάνι που θὰ ἀράξη, γιατὶ ἀραξοβόλι δὲν ὑπάρχει γι' αὐτόν, περνὰ καὶ γνωρίζει τὰ ἄγνωστα καὶ ποθεῖ τότε κι ἄλλα νὰ γνωρίση, γιατὶ ἡ αἰώνια δίψα τῆς γνώσης τὸν κατέχει. Ἐκεῖνο που κάθε στιγμὴ κάνει, ἐκεῖνο μονάχα δὲν εἶναι αἰώνιο. Αἰωνιότητα εἶναι τὸ αἰώνιο διάβα ἀπὸ τόπους καὶ χρόνους που δὲν εἶναι δικοί του. Ὁλοένα περνᾶ καὶ περνῶντας βλέπει, μὰ δὲν εἶναι μόνο θεατὴς καὶ περνῶντας δημιουργεῖ καὶ μὲ τίποτε δὲν ἀφομοιώνεται περισσότερο, παρὰ ὅσο χρειάζεται γιὰ νὰ τὸ καταλάβη, καὶ δὲ γίνεται παντοτινὰ ἕνα μὲ τίποτε ἀπὸ κεῖνα που περνᾶ καὶ εἶναι αἰώνια προσωρινά του. Πάντα ξένος, ἐρημοσπίτης, δίχως σταθμὸ καὶ δίχως λιμάνι κανένα, ποτέ. Ποῦ νὰ ἐγκατασταθῆ καὶ γιατί; Σπίτι του εἶναι τὸ ταξίδι του καὶ τὸ πέρασμά του μέσα στὸ χρόνο ἀπὸ τόπους καὶ ἄλλους τόπους. Μὲ τὸ καράβι του, που δὲν ἀποζητᾶ λιμιῶνες νὰ ρίξη τὴν ἄγκυρά του, περνάει ἀπὸ κάτι γιαλοὺς ψηλούς, ξεροὺς καὶ κίτρινους καὶ εἶναι σὰ μεσημέρι ἡ ἡδονὴ μέσα του, κοιτάζει ἀπὸ πάνω ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, που κάθονται ἀντίκρυ του, καὶ σμίγει μὲ τὴ φύση. Καὶ ὕστερα περνάει ἀνάμεσα στὰ νησιά, που εἶναι σὰ σταθμοὶ τοῦ χρόνου. Καὶ ἔπειτα ἀνεβαίνει στὰ βουνὰ καὶ χάνεται στὰ δάση τὰ παρθένα, τὰ ἀξεδιάλυτα καὶ κατεβαίνει ἀπὸ κεῖ στοὺς κάμπους, που τοὺς δέρνει ἡ ξεραΐλα καὶ τὸ λιοπύρι. Καὶ τότε βουτάει στὰ βάθια τῶν νερῶν τῶν παγωμένων καὶ πάλι βγαίνει καὶ διαβαίνει καὶ προβαίνει. Τέτοιο εἶναι τὸ δικό του τὸ σπίτι. Τὴν ὥρα που σκοτεινιάζει ἡ μέρα περπατεῖ στὶς πολιτεῖες σὲ κάτι συνοικίες μακρινὲς καὶ μιὰ λύπη ἀναβλύζει κύματά της. Εἶναι μόνος καὶ εἶναι αἰώνιος. Τίποτε ἀνθρώπινο δὲν τὸν πειράζει, γιατὶ τὰ κύματα τῆς αἰωνιότητας, που ἀναβλύζουν ἀπὸ τὰ βάθη τὰ ἀγνώριστα τῆς ψυχῆς του, τόσο ὁρμητικὰ βγαίνουν, που σκεπάζουν τὰ πράματα τοῦ κόσμου, τὰ χρωματίζουν καὶ τὰ μεταμορφώνουν. Ἡ δύναμη τῶν κυμάτων του εἶναι δυνατώτερη ἀπὸ κάθε ἄλλη δύναμη καὶ ἀπὸ κάθε τοῦ κόσμου πρᾶμα. Καὶ αὐτός, που περνάει μέσα στὴ ζωή, αὐτὸς ξεπερνᾶ τὰ πράματα, τὰ ξεσκολίζει καὶ δὲν ξαναγυρίζει πίσω, ξεπερνᾶ τοὺς θεοὺς καὶ τοὺς ἀνθρώπους, τὸν ἔρωτα, τὴ ματαιότητα τῶν πάντων, τὴν ἀμφιβολία καὶ τὴν πιστή, τὴ δόξα, τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ψευτιά, τὴν κακία καὶ τὴν καλοσύνη, τὴ λύπη καὶ τὴ χαρά, τὴν ἀκαματοσύνη καὶ τὴ δουλειά, τὴν πράξη καὶ τὴ σκέψη, καὶ πάλι μένει ὁλόκληρος, αὐτός, μ' ὅλες τὶς ἱκανότητες, χωρὶς τίποτε νὰ θέλη καὶ πάρα πολύ. Τί ἀνάγκη νὰ θέλη τίποτε, ἀφοῦ αὐτὸς εἶναι κάτι; Τί νὰ θέλη ξεχωριστά, που τὰ θέλει ὅλα; Δὲν ἀγαπᾶ τὸν κόσμο· δὲν εἶναι τάχα ὅλα δικά του; Ἡ ζωὴ δὲν τοῦ εἶναι βάρος καὶ δὲν τὴν ὑποφέρει στωικά. Δὲ δέχεται μοναχὰ ἀντρειωμένα τὴν πίεση τῶν πραμάτων καὶ τῶν ἀνθρώπων, παρὰ καὶ ἀγωνίζεται ἐπιθετικά, γιατὶ πρέπει νὰ ξοδέψη τὰ πλούτη του, τὴ δύναμή του τὴν περισσευούμενη, τὴν ἀλογάριαστη. Τίποτε δὲ διαλύνει μέσα του τὸν πόθο τῆς γνώσης καὶ τῆς πάλης. Μπαίνοντας στὶς κοινωνίες τῶν ἀνθρώπων ἀκονίζει τὸ μυαλό του καὶ τὴ θελήσή του κάθε ὥρα, ἐνῶ, ἂν ἔμενε πάντα στὸν πύργο του κλεισμένος ἢ στὴν ἐρημιά του, ἴσως καὶ νὰ ἀποκοιμιοῦνταν σὲ κανένα νιρβανά. Στέκεται στὴ θέση του, ἴδιος καπετάνιος, στὴ θέση που βρῆκε αὐτός, μόνος του, μὲ τὴν ἀντίληψή του τὴ διαπεραστική, χωρὶς ὑποταγὴ σὲ κανένα ἀπὸ τὰ συστήματα, που γράφουν τὰ βιβλία τῶν ἀνθρώπων. Καὶ τὰ βιβλία καὶ τὰ γραψίματα καὶ αὐτὰ τὰ ξεπέρασε καὶ οὔτε τοῦ χρειάζονται πιὰ γιὰ νὰ νοιώση τὸν κόσμο. Ἡ σκέψη του ἡ ἀληθινὴ εἶναι κείνη σ' ὅποιαν κατασταλάζει τὴν κάθε φορά. Βέβαια, μὲ τὸ νὰ εἶναι ὁ χρόνος ἄπειρος, θὰ ξαναγίνωνται πολλὰ πράματα, μά, ἐπειδὴ καὶ ὁ τόπος εἶναι ἄπειρος, δὲ μένει καμιὰ πιθανότητα γιὰ νὰ ξαναγίνουν ποτὲ ἀπαράλλαχτα. Τὸ αἰώνιο διάβα γίνεται χωρὶς ξαναγυρισμοὺς στὰ ἴδια καὶ στὰ ἴδια. Γι' αὐτὸ καὶ οἱ ἐξαιρετικοὶ ἄνθρωποι δὲν ξαναφανερώνονται οἱ ἴδιοι, δὲ γίνονται ἴσως πιὸ ἐξαιρετικοί, γιατὶ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ἐλπίζη τίποτε καλλίτερο ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, μὰ γίνονται κάπως ἀλλοιώτικα ἐξαιρετικοί, χωρὶς νὰ καταντήσουν ποτὲ θεοί. Ὁ ἕνας ἄνθρωπος δὲ γίνεται, μόνο που ἀνοίγει καὶ ἁπλώνεται. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως γίνεται, ἡ γενιὰ δηλαδὴ ἡ ἀνθρώπινη καὶ ὄχι ἕνα της ἄτομο. Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ξετελειωμένος, γι' αὐτὸ καὶ ὁ ἐξαιρετικὸς εἶναι ἐλεύτερος ναυτειάση ὅ,τι θέλει, μέσα στὸν κύκλο βέβαια τοῦ ἀνθρώπινου μπορετοῦ, καὶ νὰ γκρεμίση καὶ νὰ χαλάση καὶ πάλι ναυτειάση. Καὶ ἡ ἐλευτεριά του αὐτὴ τὸν ἐνθουσιάζει. Ἔχει στάδιό τὶς γενεὲς τῶν ἀνθρώπων, που θὰ γεννηθοῦν στὴ γῆ ἐπάνω. Αὐτὴ τὴν αἴσθηση μπορεῖ νὰ τὴ μεταδώση καὶ σ' ὅλους, συναρπάζοντας καὶ μεθῶντας τοὺς μὲ κρασί, μὲ ἰδανικά, μὲ θρησκεῖες. Ζῆ βέβαια, μὰ ζῆ αἰώνια, ἡ οὐσία του δὲν τοπικίζεται, δὲν εἰδικεύεται, δὲν κλειέται μέσα στὰ σύνορα τοῦ καιροῦ του. Εἶναι καὶ ἄνθρωπος, μὰ εἶναι καὶ αἰώνιος, καὶ ἂν ἐρωτευτῆ τούτη τὴ γυναῖκα ἢ ἐκείνη, καὶ ἂν τοῦτο τὸ φαγὶ τῆς ἐποχῆς του φάγη, καὶ ἂν ντύνεται κατὰ τὴ μόδα τοῦ καιροῦ του, καὶ ἂν παίρνη κάποια θέση, που τοῦ χαρίζει ἡ κοινωνία, ὅπου βρέθηκε, ὅλα αὐτὰ εἶναι ἀσήμαντα καὶ ἀδιάφορα καὶ περαστικά, γιατὶ αὐτὸς εἶναι αἰώνιος, ὅλων τῶν τόπων καὶ ὅλων τῶν καιρῶν, ἔξω ἀπὸ τὶς κοινωνίες, ὅσο κι ἂν αὐτὲς τὸν βλέπουν μέσα τους, ἐπειδὴ τυχαίνη νὰ ἔχη μορφὴ ἀνθρώπινη καὶ ὄχι μορφὴ βράχου, νεροῦ, σκουληκιοῦ, πεύκου ἢ ἀνέμου. Καί, ὅταν ἀνακατώνεται μὲ τοὺς ἀνθρώπους καὶ παίζει μαζί τους σὰ νὰ ἤταν ἄνθρωπος, ἀγκαλιάζει βέβαια μορφὲς ζωντανές, μὰ περαστικές, που θὰ μαραθοῦν καὶ θὰ πεθάνουν, ἐρωτεύεται γυναῖκες σύγχρονες, παίρνει καὶ ρουφᾶ τὴν πνοὴ τῶν ρόδων τοῦ καιροῦ του, καὶ τότε τ' ἀνθρώπινα ὄντα τὸν παίρνουν γι' ἄνθρωπο καὶ τὸν ἔχουν γιὰ πρᾶμα διαβατάρικο καὶ πρόσκαιρο σὰν κι αὐτὰ τὰ ἴδια. Μὰ πόσο γελιοῦνται! Ζῆ πάντα μὲ τὸ ὅραμα τῆς αἰωνιότητας, ὅπου οἱ ἄνθρωποι φαίνονται σὰ μύγες, οἱ πρᾶξες τοὺς μυγοχέσματα, οἱ κρίσες τους μουρμουρητὰ μαύρων μυγῶν. Εἶναι καθαρὸς καὶ διάφανος. Περπατεῖ στὸ δρόμο που ἡ μοῖρα τοῦ προόρισε. Βλέπει, σὰ σὲ ζωγραφιά, καὶ τὴ δική του τὴ ζωὴ καὶ ἄλλων ἀνθρώπων καὶ τὶς ζωὲς ἀνθρώπων ἄλλων καιρῶν καὶ τὴν ἱστορία ὅλη τῶν ἀνθρώπων. Καὶ μέσα σ' αὐτὴ τὴν κοντὴ προοπτική, που ἀνοίγει τόσο μεγάλον ὁρίζοντα, σβήνουν καὶ χάνονται οἱ ψιλοκοπιὲς τῆς καθημερινῆς τους ζωῆς καὶ ἀπομένουν μόνον ἐκεῖνα, που χαράζονται ἄθελα στὴν ψυχή του, τὰ κύρια χαραχτηριστικὰ τοῦ ἀνθρώπου, που αἰώνια θὰ μείνουν ἀνάλλαχτα ὥς που νὰ ψοφήση τὸ ζῷον «ἄνθρωπος». Μ' αὐτὸ τὸ ὅραμα στὰ μάτια τῆς ψυχῆς του ζῆ − δηλαδὴ ἐνεργεῖ καὶ στοχάζεται − σκληρὸς καὶ εὐαίσθητος, ψηλὸς καὶ ἐλεύτερος πάντα. |
Ί. Δραγούμης, Όσοι ζωντανοί, Αθήνα, εκδοτικό κατάστημα «Νέα Ζωή» Αλεξανδρείας, 1926 (β΄ έκδοση), σσ. 169−179
Αναδημοσίευση από:
http://www.greek-language.gr/greekLang/literature/anthologies/new/show.html?id=239
Primo Levi-Τρία ποιήματα
Πέμπτη 30 Ιουλίου 2020
Κ. Γ. Καρυωτάκης - Ιδανικοί αυτόχειρες
Δημήτρης Λάγιος-Μωβ
Ελένη Γιασεμάκη-Καντίνα στην Εθνική
Ήθελα να ‘μουν σκύλος
σε ξέφραγη αυλή να παριστάνω
τον πεθαμένο με τα πόδια ανάσκελα
να γλείφω τα αχαμνά μου με σπουδή
να ζητιανεύω με ξελιγωμένο βλέμμα
την τελευταία μπουκιά στο λαδόχαρτο
να μπαινοβγαίνω σε ανοιχτές πόρτες
να τους αφήνω να με πείθουν πως με θέλουν
να μάθω να ξεχωρίζω το ξουτ από το ουστ
να τους κάνω χαρούλες όταν έρχονται
να κάνω πως δεν καταλαβαίνω
όταν με διώχνουν
κι ας τους ακούω τελευταία
να ψάχνουν κλειδαριά για την αυλή
μπορεί να θέλουν να με
κρατήσουν μέσα
Ο αφρός του αλατιού /εκδόσεις Τύρφη 2020
Ελενη Γιασεμακη
Κρίτων Αθανασούλης-Ανεβαίνω
Πάρτε με στην αγκαλιά σας και πέστε μου: είσαι ζαλισμένος.Βάλτε με να καθίσω με την συντροφιά σας και πέστε μου: είσουν πολύ μοναχός.Στρώστε μου ένα κρεβάτι με απαλά χέρια και πέστε μου: πολύ κουράστηκες.Πέστε το ο ένας στον άλλο πως από σήμερα μ'ανεβάζουν τα χέρια σαςσ' ένα φως που γεννιέται μέσα σε μάτια αποφασισμένα.Σύντροφοι αυτής της πορείας βγάλτε από μέσα μουτη λάσπη που η ψυχή μου πατεί, λερώνεται κι αγωνίζεται να ξεπεράσει.Πιο πέρα είναι ο καλοκαιρινός δρόμος. Λίγο πιο πέραανθίζουν οι ακακίες, τραγουδούν οι σειρήνες. Και μεις βουλώνουμε τα αυτιά μας φοβισμένοιμήπως χαθούμε μέσα σε μια γλυκιά μουσική.Εμπρός λοιπόν. Τ' άστρο μου κρέμασε μια αχτίνα. Ανεβαίνωκρατώντας αυτή τη φωτεινή κλωστή, αιωρούμαι στην αγκαλιά τόσων κινδύνων.Αν πέσω, ας πέσω, όλα τα χέρια σας ανοιγμένα θα με κρατήσουν και δε θα πεθάνω ποτέ,μέσα σ' αυτά τα αγαπημένα σας χέρια.
Πηγή: Σπύρος Κοκκίνης, Ανθολογία Νεοελληνικής Ποίησης, Από τα Άνθη Ευλαβείας έως τις μέρες μας, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 2008, σελ. 26.
Τετάρτη 29 Ιουλίου 2020
Γιώργος Καραβασίλης -Τα κομμάτια μου
Καλύμνου 3 αφήναμε πίσω τις ράγες, έναν ουρανό
κρεμασμένο στις κάπνες, χωρίς διαλείμματα.
Σειρήνες σχολάσματος, κλάξον, θείτσα μου.
Σαββατόβραδο 19. Κορίτσια τις έκτακτες στιγμές
τους, κοπελιές ξεφυλλισμένες. Σκόνη, σινιάλα
με τα μάτια-κάποιο σύννεφο. Ο Θόδωρος ο ταξιτζής
ο Μαρκεζινικός που πέθανε λευχαιμικός.
Μπάμπης σε δυό καρέκλες, «Έθνος εξαιρετικά».
Το '45 κάπνιζα τουμπεκί με τη Βέμπο στον Κολωνό
Καλύμνου 3. Χωρίσαμε ένα δειλινό. Μαύρο πανταλόνι,
καφέ σακάκι. Ψυχραιμία.
Η Ματούλα γέννησε και πέθανε. Ούζο
Και ξεπέρασμα ποδηλάτου. Σαββατόβραδο 19.
Φωνάζουμε τη νύστα απ’ το πρωί στο καπελάδικο
με τα σπασμένα φινιστρίνια. Βαλσάκι από ραδιόφωνο
dethola. Το πιάνο απ’ την Κορώνη στο μπαξέ.
Ακούς τη μούχλα των υφαντουργείων; Καλύμνου 3.
Μούγκρισμα τραμ. Στους τοίχους ακόμα
Λευτεριά και άλλα τερπνά. Αν είναι. Ραπτομηχανές
Σίγγερ. Σαββατόβραδο 19. Χορός οι
πουτάνες στα σκαλοπάτια. Μ’ ένα ρεμπέτικο καταπίνεις
το εργοστάσιο. Χασαποταβέρνα «Το Μαράκι».
Είχε κι εκείνος μιαν αγάπη και την έχασε.
Μ’ ένα κατοστάρι πίνεις φεγγαρόφωτο.
Καλύμνου 3. Τσιγαριά. Πουθενά. Ασφάλεια.
Φουγάρα. Ταβάνι. Κλωστές. Σκαλοπάτι. Φεγγίτες.
Σπάσιμο. Μιστός. Σαββατόβραδο 19.
Καλύμνου 3, Σαββατόβραδο, 19 Μαρτίου 1955
Μ. Καραγάτσης-Το χαμένο νησί (απόσπασμα)
Δημήτρης Δούκαρης-τρία ποιήματα
Το ερημικό σώμα ΙΙ
Σώμα μου ερημικό
σαν την παραλία
του Albertville:
μια σειρά ξερά δέντρα,
μια σειρά κλειστά σπίτια
καμιά σειρά άνθρωποι,
πουθενά˙
και μονάχα
η απέραντα σιωπηλή
λίμνη στον ορίζοντα,
ο απότομος ήλιος
να έρχεται και να φεύγει
τυραννικά,
το αμέτοχο φεγγάρι
ν' ανεβαίνει ψηλά
κι ύστερα να πέφτει,
πίσω από τους λόφους,
χαμηλά.
*
Η Τεράστια Νύχτα
Τόσο τεράστια πάλι η Νύχτα
τριγύρω μου· και τα βήματά μου,
δίχως ίσκιους,
μέσα στη Νύχτα·
Θέλω να γράψω ένα ποίημα
τεράστιο σαν τη Νύχτα
αλλά όμορφο σαν Εσένα·
ένα ποίημα για τα πειστικά
και καθαρά μάτια σου·
παντού αιωρούνται τα μαλλιά σου·
τόσο τεράστια πάλι η Νύχτα
και τα ζωντανά σχήματα
της απουσίας σου, τεράστια
σαν τη Νύχτα
*
Στην ακροθαλασσιά
Μια μέρα όλα θα τα σκεπάσει
το αλμυρό νερό
κι εσένα με τα πλεχτά μαλλιά σου
στον ούριο άνεμο,
κι έμενα που φυτεύω με ταραχή
μέσα στην άμμο
στολίδια απ’ την ανάσα σου,
και απ’ το πρόθυμο δέρμα σου
εφτά ολόσωμες βιβλικές χώρες
με τα εφτά αρχιτεκτονικά τους θαύματα
ολοζώντανα να θροούν τριγύρω σου,
σπαρταριστές σκιές
στο μυθικό δέρμα σου,
στην ακροθαλασσιά —
μια μέρα τα χέρια σου
μέσα στα χέρια μου
ανελέητα,
μια μέρα το πρόσωπο σου
στο πρόσωπο μου
απεγνωσμένα·
μιαν άλλη μέρα, μιαν άλλη
όταν όλα θα τα σκεπάσει
το αλμυρό νερό.
Πηγή: https://www.facebook.com/photo.php?fbid=10205847008787918&set=a.2420316460824&type=3&theater
Ευγένιος Αρανίτσης -Θάλασσα (απόσπασμα)
Eυγένιος Αρανίτσης-Θάλασσα (απόσπασμα)
Απ' την παρήχηση των κυμάτων, ένας ολόκληρος κόσμος
Κινείται σπασμωδικά προς τα όρια. η ειρωνεία του,
Η εμμεσότητά του πρέπει τώρα να χρεωθεί στην ευτέλεια
Των ανακλαστικών μας, στη λύσσα μας για κατάχρηση.
Το φως δεν καίει, είν' ένα φως θεωρητικό. Δεν περιμένει
Εμάς, μόνον ξοδεύει το υλικό των κορμιών για το πλεονέκτημα
Κάποιας ουδέτερης αναδρομής ή επιτάχυνσης. Ο σκιώδης του
Όγκος οδηγήθηκε στην απώλεια κι η απώλεια βεβηλώνει
Την παλιά μας εκλεπτυσμένη ασυμμετρία. Ό,τι εκτιμήθηκε
Χάνει βάρος και επιπλέει. εκεί εκτίθεται
Σαν κειμήλιο αδιαφορίας, ώσπου σαπίζει. Κανένα δόγμα
Δεν είναι απόρρητο. όλα έπονται ή προηγούνται,
Παραταγμένα, μονοδιάστατα, ευεξήγητα, δηλωτικά
Μιας ανυπόμονης ενσωμάτωσης της σκέψης στο αντικείμενο
Ώστε ο ρυθμός της να συμπίπτει με τη στίλβουσα πρόσοψη
Του καθενός από αυτά. Κι έτσι δεν μας χρειάζονται τα μισόλογα,
Γιατί ανάμεσα στη φυσιολογικότητα και τη σκιά της
Χωράει μόνον ένα ναι ή ένα όχι, μια εικόνα ή τίποτα.
Τέτοιο δράμα πως θα μπορούσε να τραγουδηθεί; Την μελίγηρυν
Αηδόνα εδέξατο νώτοις δελφίν, και πτηνήν πόντιος ηνιόχει.
Πιστοτάτω δ' ερέτη πορθμευομένη τον άκωπον ναύτην
Τη στομάτων θέλγον εγώ κιθάρη... Νοημοσύνη, τρυφερότητα,
Απείθεια, όλα βρίσκονται γραμμένα εκεί, στον ήχο του ήχου σου.
Οι δίνες φαίνεται να έχουνε προκληθεί απ' την πορεία
Του γεγονότος προς τη συνείδηση, απ' τη συχνότητα
Του αντίκτυπου στους ομόκεντρους κύκλους του. Ομιλία,
Φτωχή συνήθεια της κοινής μας αναπνοής, σου ανέθεσα
Να αναθρέψεις το παιδί μου σωστά. Περίμενέ το να σε ακούσει.
Δείξε τα δόντια σου σ' αυτή τη δέσμη (με ξεκουράζει
Να σου μιλάω) των εξηγήσεων για το FORWARD, για το REPLAY.
Το ρολόι εκείνο (τόσο ντελικάτο! Σφαιρική απεικόνιση τ' ουρανού
Όπου Ήλιος, Σελήνη, ζώδια και πλανήτες χόρευαν στην αυτόματη
Δράση βαρούλκων και τροχών σαν την έλλειψη απερισκεψίας
Οδοντωτών) που ο σουλτάνος της Δαμασκού Σαλαντίν
Έκανε δώρο στον γερμανό αυτοκράτορα Φρειδερίκο Β΄,
Ή το ρολόι της Φεζ, στο Μαρόκο (1357 υδραυλική
Κλεψύδρα, ξύλινα ράμφη, λιθοσφαιρίδια) είναι πρώιμες ενδείξεις
Ότι ο άνθρωπος κουράστηκε απ' τις αρνήσεις που τον κρατούν
Στην κυκλικότητα μιας αφήγησης, ότι δεν μπόρεσε να καταλάβει
Τα γεγονότα παρά μονάχα μέσω εκκρεμοτήτων και γενικεύσεων.
Ήλιοι, σπουδές στη ευδαιμονία, γαμήλιες συνθέσεις,
Αναγνωρίζετε το χαμένο σας υποκείμενο; (Κυματίζουνε τόσο
Εξευμενιστικά οι λόφοι στο αντιφέγγισμα της έννοιας - λόφος,
Που εκατομμύρια μικρά "αλίμονο", στο νεράκι, φτιάχνουνε ένα.
Στρογγυλό "ευτυχώς"). Λοιπόν εμείς τ' αναγνωρίζουμε:
Ποτέ δεν γίναμε οπαδοί της κατ' ανάγκην συμπόρευσης,
Της συναίνεσης, του υπερθεματισμού στην ομαλή
Διεκπεραίωση των απείρων λειτουργιών της δυνητικότητας,
Ποτέ δεν στέρξαμε καμία στρατηγική της επιθυμίας.
Αλληλεγγύη λέγοντας, εννοούσαμε μια μεταβίβαση a priori
Μη χρονική. Εδώ είν' αλλιώς. (Να! μία πέρκα ή μήπως ήτανε
Σαργός! Θα τον άγγιζα παραλίγο! Αν τα μάτια σου
’νοιγες, θα ΄χες ήδη απολαύσει ραβδώσεις ενός λευκόχρυσου
Γιαλού μέσα στην έννοια-γιαλός!) Γιατί ο αντίλαλος
Της λησμονιάς βρίσκεται γύρω μας. Θα με ρωτήσεις:
Εάν, αδιάκοπα, το περιεχόμενο της εμπειρίας του εδώ-τώρα,
Αιμορραγεί, σε τι χρειάζονται τα ρολόγια; (Και μι' αχιβάδα!
Θα στην κρατήσω!) Χρησιμεύουνε, πίστεψέ με, σαν ενθύμια
Αυτού του πράγματος, του χαμένου παρόντος. Στη νεκρή
Υλικότητα του χρόνου εξασφαλίζεται μια συμφέρουσα
Επαλήθευση. Πράγμα αφύσικο! Γιορτές, πετάγματα πουλιών,
Ανηθικότητες, όλος ο χρόνος έχει ήδη υπάρξει,
Όλη αυτή η συνενοχή υπεραπλούστευσης κι εφευρήματος,
Όλες εκείνες οι συναιρέσεις κοινοτοπίας και τέχνης
Έχουν κιόλας καταγραφεί σχολαστικότατα
Στα αρχεία. Αναπαράγονται. Τεμαχίζονται. Τρομερή ματαιοπονία.
Γι' αυτό ν' ακούς τον παφλασμό και να ξέρεις
Πως περισσεύει ό,τι δεν έχει αιτία κι ούτε το ίδιο είναι αιτία.
Η ροή του στιγμιαίου επιταχύνεται βάναυσα
Με τις εντάσεις, οι εκδορές της στην ψυχή είναι ανεξίτηλες.
Γι' αυτό ν' ακούς τη σιωπή της σιωπής καθώς το ξύλινο
Πέταγμα αναδεύει στο νερό την εντέλεια. Το REPLAY,
Και το PAUSE του Ραμσή η σπατάλη των αποδείξεων
Ότι η πλάση δύει σ' έναν αλλόκοτο μεσημβρινό
Αυτοανάλωσης του εικονικού της χρόνου δεν σου ταιριάζει.
’κου καλύτερα, άγγελέ μου, μία διήγηση που μας κήδεψε
Ανακαλώντας τις αξίες του συμβολαίου όταν η ώρα μας εκπνέει
Γλυκά με τα τριξίματα του ξύλου. (Έτσι κι η βάρκα μας
Που 'γινε ολόκληρη ένας ρόζος αγάπης)...
Ευγένιος Αρανίτσης
Πηγή:http://www.authors.gr/members/view/author_46
Σωκράτης Μάλαμας - Σήματα φωσφορικά
Μουσική: Σωκράτης Μάλαμας
Στίχοι:
Είχες μια φέτα φεγγαριού στα διάφανα σου χέρια
και μες στα μάτια σου πουλιά
που φεύγανε για το νοτιά
στο δρόμο σου εκατοφύλλα έστρωσα να περάσεις
να δεις το φως τ’αληθινό
να βρεις τ’αθάνατο νερό
όλους να μας κεράσεις
Ύστερα ήρθαν δειλινά θολά και βουρκωμένα
άλλος ξεπούλησε φθηνά
άλλος αγόρασε ακριβά
κι όσοι ακόμα αντέχουνε
μές’στο σκοτάδι φέγγουν
σαν σήματα φωσφορικά
σαν νυχτωμένα φορτηγά
Τα αιώνια κακός μπελάς
στα εφήμερα χρονοτριβώ
και συ στο αίμα μου κυλάς
σαν δηλητήριο αργό
Μίκης Θεοδωράκης-Το σφαγείο
Μαρία Δημητριάδη-Το τρένο φεύγει στις οχτώ
Yevgeny Yevtushenko-Φεύγουν οι άνθρωποι
Οι μοίρες τους, των πλανητών οι ιστορίες.
Δεν υπάρχουν πλανήτες που να μοιάζουν,
και ο καθένας έχει ιδιαίτερες πορείες.
Εάν όμως κάποιος απαρατήρητος ζούσε
και αυτήν την αφάνεια αγαπούσε,
ήταν ενδιαφέρον άτομο μεταξύ των θνητών
με την ίδια τη μη ενδιαφερότητα του ων.
Ο καθένας με δική του οικουμένη μυστική.
Και μες σ’ αυτόν τον κόσμο έχει την στιγμή θεϊκή,
και μες σ’ αυτόν τον κόσμο έχει την ώρα τρομερή,
αλλά όλα αυτά ο ζόφος αφαιρεί.
Όταν ο άνθρωπος πεθαίνει,
η μοναδική του φωνή βουβαίνει,
φεύγει το πρώτο φιλί, και ο πρώτος θρήνος…
Όλα αυτά μαζί του παίρνει εκείνος.
Ναι, απομένουν γέφυρες και βιβλία,
ζωγράφων πίνακες και πλοία,
ναι, μένουν έργα και σκέψεις,
αλλά λίγο-πολύ θα ορφανέψεις!
Τέτοιοι είναι των σκληρών παιγνιδιών οι νόμοι.
Όχι οι άνθρωποι πεθαίνουν, αλλά κόσμοι.
τους ανθρώπους θυμόμαστε γήινους και αμαρτωλούς,
και τι στην ουσία εμείς γνωρίζαμε για αυτούς;
Τι ξέρουμε για τον αδελφό, για την αδελφή στοργική,
και τι γνωρίζουμε για την αγάπη μας, την μοναδική;
Ακόμη και αν την μητέρα μας θα αναφέρουμε,
γνωρίζοντας για αυτήν τα πάντα, τίποτα δεν ξέρουμε.
Φεύγουν οι άνθρωποι… Δεν πρόκειται να επιστραφούν.
Οι μυστικοί τους κόσμοι δε θα αναγεννηθούν.
Και κάθε φορά θέλω ξανά και ξανά,
από αυτήν την μη επιστροφή να ουρλιάζω σιγανά.
1961
Ευγκένι Γεφτουσένκο
Μετάφραση Γ. Σοϊλεμεζίδης
Αντλήθηκε από την ιστοσελίδα του μεταφραστή
Τρίτη 28 Ιουλίου 2020
Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου - Σταθμός Λιτόχωρου
πίσω απ’ το βράδυ, όταν το φως υποχωρεί απ’ τις γωνιές
όπως τα δίχτυα πού απλώνουν στα τηλέφωνα κι άκούς
ένα ασυνάρτητο κενό μέσα στις ανοιχτές γραμμές
μιαν έκσταση από άταχτες φωνές μεσ’ απ’ τα σύρματα
το βράδυ στο σταθμό πού συντροφεύει η θάλασσα
δυό τρία βράχια κι ό κόρφος ανοιχτός δίχως ορίζοντα
κι ο ήλιος σα λυπημένη Κυριακή κοντά στα Κάστρα
Δεν θα ξεχάσω αυτό το φέγγος στο σταθμό
το πάθος πού ξεπερνά την ευφροσύνη του κορμιού και από σάρκα γίνεται
πνευματική αγωνία
η αγωνία πού φέρνουν οι σβησμένες φωνές στο κατώφλι της νύχτας
η αγωνία πού φέρνει η μοναξιά δίπλα στον άλλο, η μοναξιά
μέσα στον άλλο, η μοναξιά μέσα στο πάθος του άλλου
Όλα τελειώνουν στο τελευταίο σύνορο
χαμηλώνουν τα φώτα στο θάλαμο και σβήνουν
οι σιγανές πατημασιές. Προσευχηθείτε
για τις σκοπιές που αγρυπνούν.
Πηγή: Ο δύσκολος θάνατος, Νεφέλη, 1985.
Δευτέρα 27 Ιουλίου 2020
Μήν είσαι ψεύτρα δίγνωμη - Α.Χατζηχρήστος
Νίκος Γκάτσος-Μίλησέ μου
να ποτίζω τα πουλιά,
νά `ρχεσαι κι εσύ πρωί και βράδυ
σα μικρή δροσοσταλιά.
Ήρθες μια βραδιά με τον αγέρα,
αναστέναξ’η καρδιά
σού `πα με λαχτάρα "καλησπέρα"
και μου είπες "έχε γεια".
Μίλησέ μου, μίλησέ μου,
δε σε φίλησα ποτέ μου.
Μίλησέ μου, μίλησέ μου,
πώς να σε ξεχάσω θε μου.
Μίλησέ μου, μίλησέ μου
δε σε φίλησα ποτέ μου.
Μίλησέ μου, μίλησέ μου,
μόνο στ’όνειρό μου σε φιλώ.
Φύτεψα στην πόρτα σου χορτάρι
Να `χεις ίσκιο και δροσιά,
Κι’ήρθα πριν αλλάξει το φεγγάρι
να σου φέρω ζεστασιά.
Σ’ έβγαλα στου Ήλιου τ’ανηφόρι
στα σοκάκια τα πλατιά
μα ήρθε παγωνιά και ξεροβόρι
και δε μ άναψες φωτιά.
Μίλησέ μου, μίλησέ μου,
δε σε φίλησα ποτέ μου.
Μίλησέ μου, μίλησέ μου,
πώς να σε ξεχάσω θε μου.
Μίλησέ μου, μίλησέ μου
δε σε φίλησα ποτέ μου.
Μίλησέ μου, μίλησέ μου,
μόνο στ’ όνειρό μου σε φιλώ.
Juan Gelman - Φιντέλ
Θα πιάσουν να λένε ακριβώς για τον φιντέλ
τον μεγάλο οδηγητή που άναψε στην ιστορία μπουρλότο
και λοιπά και λοιπά και λοιπά
αλλά ο λαός τον φωνάζει το άλογο και είναι αλήθεια
ότι ο φιντέλ μιά μέρα καβάλα στον φιντέλ εξεχύθηκε
με το κεφάλι του μπροστά ενάντια στον πόνο ενάντια στον θάνατο
αλλά κι ακόμα παραπάνω ενάντια στης ψυχής τη σκόνη
η Ιστορία θα μιλήσει για τα ένδοξά του κατορθώματα
προτιμώ να τον θυμάμαι στο γύρισμα της μέρας εκείνης
που εκοίταξε τη γη του και είπε είμαι γη
που εκοίταξε το λαό του και είπε είμαι ο λαός
και ευθύς κατάργησε τους πόνους του λαού
σβήνοντας τα σκοτάδια του τη λήθη του
και μόνος του μ’ όλον τον κόσμο απέναντί του
έβγαλε στο σφυρί την ίδια την καρδιά του το μόνο που ’χε βιός
την ξεδίπλωσε στον αέρα σαν μεγάλη σημαία
σαν φωτιά που μπήκε να κάψει τη μαύρη νύχτα
σαν χτύπημα ερωτικό ίσια στα μούτρα του φόβου
σαν άνθρωπος που μπαίνει τρέμοντας στο ιερό του έρωτα
εσήκωσε την καρδιά του και την εκράδαινε στον αέρα
της έδωσε να φάει να πιεί να πυρποληθεί
ο φιντέλ είναι χώρα ολόκληρη
τον είδα με κυματισμούς χιλιάδων όψεων πάνω στην όψη του
η Ιστορία θα ξεκαθαρίσει η ίδια τους λογαριασμούς της εδώ
εγώ όμως τον είδα όταν ξεσηκώνονταν οι άνθρωποι στο διάβα του
καληνύχτα Ιστορία άνοιξε τις πύλες σου διάπλατα
περνάμε με τον φιντέλ με το άλογο
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Ξενοφών Φουρναράκος-Συμπληγάδες
Παρατηρώ τον τρόπο που λειτουργεί ο αλγόριθμος
Τούτος ο παρά φύση νόμος που ελέγχει
Τον ψηφιακό κόσμο που αποικήσαμε.
Οτιδήποτε σαχλό, ρηχό, ανάξιο,
Εμφανίζεται μπροστά μας συνεχώς.
Οτιδήποτε ουσιώδες, τεχνηέντως περιορίζεται.
Είναι καλά γραμμένος ο αλγόριθμος.
Τίποτα δεν αποκρύπτεται εντελώς
Τίποτα δεν προωθείται ανεξέλεγκτα
Οι ψευτοϊσσορροπίες διατηρούνται.
Μας εκπαιδεύουν ενώ ζούμε ήρεμα τις ζωές μας.
Μας εκπαιδεύουν τώρα που είμαστε λιγότερο προσεκτικοί
Μας εκπαιδεύουν σαν να ήμασταν σκυλιά.
Σωτήρης Παστάκας-Ενδυματολογική Προσέγγιση
ο πατέρας μου, κι ήταν είκοσι χρονών
με τα μαλλιά χτενισμένα προς τα πίσω,
με το κουστούμι του φοιτητή
και με το βλέμμα, εκείνο το αισιόδοξο
βλέμμα για τη ζωή και τον κόσμο.
Όχι, το σταυρωτό σακάκι και την γραβάτα
δεν τα παράτησε, μέσα στον ίδιο χρόνο,
από πρωτοετής της Νομικής ζωέμπορος
με πλαστή ταυτότητα, το ρεβόλβερ
στον κόρφο του και το ΕΑΜ στους λόγους του,
σε βουνά και πλατείες της Θεσσαλίας.
Μες στο δικό μου κουστούμι τριακοντούτης,
σκέφτομαι πόσο πάλεψα να το αποδεχτώ
και τη γραβάτα μου κι αυτόν.
Τώρα, που όλοι γίναμε ο εαυτός μας,
πού ‘ναι η επανάσταση να μας χαρίσει
μια πλαστή ταυτότητα, πατέρα;
Η μάθηση της αναπνοής, Πλανόδιον, 1990
Αναδημοσίευση από: https://poets.gr/el/poihtes/pastakas-sotiris/873-endymatologiki-proseggisi
Κυριακή 26 Ιουλίου 2020
Βύρων Λεοντάρης- Η σκάλα
Κακή εποχή σε ξένο κι άγνωστο σκοτάδι
οι δρόμοι χρόνια τώρα πεθαμένοι και σβησμένα τα σημάδια
κακή εποχή, ανεμόβροχο σπάει τα τζάμια στις ψυχές μας
κι οι σκιές των ανθρώπων μέσα μας φτερούγες τσακισμένες
ένας καιρός ερείπιο
κι η σκάλα που ανεβαίνω πότε να τυλίγεται στα πόδια μου σαν φίδι
και πότε να βυθίζεται σαν βίδα στο μυαλό…
Αθώο ξεκίνημα, μοναχικέ λυγμέ πάνω απ’ τη θλίψη
με μολυβένια τώρα τα φτερά
χάνοντας ολοένα ύψος – όπως τόσες
απόπειρες αθανασίας που κατακάθισαν σ’ ένα επιτύμβιο χαμόγελο
αθώο ξεκίνημα, πού μ’ έφερες, πού μ’ έφερες…
Ίλιγγοι και στροφές
τρεκλίσματα μες στους λαβύρινθους
χειρονομίες σακάτισσες
σκέψεις γριές σερνάμενες πιασμένες απ’ τους τοίχους
μια υγρασία πανικού ως το κόκαλο κι όλοι γυρεύουν να σωθούν
κρεμιούνται απ’ τα καλώδια κι απ’ τις φλέβες τους
κυκλοφορούν μ’ ένα μαχαίρι στην καρδιά σαν φυλαχτό
κλειδώνουνε τις πόρτες ψάχνονται για τη χαμένη αφή τους
– άλλοι στους τοίχους κολλημένοι κάνουν τα παράθυρα
κι άλλοι τρέχουνε, τους ανοίγουν και πηδάνε στο κενό
και τι μπορούμε εμείς να κάνουμε και τι μπορούμε
μέσα στο στοιχειωμένο αυτό οικοδόμημα
κεριά που σβήνουμε στο βάθος των διαδρόμων
στίχοι που κλαίμε σαν παιδιά στα σκαλοπάτια
γιατί ποτέ ποτέ δε μπορέσαμε να προλάβουμε το έγκλημα
– φτάσαμε πάντα αργά μπροστά στις κλειδωμένες πράξεις
το αίμα κυλούσε πια κάτω απ’ τις χαραμάδες
κι η κούραση κι ο φόβος όλο να πληθαίνουν στην ατέλειωτη αυτή σκάλα
Όλες τις μοναξιές τις έζησα
ελπίζοντας και μη ελπίζοντας
όμως τη μοναξιά της τέχνης πώς να την αντέξω
τη σκόνη πάνω στο βιβλίο
τα λόγια που σηκώνονται τις νύχτες σαν αγάλματα
κι ανάβουνε τα φώτα σε αδειανές ψυχές
κι αρχίζουν να χτυπούν στους τοίχους το κεφάλι τους ουρλιάζοντας
– είναι μια κρίση δημιουργίας μόνο ή μήπως είναι
το τέλος, η κατάρρευση της σκέψης, η ερημιά
ανάμεσα σε ανεπανόρθωτα φθαρμένα σύμβολα και εικόνες
που ηχούν σαν κούφιες προσωπίδες
Γιατί δεν είναι μόνο ο χρόνος που μας φθείρει μα κι ο χώρος
σημεία το δείχνουν καθαρά, ο χώρος εκδικείται
παραμορφώνει τις δομές και κατατρώει τα σώματα
σκάβει βαθιά κενά κουφώνοντας μορφές και σωθικά – έτσι κι ο λόγος
φαγώθηκε σιγά σιγά από σιωπές και χάσματα
Τι μέλλει ακόμα να ειπωθεί και ποια η έκφραση μες στη χαμένη ισορροπία;
Είπαμε τόσες φτήνιες, έτσι που ’γινε κι η δημιουργία διαστροφή
και τώρα ετούτη η κούραση δεν είναι σαν τις άλλες
δεν έρχεται απ’ το παρελθόν αλλά απ’ το μέλλον
όπως η σκόνη αυτή που κατεβαίνει από τα πάνω δώματα
όπως το αίμα αυτό που στάζει από τα πάνω δώματα
– αθώο ξεκίνημα, που μ’ έφερες, πού μ’ έφερες
Πού να σταθώ να γείρω το κεφάλι μου
να ονειρευτώ το δροσερό κατώφλι…
Από τη συλλογή Κρύπτη (1968) του Βύρωνα Λεοντάρη
Βύρων Λεοντάρης, Ψυχοστασία [Ποιήματα 1949-2006], Αθήνα: ύψιλον βιβλία 2017.
Τέλλος Άγρας-Της νύχτας
Στεκάμενα νερόφυλλα
στο νερό τρέμουν, που κυλά·
Στο μικροσταυροδρόμι
δε νύχτωσε ακόμη.
Κι εγώ, που ωσάν γλυκό καρπό,
κρατάω το χέρι που αγαπώ,
σφιχτό κι εμπιστευμένο
- κι εγώ, που το παγαίνω;
Και που, και ποιος να μου το πει
που όλα τριγύρω είναι σιωπή;
-σιωπή, και σβήνει η μέρα
στα σύννεφα του αγέρα
κι η γης βαθιά κι η γης μπροστά
λες και το εγώ της μελετά
και κλειεί, και σκοτεινιάζει…
κι ο κόσμος δεν την νοιάζει…
σιωπή - και πάει ως την καρδιά
της γης η σκέτη η μυρωδιά.
- Εκεί, στο δέντρο πίσω,
πάμε, να σε φιλήσω;
Και τι αν στο πω κι αν δε στο πω,
τέτοιες στιγμές, πως σ' αγαπώ;
Κάλλιο ας χαρούμε, πέρα,
τα σύννεφα του αγέρα...
Λάμψη καμιά, φωνή καμιά.
Όλα είναι δρόσο κι ερημιά
κι όλα είναι φρέσκο χώμα.
Να σε φιλήσω ακόμα;
Πηγή: Τα ποιήματα ,τόμος Β' (ΜΙΕΤ)
George Gordon Byron-The isles of Greece
The isles of Greece! the isles of Greece
Where burning Sappho loved and sung,
Where grew the arts of war and peace,
Where Delos rose, and Phoebus sprung!
Eternal summer gilds them yet,
But all, except their sun, is set.
The Scian and the Teian muse,
The hero's harp, the lover's lute,
Have found the fame your shores refuse:
Their place of birth alone is mute
To sounds which echo further west
Than your sires' 'Islands of the Blest.
The mountains look on Marathon—
And Marathon looks on the sea;
And musing there an hour alone,
I dream'd that Greece might still be free;
For standing on the Persians' grave,
I could not deem myself a slave.
A king sate on the rocky brow
Which looks o'er sea-born Salamis;
And ships, by thousands, lay below,
And men in nations;—all were his!
He counted them at break of day—
And when the sun set, where were they?
And where are they? and where art thou,
My country? On thy voiceless shore
The heroic lay is tuneless now—
The heroic bosom beats no more!
And must thy lyre, so long divine,
Degenerate into hands like mine?
'Tis something in the dearth of fame,
Though link'd among a fetter'd race,
To feel at least a patriot's shame,
Even as I sing, suffuse my face;
For what is left the poet here?
For Greeks a blush—for Greece a tear.
Must we but weep o'er days more blest?
Must we but blush?—Our fathers bled.
Earth! render back from out thy breast
A remnant of our Spartan dead!
Of the three hundred grant but three,
To make a new Thermopylæ!
What, silent still? and silent all?
Ah! no;—the voices of the dead
Sound like a distant torrent's fall,
And answer, 'Let one living head,
But one, arise,—we come, we come!'
'Tis but the living who are dumb.
In vain—in vain: strike other chords;
Fill high the cup with Samian wine!
Leave battles to the Turkish hordes,
And shed the blood of Scio's vine:
Hark! rising to the ignoble call—
How answers each bold Bacchanal!
You have the Pyrrhic dance as yet;
Where is the Pyrrhic phalanx gone?
Of two such lessons, why forget
The nobler and the manlier one?
You have the letters Cadmus gave—
Think ye he meant them for a slave?
Fill high the bowl with Samian wine!
We will not think of themes like these!
It made Anacreon's song divine:
He served—but served Polycrates—
A tyrant; but our masters then 65
Were still, at least, our countrymen.
The tyrant of the Chersonese
Was freedom's best and bravest friend;
That tyrant was Miltiades!
O that the present hour would lend
Another despot of the kind!
Such chains as his were sure to bind.
Fill high the bowl with Samian wine!
On Suli's rock, and Parga's shore,
Exists the remnant of a line 75
Such as the Doric mothers bore;
And there, perhaps, some seed is sown,
The Heracleidan blood might own.
Trust not for freedom to the Franks—
They have a king who buys and sells;
In native swords and native ranks
The only hope of courage dwells:
But Turkish force and Latin fraud
Would break your shield, however broad.
Fill high the bowl with Samian wine!
Our virgins dance beneath the shade—
I see their glorious black eyes shine;
But gazing on each glowing maid,
My own the burning tear-drop laves,
To think such breasts must suckle slaves.
Place me on Sunium's marbled steep,
Where nothing, save the waves and I,
May hear our mutual murmurs sweep;
There, swan-like, let me sing and die:
A land of slaves shall ne'er be mine—
Dash down yon cup of Samian wine!
Lord George Gordon Byron - Canto III from "Don Juan" (1819)
ΤΑ ΝΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Τα νησιά της Ελλάδας! ω νησιά βλογημένα,
που με αγάπη και φλόγα μια Σαπφώ τραγουδούσε,
που πολέμων κι ειρήνης δώρα ανθίζαν σπαρμένα,
που το φέγγος του ο Φοίβος απ' τη Δήλο σκορπούσε!
Αχ, ατέλειωτος ήλιος σας χρυσώνει ως τα τώρα,
μα βασίλεψαν όλα, όλα τ' άλλα σας δώρα!
Και της Χίος τη Μούσα, και της Τέως τη λύρα,
αντρειοσύνης κι αγάπης δοξαρίσματα πρώτα,
σε άλλους τόπους για φήμη τα μετάφερε η Μοίρα,
γιατί η μαύρη τους μάνα μήτε αν ζούνε δε ρώτα!
Κι αντιλάλησαν ξάφνω παραπέρα στη Δύση
απ' εκεί που ανθίζαν των «Μακάρων αι νήσοι».
Τα βουνά το μεγάλο Μαραθώνα θωράνε,
κι η αθάνατη βλέπει τα πελάγη κοιλάδα.
Εδώ πέρα μονάχος συλλογιόμουν πώς να 'ναι
θα μπορούσε και πάλε μια ελεύτερη Ελλάδα!
Γιατί πώς να κοιτάζω το Περσάνικο μνήμα,
και να λέγω πως είμαι της σκλαβιάς κι εγώ θύμα!
Στον γκρεμνό που αντικρίζει τη μικρή Σαλαμίνα,
μια φορά βασιλέας θρονιαζότανε. Κάτου
δίχως τέλος καράβια με τ' αμέτρητα εκείνα
μαζευόντανε πλήθη. Ήταν όλα δικά του.
Την αυγή με καμάρι τα μετρούσε εκεί πέρα,
μα τι γένηκαν όλα, σαν εβράδιασε η μέρα!
Πού είν' εκείνα! Πού είναι, ω πατρίδα καημένη!
Κάθε λόγγος σου τώρα κι ακρογιάλι εβωβάθη!
Των παλιών των ηρώων ένας μύθος δε μένει,
της μεγάλης καρδιάς τους κάθε χτύπος εχάθη.
Και τη λύρα σου ακόμα την αφήκες, ωιμένα!
Απ' τους θείους σου ψάλτες να ξεπέσει σ' εμένα!
Μέσ' στον άδοξο δρόμο, που μια τύχη με σέρνει,
με φυλή που σηκώνει της σκλαβιάς αλυσίδα,
κάποιο βάλσαμο κρύφιο στο τραγούδι μου φέρνει
η ντροπή που με πιάνει για μια τέτοια πατρίδα!
Και τι να 'χει εδώ άλλο ποιητής παρά μόνο
για τους Έλληνες πίκρα, για τη χώρα τους πόνο!
Πρέπει τάχα να κλαίμε μεγαλεία χαμένα,
και ντροπή να μας βάφει αντίς αίμα, σαν πρώτα;
Βγάλε, ω γης δοξασμένη, απ' τα σπλάχνα σου ένα
ιερό απομεινάρι των παιδιών του Ευρώτα!
Απ' εκειούς τους Τρακόσους τρεις αν έρθουνε, φτάνουν
άλλη μια Θερμοπύλα στα βουνά σου να κάνουν.
Πώς! Ακόμα σωπαίνουν; Πώς! Ακόμα 'συχάζουν;
Όχι, όχι! Ακούγω τις ψυχές απ' τον Άδη
σαν ποτάμι που τρέχει μακρινά, να φωνάζουν:
«Ένας μόνο ας σαλέψει ζωντανός, και κοπάδι
απ' τη γης αποκάτου λεβεντιά ξεκινούμε.
Είναι αυτοί που κοιμούνται· εμείς ακόμα σ' ακούμε!»
Αχ, του κάκου, του κάκου! Άλλες λύρες στα χέρια!
Με Σαμιώτικο τώρα το ποτήρι ας γεμίσει.
Άφηνε αίμα και μάχες για τα τούρκικα ασκέρια,
και καθένας το αίμα του αμπελιού του ας μας χύσει!
Δες τους! Όλοι ξυπνάνε και πετούν ως απάνω,
του μικρόψυχου Βάκχου το εγκώμιο σαν κάνω!
Τον Πυρρίχιο χορό σας ως τα τώρα βαστάτε
η Πυρρίχια η «φάλαγξ» πού να πήγε, καημένοι!
Από δυο τέτοια δώρα, πώς εκείνο ξεχνάτε,
που ψυχές αντρειώνει και καρδιές ανασταίνει!
Και τα γράμματα ακόμα ενός Κάδμου κρατείτε·
τάχα να 'ταν για σκλάβους τα ψηφιά του θαρρείτε;
Το Σαμιώτικο χύνε στο ποτήρι ως τα χείλη!
Όξω οι λύπες! Ελάτε με την πλόσκα γεμάτη!
Έτσι έψελνε ο θείος Ανακρέοντας, φίλοι!
Σκλάβος ήταν κι εκείνος, μα ενός Πολυκράτη.
Από ξένους τυράννους δεν εγνώριζαν τότες·
ήταν αίμα δικό τους, σαν κι αυτούς πατριώτες.
Τη Χερσόνησο ένας μια φορά τυραννούσε,
μα διαφέντευε πρώτος τα καλά, την τιμή της.
Μιλτιάδη τον λέγαν. Αχ, και πάλε να ζούσε!
Ένα ας είχε η πατρίδα τέτοιο πάλε παιδί της!
Βασιλιάς σαν κι εκείνον ποιο λαό δε μαγεύει!
Βασιλιάς που με αγάπη μοναχή σε δεσμεύει.
Στο ποτήρι μου πάλε το Σαμιώτικο χύνε!
Στο Σουλιώτικο βράχο, προς της Πάργας το χώμα,
γενεά σιδερένια ως τα σήμερα είναι,
που από μάνες Δωρίδες λες και βγαίνει ακόμα.
Ίσως μένει εκεί πέρα κάποιος σπόρος κρυμμένος,
που θα δείξει αν δεν είναι Ηρακλείδικο γένος.
Απ' τους άπιστους Φράγκους λευτεριά μη ζητάτε!
Εκεί ζουν ηγεμόνες, που πουλούν κι αγοράζουν.
Με δικό σας τουφέκι και σπαθί πολεμάτε!
Αυτού θα 'βρετ' ελπίδα, κι ό,τι θέλουν ας τάζουν.
Ζυγός Τούρκου, με Φράγκου πονηριά σαν ταιριάσουν,
την ασπίδα, όσο να 'ναι δυνατή, θα τη σπάσουν.
Με Σαμιώτικο πάλε το ποτήρι ας γεμίσει!
Μέσ' στον ίσκιο χορεύουν οι κοπέλες μας πάλι·
σαν τα μαύρα τους μάτια δεν είδε άλλα η φύση,
μα σα βλέπω τη νιότη και τ' αφράτα τους κάλλη,
το δικό μου το μάτι το θολώνει μια στάλα,
που για σκλάβους το θένε τω βυζιών τους το γάλα!
Στου Σουνιού θα καθίσω το μαρμάρινο βράχο,
σύντροφό μου το κύμα του Αιγαίου θα κάνω,
αυτό εμένα ν' ακούγει, κι εγώ εκείνο μονάχο,
κι εκεί απάνω σαν κύκνος με τραγούδι ας πεθάνω.
Δε σηκώνει η ψυχή μου σκλάβα γη! Χτύπα κάτω
της σκλαβιάς το ποτήρι, κι ας πάει να 'ναι γεμάτο!
μτφ. Αργύρης Εφταλιώτης (1849-1923)
ΤΑ ΝΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Νάτα, νάτα της Ελλάδος τα νησιά, νάτην η γη
Που η πυρρή Σαπφώ κι αγάπες και τραγούδια έχει σκορπίσει,
Όπου εφανερώθη ο Φοίβος κι όπου η Δήλος έχει βγη
Κι όπου κάθε τέχνη ειρήνης και πολέμου έχει βλαστήσει,
Ένα αιώνιο καλοκαίρι λες κι' ως τώρα τα χρυσώνει,
Μα όλα τους, εξόν τον Ήλιο, τα βασίλεψαν οι χρόνοι.
Ω του Ομήρου η μούσα τώρα, του Ανακρέοντα η λαλιά,
Οι παλικαρίσιες άρπες κι οι κιθάρες των ερώτων,
Νιώθουν δόξες πώχει διώξει κάθε μια σου ακρογιαλιά,
Κι οι μεριές που τις γεννήσαν δεν ακούνε τον ηχό των,
Όπου μυριαντιλαλιέται, ξακουσμένος κι απ' τη Δύση
Πέρα, εκεί που στων Μακάρων τα νησιά γελάει η φύση.
Βλέπουν μέσ' στον Μαραθώνα τα ολοτρίγυρα βουνά
Και θωράει κι ο Μαραθώνας το γιαλό που απλώνει χάμου.
Στέκω, συλλογιέται ο νους μου ξεχασμένος, και γυρνά,
Κι ονειρεύομαι σε Ελλάδα πάλι ελεύθερη μπροστά μου,
Τί δεν το χωράει ο νους μου νάμαι ορθός στον τάφο ως τώρα
Των Περσών, και νάμαι σκλάβος και σε σκλαβωμένη χώρα.
Πα στους βράχους, κάποιος ρήγας εθρονιάστη έναν καιρό,
Ξάγναντα στη Σαλαμίνα τη γιαλοβγαλμένη κάτου,
Βλέπει αμέτρητα καράβια, παλικάρια ένα σωρό
Κι έθνη, που όλα, κι άλλα τόσα, κι άλλα τόσα, είναι δικά του.
Όταν χάραζε η μέρα τα μετρούσε ακέρια ώς πέρα,
Τάχατες τί νάχαν γίνει σαν βασίλευεν η μέρα.
Σαν πού νάναι; σαν πού νάσαι, πες, πατρίδα μου και Συ,
Κι αν αχούν τραγούδια ηρώων στο άλαλό σου το ακρογιάλι
Τώρα, ωιμέ, παραφωνία λες κι αυτό είναι περισσή,
Τί καρδιά παλικαρίσια μια δε θε να βρεις να πάλλει,
Κι ήτανε γραφτό στη θεία και γλυκόλαλή σου λύρα
Τώρα στ' αχαμνά μου χέρια να την καταντήσει η μοίρα.
Στην ανεξοδιά τη μαύρη κάτι ακόμα μου απομένει
Κι αν μέσ' σε γενιά από δούλους αλυσόδετος, ω αλί μου,
Της ντροπής το κοκκινάδι για πατρίδα σκλαβωμένη,
Που με κάνει τραγουδώντας να σκεπάζω τη μορφή μου.
Ποιητή, τί έχεις να κάνεις άλλο εδώ, μια κοκκινάδα
Για κάθε Έλληνα να νιώθεις και να κλαις για την Ελλάδα.
Το αίμα χύναν οι γονιοί μας κι εμάς άλλο απ' της ντροπής
Κι απ' το θρήνο περασμένων μεγαλείων δε μας μένει;
Γης, τα σωθικά σου σκίσε, να μας δώσεις πίσω, ω γης,
Ένα λείψανο απ' της Σπάρτης τη γενιά την ξακουσμένη.
Από τους τριακόσιους δος μας τώρα τρεις μονάχα, ω χώμα,
Και καινούριες Θερμοπύλες θε ν' αναστηθούν ακόμα.
Τι, σιωπή, και πάλι, ακόμα, παντού κι όλα σιωπηλά;
Μα όχι, να! των πεθαμένων οι φωνές αχούν θλιμμένα,
Σαν το βουητό χειμάρρου μακρυσμένου που κυλά,
Κι αποκρένουνται, ένα μόνο ζωντανό και μόνον ένα,
Ένα ανάστησε μονάχα, φτάνουμε. Μα οι ζωντανοί
Πιο κι απ' τους νεκρούς νεκροί είναι, πιο δεν έχουνε φωνή.
Μάταια όλα, λύρας άλλης και συ βάρεσε χορδές,
Φέρτε ώς πάνω τα ποτήρια με γλυκό κρασί της Σάμου,
Μάχες κι άρματα στων Τούρκων παρατήστε τις ορδές,
Κι αίματα απ' της Χίου τ' αμπέλια χύσετε μονάχα χάμου.
Νά, προσέξτε, ακούστε, ακούστε, βακχοπούλες φλογισμένες
Στο άτιμο το κάλεσμά μου ξεπετούνε φρενιασμένες.
Σέρνετε ώς τα τώρα ακόμα τον Πυρρίχιο χορό,
Των Πυρριχιστών η φάλαγξ όμως τώρα τί έχει γίνει,
Απ' τις δύο διδασκαλίες πιο αλησμόνητη, θαρρώ,
Θάπρεπεν η πλέον αντρίκια κι ευγενέστερη να μείνει.
Τα ψηφιά του Κάδμου ως τώρα πώχεις μπρος σου, στη ζωή σου,
Μη και τάφερε για σκλάβους; Συλλογίσου! Συλλογίσου!
Με γλυκό κρασί της Σάμου φέρτε ώς πάνου το κανάτι,
Μακριά από μας να διώξει τέτοια λόγια σοβαρά.
Του Ανακρέοντα τη λύρα με μαγείες πλημμυρά,
Μη κι αυτός δεν ήταν δούλος, δούλος μα του Πολυκράτη;
Τύραννος κι αυτός αλήθεια, μα ώς κι οι τύραννοι, στοχάσου,
Πατριώτες ήταν τότες κι απ' την ίδια τη γενιά σου.
Τύραννο κι η Θράκη ωστόσο θε να πεις πως έχει ιδεί,
Μα τον τύραννον εκείνον τον ελέγανε Μιλτιάδη,
Ω! να μας δανείζαν τώρα τέτοιον ένα απ' τον Άδη,
Της ελευτεριάς το πρώτο, το πιο ολόλαμπρο παιδί.
Γιατί οι αλυσίδες όλες που η αγάπη έχει πλεμμένες
Λες πως μη τυχόν και φύγει την κρατούνε στεριωμένες.
Τα ποτήρια όλα, ώς τ' αχείλι, με Σαμιώτικο κρασί·
Πάνω στου Σουλίου τα βράχια και στης Πάργας τ' ακρογιάλι
Θε να βρεις απομεινάρια της γενιάς που έχουνε βγάλει,
Σπαρτιάτισσες μανάδες με λαχτάρα περισσή.
Των Ηρακλειδών ο σπόρος ποιος το ξέρει αν κει πέρα
Δεν προσμένει πιο γιγάντιος, για να κατεβεί μια μέρα.
Λογαριάζετε στους ξένους για τη λευτεριά σας τάχα;
Μα όλοι αυτοί έχουν βασιλιάδες που αγοράζουν και πουλούν·
Στα παιδιά σας, στα σπαθιά σας τρέξτε, αρπάχτε, εκεί μονάχα
Θε να βρείτε ελπίδες θάρρους όπου νίκες καρτερούν.
Κι ας βιγλούν τα τουρκασκέρια κι η ψευτιά της φραγκοσύνης
Για να σπάσουν τις ασπίδες κάθε παλικαροσύνης.
Βάλτε ώς πάνω στα ποτήρια το Σαμιώτικο κρασί,
Οι κοπέλες μας στον ίσκιο το χορό καλά βαστούνε,
Μα θωρώντας κάθε μια τους τί ομορφιά έχει περισσή,
Και τα μαύρα, ω τα πανώρια, μάτια που λαμποκοπούνε,
Με φλογώνει, ωιμέ, το δάκρυ, γιατί ο κόρφος κάθε μιας
Πικροβύζαστο ετοιμάζει γάλα δειλίας και σκλαβιάς.
Φέρετέ με στου Σουνίου τα γκρεμνά τα μαρμαρένια,
Όπου εκεί, με το δικό μου και το κλάμα του κυμάτου,
Θα σαρώνουνται σμιγμένα δίχως καν αντίλαλου έννοια,
Σαν τον κύκνο ας να πεθάνω τραγουδώντας εκεί κάτου,
Τι δική μου δε θα γίνεις, ω των σκλάβων χώρα εσύ,
Κάτω τα ποτήρια, χύστε το Σαμιώτικο κρασί.
μτφ. Στέφανος Μύρτας "Τραγούδια για την Ελλάδα", μτφ. Στέφανος Μύρτας, Εκδόσεις Μπάυρον, Αθήνα 2η έκδοση 1983.