Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2020

Mark Strand-Διατηρώντας τα πράγματα ως ολότητα



Μέσα σε ένα πεδίο είμαι η απουσία του πεδίου.

Αυτό είναι πάντα το θέμα.

Όπου κι αν βρίσκομαι,

είμαι αυτό που λείπει.

Όταν περπατώ χωρίζω τον αέρα

και πάντα ο αέρας επανέρχεται

για να γεμίσει τα κενά εκεί

όπου έχει το σώμα μου υπάρξει.

Όλοι έχουμε λόγους που κινούμαστε

Εγώ κινούμαι για να διατηρώ τα πράγματα ως ολότητα.


 Mark Strand (1934 –29 Νοεμβρίου 2014):

μετάφραση Ασημίνα Ξηρογιάννη

Κώστας Καρυωτάκης- Νοσταλγία


Μέσ’ από το βάθος των καλών καιρών

οι αγάπες μας πικρά μάς χαιρετάνε.



Δεν αγαπάς και δε θυμάσαι, λες.

Κι αν φούσκωσαν τα στήθη κι αν δακρύζεις

που δεν μπορείς να κλάψεις όπως πρώτα,

δεν αγαπάς και δε θυμάσαι, ας κλαις.


Ξάφνου θα ιδείς δυο μάτια γαλανά

—πόσος καιρός!— τα χάιδεψες μια νύχτα·

και σα ν’ ακούς εντός σου να σαλεύει

μια συφορά παλιά και να ξυπνά.


Θα στήσουνε μακάβριο το χορό

οι θύμησες στα περασμένα γύρω·

και θ’ ανθίσει στο βλέφαρο σαν τότε

και θα πέσει το δάκρυ σου πικρό.


Τα μάτια που κρεμούν —ήλιοι χλωμοί—

το φως στο χιόνι της καρδιάς και λιώνει,

οι αγάπες που σαλεύουν πεθαμένες,

οι πρώτοι ξανά που άναψαν καημοί…


Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραμάτων

Τόλης Νικηφόρου-το χάραμα δεν έχει μνήμη

 Το χάραμα δεν έχει τραύματα και ουλές

δεν έχει μνήμη


δεν έλαμψε ποτέ πάνω από δάκρυα και χαμό

δεν φώτισε εκτελέσεις

γιαυτό σαν από θαύμα

αστράφτει, και πάλι στην αιώνια εφηβεία του

λέει καλημέρα σας παιδιά

αγγίζει εδώ κι εκεί τα δέντρα

πιάνει κουβέντα με το αδέσποτο σκυλί


το χάραμα δεν έχει μνήμη


έχει μονάχα ένα βαθύ γαλάζιο φως και

το απλώνει χωρίς δισταγμό πάνω στον κόσμο.


ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ- Ένα λιβάδι μέσα στην ομίχλη που ονειρεύεται (2002)

Κική Δημουλά - Επιτύμβιο



«Κάθε φιλί που δίνεται, μα κάθε ανεξαιρέτως
ένα τοις εκατό αποτελείται
από αιωνιότητα
κι όλο το άλλο από τον κίνδυνο
να ’ναι το τελευταίο».

Αλλά και τελευταίο
ακόμα πιο φιλί θα λέγεται

όσο καιρό τουλάχιστον
θα το τραβολογάνε
η μνήμη από τη μια μεριά
η λήθη από την άλλη
η καθεμιά δικό της θεωρώντας το

ώσπου ο δίκαιος Σολομών
για να φανεί ποιανής δικό της είναι
στη μέση θ’ απειλήσει να το κόψει
μισό να πάρει η μια μισό η άλλη


κι όποια απ’ τις δυο κάθε φορά
-ποτέ δεν είναι η ίδια-
ουρλιάξει μη.

Κάθε φιλί
αποτελείται εξολοκλήρου από τον κίνδυνο
να ’ναι το τελευταίο.

Διαρκές είναι μόνο
εκείνο το φιλί που ουδέποτε εδόθη.
Σοφές, ειρηνικά το νέμονται
η αναμονή και η παραίτηση

άνθη αντίπαλα οι δυο τους
σε κοινό συμβιβασμένο ανθοδοχείο
κενοτάφιο στολίζουν.


Πηγή: Μεταφερθήκαμε Παραπλεύρως, εκδ. Ίκαρος, 2007.

Δημήτρης Δούκαρης - Τα φιλιά



Το μόνο που θυμάμαι
είναι τα φιλιά,
όλες οι άλλες λεπτομέρειες
μού διαφεύγουν –
σώμα, κινήσεις,
διαγράμματα
και τα λοιπά.

Το μόνο που θυμάμαι
είναι τα φιλιά
στα χείλια,
σα χαρακιές στα χείλια –
το πάθος
αισθάνομαι ακόμη
πάνω στα χείλια·
σαν απόγνωση
τα φιλιά.

Πηγή: ανθολογία Σύγχρονη Ερωτική Ποίηση -42 Έλληνες Ποιητές, 14 Ζωγράφοι, επιμέλεια Θανάσης Θ. Νιάρχος και Αντώνης Φωστιέρης, εκδ. Καστανιώτη, 2007

Βαμβακάρης-Νόστιμο τρελό μικρό μου


Συνθέτης   Βαμβακάρης Έτος ηχογρ.  1938 


Κάνω τη τσάρκα μου, περνώ, για σε μικρό μελαχρινό


από τη γειτονιά σου


για τα γλυκά τα μάτια σου


και για την εμορφιά σου 


Νόστιμο μικρό τρελό μου, μάγκικο μελαχρινό μου



Γιατί δε βγαίνεις να σε δω, που ξέρεις πόσο σ' αγαπώ


κρυφά από τη μαμά σου


μελαχρινό με τρέλανες


με τη γλυκιά ματιά σου


με τρέλανες μελαχρινό


με τη γλυκιά ματιά σου


Μάγκικο τρελό μικρό μου, κορμί μελαχρινό μου



Ένα γλυκό φιλάκι σου βγάλε απ' το στοματάκι σου


μη θες να με παιδεύεις


|Εσύ για μένα είσαι γιατρός


Εσύ θα με γιατρέψεις



Νόστιμο μικρό τρελό μου, μάγκικο μελαχρινό μου 

Μελίνα Κανά - Να βάλω τα μεταξωτά

Μελίνα Κανά - Να βάλω τα μεταξωτά


 
Χάρις Αλεξίου & Σωκράτης Μάλαμας - Να βάλω τα μεταξωτά (Αλεξίου - Μάλαμας - Ιωαννίδης Live)



                                                           Ιουλία Καραπατάκη- Να βάλω τα μεταξωτά

Στίχοι: Γιάννης Τσατσόπουλος

Μουσική: Σωκράτης Μάλαμας


Στίχοι

Μέρες βαριές χοντρές ψιχάλες

πάνω σε χάπια και μπουκάλες

δε θα γυρέψω νοσηλεία

στα σινεμά και στα βιβλία


Πάω ν’ αδειάσω το τασάκι

κι αυτό το σκούρο σου σακάκι

θα το πετάξω απ’ το μπαλκόνι

να βρει κανέναν που κρυώνει κι εγώ...


Να βάλω τα μεταξωτά και να φυσάει

στα εργοστάσια μπροστά και στα σκουπίδια πλάι

να μπερδευτώ με τους εργάτες

να πω τον πόνο μου στις γάτες

και στη φουφού του καστανά

στάχτη να γίνεις σατανά


Έχει ψυχρούλα και μ’ αρέσει

κι αν δε μου πάει θα σπάσω μέση

η αγάπη πάει με μπαστούνι

κι εγώ με γκάζια στο τακούνι


Το άσθμα μου κι ο βρυχηθμός μου

στα ραδιόφωνα του κόσμου

με τρύπια βάρκα και ναυτία

βγαίνω λοιπόν στην πειρατεία κι εγώ...


Να βάλω τα μεταξωτά και να φυσάει

στα εργοστάσια μπροστά και στα σκουπίδια πλάι

να μπερδευτώ με τους εργάτες

να πω τον πόνο μου στις γάτες

και στη φουφού του καστανά

στάχτη να γίνεις σατανά


Μελίνα Κανά-Έρημα κορμιά


 Έρημα κορμιά του χρόνου παιχνιδάκια

στον ύπνο σταυραετοί, στον ξύπνιο στρατιωτάκια

έρημα κορμιά αποταμιευτήρες

γι’ αθάνατο νερό και γι’ αφρισμένες μπύρες


Έρημα κορμιά καμένες εκκλησίες

καφτάνια της ψυχής αρχαίες αμαρτίες

έρημα κορμιά μελτέμια και θρακιάδες

άλλοτε είστε ευλογιά κι άλλες φορές μπελάδες


Έρημα κορμιά του φεγγαριού κρατήρες

αθώα στο σταυρό Πιλάτοι στους νιπτήρες

έρημα κορμιά χαρούμενα θλιμμένα

κρυφές περαταριές για τ’ άγνωστα τα ξένα

Μελίνα Κανά-Μιλώ Για Σένα




Μουσική: Θανάσης Παπακωνσταντίνου

Στίχοι: Θανάσης Παπακωνσταντίνου

Δίσκος: Λάφυρα


Μιλώ με τα ψηλά τ' απάτητα βουνά

και τους μιλώ για σένα

πως έχεις ομορφιά και φρύδια τοξωτά

σαν πέτρινα γεφύρια


Και μ' απάντησαν:

Τα γεφύρια χορταριάζουν.

άμοιρη ψυχή μην ξεγελαστείς


Μιλώ με τ' ουρανού τα μαύρα σύννεφα

και τους μιλώ για σένα

πως όταν περπατάς, γλυκά όπου πατάς

η στέρφα γη ανθίζει


Και μ' απάντησαν:

Η γη ανθίζει εκεί που θέλει.

άμοιρη ψυχή μην ξεγελαστείς.

Μιλώ με τις πηγές που ζούνε μοναχές


και τους μιλώ για σένα

πως όταν με κοιτάς, σαν λες πως μ' αγαπάς

αγγέλοι φτερουγίζουν


Και μ' απάντησαν:

Είναι χάρτινοι οι αγγέλοι.

άμοιρη ψυχή μην ξεγελαστείς.


Ανδρέας Μιχαηλίδης-Χειμώνας


"Ο καιρός δείχνει τα δόντια του" -

χαμογελώντας άραγε χαιρέκακα

ή μήπως

με κάποιον δυσφορίας μορφασμό;


Τ' αποδημητικά πουλιά

συμφώνως τω νόμω

απελαύνονται.

Αδιάντροπα τα δέντρα

περιφέρονται γυμνά

σε τοπία εξοχικά

ενώ οι ένοικοι

του μηνός Δεκεμβρίου

κλεισμένοι στα κελιά τους

κρατούν ομπρέλες ανοιχτές

για τις ιδιωτικές τους βροχοπτώσεις

επαιτώντας γοερά

λίγες ρανίδες θαλάσσης

να δροσίσουν τον πυρετό τους

κάποια άνθη να στολίσουν

τα επιτάφια όνειρα.


Λένε ότι

εφέτος

το αγγελτήριο της άνοιξης

άρπαξε θηριώδης άνεμος

με παγωμένα χέρια

και με σπουδή

το έκρυψε στον κόρφο του


κανείς να μην το δει.


Πηγή: Ανδρέας Μιχαηλίδης, Το εργοτάξιο, Αλεξάνδρεια 2016.

Δημήτρης Υφαντής-Καίγομαι και σιγολιώνω


 

Mark Twain-Η Τέχνη της Καλοπέρασης (απόσπασμα)


Να 'σαι καλή, να 'σαι καλή, να 'σαι πάντα καλή. Και πότε - πότε να 'σαι έξυπνη. Όμως να μην είσαι ποτέ πολύ καλή, ούτε ποτέ πολύ έξυπνη.

Γιατί όσοι είναι φοβερά καλοί είναι και φοβερά μόνοι. Και όσοι είναι πολύ συχνά έξυπνοι μαχαιρώνονται, πληγώνονται και ποδοπατιούνται από ανθρώπους με μικρότερες πνευματικές ικανότητες, γιατί αυτοί οι άνθρωποι διέπονται από ένα νόμο της ιδιοσυγκρασίας τους και βλέπουν τις επιδείξεις ανώτερης πνευματικότητας σαν μια προσβλητική αυθάδεια που στοχεύει τη δική τους έλλειψη αυτού του πολύτιμου χαρίσματος και τείνουν να φέρουν βαρέως τέτοιες επιδείξεις και αντιδρούν με τον τρόπο που προαναφέρθηκε -και είναι δικαιολογημένοι;

Δυστυχώς, δυστυχώς είναι.

  Mark Twain (30 Νοεμβρίου 1835 - 21 Απριλίου 1910)

Η Τέχνη της Καλοπέρασης, μτφρ.: Αγγέλα Βερυκοκάκη, εκδόσεις Νάρκισσος.

(εξαντλημένο στον εκδότη)

Βασίλης Λέκκας-Τι είναι αυτό που σε φοβίζει






 Τι είναι αυτό που σε φοβίζει.

Στίχοι: Ευγένιος Αρανίτσης

Μουσική: Γιάννης Σπάθας

Πρώτη εκτέλεση: Βασίλης Λέκκας


Όλες σου οι γνώσεις

είναι οι φήμες κι' οι διαδόσεις που ακούς

σε μαγεύουν οι ανέσεις,

των σοφών οι υποθέσεις

και των άστρων οι προβλέψεις.


Φεύγουνε οι αιώνες

σαν αρχαίοι παγετώνες,σαν εικόνες

λες πως όλα είναι μύθοι

κι' όλο τρέχεις μες στα πλήθη

όμως δεν έχεις ξεφύγει.


Απ' αυτό που τόσο σε φοβίζει,

απ' αυτό που τόσο σε βασανίζει

πες μου τι 'ν' αυτό που σε φοβίζει

τι 'ν' αυτό που τόσο σε βασανίζει.


Χίλιες και μια νύχτες

σαν του ρολογιού τους δείχτες τριγυρνούσες

και σκεφτόσουν το φεγγάρι

τους κομήτες και τον Άρη

και ποιος θα 'ρθει να σε πάρει.


Κόλπα κι' απιστίες

κι' απαραίτητες θυσίες στους γονείς σου

πάλι δεν θα καταφέρεις

την αγάπη να υποφέρεις

και θα ζεις χωρίς να ξέρεις.


Τι 'ν' αυτό που τόσο σε φοβίζει,

τι 'ν' αυτό που τόσο σε βασανίζει,

πες μου τι 'ν' αυτό που σε φοβίζει,

τι 'ν' αυτό που τόσο σε βασανίζει.( χ2 )


Τι 'ν' αυτό που τόσο σε φοβίζει,

πες μου τι 'ν' αυτό που σε φοβίζει,

τι 'ν' αυτό που τόσο σε βασανίζει,

πες μου τι 'ν' αυτό.

Γιάννης Γκάτσος-Ο Γιάννης ο φονιάς



                                                          Φλέρυ Νταντωνάκη-Ο Γιάννης ο φονιάς.



                                            Μανόλης Μητσιάς-Ο Γιάννης ο φονιάς


Στίχοι:Νίκος Γκάτσος  Μουσική:Μάνος Χατζιδάκις


Ο Γιάννης ο φονιάς, παιδί μιας πατρινιάς

κι ενός μεσολογγίτη

Προχτές την Κυριακή μετά απ' τη φυλακή

επέρασ' απ' το σπίτι


Του βγάλαμε γλυκό, τού βγάλαμε και μέντα

μα για το φονικό δεν είπαμε κουβέντα


Μονάχα το Φροσί με δάκρυ θαλασσί

στα μάτια τα μεγάλα

Τού φίλησε βουβά τα χέρια τ' ακριβά

και βγήκε από τη σάλα


Δεν μπόρεσε κανείς τον πόνο της ν' αντέξει

Κι ούτε ένας συγγενής να πει δεν βρήκε λέξη


Κι ο Γιάννης ο φονιάς στην άκρη της γωνιάς

με του καημού τ' αγκάθι

Θυμήθηκε ξανά φεγγάρια μακρινά και τ' όνειρο που εχάθη


 

Τίτος Πατρίκιος -8 ποιήματα

 ΧΙΛΙΕΤΙΕΣ


Κάθε στιγμή και μια σταγόνα

κάθε σταλιά κι ένα μόριο αλατιού.

Υψώνονται οι σταλαγμίτες

οι σταλακτίτες χαμηλώνουν.

Ίσως μες στις χιλιετίες

που έχουμε μπροστά μας

γίνει το θαύμα να συναντηθούμε.


* από τη συλλογή

«Προαιρετική στάση», 1967-1973


 


ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ



Μα πώς χωράει τόση αβεβαιότητα

μέσα στο λίγο μέλλον που μας μένει;


Ζω όσο έχω και μια μέρα μέλλον.


Παίζω με κάποια δόση σιγουριάς

ακόμα και για μετά τον θάνατό μου.


 


 ΤΟ ΔΩΡΟ



Εξαίσιο δώρο που προσφέρει η κάθε μέρα

όλο το γύρισμα του χρόνου

από τη γέννα ως τον θάνατο

καθώς κι αυτή γεννιέται συνεχώς

μεγαλώνει, γερνάει, πεθαίνει.

Εξαίσιο δώρο, γύρισμα, κύκλος, κρίκος

αμίλητη επανάληψη που δεν διδάσκει

εξαίσιο δώρο της κοινότοπης συνέχειας. 




ΠΡΟΤΙΜΗΣΗ



Όχι πως δεν τον στενοχωρούσε

να κάθεται στις τελευταίες σειρές

όμως περισσότερο θα τον στενοχωρούσαν

το σπρώξιμο, τα παρακάλια, οι φωνές

όσο να φτάσει ως τις πρώτες θέσεις.


* από τη συλλογή

«Η αντίσταση των γεγονότων», 2000


ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΣΙΣΥΦΟΥ



Το είδε κι έμεινε άναυδος

αδύνατο να πιστέψει πως το πέτυχε —

ύστερα από τη χιλιοστή προσπάθεια

είχε επιτέλους φτάσει στην κορφή.

Τόσους αιώνες σπρώχνοντας τον βράχο

βήμα το βήμα προς τα πάνω

ή τρέχοντας πίσω κάθε που του ξέφευγε

για να τον πιάσει πάλι και να ξαναρχίσει

δεν είχε ποτέ του αντικρίσει την κορφή

και τώρα να που ανέβηκε τόσο ψηλά

με δίπλα του τον βράχο ακίνητο.

Δοκίμασε να τον κουνήσει, βεβαιώθηκε

πως είχε γερά σταθεί, πήρε ανάσα

γύρισε ν' απολαύσει την απέραντη θέα

και ξαφνικά σταμάτησε —

αν τέλειωνε έτσι ωραία το μαρτύριο

θα έσβηνε μαζί κι ο μύθος

θα έπαιρναν τέλος οι συνεχείς του ερμηνείες

κανείς δεν θα ξαναμιλούσε για τον Σίσυφο.

Με όσες δυνάμεις είχε ακόμα έσπρωξε τον βράχο

για να τον κάνει να κυλήσει προς τα κάτω.


Ο ΑΛΛΟΣ ΓΥΡΙΣΜΟΣ 


 

Οι πεθαμένοι ποτέ δεν επιστρέφουν

αλλά κι οι ζωντανοί που δεν ξαναγυρνούν

γίνονται πια σαν πεθαμένοι.

Κάποιες φορές τους φέρνουμε πίσω με τη μνήμη

για να τους δούμε όπως ήσαν

όταν για τελευταία φορά τους συναντήσαμε

να ξανανιώσουμε έστω για μια στιγμή

τα όσα ζήσαμε μαζί τους

για να βεβαιωθούμε προπαντός

πως δεν τους σκοτώσαμε εμείς.


ΚΑΜΠΑΝΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΠΕΙΝΑΣ


Παίρνω από χάμω ένα κομμάτι ψωμί

ακόμα φρέσκο, από κάποιον χορτάτο πεταμένο

το φιλώ όπως έκανα παιδί, το σταυρώνω

προσέχοντας να μη με δει κανείς

το ακουμπώ ψηλά σ' ένα περβάζι.

Είχα καιρό να θυμηθώ

πώς φώλιαζε στα σωθικά η πείνα

πώς άπλωνε σαν αχόρταγο χταπόδι

σ' όλα τα σπλάχνα τα πλοκάμια της.

Παίρνω από χάμω ένα κομμάτι ψωμί

από κάποιον χορτάτο πεταμένο

κι εγώ χορτάτος από χρόνια τώρα.



* από τη συλλογή «Η νέα χάραξη», 2007


ΠΡΟΣΓΕΙΩΣΕΙΣ



Σε λίγο θα προσγειωνόμουν

κι ετοιμάστηκα για κάθε ενδεχόμενο

αφού τα περισσότερα ατυχήματα

γίνονται στις προσγειώσεις

άλλωστε η προσγείωση η δική μου

είχε ήδη αναγγελθεί

στο τελευταίο μου ποίημα.

Είχα πια βαρεθεί να περιίπταμαι

να εποπτεύω από ψηλά τα όσα συμβαίνουν

ήθελα τώρα το χώμα με τα χέρια μου να πιάσω

ακόμα και πάνω του να συρθώ, να ψάξω

να τα γνωρίσω όλα απ' την αρχή.

Προσγειώθηκα χωρίς κανένα πρόβλημα

μα μόλις πάτησα στο έδαφος

άλλαξα γνώμη, άλλαξαν και τα σχέδια

χρειάστηκαν κάποια τρεχάματα

γι' ανεφοδιασμό με τρόφιμα

για να γεμίσουν καύσιμα οι δεξαμενές

και πάλι απογειώθηκα.

Είπα μού φτάνει

όσο ζυμώθηκα ως τώρα με το χώμα

όσο κατάφερα από κοντά

τον κόσμο να γνωρίσω

καλύτερα είναι να περιίπταμαι

να εποπτεύω από τους ουρανούς τα πάντα

στοχαστικά, αλλά χωρίς πολλές ευθύνες.

Το αεροπλάνο πήρε μεγάλο ύψος

αλλά καθώς έβλεπα γι' άλλη μια φορά

τους ανθρώπους να μικραίνουν και να χάνονται

τους τόπους να μισοσβήνουν

τελικά να εξαφανίζονται

τρόμαξα κάποια στιγμή που δεν είχα

τίποτα από τη γη ν' αγγίξω

κανέναν να πούμε δυο κουβέντες

να τον δεχτώ, να με δεχτεί, να τον απαρνηθώ

να μ' αποδιώξει εκείνος.

Ώσπου επιθύμησα ξανά

συνωστισμούς και ρήξεις και συναρμογές

σωμάτων, αισθημάτων, ιδεών

νοστάλγησα χιλιοειπωμένες λέξεις

ακόμα και το χιλιοπατημένο χώμα.

Ελπίζω τα καύσιμα να κρατήσουν

ως το επόμενο αεροδρόμιο

και η νέα προσγείωση να είναι ομαλή.



*πηγή της ανάρτησης:

Τίτος Πατρίκιος, Ποιήματα Β' 1959-2017, Εκδόσεις Κίχλη 2018

*το ποίημα «Προσγειώσεις» είναι από την ενότητα της έκδοσης

«Τρία ακόμα ποιήματα» (2017) 

Πηγή:https://trenopoiisis.blogspot.com/2020/11/titos-patrikios-8-poems.html?fbclid=IwAR3U-sCiL4m2P1bCxAltf7hJm35kzPZqQ6wjrC5mEqamhFRQ-EhM1NNub9E

Στέφαν Τσβάιχ- Bruges


Πέφτει στην πόλη τη βουβήν η βραδινή ηρεμία

Και στα κανάλια το άλικον αίμα του ηλίου κυλά,

Και δίχως λόγια ούτε σκοπό βαθειά μια επιθυμία

Από τους πύργους τους σταχτιούς αρχίζει να μιλά.


Βραχνά, παράξενα οι παλιές καμπάνες τραγουδάνε

Για μέρες, που εσυντάραζαν χαράς την πόλη αχοί,

Που είχαν οι δρόμοι κίνηση και φως για να σκορπάνε

Και που φωτόχαρη έλαμπε του λιμανιού η ψυχή.


Για πλούσιες μέρες, τίποτε που πια απ’ αυτές δε μένει

Κι’ απόμακρες σαν όνειρα που έγιναν παιδικά·

Σωπαίνει το Ave το στερνό… Και το άσμα αργά πεθαίνει,

Σιγά σ’ ακκόρντα τρεμοσβεί παραπονετικά.


Παίρνει τους ήχους τους στερνούς πνοή βραδυού απαλή

Και παραδέρνει ο αντίλαλος στα πεθαμένα μέρη,

Στους δρόμους, που όλ’ είναι έρημοι κ’ είναι όλοι σιωπηλοί,

Παιδί τυφλό, που τάφησε, λες, του οδηγού το χέρι.–


Δυο κύκνοι πλένε αμίλητοι στ’ ακύμαντα νερά

Και το ποτάμι αργό κυλά και σιγανατριχιάζει,

Για μια κυρίαν πανέμορφη, ρήγισσα που ήταν μια φορά

Και μες στο μαύρο ράσο της παντέρμη πια στενάζει…


~ Το ποίημα του Στέφαν Τσβάιχ μεταφράζει ο Λέων Κουκούλας.

Ειρήνη Παραδεισανού- Δύο ποιήματα

 ΣΤΗ ΦΛΕΒΑ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ


Έπεφτε κίτρινη βροχή απ΄ τα γιγάντια μάτια

σίδερα σπαρμένα στο χώμα.

Η μάνα έστρεφε το λαιμό

φέγγος βαθύ

μια τρύπα ολάσπρη από καπνό και ανάσες.

Τα χέρια της ψαχουλευτά στο σώμα του ψαριού

στη θάλασσα που ντύθηκε τη σκουριά του αίματος

και ήπιε ως το τέλος τη μιλιά της.


Στο βάθος τα δάχτυλα χάνονταν στο φως.

Φλόγες ντυμένες του Ιώβ την προβιά

δέντρα γυμνά από χυμούς

ριζώναν ισχνά

μες στη φλέβα της πέτρας.


***


ΑΠΟΛΟΓΟΣ


Θα ‘ρθει καιρός που τα παιδιά

θα στρέφουνε τις κόγχες των ματιών τους στον πατέρα

κι εκείνος θα γέρνει ολοένα προς το χώμα

μέχρι να γίνει κουκκίδα άμμου

σε πέτρινη θάλασσα.

τα πόδια θα συστρέφονται στ΄ άλικο χώμα

τ’ αλάτι θα στομώνει τα μάτια

θα παίρνει με βία τις κραυγές τους

θα τις απλώνει στο στήθος

βρεγμένο ρούχο

να στεγνώσουν.


*Από τη συλλογή “Στη φλέβα της πέτρας”, εκδόσεις Βακχικόν, 2018.


Share this:

Γιώργος Τσουκαλάς- "Χρόνια στο γιαλό"



Χρόνια στο γιαλό αραγμένα

τα καράβια μας προσμέναν

μ' ανοιχτά πανιά αναμέναν

σένα εμένα

κι όλο δίσταζε η καρδιά μας

άβουλη στη νοσταλγία

κι ας κεντά η φαντασία

τα όνειρά μας


Και σαλπάραν ένα βράδυ

δίχως σκιές δίχως ράντα

μ' όλα τα πανιά ανοιγμένα

στο σκοτάδι


Τώρα η νοσταλγία μας μένει

στο γιαλό στο κύμα πλάι

θάλασσα πλατιά κοιτάει

και προσμένει


Γιώργης Τσουκαλάς (1903-1974)


Περιλαμβάνεται μελοποιημένο στην "Ανθολογία" του Γιάννη Σπανού (1967)

Γιώργος Τσουκαλάς-Αγάπη


 

Χαλίλ Γκιμπράν: Ο κήπος του Προφήτη (απόσπασμα).

 Τα παιδιά σας δεν είναι παιδιά σας.


Είναι οι γιοι και οι κόρες της λαχτάρας της ζωής για τη ζωή.


Έρχονται στη ζωή με τη βοήθειά σας, αλλά όχι από σας και μ’ όλο που είναι μαζί σας, δεν ανήκουν σε σας.


Μπορείτε να τα δώσετε την αγάπη σας, όχι όμως και τις ιδέες σας, γιατί αυτά έχουν τις δικές τους ιδέες.


Μπορείτε να στεγάσετε το σώμα τους, όχι όμως και την ψυχή τους, γιατί η ψυχή τους κατοικεί στο σπίτι τού αύριο, που εσείς δεν μπορείτε να επισκεφθείτε ούτε στα όνειρά σας.


Μπορείτε να προσπαθήσετε να τα μοιάσετε, αλλά μην γυρεύετε να κάνετε αυτά να σας μοιάσουν, γιατί η ζωή δεν πηγαίνει προς τα πίσω και δεν σταματά στο χθες.


Εσείς είστε τα τόξα, απ’ όπου τα παιδιά σαν ζωντανά βέλη θα τιναχτούν μπροστά.

Ο Τοξότης βλέπει το σημάδι πάνω στο μονοπάτι του άπειρου, και σας λυγίζει με τη δύναμή Του ώστε τα βέλη Του να τιναχτούν γοργά και μακριά.


Το λύγισμά σας στο χέρι του Τοξότη ας είναι για σας χαρά’


Γιατί όπως Αυτός αγαπά τα βέλη που πετούν, έτσι αγαπά και τα τόξα που είναι σταθερά.


[…]


Και κάποιος άντρας είπε, Μίλησέ μας για την Αυτογνωσία.


Κι εκείνος απάντησε λέγοντας:


Οι καρδιές σας γνωρίζουν σιωπηλά τα μυστικά των ημερών και των νυχτών.


Αλλά τ’ αφτιά σας διψούν για τον ήχο της γνώσης της καρδιάς σας.


Θέλετε να γνωρίσετε με λόγια αυτό που γνωρίζετε από πάντα στη σκέψη.


Θέλετε ν’ αγγίξετε με τα δάχτυλά σας το γυμνό σώμα των ονείρων σας.


Και είναι καλό που το θέλετε.


Το κρυφό πηγάδι της ψυχής σας πρέπει  να αναβλύσει και να τρέξει κελαρύζοντας προς τη θάλασσα’


Και ο θησαυρός του άπειρου βάθους σας πρέπει να αποκαλυφτεί στα μάτια σας.


Δεν πρέπει όμως να υπάρχουν ζυγαριές για να ζυγίζουν τον άγνωστο θησαυρό σας’ και μη μετράτε τα βάθη της γνώσης σας με το βυθομετρικό κοντάρι ή το σχοινί.


Γιατί ο εαυτός είναι μια θάλασσα απεριόριστη και άμετρη


Μη λέτε, “Βρήκα την αλήθεια”, αλλά να λέτε, “Βρήκα μιαν αλήθεια”.


Μη λέτε, “Βρήκα το μονοπάτι της ψυχής”, αλλά να λέτε, “Συνάντησα την ψυχή που περπατούσε στο μονοπάτι μου”


Γιατί η ψυχή περπατά πάνω σ’ όλα τα μονοπάτια.


Η ψυχή δεν περπατά πάνω σε μια γραμμή, ούτε μεγαλώνει σαν καλάμι.


Η ψυχή ξεδιπλώνεται, όπως ο λωτός με τα αναρίθμητα πέταλα.


Γκιμπράν, Χαλίλ: Ο προφήτης. Ο κήπος του προφήτη. Μετάφραση: Γράψας, Ευάγγελος. Εκδόσεις: ΜΠΟΥΚΟΥΜΑΝΗΣ. Χρονολογία έκδοσης: 1974.

Joan Baez-Diamonds And Rust


 

The Rolling Stones-Sympathy for the devil


 

Fernando Pessoa- Το βιβλίο της ανησυχίας

 Ελευθερία είναι η δυνατότητα της απομόνωσης. Είσαι ελεύθερος όταν μπορείς να απομακρυνθείς από τους ανθρώπους, χωρίς να σε υποχρεώνουν να τους αναζητείς η ανάγκη του χρήματος ή το ένστικτο του κοπαδιού ή η αγάπη, η δόξα, η περιέργεια, πράγματα που δεν βρίσκουν τροφή στη σιωπή και στη μοναξιά.

Αν σου είναι αδύνατο να ζήσεις μόνος, έχεις γεννηθεί σκλάβος. Μπορεί να έχεις όλες τις μεγαλοσύνες του πνεύματος κι όλες της ψυχής: είσαι ένας σκλάβος ευγενής, ένας δούλος έξυπνος, μα δεν είσαι ελεύθερος. Και δεν είσαι εσύ ο υπεύθυνος γι’ αυτήν την τραγωδία, διότι η τραγωδία του να έχεις γεννηθεί έτσι δεν αφορά εσένα μα το ίδιο το Πεπρωμένο απέναντι στον εαυτό του.

Αλίμονο σε σένα όμως αν είναι το φορτίο της ζωής, η ίδια η ζωή που σε σκλαβώνει. Αλίμονο σε σένα, που έχεις γεννηθεί ελεύθερος, αυτάρκης και ικανός να αποχωριστείς τους ανθρώπους, αν η φτώχεια σου σου επιβάλλει να ζεις μαζί τους. Αυτή μάλιστα, αυτή είναι η δική σου τραγωδία που κουβαλάς παντού μαζί σου.

Να γεννηθείς ελεύθερος — αυτή είναι η ύψιστη ανθρώπινη μεγαλοσύνη, αυτή που κάνει τον ταπεινό ερημίτη ανώτερο των βασιλέων, ανώτερο κι απ’ τους θεούς, που επαρκούν στον εαυτό τους ασκώντας την εξουσία τους κι όχι από περιφρόνηση απέναντι της.

Ο θάνατος είναι μια απελευθέρωση γιατί πεθαίνω σημαίνει παύω να έχω ανάγκη τους άλλους. Ο άμοιρος ο σκλάβος απελευθερώνεται αναγκαστικά από τις απολαύσεις του, από τις στεναχώριες του, από τη συνέχεια μιας ζωής που αδιάκοπα ποθούσε. Απελευθερώνεται κι ο βασιλιάς από τις κτήσεις που δεν ήθελε να απαρνηθεί. Αυτές που σκόρπιζαν τον έρωτα στο πέρασμά τους, απαλλάσσονται από τους θριάμβους που λάτρευαν. Και όσοι νίκησαν, απαλλάσσονται από τις νίκες για τις οποίες ανάλωσαν τη ζωή τους.

Γι’ αυτό και ο θάνατος εξευγενίζει και ντύνει με άγνωστα στολίδια αυτό το έρημο παράλογο κορμί. Είναι πλέον απελεύθερος κι ας μην το θέλει. Δεν είναι πια σκλάβος, κι ας κλαίει την απώλεια της σκλαβιάς του. Όπως ο βασιλιάς που η μεγαλύτερη δόξα του είναι ο βασιλικός του τίτλος, που σαν άνθρωπος μπορεί να είναι γελοίος, αλλά σαν βασιλιάς παραμένει ανώτερος όλων, έτσι κι ο νεκρός μπορεί να γίνεται τρομακτικός μα είναι ανώτερος διότι απελευθερώθηκε από το θάνατο.

Κλείνω, κουρασμένος, τα παντζούρια στα παράθυρά μου, αφήνω τον κόσμο απέξω, και αποκτώ για μια στιγμή την ελευθερία μου. Αύριο, θα είμαι σκλάβος πάλι· ωστόσο τώρα, μόνος, χωρίς την ανάγκη κανενός, με τον μοναδικό φόβο κάποιας φωνής ή παρουσίας που μπορεί να με διακόψει, κατακτώ τη μικρή μου ελευθερία, τις δικές μου στιγμές μεγαλοπρέπειας.

Χωμένος βαθιά στην πολυθρόνα μου, ξεχνώ τη ζωή που με πιέζει. Δεν με πληγώνει πια, εκτός που μ’ έχει πολύ πληγώσει.

Κλείνω, κουρασμένος, τα παντζούρια στα παράθυρά μου, αφήνω τον κόσμο απέξω, και αποκτώ για μια στιγμή την ελευθερία μου. Αύριο, θα είμαι σκλάβος πάλι. Ωστόσο τώρα, μόνος, χωρίς την ανάγκη κανενός, με τον μοναδικό φόβο κάποιας φωνής ή παρουσίας που μπορεί να με διακόψει, κατακτώ τη μικρή μου ελευθερία, τις δικές μου στιγμές μεγαλοπρέπειας.

Χωμένος βαθιά στην πολυθρόνα μου, ξεχνώ τη ζωή που με πιέζει. Δεν με πληγώνει πια, εκτός που μ' έχει πολύ πληγώσει.

Το βιβλίο της ανησυχίας, μτφρ.: Άννυ Σπυράκου, εκδόσεις Αλεξάνδρεια

The Rolling Stones- Miss You


 

Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2020

Αργύρης Χιόνης - Εκδοχές του τέλους (αποσπάσματα)

 Ο Αργύρης Χιόνης (1943-2011) απαγγέλλει τα ποιήματα που απαρτίζουν την ενότητα "Οι Εκδοχές του Τέλους" από το (τελευταίο) βιβλίο του με τίτλο: " Ό,τι περιγράφω με περιγράφει ", το οποίο κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Γαβριηλίδης το 2010.




Με ήτα η ζωή τελειώνει·

με ήττα, επίσης.


Ι


Καβάλα σ’ ένα κουνιστό αλογάκι,

με χάρτινο καπέλο και ξύλινο σπαθί,

πήρα κι εγώ μέρος στη μάχη,

στο αίμα, στη φωτιά, στην αρπαγή.


Καβάλα σ’ ένα κουνιστό αλογάκι,

μπρος-πίσω, πίσω-μπρος,

γύρισα ολόκληρο τον κόσμο,

των ίσκιων στρατηλάτης κι αρχηγός,

γύρισα ολόκληρο τον κόσμο

κι έφτασα τώρα εδώ,

στην κουνιστή μου πολυθρόνα,

μπρος-πίσω, πίσω-μπρος...


Τσαλακωμένο πια το χάρτινο καπέλο

και τσακισμένο το ξύλινο σπαθί˙

η μάχη, το αίμα, η φωτιά κι η αρπαγή

θαμπές εικόνες στου μυαλού μου την οθόνη˙

καίει ο ήλιος μα το αίμα μου παγώνει,

ψίθυρος βγαίνει από το στόμα μου η κραυγή.


ΙΙΙ

Έρχονται αθόρυβα οι μέρες μου – γάτες με πελ-

ματα βελούδινα, ταχύτητα αστραπής- τρίβο-

νται μια στιγμή ανάμεσα στα πόδια μου· σκύ-

βω να τις χαϊδέψω· έχουνε κιόλας φύγει.


VIII

Το σπίτι μου δεν βρίσκεται σε όροφο· ισόγειο

είναι και χωρίς υπόγειο. Ποιος μου χτυπά λοι-

πόν, τις νύχτες, το πάτωμα από κάτω, ποιος

μου φωνάζει οργισμένος: "Χαμήλωσε τη μου-

σική· υπάρχει κόσμος που κοιμάται, κόσμος

εργαζόμενος, νεκρός από τον μόχθο!"

ΧΙ


Με τρομάζει η ανυπαρξία, η μητέρα μου,

και δεν ξέρω γιατί,

αφού η ερωμένη μου, η ύπαρξη,

είναι αυτή

που πάντα μου επεφύλασσε

και σίγουρα μου επιφυλάσσει ακόμη

τις πιο οδυνηρές εκπλήξεις.


ΧΙΙ

Να πίνεις τσάι και, στο μεταξύ, να σβήνει η

ζωή σου, όπως συμβαίνει με τους ήρωες του

Τσέχοφ, να σβήνει η ζωή σου, ενώ εσύ με α-

ξιοπρέπεια το τσάι ν’ ανακατεύεις και να ε-

παινείς τη γεύση και το άρωμά του. Έτσι,

σαν ήρωας του Τσέχοφ ή όπως ο Τσέχοφ ο ί-

διος, στη χυδαιότητα του πόνου ν’ αντιτάσ-

σεις την καλή ανατροφή σου.


_________


XV


Ανάμεσα στα δάκτυλά μου
και στη σάρκα σου
όσο σφιχτά κι αν σε κρατώ,
τρυπώνει ο χρόνος.


XVI


Απλώνεις το χέρι να μου χαϊδέψεις τα μαλλιά


-πανάρχαιη κίνηση όλων των ερωτευμένων-


και δεν βρίσκεις μαλλιά, παρά μονάχα το γυ-


μνο κρανίο μου.


Σε πρόλαβε ο χρόνος που, τόσο επίμονα, με τό-


σο πάθος, με χάιδεψε ως τη γυμνιά.


ΧVII


στη Χρύσα


Όταν σου αναγγείλουνε τον θάνατό μου,

κάνε ό,τι θα 'κανες αν σου χαρίζαν

εν' άδειο βάζο.


Θα το γέμιζες λουλούδια·

έτσι δεν είναι;

Αλέξανδρος Δελμούζος-Γράμμα σ' ένα φίλο μου (απόσπασμα)

Το παρακάτω κείμενο είναι απόσπασμα από το Γράμμα σ' ένα φίλο μου, που έγραψε ο Αλέξ. Δελμούζος το 1921.

 “Ξαναγυρίζοντας τότε στα περασμένα έφερνα επίμονα εμπρός μου τα παλιά σχολικά μου χρόνια. Ζητούσα τη δική μου ψυχή, μα δεν την έβρισκα στο σχολείο, παρά στο σπίτι και στο περιβόλι μας ή έξω στα βουνά, στο λόγκο και στα χωράφια. Χίλιες δυο σκηνές και επεισόδια έπαιρναν για μένα νόημα και σημασία. Με πόσο κόπο και φροντίδα έχτιζα στο περιβόλι μας μια καλύβα με πλίθρες, που τις είχα χύσει με το μικρότερο αδερφό μου, όπως έβλεπα να κάνουν και οι αληθινοί χτίστες. Μια καλύβα σωστή με σκεπή, με πόρτα και παράθυρο, όλα καμωµένα µε τα χέρια µας. Και δίπλα το δικό µας περιβολάκι, ένα κοµµάτι θησαυρό για µας µέσα στο µεγάλο µε τις βραγιές, τους δροµάκους, τα δέντρα και τα λουλούδια του. ∆έντρα και λουλούδια που τα είχαµε φυτέψει µε τα χέρια µας και τα βλέπαµε µέρα την ηµέρα να µεγαλώνουν, να µπουµπουκιάζουν, ν’ ανοίγουν άνθη και να δένουν καρπούς. Πόση υποµονή και φροντίδα, τι συµµετρία χρειαζόταν, για να γίνει η Αγια-Σοφιά ή το καράβι για τα κάλαντα! Και όµως το δικό µας ήταν πάντα από τα πλουσιότερα και τα πιο ωραία…


Έβλεπα αργότερα εµπρός µου τον ίσιο και µονότονο ερηµικό δρόµο µε τις θλιµµένες ελιές και τα βαριά βουνά. Ώρες ολόκληρες περπατούσαµε εκεί µε το στοχαστικό και αδύνατο φίλο, και σε ατέλειωτες σοβαρές συζητήσεις αντικρίζαµε τα µεγάλα προβλήµατα του κόσµου ζητώντας τη λύση τους. Ο Παρνασσός, το θεόρατο βουνό µε τα χιόνια του, τα πυκνά του δάση και τους απόκρηµνους βράχους του, µε τις νεράιδες και τα στοιχειά του, δεν είχε µείνει για µένα το άγριο µόνο και µυθικό βουνό. Κάποτε µ’ ένα φίλο µου φεύγοντας κρυφά από το σπίτι, µε τρεις δραχµές και σαρανταπέντε λεπτά τη µόνη µας περιουσία, γύριζα µια εβδοµάδα κάθε του ράχη και κάθε του γωνιά. Και θυµόµουν πως ξαναγυρίζοντας στο σπίτι είχα τ’ άσπρα λινά παπούτσια µου κουρέλι µονάχο, την ψυχή όµως, µε όλο τον τρόµο για την τιµωρία που µε περίµενε, γεµάτη από εντυπώσεις κι οµορφιά. Και µήπως, ποια ράχη και ποια γωνιά από τ’ άλλα γύρω βουνά µου έµεινε κρυµµένη την Κυριακή που πήγαινα µε άλλα παιδιά κυνηγώντας τάχα, ή κάποτε και καθηµερινή, όταν τα µαθήµατα βάραιναν πάρα πολύ;


Κοίταζα τα περασµένα κι έβλεπα ένα παιδί ολοζώντανο µε πηγαία ενδιαφέροντα άλλοτε να παίζει τρελά και άλλοτε ανήσυχο και ακούραστο να δοκιµάζει, να σκέπτεται, να συνδυάζει, να επιχειρεί, να συγκεντρώνεται ώρες και µέρες σε δικά του προβλήµατα, να διψά τη γνώση και το φως. Και τώρα; Άκουα φιλοσοφία και άλλα µαθήµατα στο ξένο πανεπιστήµιο, και όπου κατόρθωνα να συγκεντρωθώ και να προσέξω, τα καθηγητικά λόγια µου ξέφευγαν σα να ‘ταν ιερογλυφικά σηµεία. Και όµως είχα ζήσει παιδί ακόµα στο δικό µου κόσµο και µε το δικό µου τρόπο κάτι απ’ αυτά που έφταναν τώρα στ’ αυτιά µου. Ποιο χέρι πήρε ένα θεόρατο σφουγγάρι κι’ έκαµε την ίδια ψυχή τάµπουλα ράζα, τι της στέγνωσε έτσι κάθε δροσιά;


Κι έβλεπα τότε ξέχωρα από το δικό µου κόσµο ένα πελώριο και άδειο κτίριο, σωστό «νησί των νεκρών», αποκλεισµένο µε ψηλά, πυκνά και µαύρα κυπαρίσσια απ’ όλη τη ζωή. Ήταν το ελληνικό σχολείο και το γυµνάσιο, όπου είχα περάσει εφτά χρόνια, πέντε και έξι ώρες την ηµέρα. Αν από το δηµοτικό δε µου είχαν αποµείνει παρά ένα δυο σκηνές και µια θολή εικόνα, το νησί των νεκρών το ξαναζούσα ολόκληρο: Το παιδί του Παρνασσού ακούει Γεωγραφία. Ο σχολάρχης, µην µπορώντας να περπατήσει, καθόταν στην έδρα του µε µια βέργα µακριά. Ένας χάρτης κρεµόταν κοντά του στον πίνακα, κι εκεί φώναζε ένα ένα τα παιδιά µε ονόµατα ειδικά το καθένα: «κουτσουκέρα γίδα» ή «ρούσικο στιβάλι» ή «καλαπόδι» και άλλα παρόµοια. Τα φώναζε να ειπούν και να δείξουν το µάθηµα. Αλίµονο αν ξεχνιόταν ένα ποτάµι της Αµερικής ή ο αριθµός των κατοίκων από κάποια πόλη της. Η βέργα έπεφτε βροχή µαζί µε τις βρισιές. Κι αυτό ήταν το µόνο που συγκέντρωνε την προσοχή όλων µας. Μόλις τελείωνε όµως και φώναζε για µάθηµα άλλο παιδί, γυρίζαµε αµέσως στη δουλειά µας. Άλλοι διάβαζαν κλεφτά κάτω από το θρανίο το παρακάτω, άλλοι παίζαµε µε κλωτσιές αθόρυβες, ώσπου να συγκεντρωθούµε πάλι µε νέο ξύλο και νέες βρισιές.


Και συλλογιζόµουν τώρα τη Γεωγραφία που την είχα όλη µάθει απ’ έξω. Κι έβρισκα µονάχα πλήθος αριθµούς και ατέλειωτα µπερδεµένα ονόµατα από ποταµούς, βουνά και πόλεις… Το µικρό ταχτικό καλλιεργητή του δικού του περιβολιού τον έπαιρνε η σχολική φυτολογία και η διδασκαλία της. Αποστήθιζε πώς αναπτύσσονται και ζουν τα φυτά, διάβαζε για «ύπερους, στήµονας, θρίδακας16» και τα παρόµοια, και δεν καταλάβαινε τίποτα, άν και ήτανε τα ίδια φυτά και λουλούδια, που τόσο τ’ αγαπούσε και τα φρόντιζε στο σπίτι του. Και την άλλη µέρα θα το έλεγε το µάθηµα νεράκι, αν τον «έβγαζε έξω» ο δάσκαλος, ένας άνθρωπος αγέλαστος µε µεγάλη επιβολή, αλλά και µε µάτι που δεν του ξέφευγε τίποτα. Σ’ αυτόν ήµαστε αρνάκια- αρνάκια όµως που έτρεµαν και παπαγάλιζαν ή µάθαιναν το πολύ ορθογραφία και κάποια σύνταξη.”


Πηγή:https://m.tvxs.gr/mo/i/166496/f/news/san-simera/o-megalos-paidagogos-poy-misise-i-ekklisia-kai-i-politeia.html?fbclid=IwAR3ysZdA6iEIaZveGzxiZl4cRt8WidpEUEwor38_bmbyfQ1qh3FjI8zli5w

Νίκος Καρούζος - Παραίνεση



Να μη λυπάσαι που πέφτουν τα φύλλα φθινόπωρο

.Η δική σου τρυφερότητα θα τα φέρει και πάλι στα δέντρα.

Δάκρυα μη χαλνάς·

όλοι ανήκουμε στην ανάσταση. 


 Νίκος Καρούζος, Θρίαμβος χρόνου, εκδ. Απόπειρα, 1997


Αργύρης Χιόνης-Εκδοχές του τέλους-ΧΙΙΙ


Αυτός ο άνθρωπος δεν αντέχει το φθινόπωρο• 

τον φθίνει, ανεπανόρθωτα τον φθίνει, κι ας μην

είναι οπώρα. Είναι, ως εκ τούτου, φυσικό που

του αντιστέκεται, που σαν τρελός μαζεύει τα

πεσμένα φύλλα και τα ξανακολλάει στα κλαδιά

των δέντρων.


Θα καταφέρει άραγε να ακυρώσει έτσι του κα-

λοκαιριού την αναχώρηση, την έλευση να μα-

ταιώσει του χειμώνα;


Αργύρης Χιόνης, Ό,τι περιγράφω με περιγράφει, Γαβριηλίδης 2010.

Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι- Β.Ι. ΛΕΝΙΝ


Καιρός –
αρχινώ
για το ΛΕΝΙΝ να ιστορώ.
Κι όχι, γιατί
δεν είναι πια μεγάλη η οδύνη,
καιρός
γιατί η θλίψη
μαχαίρι κοφτερό,
ώριμος πόνος
μέσα μου έχει γίνει.


Καιρός,
τα λενινιστικά συνθήματά του
να ξαναστροβιλίσει ο νους.
Ταιριάζει τώρα τάχα
με δάκρυα θολά
ν’ αρχίσουμε να κλαίμε;
Ο Λένιν και τώρα είναι
πιο ζωντανός
κι από τους ζωντανούς.
Γνώση μας, δύναμη
κι όπλο, να λέμε.


(…)Εμείς
τον πιότερο γήινο
κηδεύουμε
απ’ όλους
τους ανθρώπους
που βγήκαν απ’ τη γη.
Γήινος ναι,
μα όχι
με το μάτι
το δικό του το σπίτι
να κοιτάζει μόνο.
Τη γη
ατενίζοντας
τη ζωντάνια γεμάτη
είδε κείνο
που ήταν κρυμμένο στο χρόνο.


Ίδιος
με σας είναι
και με μένα,
μονάχα,
ένα γύρω
με τα μάτια του τα φωτεινά
του χαράκωσαν το δέρμα
σκέψεις πιότερες
απ’ του καθένα,
και τα χείλη του
πιο ειρωνικά
κι αποφασιστικά.
Δεν είχε κείνη τη σκληράδα
του σατράπη σε θρίαμβου άμαξα,
που σε τσαλαπατάει κρατώντας τα ηνία.
Στο
σύντροφο
μοίραζε
ανθρώπινη αγάπη.
Κι απ’ το
σίδερο
σκληρότερος
μπροστά στην τυραννία.


(…)Θα ρωτάνε
τα εγγόνια:
–Τι πράμα είναι καπιταλιστής;
Όπως ρωτάνε τώρα
τα παιδιά μας:
–Τι ’ναι α-σ-τ-υ-ν-ο-μ-ι-κ-ό-ς;
Για τα εγγόνια
ζωγραφίζω
σ’ ένα φύλλο ευτύς
το πορτραίτο
του καπιταλισμού, όπως είναι πραγματικός.


(…)Ο καπιταλισμός
είναι μια λέξη δίχως στολίδια,
μα πιο φθαρμένα
η λέξη «αηδόνι» ηχεί,
εγώ
θα γυρίζω
σ’ αυτόν πάντα ίδια.
Με το στίχο μου
σαν σύνθημα προπαγάνδας ν’ αντηχεί.
Θα γράψω
και γι’ αυτό
και για κείνο,
μα τώρα
δεν είναι καιρός
για ερωτικά, για λυρικά.


Του ποιητή
τη βροντερή δύναμη
δίνω
σε σένα,
τάξη της επίθεσης, ορμητικά.
Το προλεταριάτο
είναι λέξη στριφνή, χοντροκομμένη
για όποιον
με παγίδα μοιάζει
ο κομμουνισμός.
Για μας όμως
είναι
μουσική αντρειωμένη,
που και νεκρούς ξεσηκώνει
να ορμήσουν
εμπρός.


(…)Ο Μαρξ όμως
μας έδειξε
τους νόμους της ιστορίας
κι έβαλε το προλεταριάτο
στο τιμόνι μπροστά.
Τα βιβλία του Μαρξ
δεν είναι του τύπου στοιχεία,
δεν είναι στήλες
γεμάτες στεγνούς αριθμούς.


Ο Μαρξ
έταξε ορθόν τον εργάτη στην πορεία
μέσα σε φάλαγγες πιο σφιχτές
κι απ’ τους πιο σφιχτούς ζυγούς.
Οδηγούσε τις φάλαγγες
και φώναζε:
σωστά πολεμάτε,
η πράξη
διορθώνει
τα γραφτά του μυαλού.


(…)Ξέρω έναν εργάτη
που γράμματα δε νογάει.
Δεν γεύτηκε
μήτε τ’ αλφάβητου τ’ αλάτι.
όμως άκουσε κάποτε,
τον Λένιν να μιλάει,
κι όλα τα κατάλαβε
το μυαλό του εργάτη.
Άκουσα
κάποιου χωριάτη απ’ τη Σιβηρία
την ιστορία.
Σηκώθηκαν, με τα ντουφέκια
πήραν τη γη,
την καρπίσαν.


Για τον Λένιν
δεν είχαν ούτε διαβάσει, ούτε ακούσει,
μα λενινιστές
κιόλας όλοι τους ήσαν.
Είδα βουνά,
που βλαστάρι δε βγαίνει.
Μονάχα το σύννεφο
στα βράχια σκοντάφτει.
Κι εκατό βέρστια πιο πέρα
κάποιος ερημίτης να μένει,
που στα κουρέλια του,
το σήμα του Λένιν
αστράφτει.


Θα μου πούνε –
πως μιλώ για κονκάρδες
που τα κορίτσια τις καρφώνουν
στο ρούχο τους κοκέτικα
παραξενιές της ζωής.
Μα όχι –
δεν είναι κονκάρδες
είναι η καρδιά η ίδια
που ανάβει το ρούχο,
και λάμπει γεμάτη
αγάπη για τον Ιλίτς.
Αυτό
δεν εξηγείται
με της εκκλησίας τα τεφτέρια,
κι ούτε κάνας θεός τον πρόσταξε:
Γίνου ο εκλεκτός!
Με ανθρώπινο βήμα,
με εργάτη χέρια,
με το δικό του μυαλό
πήρε το δρόμο
αυτός.


(…)Θέλω,
να ξαναλάμψει μέσα στις σημαίες
η μεγαλύτερη απ’ όλες τις λέξεις –
«ΚΟΜΜΑ».
Τη μονάδα!
Τι να την κάνεις στ’ αλήθεια;!
Η μονάχη φωνή
δεν φτάνει μακριά.
Ποιος θε ν’ ακούσει;
Η σύζυγος από συνήθεια!
Κι αυτή αν είναι
στο σπίτι
κι όχι στην αγορά.
Το Κόμμα – είναι
μια συμπαγής θύελλα
κυκλώνα σφοδρού,
πρεσσαρισμένο από φωνές,
που σιγά ξεπηδάνε,
με το κόμμα
σπάνε
τα οχυρά του εχθρού,
όπως τα τύμπανα των αυτιών
απ’ τα κανόνια
που βροντάνε.


(…)Μυαλό της τάξης
υπόθεση της τάξης,
φως της τάξης,
δόξα της τάξης –
να λοιπόν τι σημαίνει Κόμμα.
Κόμμα και Λένιν
αδέρφια δίδυμα κι ακόμα.
Ποιος, Μάνα – Ιστορία
ο πιο ακριβός;
Λέμε Λένιν,
κι εννοούμε –
Κόμμα,
Λέμε
Κόμμα,
κι εννοούμε Λένιν.


(…)Ο Λένιν δε φαίνεται
μα είναι κοντά.
Μέσα στη δουλειά,
που όλο προχωράει,
διακρίνεις
τη σκέψη του Λένιν
που φωτά,
διακρίνεις
το χέρι του Λένιν
που οδηγάει.
Ο λόγος του Ιλίτς –
βρίσκει γόνιμους δρόμους:
πέφτει
κι αμέσως
φουντώνουν κλαριά,
και πλάι
να
στων εργατών τους ώμους –
ώμους
μυριάδες σφίγγει η αγροτιά.


(…)Στον εργάτη
που σκύβει στη μηχανή
σφηνώθηκε η είδηση.
Σφαίρα στο μυαλό.
Ένα ποτήρι δάκρυα
σα να ’χει χυθεί
πάνω στα μηχανήματα σταλάζει νερό.
Κι ο μουζίκος ο πεντάρφανος
που τόσα είχε ιδωμένα,
και το θάνατο
στα μάτια
είχε κοιτάξει πολλές φορές,
γύρισε αλλού τα μάτια,
να μην τα δουν οι γυναίκες κλαμένα
αλλά τον πρόδοσε η μουντζούρα,
απ’ τις βρεγμένες γροθιές.


Ήταν κι άνθρωποι – πέτρες,
μα ως κι αυτοί
μορφάζοντας,
δαγκώναν και σκίζαν τα χείλη.
Σα γέροι
τα παιδιά είχαν σοβαρευτεί,
σαν παιδιά,
βρέχαν κι οι γέροι το μαντήλι.
Ο αγέρας
στη γη
αγρύπνια φυσάει,
και δεν
καταλαβαίνουν
καθόλου πως
μπορεί,
την παγωμένη
Μόσχα ν’ αποχαιρετάει
της επανάστασης
ο πατέρας κι ο γιος.
Τέλος,
τέλος,
τέλος.


(…)Έγινε
μέγας
κομμουνιστής-οργανωτής
ακόμα
κι ο ίδιος
ο θάνατος του Ιλίτς.
Πάνω
απ’ των φουγάρων
την άγρια συστοιχία,
φτιάχνοντας κοντάρι
μ’ εκατομμύρια
χέρια,
την Κόκκινη Σημαία
στην Κόκκινη Πλατεία
τινάζουμε
με ορμή
στ’ αστέρια.


Απ’ αυτή τη σημαία,
από κάθε πτυχή,
Ξανά
ζωντανός
ο Λένιν προσκαλεί:
–Προλετάριοι,
συνταχτείτε
για μάχη στερνή!
Σκλάβοι,
ορθώστε
γόνατα και κορμί!
Στρατιά των προλεταρίων,
στη γραμμή εμπρός!
Ζήτω η επανάσταση
η γελαστή που ορμάει με φόρα!


Αυτός
είναι ο μεγάλος πόλεμος,
ο μοναδικός
απ’ όλους
όσους είδε η ιστορία ως τώρα.


μετάφραση: Δημήτρης Πάνου


Πηγή:http://www.katiousa.gr/afieromata-istoria/100-chronia-ochtovriani-epanastasi/19-charaktika-tou-v-noskof-gia-poiima-v-lenin-tou-vl-magiakofski/

Ηράκλειτος-αποσπάσματα

  •  22. (53).

πόλεμος πάντων μὲν πατήρ ἐστι, πάντων δὲ βασιλεύς, καὶ τοὺς μὲν θεοὺς ἔδειξε τοὺς δὲ ἀνθρώπους, τοὺς μὲν δούλους ἐποίησε τοὺς δὲ ἐλευθέρους.

Ο πόλεμος είναι πατέρας όλων, όλων βασιλιάς. Άλλους ανέδειξε σε θεούς και άλλους σε ανθρώπους, άλλους έκανε δούλους και άλλους ελεύθερους.


  • 23. (80).

εἰδέναι δὲ χρὴ τὸν πόλεμον ἐόντα ξυνόν, καὶ δίκην ἔριν, καὶ γινόμενα πάντα κατ᾽ ἔριν καὶ χρεών.

Πρέπει να γνωρίζει κανείς ότι ο πόλεμος είναι κοινός και η διχόνοια δικαιοσύνη, και ότι τα πάντα γίνονται σύμφωνα με τη διχόνοια και την ανάγκη.


  • 24. (125).

καὶ ὁ κυκεὼν διίσταται (μὴ) κινούμενος.

Και ο κυκεώνας διαλύεται όταν δεν κινείται.

  • 26.  

ἄνθρωπος ἐν εὐφρόνῃ φάος ἅπτεται ἑαυτῷ (ἀποθανὼν) ἀποσβεσθεὶς ὄψεις, ζῶν δὲ ἅπτεται τεθνεῶτος εὕδων, (ἀποσβεσθεὶς ὄψεις) ἐγρηγορὼς ἅπτεται εὕδοντος.

Όταν τα μάτια του σβήνουν, ο άνθρωπος ανάβει φως για τόν εαυτό του μέσα στη νύχτα. Ζωντανός στον ύπνο του, όταν τα ιάτια του κλείνουν, αγγίζει τον πεθαμένο, ξύπνιος, αγγίζει αυτόν που κοιμάται. [33]

  • «Τό μή δῦνόν ποτε πῶς ἄν τις λάθοι;».

O H. Diels το είχε μεταφράσει ως εξής: «Πώς μπορεί κανείς να κρυφτεί από αυτό που δεν δύει ποτέ;».

  «Απ᾽ αυτό που δεν δύει ποτέ πώς κανείς να ξεφύγει;».Απόδοση του Ε.Ρούσσου


  • 'Αξύνετοι ἀκούσαντες κωφοῖσιν ἐοίκασι· φάτις αὐτοῖσιν μαρτυρεῖ παρεόντας ἀπεῖναι'.

Όσοι δεν μπορούν να κατανοήσουν, τον αληθινό λόγο, όταν τον ακούν μοιάζουν με κουφούς, παρόντες απόντες

  • ἥλιος γὰρ οὐχ ὑπερβήσεται μέτρα· εἰ δὲ μή, Ἐρινύες μιν Δίκης ἐπίκουροι ἐξευρήσουσιν.

 Γιατί ο ήλιος δεν μπορεί να υπερβεί τα όρια του, αλλιώς θα τον βρουν οι Ερινύες που βοηθούν τη δικαιοσύνη.

  • κάματός ἐστι τοῖς αὐτοῖς μοχθεῖν καὶ ἄρχεσθαι.

Κάματος είναι το να μοχθεί κανείς και να εξουσιάζεται απ' τους ίδιους. 

  • Ψυχῇσιν θάνατος ὕδωρ γενέσθαι, ὕδατι δὲ θάνατος γῆν γενέσθαι, ἐκ γῆς δὲ ὕδωρ γίνεται, ἐξ ὕδατος δὲ ψυχή.

(Για τις ψυχές θάνατος είναι να γίνουν νερό, για το νερό θάνατος να γίνει γη, από τη γη γίνεται νερό κι απ' το νερό ψυχή)

  • Τὰ δὲ πάντα οἰακίζει Κεραυνὸς.
Όλα τα κυβερνά ο Κεραυνός.

Μάρκος Αυρήλιος, Τα εις εαυτόν (Ε' 6)

 Άλλος πάλι θα σου κάνει ένα καλό κι αμέσως θα υπολογίσει επακριβώς τη χάρη που του χρωστάς. Άλλος δεν είναι τόσο βιαστικός στους υπολογισμούς, μα κατά βάθος δεν παύει να σε βλέπει σαν οφειλέτη του και δεν ξεχνάει την ευεργεσία. Κι άλλος, για να το πούμε έτσι, δεν θέλει να ξέρει το καλό που σου 'κανε• όπως το αμπέλι που βγάζει σταφύλια και δεν σου ζητάει τίποτα όταν σου προσφέρει τον καρπό του. Όπως το άλογο που τρέχει, ο σκύλος που βρίσκει τα χνάρια, η μέλισσα που έφτιαξε μέλι, έτσι κι ο άνθρωπος που έκανε το καλό δεν το μελετάει• μόνο προχωράει παραπέρα και ξανακάνει το καλό - σαν το αμπέλι, που όταν φτάσει η εποχή, ξαναβγάζει και προσφέρει τον καρπό του.


Απ' αυτούς να είσαι, που έχουν τον τρόπο να μη συνειδητοποιούν το τι προσφέρουν.


Μάρκος Αυρήλιος, Τα εις εαυτόν (Ε' 6), μτφρ.: Γιάννης Αβραμίδης, εκδόσεις Θύραθεν.

T. Villanueva -Αν κανείς άλλος, εσύ

 Άκου, εσύ

εσύ

που μεταμόρφωσες την αγωνία σου

σε υγιή επίγνωση,

βάλε τη φωνή σου

εκεί που είναι η μνήμη σου.

Εσύ που κατάπιες

την απογευματινή σκόνη,

υπερασπίσου ό, τι έχεις καταλάβει

με λέξεις.

Εσύ μόνο,

αν κανείς άλλος,

δεν καταδικάσει με τη φωνή του

αλλιώς θα επέλθει η διάβρωση

που φέρνει κάθε θλίψη.


Εσύ, που είδες τις εικόνες

της αηδίας να επαυξάνονται

θα καταλάβεις πώς ο χρόνος

καταβροχθίζει τους άπορους.

Εσύ, που έδωσες στον εαυτό σου

τις δικές σου εντολές,

και γνωρίζεις καλύτερα από τον καθένα

γιατί γύρισες την πλάτη σου

στα πιο δύσκολα όρια της πόλης σου.


Μην κάνεις ησυχία.

Μην τα παρατάς.

Η πιο επίμονη αλήθεια,

όπως οι ξεροκέφαλοι αδελφοί μας

μερικές φορές επιμένουν

Θυμήσου καλά

πώς ήταν η ζωή σου: θολότητα,

και κηλίδα από λάσπη

μεσ' το ψιλόβροχο

σαθρά παράθυρα

που τα έτρωγε ο άνεμος

το χειμώνα, και μέσα

σε ένα παγωμένο πάτωμα ενός σπιτιού

όπου η παγωνιά γέμισε

τα ρούχα σου.


Πες πως μπόρεσες να φτάσεις

σε αυτό το σημείο, για να ανοίξουν

οι πόρτες της ιστορίας

για να δείς τα πρώτα σου χρόνια,

με τους δικούς σου ανθρώπους , με τους άλλους.

Βάφτισε τον δρόμο

Το ήρεμο πνεύμα της εξέγερσης που σε γαλούχησε,

και πώς ήρθες στο σημείο

να ξεμάθεις εκείνα τα μαθήματα

εκείνου του δασκάλου

του ξεδιάντροπου λεηλάτη της πατρίδας σου.


μτφρ. ε.ρ. ρουσσάκης

Γιάννης Καρατζόγλου-Το κύκνειο δώρο


Μεσόκοπος μετράει άστρα στη βεράντα, ακούει

τυραννικά

ώρες που περπατάν βαριεστημένα φεύγοντας αθόρυβα,

καταναλώνει τιμολόγια υπερκαταστημάτων, πολυσέλιδες

εφημερίδες,

βλέποντας με τα κιάλια αφίσες γυμνών πτωμάτων,

διαφημίσεις μοναξιάς.


Ταμπέλες φωτεινές αναβοσβήνουν, ήχοι, τσαλακωμένες

λαμαρίνες,

νυχτερινές μοτοσικλέτες διαπερνούν την ευλογία του

σκότους,

διαλύοντας την πλήξη του οινοπνεύματος με την εξάτμισή

τους.


Εκείνος, μόνος του, εκλιπαρεί για έναν έρωτα, μια τελευταία

ευκαιρία.

Γνωρίζει, φυσικά, πόσο ευνοήθηκε στο παρελθόν, τι δώρα

πήρε,

κι αν σήμερα πια δεν δικαιούται κύκνεια δώρα, ζητά μιαν

εξαίρεση.

Δεν κάνει πια παζάρια, δεν εξετάζει χρώμα, δέρμα και αφή,

δεν συζητά ηλικία, χρώμα δακρύων, επάγγελμα, θρησκεία.


Δεν απαιτεί πια, δεν αξιώνει, δεν έχει πλέον υπεροψία.

Σχεδόν ζητιάνος. Τι σχεδόν; Εκλιπαρεί έναν τελευταίο έρωτα

ζητιάνος,

επαίτης για ένα κύκνειο θείο δώρο πριν φύγει σαν το σκυλί.


Μία φορά σε κάθε ζωή

Μία φορά μες στη ζωή, σε κάθε ζωή, μονάχα μία,

η φοβερή στιγμή του ερχομού, ο πρώτος λόγος,

η τρυφερή της εφηβείας αυγή, η εφεύρεση του κόσμου,

το πρώτο φιλί, το πρώτο σπίτι, το πρώτο αφεντικό

και η σκοπιά δύο με τέσσερις στους ποταμούς της νύχτας.


Μία φορά μονάχα στη ζωή θα ’ρθει ένα πάθος εξολκέας

να κάνει αίμα την αναπνοή και μουσική τη δύση,

τα καλοκαίρια ερμαφρόδιτα στου πόνου τα σκληρά πουκάμισα,

θα ’ρθει σαν τον αετό ο ένας έρως ξάφνου απ’ τα πέρα μέρη,

ο άπαξ, ο μοναδικός, θ’ αφήσει στην ψυχή εγκοπές ως το τέλος.


Μονάχα μία φορά, σε κάθε ζωή, θα ’ρθει η ευκαιρία

του κτίζειν και ανοικοδομείν στα πέλματα του ουρανού,

η θέα της εξουσίας, η μάχη της χαράς, το πέταγμα προς τα άνω.


Και μία φορά, μία πάλι μονάχα, νύχτα που φεύγεις

μ’ ένα μικρό τίναγμα του ονείρου, πέταγμα στη σιωπή.


[Ποιητικός και Πεζός λόγος των Μελών της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης (1980-2015), Επιμέλεια: Μαρία Αρχιμανδρίτου-Παναγιώτης Γούτας, Ρώμη, Θεσσαλονίκη 2016]

Αγγελική Ελευθερίου- [Από τότε]

 Από τότε πέρασε καιρός

Το ’χες πιστέψει πια

και μάλιστα μετά απ’ τη συμφορά

πως βρέθηκε ο δρόμος ο παλιός

η δίοδος εκείνη η στενή

που άνοιγες μισόν αιώνα τώρα με τα νύχια σου

Ποιος το περίμενε

πάλι να μπαζωθεί

από χέρια δικά

το ρέμα της ψυχής σου

και τα νερά τρελά

να πνίγονται

να καταπίνονται στις δίνες τους τις ίδιες

ώσπου η φωνή σου να γανιάσει

να σωπάσει

Δεν το περίμενες

και δε θα πείραζε ακόμα κι έτσι

φτάνει να μπόραγες να ψιθυρίσεις

μες στα κατοχικά σου κλάματα

«πάω να το πω στη μάνα μου»

Δεν θα σε πείραζε.


Αγγελική Ελευθερίου, Τα ποιήματα 1978-2011, Γαβριηλίδης 2015.

Γιάννης Βούλτος-Μάλλον αστός



Ο ποιητής Γρανάζης

Δεδηλωμένος αντικομφορμιστής

Πεντηκοντούτης επαναστάτης

Αντιστασιακά ποιήματα

Δημοσιεύει ασυστόλως

Ενάντια στον εγχώριο

Και ξένο νεοφιλελευθερισμό

Τώρα που ο τόπος του

Χειμάζεται απ' την κρίση


Κάποια στιγμή

Τυχαία στις ειδήσεις

Παίρνει το μάτι του

Μια ανθολογία

Των ποιητών της κρίσης


Μια γλυκερή αγωνία

Τον διαπερνά

Προσμένοντας να ιδεί

Περίοπτο μες στο βιβλίο

Το όνομά του ανάμεσα

Στους ανθολογημένους


Κι όμως!

Τι μεγίστη απογοήτευσις!

Δεν τον συμπεριέλαβαν!


Μήπως δεν τον εγνώριζαν

Ή τον αγνόησαν επίτηδες

Καθότι επαναστάτης


Αυτά βασάνιζαν για μέρες

Το νου του ποιητή Γρανάζη

Έπρεπε λοιπόν κι αυτός

Να αντιδράσει


Αλλά και πάλι

Σε νέο δίλημμα

Ο ποιητής μας μπαίνει


Να καταγγείλει ανθολόγο

Και λοιπούς ως μαύρη

Αντίδραση αστική

Ή να μη βγάλει τσιμουδιά

Κι από την επομένη και αυτός

Ποιητής Αστός να καταστεί

Για να μοστράρει το όνομά του

Στις έγκυρες ανθολογίες

Και στους αναγνωρίσιμους

Κύκλους των ποιητών

Δίνοντας θεραπεία εν τέλει

Στις γλυκερές του αγωνίες


Ο ποιητής το σκέπτεται

Το ξανασκέπτεται

Κι αποφασίζει ασφαλώς

Πως

Μάλλον Αστός θα καταστεί

Μάλλον Αστός


Γιάννης Βούλτος


Αρκούδι 16-2-2016

Γιάννης Βούλτος-Πελάτες


Στους εναπομείναντες


Σήμερα διδάξτε

Όσα μπορείτε

Γιατί αύριο

Δε θα υπάρχουν δάσκαλοι

Θα υπάρχουν μόνο σερβιτόροι

Που θα σερβίρουν

Κατά παραγγελίαν

Της ώρας γνώση

Για τους κατα συνθήκην

Μαθητές

Τους κατ' ουσίαν

Πελάτες

Που θα χουν πάντα δίκιο

Ότι και να ζητήσουν


Γιάννης Βούλτος

Ezra Pound-Το καταφύγιο


 Πηγή: Ezra Pound, Lustra, Μετάφραση: Τάκης Μενδράκος. Αθήνα: Αιγόκερως 1989.

Αργύρης Χιόνης-[Όποιος χαράζει]

 


Όποιος χαράζει τ’ όνομά του στη φλούδα ενός δέντρου, πράξη τελεί

ερωτική ημιτελή. Αν θέλει να ολοκληρωθεί αυτή η πράξη, πρέπει και

στη δική του φλούδα να χαράξει το όνομα του δέντρου. Μονάχα τότε θα

θροΐσουν γλυκά τα φύλλα της καρδιάς του.

 

Αργύρης Χιόνης, Στο υπόγειο, εκδ. Νεφέλη, 2004

Αργύρης Χιόνης-Μικρή φυσική ιστορία

 Το ταπεινό χορτάρι που φυτρώνει

ανάμεσα στις πλάκες των πεζοδρομίων μας

δεν είναι διόλου ταπεινό.

Είναι το δάσος που επιστρέφει.

Είναι η ζούγκλα που ποτέ δεν παραιτήθηκε

από αυτό που της ανήκει

και που της πήραμε με τόσο δόλο.


Η γάτα που μας γδέρνει τάχα παίζοντας το χέρι

δεν παίζει διόλου.

Είναι το αιλουροειδές που εκδικείται.

Για όλ’ αυτά τα χάδια ανάμεσα στα μάτια

για όλα αυτά τ’ αποφάγια της ζωοφιλίας μας.

Είναι η τίγρη που τη σάρκα μας γυρεύει.


Η χαλασμένη βρύση που στάζει αδιάκοπα στο νεροχύτη μας

δεν είναι καθόλου χαλασμένη.

Είναι ο ποταμός, ο καταρράχτης κι ο κατακλυσμός

που δεν υπέκυψαν ποτέ στο κεντρικό μας δίκτυο υδρεύσεως.

Είναι τα ύδατα που αμφισβητούν το διαχωρισμό τους από τη γη

που αμφισβητούν τη γένεσή μας.


Πηγή: Αργύρης Χιόνης, «Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη», Η φωνή της σιωπής: Ποιήματα 1986-2000, Αθήνα: Νεφέλη 2019.



Yvan Goll-Στην Κλερ – Λίλιαν [Απόσπασμα]

 Αγαπημένη, αστέρι μου εσύ

Στην δεξιά σου όχθη βρίσκεται το παρελθόν

Στην αριστερή περιμένει το μέλλον

Συγκλίνοντας τις κοίτες μας τραγουδάμε το παρόν


Καθώς διαβαίνουμε, δέντρα της σήψης μας κοιτούν

Πουλιά της λύτρωσης πετούν μπροστά μας οδηγώντας


Είμαι διαμάντι στο δεξί σου μάτι

Κι είσαι βελούδο στο δικό μου αριστερό


Ο ήλιος κυλά απ’ τον δεξί σου ώμο

Στο αριστερό μου χέρι σήπεται το άστρο της νυχτιάς


Αγαπημένη, το ρεύμα σου είμαι εγώ

Μαζί κυλώντας αποσιωπούμε το παρόν


Μετάφραση: Γιώργος Καρτάκης


Πηγή:https://frear.gr/?p=25056

Μάνος Χατζιδάκις-Κρίση


 Στίχοι: Μάνος Χατζιδάκις

Μουσική: Νότης Μαυρουδής



Κρίση


Κρίση την είπαν την στιγμή

σαν εκοιμήθεις πλάι μου με χάρη,

την ώρα που ξεχύθηκαν μ' ορμή

χίλια πουλιά να σκίσουν το φεγγάρι.


Κρίση την είπαν την πηγή

που πάνε τ' άστρα να λουστούν το βράδυ,

να πιουν νερό να χτενιστούν στη γη

και να πλαγιάσουν στης αυλής μου το πηγάδι.


Κρίση την είπαν την ορμή

που φτιάχνει η αγάπη μέσα στο λιβάδι

κι η αναπνοή σου γίνεται στιγμή

που μ' ακουμπά τ' αγέρι του Θεού σαν χάδι.

Pablo Neruda-Τρία ποιήματα

 ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΣΤΟΛΙΣΤΗ


Κορίτσι ἁγνὸ ξαπλώθηκε μαζί μου:

σὰν να ’μουν στὸ γιαλὸ λευκῆς θαλάσσης,

σὰν νά ’μουν στὴν ψυχὴ εὐλαμποῦς ἀστέρος

άργῶν συμπάντων.


Ἀπ’ τὸ βαρύ, τὸ πράσινό της βλέμμα

τὸ φῶς ξερὸ νερὸ νὰ πέφτει σάμπως,

σὲ διάφεγγους βαθιοὺς ἐνάστρους κύκλους

νωπῆς ἰσχύος.


Τὸ στῆθος της σὰ δίφλογος πυρσώνας

ὀρθὸ νὰ καίει σὲ μὲρη δυὸ στημένο,

διπλὸ τὰ πόδια της ποτάμι νὰ ᾽ναι

φωτιᾶς καὶ θάμβους.


Χρυςὰ σὰν κλίμα μόλις μεστωμένο

τὰ μάκρη τοῦ κορμιοῦ της τὰ ἡμερήσια

γιομάτα φροῦτα ξέχειλα ὥς ἀπάνω

καὶ πῦρ μυστήριο.


*


ΣΟΝΕΤΟ XXVII

[ΓΥΜΝΗ ΕΙΣΑΙ ΤΟΣΟ ΑΠΛΗ...]


Γυμνὴ εἶσαι τόσο ἀπλὴ σὰν τὸ ’να ἀπὸ τὰ χέρια σου —

λεία, χθόνια, κυκλικὴ, ἐλάχιστη καὶ διάφανη·

γραμμὲς σελήνης ἔχεις, μονοπάτια μήλινα:

γυμνὴ εἶσαι ἀδυνατούλα σὰν τὸ στάρι τὸ γυμνό.


Γυμνὴ εἶσαι γαλανή, ὅμοια μὲ νυχτιὰ στὴν Κούβα:

περιπολοκάδες κι ἄστρα στεφανώνουν τὰ μαλλιά σου·

γυμνὴ εἶσαι ἀπέραντη, θεόρατη καὶ κίτρινη,

σὰν καλοκαίρι δίπλα σ’ ἐκκλησιὰ χρυσαφωμένη.


Γυμνὴ εἶσαι τοσηδά, σὰν τὸ μικρό νυχάκι σου·

καμπύλη, ρόδινη, ἀπαλὴ σὰν πὼς γεννιέται ἡ μέρα,

σὰν πᾶς καὶ χώνεσαι στὰ καταχθόνια τοῦ ντουνιᾶ,


λὲς κι εἶναι σήραγγα μακριὰ ὅλο δώματα ἀόμματα:

ἡ διάυγειά σου ντύνεται, φυλλορροεῖ καὶ σβήνει

καί, πάλι, πιὸ μετά, γυμνό δικό σου χέρι γίνεται.


*


ΑΙΝΙΓΜΑ ΜΕ ΑΝΘΟΣ


Νίκη, Εἶναι πιὸ ἀργὰ ἀπ’ ὅσο φαντάζεσαι.

Ὥσπερ κρίνος ἐπέστη,

ποὺ τὸν εἶχα ἀνάγκη,

τὸ ἄσπρο κοτσάνι ποὺ ἐμπεδώνει

τὴν ἀκίνητη αἰωνιότητα τῆς γῆς

καὶ σπρώχνοντας μία ἀδύναμη καὶ διάφανη μορφὴ

ἐτρύπησε διαμπερῶς τὸν πηλὸ

μὲ τὴν πάλλευκη ἀχτίδα τοῦ χυμένου γάλατος.

Στὴ σιωπηλή, στὴ συμπαγῆ μαυρίλα τῶν χωμάτων

πρόλαβε ἤδη καὶ φυτρώνει

τὸ διάφεγγο ἄνθος

μὲ τὴν περίπτερη ἀσπράδα τοῦ ἅλατος

ποὺ σπάει ὥς τὸν μυχὸ

τῆς νύχτας τὸ εὐτελὲς σκοτάδι

καὶ μὲ ἔντονη διαύγεια στὴν κίνηση,

σχεδὸν μετὰ μένους,

σχεδὸν μὲ περιδίνιση,

σκορπίζει γύρω του ὁμάδι

σπόρους ἔκπληκτους καὶ ἐνθουσιασμένους.


Πάμπλο Νερούντα, Η Στείρωση των Αστέρων: Πενηντατέσσερα Ποιήματα του Έρωτα και του Θανάτου, μτφρ. Γιώργος Κεντρωτής, εκδ. Τυπωθήτω

Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2020

Κ. Καρθαίος-Τούτος ο χειμώνας...


Τούτος ο χειμώνας

είναι ο πιο σκληρός~

ο θεός να δώσει

να κρατήσει λίγο.

'Εφραξε τους δρόμους

ο κακός καιρός

πριν σκεφτώ να φύγω.


Λίγο να κρατήσει,

δίκαιοι ουρανοί,

μια και δεν προσμένω

πια άλλο καλοκαίρι,

κι άλλο χελιδόνι

πια δεν θα φανεί

νέα ζωή να φέρει


'Αλλο χελιδόνι,

πια δεν καρτερώ,

σβέλτο μου, χρυσό μου,

μαύρο χελιδόνι.

Μόνο αναθυμάμαι

τον καλό καιρό,

κι η καρδιά μου λιώνει.

Κ. Καρθαίος - Το τραγούδι του μπεκρή (Βάλτε να πιούμε)

 


Τα όνειρα που βυζάξαμε με της καρδιάς μας το αίμα

πέταξαν και χαθήκανε μες της ζωής το ρέμα.

Μα τάχα εμείς παντοτινά τ’ άφταστα θα ζητούμε;


Βάλτε να πιούμε...


Τα περασμένα σβήσανε, το τώρα δε θα μείνει.

Τροφή των χοίρων έγιναν και οι πιο λευκοί μας κρίνοι.

Μα τάχα πρέπει τους νεκρούς αιώνια να θρηνούμε;


Βάλτε να πιούμε...


Αδέλφια κάτω η βάρκα μας στο μόλο μας προσμένει.

Ελάτε οι ταξιδιάρηδες να πιούμε συναγμένοι.

Στο περιγιάλι το φαιδρό ας γλεντοτραγουδούμε.


Βάλτε να πιούμε...


Τάχατε κι όποιος δε μεθά κι όποιος δεν τραγουδήσει

κι όποιος στ’ αγκάθια περπατά μια μέρα δε θ’ αφήσει

τ’ αγαπημένο μας νησί που έτσι γερά πατούμε.


Βάλτε να πιούμε...


Πες μας που πάει ο άνθρωπος τον κόσμο σαν αφήνει;

Πες μας που πάει ο άνεμος, που πάει η φωτιά σαν σβήνει;

Σκιές ονείρων είμαστε, σύννεφα που περνούμε.


Βάλτε να πιούμε...


Στο ξέχειλο ποτήρι μας είναι όλα εκεί γραμμένα.

Καπνοί `ναι τα μελλούμενα κι αφρός τα περασμένα.

Καπνός κι αφρός το γέλιο μας κι εμείς που τραγουδούμε.


Βάλτε να πιούμε...


Άκουσε δε βιαζόμαστε να φύγουμε βαρκάρη.

Μα σαν είναι ώρα γνέψε μας, δε σου ζητούμε χάρη.

Μα όσο να φύγεις πρόσμενε κι αν θέλεις σε κερνούμε.


Βάλτε να πιούμε...



Κ. Καρθαίος  (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Κλέανδρου Λάκωνα) (1878-1955)

«Τα τραγούδια του νησιού μου»



                                           Διάφανα Κρίνα-Βάλτε να πιούμε

Stefan Zweig-Μονταίνιος (απόσπασμα)

 

Διότι αυτός είναι ένας από τους πιο μυστηριώδεις νόμους της ζωής: ότι αντιλαμβανόμαστε και συνειδητοποιούμε πάντα πολύ αργά τις αληθινές και ουσιαστικότερες αξίες της• τη νεότητα, όταν πια την έχουμε χάσει• την υγεία, όταν μάς εγκαταλείπει• και την ελευθερία, την πολύτιμη αυτή πεμπτουσία της ψυχής μας, μόνο τη στιγμή που απειλούν να μας τη στερήσουν, ή μας τη στερούν.

Stefan Zweig | 28 Νοεμβρίου 1881 - 23 Φεβρουαρίου 1942 

Μονταίνιος, μτφρ.: Μαρία Αγγελίδου, εκδόσεις Άγρα. 

Léo Delibes-Flower Duet

 


Etta James-Miss you


 

Nick Cave & The Bad Seeds - The Mercy Seat

 


Παύλος Νιρβάνας-Τέσσερα ποιήματα



ΓΑΛΗΝΗ


Ὡσὰν γαλάζιος θάνατος ἁπλώθηκε ἡ γαλήνη,

Τὸ μέγα φῶς θεῖο σάβανο στὸν ὕπνο τῶν κυμάτων,

Καὶ ἀπ' τὸν ἀκίνητο οὐρανό, σιωπηλὴ ἡ Σελήνη

Σταλάζει φίλτρα μυστικὰ στὴ γῆ τῶν Ἀθανάτων.


Π. Νιρβάνας, Εκλεκταί Σελίδες: Ποιήματα, Αθήνα, Ελευθερουδάκης, 1922, σ. 20


...........................................................................................

ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΟΡΓΙΑ


Ὦ λιτανεία ἐρωτική, ξανθὲ τοῦ κόσμου Ἀπρίλη,

Τί κ' ἂν ἡ νέα σου ὀμορφιὰ περνάει μπροστά μου ξένη;

Τὸ ἄλικο νέκταρ μὲ κερνάει, φιλῶντας με στὰ χείλη,

Παρθένα πρωτοφίλητη, τῆς Σπάρτης ἡ Ἑλένη.


Π. Νιρβάνας, Εκλεκταί Σελίδες: Ποιήματα, Αθήνα, Ελευθερουδάκης, 1922, σ. 21

...................................................................................................


ΑΣΑΛΕΥΤΗ ΖΩΗ


Ἀητέ, κἄποτε ζήλεψα τἀπότολμα φτερά σου,

Ταξιδευτὴς κι' ἀπαρνητὴς στὰ οὐράνια πλάτη ἀπάνω.

Μά, ὦ δέντρο, τώρα ἡ ἀσάλευτη πῶς μὲ τραβάει χαρά σου!

Στὸ χῶμα, ποὺ ριζώθηκα, νὰ ζήσω ἢ νὰ πεθάνω.


Π. Νιρβάνας, Εκλεκταί Σελίδες: Ποιήματα, Αθήνα, Ελευθερουδάκης, 1922, σ. 21

.....................................................................................

ΥΠΝΟΥ ΠΡΟΣΕΥΧΗ


Πνοές, ποῦ μὲ κοιμίσατε στὸν ἤσκιο ἑνὸς ἐλάτου,

Σὰ χέρι ποὺ ἀργοπέρασε στὰ βλέφαρά μου ἀπάνω,

Ἂς ἤτανε νὰ ἐπνέατε, τὴν ὥρα τοῦ θανάτου,

Νὰ μοῦ γλυκοσφαλίσετε τὰ μάτια, σὰν πεθάνω.


Π. Νιρβάνας, Εκλεκταί Σελίδες: Ποιήματα, Αθήνα, Ελευθερουδάκης, 1922, σ. 19


 Παύλος Νιρβάνας (φιλολογικό ψευδώνυμο του Έλληνα λογοτἐχνη Πέτρου Αποστολίδη 17/08/1866-28/11/1937)

Γιώργος Λ. Οικονόμου-[άτιτλο]

 Κουβαλούσε στα μάτια

μια απορία παιδική.

Κύρτωνε το κορμί του

στο βάρος της μέρας.

Λιγνά τα πόδια

διστακτικά τα βήματά του.

Μα όταν μ’ αγκάλιαζε

ήταν ο πιο δυνατός

μπαμπάς στον κόσμο.


Γιώργος Λ. Οικονόμου, «15 νέα ποιήματα», ΟΚΤΑΣΕΛΙΔΟ + του Μπιλιέτου, Οκτώβριος 2020

Παύλος Νιρβάνας-Γλωσσική Αυτοβιογραφία (απόσπασμα)


Ύστερα από κάμποσο καιρό, ο πατέρας μου με πήρε μια μέρα στα γόνατά του και μου είπε πως είναι καιρός ν’ αρχίσω να μαθαίνω γράμματα. Αφού το είπε ο πατέρας θα ήτανε σωστό. Μέρα-μέρα, νύχτα-νύχτα. Είχα την ιδέα και την έχω ακόμα, πως ο πατέρας μου τα ήξερε όλα, καλύτερα κι από το Θεό. Δεν τολμούσα ποτέ να ρωτήσω το γιατί. Ρώτησα μονάχα τη μητέρα μου: Γιατί θα τα μάθω τα γράμματα; Κι εκείνη φαίνεται πως δεν ήξερε καλά καλά το γιατί. Μου είπε μονάχα: «Άνθρωπος αγράμματος ξύλον απελέκητον». Δεν κατάλαβα τίποτε. Το μόνο που έκανα ήτανε να προσέχω από τότε στα ξύλα, ποια είναι πελεκημένα και ποια απελέκητα. Κι επειδή βαριόμουνα τους νεοτερισμούς, και τα γράμματα με τρόμαζαν λιγάκι, μου φαινότανε πως τα απελέκητα ξύλα ήσαν πιο όμορφα απ’ τα πελεκημένα. Μα δεν τολμούσα να το πω.

Την άλλη μέρα ήρθε ο δάσκαλος. Ήτανε ένας νέος λιγνός, κιτρινιάρης, σπανός. Η μητέρα μου τον έλεγε δασκαλάκη. Αυτός μου άρεσε. Όπως ήμουνα κι εγώ παιδάκι, ο δασκαλάκης δεν με φόβιζε τόσο. Μου φαινότανε σαν παιγνίδι.

Ο δασκαλάκης μου ’φερε κάτι πλάκες, τετράδια, πετροκόντυλα και μολύβια. Τέτοια παιγνίδια δεν είχα ιδεί ακόμη• τα πήρα στο χέρι μου, τα στριφογύριζα και τα καμάρωνα. Ο δασκαλάκης πήρε δύο καρέκλες, τις έβαλε κοντά μου και μου είπε καποια λόγια που δεν τα θυμάμαι. Δεν ξέρω γιατί, μα όταν άρχισε να μου μιλεί, θυμήθηκα το Ναπολιτάνο τον ψαρά και μ’ έπιασαν τα γέλια. Ο δασκαλάκης με χάιδεψε στην πλάτη με καλοσύνη, η μητέρα μου με μάλωσε. Ο δασκαλάκης είπε τότε – το θυμούμαι καλά:

– Μην το μαλώνετε, κυρία! Έτσι είναι όλα τα παιδάκια. Όταν αρχίσουν να μαθαίνουν Ελληνικά, τους φαίνονται παράξενα και γελούμε. Ύστερα συνηθίζουν.

Και ξανάρχισε:

– Πρόσεξε, παιδί μου. Τα στοιχεία του αλφαβήτου της ελληνικής γλώσσης είναι είκοσι και τέσσαρα τον αριθμόν.

Εμένα με ξανάπιασαν τα γέλια.

– Πες το και συ, παιδί μου…ξαναείπε ο δασκαλάκης.

Το ξαναείπα.

Σιγά-σιγά θα συνηθίσεις. Δεν σου το είπα εγώ;

Ο δασκαλάκης είχε δίκιο. Συνήθισα. Μήπως δεν είχα συνηθίσει και το μουρουνόλαδο; Όχι μόνο συνήθισα, μα σε λίγο καιρό έπαιζα στα δάχτυλα παρατατικούς, υπερσυντελίκους, μέσους μέλλοντας, δυϊκούς αριθμούς: τῷ ἀνθρώπῳ, τοῖν ἀνθρώποιν, και χίλια δυο πράματα, που δεν τα θυμούμαι σήμερα. Άρχισα να γίνομαι σοφός. Σε μισό λεπτό έκλινα τον "άνθρωπο", σε δύο λεπτά το "τύπτω, τύπτεις". Η γλώσσα μου γύριζε σαν σφοντύλι. Απ’ τα παιδιά είχα μάθει να λέω γρήγορα κι άλλα πράματα: «Άσπρη πέτρα ξέξασπρη απ’ τον ήλιο ξεξασπρότερη, εκκλησιά πελεκητή, μαρμακοντυλοπελεκητή», και άλλα. Μια φορά μάλιστα, που πήρα τον κατήφορο σ’ ένα συνηρημένο: "χρυσέος χρυσοῦς, τοῦ χρυσέου χρυσοῦ…" δεν ξέρω πώς κόλλησα στο τέλος: «Και ποιος την εμολυβοκοντυλοπελέκησε;…» με μια γρηγοράδα καταπληκτική.

Ο δασκαλάκης μού χτύπησε μια με το χάρακα στο κεφάλι. Ήτανε η πρώτη φορά που μ’ έδειρε.

Ωστόσο ήμουνα πρώτος στη γραμματική. Πολλές φορές έλεγα μέσα μου: γιατί τάχα να τα μαθαίνω όλα αυτά τα πράματα; Μα ντρεπόμουνα και να ρωτήσω, μήπως με περάσουν για κουτό. Έτσι θα είναι, έλεγα. Πρέπει να τα μάθω. Όπως πρέπει να βγάζω το καπέλο μου όταν μπαίνω σ’ ένα σπίτι, να τρώω με το πιρούνι και όχι με τα χέρια, να σηκώνομαι όταν μπαίνουν μεγαλύτεροί μου, καθώς έλεγε ο πατέρας, έτσι έπρεπε να μάθω και τους υπερσυντελίκους. Το πήρα απόφαση. Τίποτε πια δεν μου έκανε εντύπωση.

Πλησίαζε σε λίγο η πρωτοχρονιά, θυμούμαι. Τ’ άλλα χρόνια, εκείνο το πρωί, πήγαινα στον πατέρα και τη μητέρα μου, τους φιλούσα το χέρι και τους έλεγα: «Χρόνια πολλά, να ζήσετε!». Κι έπαιρνα τα δώρα μου μ’ ένα φιλί. Τώρα όμως ήμουνα γραμματισμένος. Ο δασκαλάκης μού είπε πως πρέπει να κάνω ένα γράμμα συγχαρητήριο στους γονείς μου και να το δώσω ο ίδιος το πρωί πρωί.

– Μα γιατί να κάνω γράμμα; του είπα. Μήπως θα το στείλω με το ταχυδρομείο; Δεν είναι καλύτερα να τα πω;

– Όχι, παιδί μου, είπε ο δασκαλάκης. Δεν είσαι ακόμη δυνατός στα Ελληνικά και δεν θα μπορέσεις να τα πεις. Πιάσε και γράψε.

Μου υπαγόρευσε, έγραψα, το διόρθωσε, το αντίγραψα και το άλλο πρωί, το πήγα στον πατέρα μου, χωρίς να βγάλω λέξη. Στεκόμουνα ορθός σα στρατιώτης. Ο πατέρας μου διάβασε το γράμμα και δάκρυσε. Με φίλησε και μου ’δωσε μια λίρα. Πρώτη φορά που πήρα τέτοιο μεγάλο δώρο. Και είπα μέσα μου: «Ξέρουν αυτοί τι λένε. Οι υπερσυντέλικοι βγάζουν χρυσάφι.» Ο πατέρας μου το είχε φυλάξει το γράμμα αυτό σαν κειμήλιο. Είναι λίγος μάλιστα καιρός που το βρήκα στα χαρτιά του και σας το διαβάζω, για να κλάψετε κι εσείς:

«Πότνιοι γεννήτορες! ᾿Επὶ τῇ πρώτῃ τοῦ ἐνιαυτοῦ, ἀνάπλεως συγκινήσεως κι’ εὐγνωμοσύνης, ἀνθ’ ὧν πολλά τε μὲ ἠγαπήσατε, πολλά τε δ’ εὐἐποιήσατε, ἐπεύχομαι ὑμῖν ὑγείαν, εὐτυχίαν καὶ πᾶν τò καταθύμιον.

῎Ερρωσθε,

ὁ ἐσαεὶ εὐγνώμων υἱός»

Και το συγκινητικό αυτό κείμενο έφερε την υπογραφή μου, με ωραία, καλλιγραφικά γράμματα.

Από τότε, πρέπει να τ’ ομολογήσω, η αγάπη μου και η υπόληψή μου για όλους τους παρακειμένους και τους υπερσυντελίκους, με τη λάμψη του χρυσού εικοσαφράγκου, αύξησε σημαντικά. Κι όταν από τα χέρια του δασκαλάκη παραδόθηκα στο σχολείο, όνειρό μου ήτανε να μάθω να γράμματα σαν εκείνα που μου υπαγόρευσε ο πρώτος μου, ο σπανός δασκαλάκης.

Δεν άργησα να το καταφέρω. Με τη βοήθεια των κυρίων άρθρων της "Παλιγγενεσίας", που παίρνανε εκείνο τον καιρό στο σπίτι, και με κάτι σημειώσεις, που κρατούσα από όλες τις λέξεις που χτυπούσαν στο αφτί από τον Ξενοφώντα, τον Ισοκράτη και το Λουκιανό, έγινα "λόγιος νέος", από μαθητής της πρώτης του Γυμνασίου. Οι εκθέσεις μου στο σχολείο έκαναν εντύπωση. ένας καθηγητής μου και αγαπητός μου φίλος τώρα μού είχε γράψει κάτω από μια έκθεσή μου: «Ξένης χειρός όζει». Θαρρώ πως το βλέπω ακόμα με κόκκινα ζωηρά γράμματα. Ποτέ στη φιλολογική μου ζωή δεν έλαβε τέτοιο θυμίαμα η φιλοδοξία μου. Η γλώσσα άρχισε να υψώνεται μπροστά μου σαν είδωλο. Τα στοιχεία του αλφαβήτου μού φαίνονταν σαν κάποιες νότες, με τις οποίες έπαιζα μια μουσική που λίγοι την ήξεραν. Η τυπογραφική μελάνη άρχισε τον ίδιο καιρό να μου γαργαλίζει τη μύτη και ο συγγραφεύς να σκιρτά στα σπλάχνα μου.

Δεν είχα αισθανθεί την ανάγκη να πω κάτι τι, ούτε είχα τι να πω. Ήθελα μόνο και μόνο να γράφω όπως έγραφε η "Παλιγγενεσία". Οι φράσεις, οι λέξεις, τα σχήματα του λόγου πετούσαν μέσα στο νου μου. Ζητούσα ένα σώμα να το ντύσω με τα ωραία αυτά κυριακάτικα φορέματα. Η ψυχή μου δηλαδή έμοιαζε σαν εμπορικό ετοίμων ενδυμάτων. Ήσαν όλα κρεμασμένα, ένα ένα με τη σειρά. Στο τέλος εύρισκα μια έννοια, μια κούκλα. Η κούκλα παρουσιαζότανε μπροστά μου με πρόστυχα, φτωχικά ρούχα.

Είχα την αντίληψη που είχε ο Σούτσος για το Σολωμό: «Ιδέαι πλούσιαι φτωχά ενδεδυμέναι».

Της έβγαζα τα κουρέλια της και την έντυνα τα γιορτιάτικα. Παραδείγματος χάριν: «Ένα πρωί περπατούσαμε στο περιγιάλι». Τα έτοιμα ρούχα αμέσως σε ενέργεια: «ὡραίαν τινα πρωίαν ἐβαδίζομεν παρά θῖνα ἁλός». Κι έτσι έβγαινε ένα έργο. Οι εφημερίδες του τόπου μας την άλλη ημέρα μού χαρίζανε την αθανασία.

Ο τίτλος του "λογίου νέου" μού ανήκε.

Φρίντα Λιάππα - Λυρικός επίλογος

 



1.

 

Τρέμω να μη σε βλέπω κάθε μέρα

Τρέμω να σε βλέπω κάθε μέρα.

Στην αδιάβατη σύραγγα της εφηβείας σου ελλοχεύω.

 

2.

 

Ληστεύεις με τρόπο αθέμιτο το κορμί μου.

Αυθάδεια να διασπαθίζεις το παρελθόν μου.


 3.

 

Είσαι σπάταλη

Είναι γιατί ζω στην ένδεια

 

4.

 

Με πλησιάζεις στις σκέψεις μου

Σιγά-σιγά μαθαίνω.

Κατάλαβες άραγε την απόσταση που βάζεις

ανάμεσά μας;

Δεν θέλω την τιμωρία στον έρωτα τη χάρη ψάχνω.

 

5.

 

Ο έρωτας αχιβάδα κλειστή στον κόρφο

ποιας θάλασσας

Ε λοιπόν σ’ αρέσει δεν σ’ αρέσει εγώ θα απαιτώ.

 

 

6.

 

Μαζί μας είναι όπως τα μωρά. Ποτέ δεν ξέρεις

θα χαμογελάσουν ή θα βάλουν τα κλάματα.

Τι χαρά!

Σταθερά παραμένουμε κατάπληκτοι.

  

7.

 

Εγώ τόσες φορές ακύρωσα τη ζωή μου.

Εσύ ούτε ένα ταξίδι

για χάρη μου

Τι μου ζητάς λοιπόν; Η καμπύλη του ώμου μου δεν

έχει παρελθόν. Στην χαρίζω. Βγάζω έναν αστερία

απ’ τον αφαλό μου. Στον χαρίζω.

Άσε με τώρα

λυσσασμένη

σκύλα

ευνουχίστρα

Κλαίς στα χέρια μου; Μα είναι δυνατόν;

 

 

 

8.

 

Ο έρωτας τα επιθαλάμια

και τα πικρά λεμόνια.

Φοβάμαι τη μέρα που θα ονομάζω

την αγωνία μου υστερία

τον τρόμο μου νεύρωση.

Σίγουρα η ζωή σου θα είναι καλύτερη τότε

Λιγάκι φτωχότερη

 

 

Από τη συλλογή, Λυρικός Επίλογος της οδού Πατησίων, Εκδόσεις Ηριδανός