Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2019

Οctavio Paz- «Επιτάφιος για έναν ποιητή»


Ποθούσε πάντοτε να τραγουδάει,
να τραγουδάει για να ξεχνάει
την αληθινή ζωή του που ήταν γεμάτη ψέματα
και να θυμάται την ψεύτικη ζωή του
που ήταν γεμάτη αλήθειες.

Οctavio Paz  ( 1914 - 1998).
Μετάφραση: Κώστας Κουτσουρέλης

Δυο πόρτες έχει η ζωή / ( Το τελευταίο βράδυ μου ) - 1958

Αποτέλεσμα εικόνας για Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου

Στίχοι: Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου (1893-1972)


Μουσική: Στέλιος Καζαντζίδης

Πρώτη Εκτέλεση:Στέλιος Καζαντζίδης









Το τελευταίο βράδυ μου
απόψε το περνάω
κι όσοι με πίκραναν πολύ
τώρα που φεύγω απ’ τη ζωή
όλους τους συγχωρνάω

Όλα είναι ένα ψέμα
μια ανάσα μια πνοή
σαν λουλούδι κάποιο χέρι
θα μας κόψει μιαν αυγή

Εκεί που πάω δεν περνά
το δάκρυ και ο πόνος
τα βάσανα και οι καημοί
εδώ θα μείνουν στη ζωή
κι εγώ θα φύγω μόνος

Όλα είναι ένα ψέμα
μια ανάσα μια πνοή
σαν λουλούδι κάποιο χέρι
θα μας κόψει μιαν αυγή

Δυο πόρτες έχει η ζωή
άνοιξα μια και μπήκα
σεργιάνισα ένα πρωινό
κι ώσπου να `ρθει το δειλινό
από την άλλη βγήκα

Όλα είναι ένα ψέμα
μια ανάσα μια πνοή
σαν λουλούδι κάποιο χέρι
θα μας κόψει μιαν αυγή

Τέλλος Φίλης- «Η χώρα μου»


Η χώρα μου κυκλοφορεί αξύριστη, με άσπρα μαλλιά,
γερασμένη και ολομόναχη στους δρόμους της πόλης.
Δεν έχει δύναμη ούτε να ζητιανέψει πια.
Ανοίγει τους κάδους, τρώει ό,τι τρώγεται,
στα δημόσια ουρητήρια πίνει νερό και πλένει τις μασχάλες της.

Η χώρα μου ξεχνιέται στους δέκτες των τηλεοράσεων
πιστεύοντας ότι μιλούν γι’ αυτήν, μετά γυρίζει
το κεφάλι, βλέπει τα άδεια μαγαζιά τα άδεια ταξί
στις πιάτσες, καταλαβαίνει.

Τα ρούχα της είναι παλιά μα καθαρά, κάθε μέρα
μαντάρει μια τρύπα μα ώς το βράδυ έχει ανοίξει
άλλη. Περπατάει με βήματα αργά, φοβάται τις διαβάσεις,
τις υπερβάσεις, το αύριο που κρύβει ο απέναντι δρόμος.
Προσπαθεί να μη σκέφτεται και κυρίως να μην ονειρεύεται.
Σε ουρές υποσχέσεων καταναλώνει τις μέρες της,
σε ομαδικές ερωτικές αναζητήσεις απελπισίας τις νύχτες της.

Έπαψε να ανάβει κεριά στα ξωκλήσια, να πιστεύει,
να σταυροκοπιέται, έχει κίτρινα μάτια θυμού κι
αναισθησίας για ό,τι είναι πέρα από τα δικά της όρια.
Τα παιδιά της διώχνει με το σκουπόξυλο και τους
ποιητές κλειδώνει στα δίκτυα. Έχει ξεχάσει
οτιδήποτε για τα μετέωρα βήματα των πελαργών,
απαλλοτριώνει τις φωλιές τους, καίει τα μικροφίλμ σε
κλήδονες χωρίς φωτιές.

Ξεχνάει τη σημασία των λέξεων, γι’ αυτό δεν
μιλάει πια ή ξεστομίζει λέξεις που πάλι και πάλι δα
σημαίνουν κάτι άλλο από αυτό που τώρα θέλει να πει.
Ζει σε περιβάλλον ασυνεννοησίας συνειδητά.

Η χώρα μου πιστεύει ακόμη ότι είναι ευαίσθητη, ότι
νοιάζεται, ότι έχει προοπτική και μέλλον. Απλώς
αγνοεί τα νιάτα της που φεύγουν, τα αόρατα νεαρά
αγόρια και τα επί χρήμασι κορίτσια της σε κελάρια
απελπισίας και υπεκφυγής.

Η χώρα μου δεν είναι η ελιά, η θάλασσα κι ο ήλιος.
Είναι ό,τι μπορώ αρπάξω και για τα άλλα δα φταίει
πάντα η κατσίκα του γείτονα.
Η χώρα μου γερνάει, άκληρη, ανώριμη, ανέτοιμη,
αβάδιστη, σε μικρές αγγελίες των κερδοσκόπων της
αμνησίας.

« ΕΝΑΣ ΑΠΛΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ ΒΙΝΤΕΟΚΛΑΜΠ
& ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ »(2015)

Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη -«Να σε ξεχάσω πρέπει»

ΝΑ ΣΕ ΞΕΧΑΣΩ ΠΡΕΠΕΙ

Για κάθε λέξη
που κυλά απ’ τα χείλη σου
ένας άστεγος ζητιανεύει.

Φορά τ’ αποφόρια
της νεκρής μας αγάπης

παραπατά σκοντάφτοντας
σ’ απόηχους σπαραγμού
και στα πικρά του χέρια
κρατά μπουκάλι
με το κρασί της λήθης.

Να σε ξεχάσω πρέπει.
Μα κρυώνω.

Στο χώμα μπρούμυτα κείτομαι
κι η γη είν’ ολάκερη σπαρμένη με μαχαίρια.

Αυτός ο πόνος
που μου ξεσχίζει τα σωθικά
σαν ένα γιγάντιο άροτρο
μ’ οργώνει.

Την ψυχή μου θερίζει.
Την κομματιάζει.
Τη μοιράζει σε δεμάτια .

Σπόρια σταριού η ψυχή μου
αλέθεται σε μύλο βαρύ, πέτρινο.

Κονιορτοποιείται.
Αλεύρι γίνεται.
Πλάθεται σε ψωμί για πεινασμένους.
Η αγάπη μου,
δε σου’ φτανε για να χορτάσεις...

-------------------------------------------------
Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη
''Όνειρα ασύνορα''2008
Λογοτεχνικός Σύνδεσμος Ηρακλείου

Ανέστης Ευαγγέλου-«Μην απορείς, μητέρα»


Μην απορείς, μητέρα, μην τρομάζεις
τούτα τα ποιήματα διαβάζοντας. Θα τα βρίσκεις, βέβαια,
λίγο στενάχωρα, σάμπως να θέλουν
από τις λέξεις μέσα να βγουν. Ίσως, ακόμα,
το γιο σου μέσα τους να μην αναγνωρίζεις. Κι όμως
δικά του είναι μητέρα· αυτόν εικονίζουν.
Πάσχουν κι αυτά όπως κι αυτός από ασφυξία,
χάνονται μέσα τους, γυρίζουν, επιστρέφουν,
πάσχουν να βγουν από τις λέξεις όπως κι εκείνος
πάσχει να βγει από το πετσί του μέσα.

Μην απορείς, μητέρα, μην τρομάζεις· προ παντός
μη σε κυριέψει απελπισία· κάτι στηρίζει
το γιο σου, που εσύ δεν βλέπεις:
μέσα του, από τα πόδια ως την κορφή, είναι μια κολόνα
που τον στυλώνει, τον κρατά μ' όρθιο κεφάλι,
που τον ψυχώνει, βήμα με βήμα, αγκώνα με αγκώνα,
μέσ' απ' τα ερείπια ν' ανοίγει δρόμο και να προχωράει.

Ανέστης Ευαγγέλου (Θεσσαλονίκη, 1937-1994)

Το Ποιημα Περιλαμβανεται στην ποιητική συλλογή Περιγραφή εξώσεως (1960).

Γιάννης Υφαντής-« Όντα μικρά»



Όντα μικρά που κάποτε μπερδεύεστε στα δάση του κορμιού μου ή που διαβαίνετε
τρεχάλα μέσα στο ανοιχτό βιβλίο μου ή που χάνεστε
στην έρημο του τραπεζιού μου ή στις λειχήνες χώρες ενός βράχου ή που σας βρίσκω
πάνω σ’ ένα λουλούδι να μαζεύετε σοφία και ηλιόσκονη· όντα
υδρόβια, μες στο χώμα ή φτερωτά, όντα της νύχτας
παιχνίδια των σεληνιακών αγγέλων με τη βούλα πάνω σας του Σκότους,
ψήγματα της δημιουργίας και που εν τούτοις και μ’ αντένες των υπόηχων και ραντάρ του πράσινου ή του γκρίζου· όντα
άλλοτε μ’ ένα σάκο καφετί στον ώμο μπαλωμένο κι άλλοτε φορώντας
ένα κοχύλι κατ’ ομοίωση του χρόνου ή μι’ ασπίδα του Μεσαίωνα ή
μια κερασφόρα προσωπίδα ηλιακού πολεμιστή· όντα μικρά
που τα φτερά σας έχουν τ’ άστρα πάνω τους της Μνήμης κι ερυθρούς
κύκλους μικρούς ενιαυτούς και αριθμούς του Μηδενός μεταμορφώσεις ή
στιγμές καρφιά πάνω στην πύλη της Ιστάρ· όντα της μέρας
παιχνίδια των ηλιακών αγγέλων με τη βούλα του Φωτός, μεγάλα όντα
που ερωτεύεστε και ζείτε και πεθαίνετε μη ξέροντας
μη καταδέχοντας να ξέρετε ποιος είμαι και πού πάω και τι θέλω αραδιάζοντας εδώ
τα μαύρα ετούτα κόκκαλα της σκέψης μου.

Γιάννης Υφαντής (1949-)

από το Γ΄ μέρος της ποιητικής συλλογής «ΜΑΝΘΡΑΣΠΕΝΤΑ »
Ανθολογήθηκε Από την συγκεντρωτική έκδοση « Οι μεταμορφώσεις του Μηδενός» , Εκδόσεις ΑΧ : 2006.

René Char - Ευάδνη


Το καλοκαίρι και η ζωή μας είχαμε γίνει ένα
Η ύπαιθρος έτρωγε το χρώμα της αρωματικής σου εσθήτας
Απληστία και εξαναγκασμός είχανε συνδιαλλαγεί
Το κάστρο της Μωβέκης εβούλιαζε στη λάσπη
Σύντομα μάλιστα θα κατέρρεαν και τα νεύρα της λύρας του
Των φυτών η βία μάς έκανε να τρεκλίζουμε
Ένα κοράκι –σκαιός κωπηλάτης– ξέκοψε απ’ το σμήνος
Πάνω απ’ τον βουβό πυρόλιθο του διχασμένου μεσημεριού
Και συνόδευε τη συνεννόησή μας με κινήσεις εξόχως τρυφερές
Αφού το δρεπάνι έπρεπε πια να ξεκουραστεί παντού
Η δε σπανιότητά μας εγκαινίαζε βασίλειο νέο
(Ο ακοίμητος άνεμος που κυματίζει τα βλέφαρά μας
Γυρίζοντας βράδυ το βράδυ τις συναινούσες σελίδες
Θέλει το κάθε μέρος σου που εγώ κρατάω
Να επεκταθεί σε χώρα
Που έχει πειναλέα ηλικία και γιγαντιαίους σταλακτίτες)
 
Ήτανε στην αρχή χρόνων προσφιλών
Και το χώμα θυμάμαι μάς αγάπαγε λίγο.

René Char, 1907-1988

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Δημήτρης Κονιδάρης -«Ο χτύπος της καρδιάς»

Ο χτύπος της καρδιάς

Αισθάνομαι ένα μαγευτικό
τρικύμισμα μέσα μου,
μια ευδαιμονία τρυφερότατη
για το αίμα που έχυσα
για δίκαιους αλλά και γι’ άδικους λόγους,
για τα σωστά μου και για τους παραλογισμούς μου,
τώρα που ορίζεται και για μένα
η τελευταία λεπτή γραμμή,
η τύχη του άστρου της ανάμνησης
και του τρόπου που γράφεται η ζωή.
(‘Όταν όμως θα έχω ξεχάσει τα πάντα
και θα μ’ έχουν ξεχάσει όλοι
και θα ’χουν στερέψει τα δάκρυα
αυτών που θα εξακολουθούν να ζουν
θα ξέρω πάρα πολύ καλά
και θα ξέρεις
ότι οργάνωνες τις υποθέσεις μας
και τους τρόπους της αναφοράς μας
και τους ρόλους μας στον κόσμο
με τον χτύπο της καρδιάς,
ότι
εσύ ήσουν
η μόνη
αληθινή).
Δημήτρης Κονιδάρης (1945-)
(Από την ποιητική συλλογή "Ο χτύπος της καρδιάς",Έψιλον 2009)

Virginia Woolf- Εργοβιογραφικό Σημείωμα






H Virginia Woolf γεννήθηκε το 1882 στο Λονδίνο. Ο πατέρας της, Sir Leslie Stephen, ήταν κριτικός λογοτεχνίας, και η μητέρα της Julia Jackson Duckworth, μέλος της οικογένειας του ομώνυμου εκδοτικού οίκου. Ο θάνατος της μητέρας της και της ετεροθαλούς αδελφής της κατά τη διάρκεια της εφηβείας της, τη σημάδεψαν, προκαλώντας της περιοδικές κρίσεις κατάθλιψης. Το 1912 παντρεύτηκε τον Leonard Woolf και ίδρυσε μαζί του το 1917 τις εκδόσεις Hogart, όπου δημοσιεύτηκαν τα έργα των Τ.Σ. Έλιοτ, Ε.Μ. Φόρστερ και Κάθριν Μάνσφιλντ, καθώς και οι πρώτες μεταφράσεις του Φρόιντ. Έζησε ανάμεσα στο Λονδίνο και στο Rodmell του Sussex, παραμένοντας πάντα στο κέντρο της λογοτεχνικής σκηνής. Ανέπτυξε δημιουργική δραστηριότητα στο πλαίσιο της καλλιτεχνικής ομάδας του Bloomsbury, με πολλούς από τους καλλιτέχνες, συγγραφείς και διανοούμενους της εποχής της, και το συγγραφικό της έργο την καθιέρωσε ως κεντρική μορφή του φεμινισμού και του μοντερνισμού. Ο φόβος μιας υποτροπής της ψυχασθένειας την οδήγησε το 1941 στην αυτοκτονία.


Η Virginia Woolf υπήρξε λαμπρή μυθιστοριογράφος, κριτικός και δοκιμιογράφος. Τα λογοτεχνικά και κοινωνικά δοκίμιά της αναδεικνύουν ένα διεισδυτικό κριτικό πνεύμα. Στα μυθιστορήματά της περιλαμβάνονται: «Το ταξίδι» (1915), «Μέρα και νύχτα» (1919), «Το δωμάτιο του Ιάκωβου» (1922), «Η κυρία Ντάλογουεη» (1925), «Στο φάρο» (1927), «Ορλάντο» (1928), «Τα κύματα» (1931), «Τα χρόνια» (1937). Ως δοκιμιογράφος και λογοτεχνική κριτικός έφερε στο φως ελάσσονες συγγραφείς των περασμένων αιώνων, αλλά και κλασικούς. Τα κυριότερα έργα λογοτεχνικής κριτικής συγκεντρώθηκαν σε δύο τόμους με τίτλο «Common Reader» (1925-1932). Από τα φεμινιστικά και άλλα δοκίμιά της ξεχωρίζουν τα «A Room of One’s Own» (1929), «Three Guineas» (1938), «Between the Acts» (1941), και «The Death of the Moth» (1942). Όλα τα -περισσότερα από 500- δοκίμια της Virginia Woolf συγκεντρώθηκαν στο έργο: «Collected Essays» (α’ έκδοση: 1967, σε επιμέλεια Leonard Woolf).


Ο μεταφραστής και κριτικός λογοτεχνίας Άρης Μπερλής σημειώνει:


«Η Βιρτζίνια Γουλφ βρίσκεται μέσα στη μεγάλη παράδοση της δυτικής λογοτεχνίας και συναριθμείται με τον Προυστ και τον Τζόυς στην τριάδα των μεγάλων καινοτόμων πεζογράφων που άνοιξαν νέους δρόμους στο ευρωπαϊκό μυθιστόρημα τις τρεις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα. Από τους κύριους και πιο μαχητικούς πρωταγωνιστές του «μοντερνισμού» (της σημαντικότερης μεταστροφής που έγινε, μετά το ρομαντισμό, στο ύφος και την ευαισθησία), είχει πλήρη επίγνωση του γεγονότος πως η επανάσταση στο ύφος ήταν αναγκαία συνέπεια μιας αλλαγής στάσης και προοπτικής. Ωστόσο, δεν της διέφευγε πως τελικά «ο ιστορικός της λογοτεχνίας θ’ αποφασίσει· αυτός θα πει αν αρχίζουμε τώρα, αν τελειώνουμε, ή αν βρισκόμαστε στο μέσον μιας μεγάλης περιόδου της πεζογραφίας». […] Η Γουλφ άνοιξε και πορεύτηκε το δρόμο της, αδιάφορη για τα δικαιώματα του θεσμοθετημένου γούστου, παίζοντας τα επικίνδυνα παιχνίδια της, ακολουθώντας με πείσμα και άκρα συνέπεια το όραμά της. Το ιερό πάθος της για τη μορφή και την τεχνική – ένα πάθος που εκδηλώθηκε με συνεχείς (και ολέθριους για την ψυχική της υγεία) πειραματισμούς, από μυθιστόρημα σε μυθιστόρημα – δεν ήταν συγκάλυψη ανεπαρκειών του συγγραφικού της τάλαντου, ούτε εμμονή και ιδεοληπτική επιδίωξη του «καινοφανούς». Το κυνήγι της μορφής ήταν κυνήγι της πραγματικότητας – μιας νέας πραγματικότητας που οι παλαιοί τύποι του μυθιστορήματος δεν μπορούσαν να παραστήσουν και να παραδώσουν. Το μυθιστόρημα για τη Γουλφ δεν είναι κριτική της ζωής, ούτε διασκευή και συμμάζεμα των δεδομένων της, αλλά αναπαραγωγή της πολλαπλότητας της εμπειρίας. Η ζωή είναι πρωτεϊκή και ρευστή, πολυσύνθετη και αλλοιότροπη. Δουλειά του μυθιστοριογράφου είναι να δώσει, να αναπαραγάγει τις μυριάδες παραλλαγές και φωτοσκιάσεις, τις αναρίθμητες αποχρώσεις της εμπειρίας, στη μόνη έγκυρη πραγματικότητά τους: στη συνειδησιακή ροή τους.»

(απόσπασμα από το δοκίμιο: «Η Βιρτζίνια Γουλφ και το μυθιστόρημα», από το επίμετρο του βιβλίου «Στο φάρο» των εκδόσεων Ύψιλον).



Αποχαιρετιστήρια επιστολή στον συζυγό της 

Τρίτη, 18 Μαρτίου 1941

Αγαπημένε

Έχω τη βεβαιότητα πως παραφρονώ ξανά. Νιώθω ότι δεν μπορούμε να υπομείνουμε κι άλλες από αυτές τις δεινές ώρες. Και δεν θα γιατρευτώ αυτή τη φορά. Αρχίζω να ακούω φωνές, και δεν μπορώ να συγκεντρωθώ. Έτσι, κάνω αυτό που μου φαίνεται πως είναι το καλύτερο. Μού 'δωσες τη μεγαλύτερη δυνατή ευτυχία. Ήσουν με κάθε τρόπο όλα αυτά που θα μπορούσε να είναι κανείς. Δεν πίστευα ότι δυο άνθρωποι θα μπορούσαν να είναι πιο ευτυχισμένοι, μέχρι που ήρθε αυτή η φριχτή αρρώστια. Δεν μπορώ να την παλέψω κι άλλο. Ξέρω ότι καταστρέφω τη ζωή σου, πως χωρίς εμένα θα μπορούσες να εργασθείς. Και θα το κάνεις, το ξέρω. Βλέπεις ούτε κι αυτό το γράμμα δεν μπορώ να γράψω σωστά. Δεν μπορώ να διαβάσω. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι σου οφείλω όλη την ευτυχία της ζωής μου. Υπήρξες άκρως υπομονετικός μαζί μου και απίστευτα καλός. Θέλω να το δηλώσω αυτό - όλοι το ξέρουν. Αν κάποιος μπορούσε να με σώσει, θα ήσουν εσύ. Έχω χάσει τα πάντα εκτός από τη σιγουριά της καλοσύνης σου. Δεν μπορώ να συνεχίσω να σου καταστρέφω κι άλλο τη ζωή.

Δεν πιστεύω ότι δυο άνθρωποι θα μπορούσαν να είναι πιο ευτυχισμένοι από όσο υπήρξαμε εμείς.

Β.

μτφ: Ιωάννα Μοάτσου-Στρατηγοπούλου


Virginia Woolf (1882-1941)

Στις 28 Mαρτίου, ρίχτηκε στον ποταμό Ουζ, στο Ρόντμελ
του Σάσσεξ, έχοντας γεμίσει τις τσέπες της με πέτρες.

Πηγή:https://www.culturenow.gr/ta-kymata-virtzinia-goylf/

Αποσπάσματα

Σχετική εικόνα


1) Η Ορλάντο τώρα έκανε νοερά (γιατί όλα συμβαίνουν μόνο στο νου) μια βαθιά υπόκλιση στο πνεύμα της εποχής, όπως ακριβώς - για να συγκρίνουμε τα σπουδαία μα τ’ ασήμαντα πράγματα – ένας ταξιδιώτης, ξέροντας ότι έχει κρύψει ένα δέμα πούρα στον πάτο της βαλίτσας του, υποκλίνεται στον τελωνειακό που μόλις έχει σημειώσει βιαστικά με μια άσπρη κιμωλία πάνω στο σκέπασμά της ότι είναι εντάξει. Γιατί η Ορλάντο αμφέβαλλε πολύ κατά πόσο, αν το πνεύμα της εποχής έλεγχε προσεκτικά το περιεχόμενο των σκέψεων της, δε θα έβρισκε κάτι λαθραίο, για το οποίο θα έπρεπε να πληρώσει πρόστιμο. Είχε γλιτώσει παρά τρίχα. Είχε καταφέρει, με μερικές επιδέξιες υποχωρήσεις στο πνεύμα της εποχής, με το να φορέσει ένα δαχτυλίδι και να βρει έναν σύζυγο σ΄ ένα χερσότοπο, με το ν’ αγαπάει τη φύση και να μην είναι σατιρική, κυνική ή ψυχολόγος – οποιοδήποτε απ΄’ αυτά τα εμπορεύματα κινδύνευε ν’ ανακαλυφθεί αμέσως – είχε καταφέρει να περάσει με επιτυχία την εξέταση του. Και άφησε ένα βαθύ αναστεναγμό ανακούφισης, καθώς, πραγματικά, δικαιούταν να το κάνει, γιατί η συναλλαγή ενός συγγραφέα με το πνεύμα της εποχής είναι κάτι το πολύ ευαίσθητο και η τύχη των έργων του εξαρτάται από την καλή αμοιβαία συμφωνία τους. Η Ορλάντο είχε ρυθμίσει έτσι το θέμα, ώστε να νιώθει τώρα πολύ ευτυχισμένη΄ δε χρειαζόταν να πολεμήσει την εποχή της, ούτε να υποκύψει σ’ αυτή΄ ήταν με το μέρος της, ενώ ταυτόχρονα παρέμενε ο εαυτός της. Επομένως τώρα, μπορούσε να γράψει, κι αυτό έκανε. Έγραψε. Έγραψε. Έγραψε.


Βιρτζίνια Γουλφ, Ορλάντο, εκδ. Αστάρτη


Πηγή:http://umhomemgrego.blogspot.com/2006/09/no-342.html



2) «Ο ήλιος δεν είχε ακόμα ανατείλει. Δέν ξεχώριζαν θάλασσα κι ουρανός· μόνο πού η θάλασσα ήταν ελαφρά ρυτιδωμένη, σάν πανί ζαρωμένο. Σιγά σιγά, καθώς ο ουρανός άρχισε ν’ ασπρίζει, μιά σκούρα γραμμή σχηματίστηκε στόν ορίζοντα, χωρίζοντας θάλασσα καί ουρανό, καί τό γκρίζο πανί άρχισε νά ριγώνεται – χοντρές κοντυλιές πού έτρεχαν, η μιά μετά τήν άλλη, κάτω απ’ τήν επιφάνεια, η μιά ξοπίσω της άλλης, κυνηγώντας η μιά τήν άλλη αδιάκοπα»…

Βιρτζίνια Γουλφ, Τα κύματα, μετάφραση: Άρης Μπερλής. Εκδ. Ύψιλον

3) "Στο μεταξύ οι σκιές μάκραιναν στην αμμουδιά· το σκοτάδι βάθαινε. Το μαύρο παπούτσι έγινε βαθυγάλαζος λεκές. Τα βράχια χάσανε τη σκληράδα τους. Το νερό, που λίμναζε γύρω απ' την παλιά βάρκα, σκούρυνε, σαν να κολυμπούσαν μέσα του μύδια. Ο αφρός χλώμιασε κι άφηνε εδώ κι εκεί μαργαριτάρια, μια λευκή μαρμαρυγή στην αχλύ της άμμου".
Βιρτζίνια Γουλφ, Τα κύματα, μετάφραση: Άρης Μπερλής. Εκδ. Ύψιλον

4)"Αφού είμαστε μια αποτυχημένη φυλή, αλυσοδεμένη σε ένα βυθισμένο πλοίο (οι αγαπημένοι της συγγραφείς όταν ήταν μικρή, ήταν ο Χάξλεϋ και ο Τιντλ που αγαπούσαν πολύ αυτές τις μεταφορικές έννοιες με τη θάλασσα), αφού λοιπόν όλη αυτή η ιστορία με τη ζωή είναι ένα κακό αστείο, ας κάνουμε τέλος πάντων ό, τι περνάει από το χέρι μας, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Ας μετριάσουμε τον πόνο των άλλων που είναι φυλακισμένοι σαν και μας (πάλι ο Χάξλεϋ). Ας στολίσουμε τη σκοτεινή φυλακή με λουλούδια και με μπαλόνια. Ας είμαστε ευγενείς όσο γίνεται να είμαστε. Αυτοί οι κακούργοι, οι Θεοί, δεν πρόκειται να τα έχουν όλα με το μέρος τους."

 Βιρτζίνια Γουλφ, κυρία Νταλλογοουέη


5) Όποια ώρα και να ξυπνούσες, έκλεινε και μια πόρτα. Πήγαιναν από δωμάτιο σε δωμάτιο, χέρι χέρι, σηκώνοντας εδώ, ανοίγοντας εκεί, να σιγουρευτούν-ένα ζευγάρι-φάντασμα.
«Εδώ το αφήσαμε», είπε εκέινη. Κι εκείνος πρόσθεσε: «Ω! Κι εδώ επίσης». «Βρίσκεται επάνω», μουρμούρισε εκείνη. «Και στον κήπο», ψιθύρισε αυτός.
«Ήσυχα!» είπαν. «Αλλιώς θα τους ξυπνήσουμε».
Μα δεν πείραζε που μας ξυπνήσατε. Ω όχι! «Το ψάχνουν· τραβούν την κουρτίνα», θα ‘λεγε κάποιος και θα συνέχιζε να διαβάζει μια δυο σελίδες. «Τώρα το βρήκαν», θα ‘λεγε κάποιος με σιγουριά, σταματώντας το μολύβι στο περιθώριο της σελίδας. Κι έπειτα, κουρασμένος απ’ το διάβασμα, θα σηκωνόταν και θα ‘βλεπε και μόνος του, όλο το σπίτι άδειο, οι πόρτες ορθάνοιχτες, μόνο οι φάσες που γουργουρίζουν με ευχαρίστηση, και ο θόρυβος της αλωνιστικής μηχανής να ακούγεται απ’ το αγρόκτημα. «Για ποιο λόγο μπήκα εδώ μέσα; Τι ήθελα να βρω;». Τα χέρια μου ήταν άδεια. «Μήπως τότε είναι επάνω;». Τα μήλα βρίσκονταν στη σοφίτα. Κι έτσι βρέθηκαν ξανά κάτω, ο κήπος γαλήνιος όπως πάντα, μόνο το βιβλίο είχε γλιστρήσει στο γρασίδι. […] «Εδώ κοιμηθήκαμε», λέει εκείνη. Κι εκείνος προσθέτει, «Αναρίθμητα φιλιά», «Ξυπνώντας το πρωί», «Ασήμι ανάμεσα στα δέντρα», «Το πάνω πάτωμα», «Στον κήπο», «Όταν ήρθε το καλοκαίρι», «Ο χιονιάς το χειμώνα». Οι πόρτες κλείνουν, χτυπώντας μαλακά όπως ο σφυγμός του σπιτιού μακριά στο βάθος.

Βιρτζίνια Γουλφ, Στοιχειωμένο σπίτι, μτφρ.: Βάνια Σύρμου-Βεκρή, Οκτασέλιδο + του Μπιλιέτου, τχ.93/2018

Πηγή:https://ifigeneiasiafaka.com/2019/01/03/%CE%B2%CE%B9%CF%81%CF%84%CE%B6%CE%AF%CE%BD%CE%B9%CE%B1-%CE%B3%CE%BF%CF%85%CE%BB%CF%86-%CF%83%CF%84%CE%BF%CE%B9%CF%87%CE%B5%CE%B9%CF%89%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%BF-%CF%83%CF%80%CE%AF%CF%84%CE%B9/?fbclid=IwAR0jssPxs-ao6qMEkIga7PWmoHBy2H-Lr6bszBuHbYUNfiWUkclS_CfSnR0

6) Όταν είσαι μόνος, στηρίζεσαι στα πράγματα, στα άψυχα· δέντρα, ρυάκια, λουλούδια· νιώθεις ότι σε εκφράζουν, ότι γίνεσαι ένα μαζί τους· νιώθεις ότι σε γνωρίζουν, πως κατά κάποιο τρόπο είναι εσύ· νιώθεις μια παράλογη τρυφερότητα έτσι όπως για τον εαυτό σου.

Βιρτζίνια Γουλφ, Μέχρι το φάρο. Εεκδόσεις Οδυσσέας, 1981.

Πηγή:https://www.vintagestories.gr/mexri-to-faro-virginia-woolf/

7) Οι συμβάσεις στη συγγραφή δεν είναι πολύ διαφορετικές από τις συμβάσεις στους κανόνες συμπεριφοράς. Τόσο στη ζωή, όσο και στη λογοτεχνία είναι απαραίτητο, με κάποιο τρόπο, να γεφυρωθεί το χάσμα ανάμεσα στην οικοδέσποινα και σε κάποιον άγνωστο επισκέπτη της από τη μια, ανάμεσα στον συγγραφέα και στον άγνωστο αναγνώστη του από την άλλη. Η οικοδέσποινα υιοθετεί το θέμα του καιρού, καθώς γενιές από οικοδέσποινες έχουν επαναλάβει αυτό το κοινό για όλους  θέμα, ένα θέμα που αφορά τους πάντες. Αρχίζει λέγοντας πως είχαμε έναν άθλιο Μάιο και, έχοντας έτσι έρθει σε επαφή με τον άγνωστο επισκέπτη της, προχωράει σε σημαντικότερα θέματα. Το ίδιο ισχύει και με τη λογοτεχνία. Ο συγγραφέας πρέπει να δημιουργήσει πρώτα την επαφή με τον αναγνώστη του θέτοντας ενώπιόν του κάτι που εκείνος αναγνωρίζει, προκειμένου να ερεθίσει τη φαντασία του, και να τον καταστήσει πρόθυμο να συνεργαστεί ώστε να προχωρήσουν στο πολύ πιο δύσκολο στάδιο, αυτό της  εξοικείωσης. Και έχει μεγάλη σημασία αυτό το κοινό σημείο συνάντησης να έρθει αβίαστα, ενστικτωδώς, στα σκοτεινά, με κλειστά μάτια σχεδόν.

Πηγή: Ο κύριος Μπένετ και η κυρία Μπράουν, Μετάφραση: Αργυρώ Μαντόγλου

Virginia Woolf-«Δοκίμια» (αποσπάσματα)

Αποτέλεσμα εικόνας για woolf

Ονειρεύομαι μερικές φορές πως τουλάχιστον όταν έρθει η Ημέρα της Κρίσης και τότε όλοι οι σπουδαίοι καταχτητές, οι δικηγόροι, οι πολιτικοί καταφτάσουν για να παραλάβουν τα έπαθλα τους, τα στέμματα τους, τις δάφνες τους, και τα ονόματα τους σκαλισμένα ανεξίτηλα πάνω σε άφθαρτο μάρμαρο, τότε ο Παντοδύναμος θα στραφεί στον Πέτρο και θα πει, με κάποιο ίχνος ζήλιας, όταν θα μας δει να καταφθάνουμε με τα βιβλία μας στα χέρια, «Ιδού κάποιοι που δεν χρειάζονται κανένα έπαθλο. Τίποτα φυσικά δεν μπορούμε να τους απονείμουμε εδώ. Αυτοί λατρέψανε το διάβασμα».
...................................................................................................................................................................
...το φάντασμα ήταν μια γυναίκα που όταν άρχισα να την γνωρίζω καλύτερα της έδωσα το όνομα της ηρωίδας από ένα γνωστό ποίημα, ο Άγγελος του Σπιτιού. Αυτή ήταν που συνήθιζε να μπαίνει ανάμεσα σε μένα και στο χαρτί όταν έγραφα κριτικές, αυτή ήταν που με ενοχλούσε, σπαταλούσε τον χρόνο μου και με βασάνιζε τόσο πολύ που στο τέλος τη σκότωσα. Εσείς που προέρχεστε από μια νεώτερη και πιο ευτυχισμένη γενιά μπορεί να μην την έχετε ακούσει, ίσως να μην γνωρίζετε τι εννοώ με το ποίημα ο Άγγελος του Σπιτιού. Θα σας την περιγράψω όσο πιο σύντομα μπορώ. Ήταν εξαιρετικά συμπαθητική. Απέραντα γοητευτική. Απεριόριστα ανιδιοτελής. Διακρινόταν για τον τρόπο που επέλυνε τα δύσκολα οικογενειακά προβλήματα. Θυσιαζόταν καθημερινά. Αν υπήρχε κοτόπουλο, έτρωγε το πόδι. Αν υπήρχε ρεύμα, εκεί θα καθόταν. Με λίγα λόγια, ήταν έτσι καμωμένη που ούτε δικές της απόψεις, ούτε δικές της επιθυμίες είχε, αλλά προτιμούσε πάντοτε να συμπάσχει και να ακολουθεί τις σκέψεις και τις επιθυμίες των άλλων. Πάνω από όλα, και αυτό δεν χρειάζεται να το αναφέρω, ήταν αγνή. Η αγνότητα της, ήταν το κύριο χάρισμα της, η συστολή της ήταν η μεγαλύτερη χάρη της. Εκείνες τις μέρες, τις τελευταίες μέρες της βασίλισσας Βικτωρίας, κάθε σπίτι είχε τον δικό του Άγγελο. Και όταν ήρθε η στιγμή να γράψω ήρθα αντιμέτωπη μ' αυτή από τις πρώτες μου λέξεις. Η σκιά των φτερών της έπεσε στην σελίδα μου. Άκουσα το θρόισμα του φουστανιού της στο δωμάτιο. Για να είμαι πιο ακριβής, όταν πήρα στο χέρι την πένα για να γράψω την κριτική για το μυθιστόρημα κάποιου φημισμένου άντρα, αυτή γλίστρησε πίσω μου και ψιθύρισε. «Αγαπητή μου, εσύ είσαι μια νέα κοπέλα και γράφεις για ένα βιβλίο που έγραψε ένας άντρας. Να είσαι συμπονετική, τρυφερή, να κολακεύεις, να εξαπατάς, χρησιμοποίησε όλη τη δεξιοτεχνία σου και τα τεχνάσματα του φύλου μας. Ποτέ μην αφήσεις κανέναν να μαντέψει πως έχεις τη δική σου σκέψη. Πάνω από όλα να είσαι αγνή». Και πήγε να κατευθύνει την πένα μου. Τώρα φέρνω στη μνήμη μου μια πράξη για την οποία επαινώ τον εαυτό μου, αν και ο έπαινος ανήκει σε κάποιον εξαιρετικό προγονό μου που μου κληροδότησε ένα συγκεκριμένο χρηματικό πόσο —ας πούμε πεντακόσιες λίρες τον χρόνο— έτσι δεν ήταν απαραίτητο για μένα να εξαρτώμαι αποκλειστικά από τη γοητεία μου για την επιβίωση μου. Στράφηκα και την άρπαξα από τον λαιμό. Έκανα ότι μπορούσα για να τη σκοτώσω. Η δικαιολογία μου, αν επρόκειτο να δικαστώ για αυτό, θα ήταν ότι βρισκόμουνα σε άμυνα. Αν δεν τη σκότωνα εγώ θα με σκότωνε εκείνη.
................................................................................................................................................................
Το σκοινί γλίστρησε από τα χέρια της κοπέλας. Η φαντασίωση της απομακρύνθηκε. Έψαχνε να βρει τις λίμνες και τα βάθη όπου κοιμούνται τα μεγαλύτερα ψάρια κι εκεί κάτι έσπασε. Και έγινε μια έκρηξη. Υπήρχαν αφροί και σύγχυση. Η φαντασία της συγκρούστηκε με κάτι σκληρό. Η κοπέλα ξύπνησε από το όνειρό της. Βρισκόταν πράγματι σε μια κατάσταση έντονης και οδυνηρής αγωνίας. Και για να μιλήσουμε χωρίς περιστροφές, είχε σκεφτεί κάτι σχετικό με το σώμα, κάτι για τον πόθο που ήταν ανάρμοστο για να εκφραστεί από μια γυναίκα. Οι άντρες, την προειδοποιούσε η λογική της, θα την αποδοκίμαζαν. Η συνειδητοποίηση του πως θα χαρακτήριζαν οι άντρες μια γυναίκα που λέει την αλήθεια για τα πάθη της, την έβγαλε από την αφηρημένη κατάσταση του δημιουργού. Δεν μπορούσε πια να γράψει. Η έκσταση τελείωσε. Η φαντασία της δεν λειτουργούσε πια. Αυτή πιστεύω πως είναι μια πάρα πολύ συνηθι­σμένη εμπειρία για τις γυναίκες συγγραφείς. Εμποδίζονται από τον ακραίο συντηρητισμό του άλλου φύλου. Διότι αν και οι άντρες λογικά επιτρέπουν στους εαυτούς τους μεγάλη ελευθερία σ' αυτά τα θέματα, αμφιβάλλω αν κατανοούν ή αν μπορούν να ελέγξουν την υπερβολική σκληρότητα με την οποία καταδικάζουν τέτοιου είδους ελευθερία στις γυναίκες.
..................................................................................................................................................................
Έτσι λοιπόν εμείς —οι άνθρωποι— επιμένουμε πως το σώμα πρέπει να κρατιέται στη ζωή έστω και από μια κλωστή. Αφαιρούμε τα αυτιά και τα μάτια και την κρατούμε εκεί, με ένα μπουκάλι φάρμακο, μια κούπα τσάι, μια τρεμάμενη φωτιά που σιγοσβήνει σαν μια κουρούνα στην πόρτα του στάβλου. Μια κουρούνα που επιμένει να ζει παρ' ότι πληγωμένη.

Virginia Woolf, (25 Ιανουαρίου 1882 - 28 Μαρτίου 1941)

από το βιβλίο Virginia Woolf, Δοκίμια, εκδ. Scripta, 1999

μτφ: Αργυρώ Μάντογλου


Πηγή:http://authorsandwriterstooktheirownlives.blogspot.com/2009/02/26.html

Τα Ορλοφικά


Αλέξιος Ορλόφ
Αλέξιος Ορλόφ

Τα Ορλοφικά ήταν μία από τις εξεγέρσεις των υποδουλωμένων Ελλήνων, στην Πελοπόννησο, πριν από τη μεγάλη Ελληνική Επανάσταση του 1821. Ονομάστηκε έτσι, επειδή το σχέδιο της ρωσικής επέμβασης στην Ελλάδα έγινε από τα αδέλφια Αλέξιο (1737 - 1783) και Θεόδωρο (1741 - 1790) Ορλόφ, κατά τη διάρκεια του ρωσοτουρκικού πολέμου του 1768 - 1774.
Ο Αλέξιος Ορλόφ ανέλαβε τη διοίκηση του ρωσικού σώματος, ενώ στις 28 Φεβρουαρίου του 1770 ο αδελφός του Θεόδωρος έφτασε στη Μάνη, όπου ξεκίνησε την επανάσταση. Οι επαναστάτες κατέλαβαν το Μιστρά, όπου και όρισαν προσωρινή κυβέρνηση υπό τον Νικόλαο Ψαρό. Οι αρχικές επιτυχίες οδήγησαν σε επανάσταση κι άλλες περιοχές της Ελλάδας, όπως την Ήπειρο, την υπόλοιπη Πελοπόννησο και την Κρήτη.
Τον Μάρτη του 1770, κι αφού ελευθερώθηκε η Λακωνία, ο ρώσος λοχαγός Μπάρκοφ πήρε διαταγή από τον Θεόδωρο Ορλόφ να καταλάβει την Τριπολιτσά (Τρίπολη), με μια λεγεώνα από 8000 έλληνες επαναστάτες και 50 Ρώσους. Κατά τη στιγμή της προσέγγισης στην Τριπολιτσά, περίπου χίλιοι εμπειροπόλεμοι Τουρκαλβανοί έσπασαν τον αποκλεισμό στον Ισθμό, έφτασαν στην Τριπολιτσά κι ενίσχυσαν τη φρουρά της πόλης.
Η σύγκρουση, που αποτέλεσε και το τέλος της επανάστασης, έγινε -σύμφωνα με τους ιστορικούς- στα Τρίκορφα, στις 29 Μαρτίου. Έπειτα από ημίωρο αγώνα κι έναν επιτυχή ελιγμό των αντιπάλων τους, οι Έλληνες εκάμθησαν. Η ήττα υπήρξε εξοντωτική... Φεύγοντας οι Έλληνες και κατά πόδας διωκόμενοι εγκατέλειπαν τα όπλα τους και υποχωρούσαν με μεγάλες απώλειες.
Τη νίκη των Τούρκων ακολούθησε μεγάλη σφαγή εντός της πόλεως, με θύματα περίπου 3.000 Έλληνες, μεταξύ αυτών ο αρχιεπίσκοπος Άνθιμος και αρκετοί άλλοι κληρικοί. Τρεις ημέρες αργότερα, οι εναπομείναντες Ρώσοι επιβιβάσθηκαν στα πλοία και εγκατέλειψαν την Πελοπόννησο.

Πηγή:https://www.sansimera.gr/articles/94

«Ηχήστε οι Σάλπιγγες»: Η Κηδεία του Κωστή Παλαμά





Στις 27 Φεβρουαρίου 1943 έφευγε από τη ζωή, σε ηλικία 84 ετών, ο σπουδαίος έλληνας ποιητής Κωστής Παλαμάς. Ήταν βαριά άρρωστος όταν τον συνάντησε ο χάρος στο σπίτι του, στην οδό Περιάνδρου 3 στην Πλάκα. Λίγες μέρες νωρίτερα, στις 9 Φεβρουαρίου του 1943, είχε πάρει τη γυναίκα του Μαρία.
Το νέο του θανάτου του επιφανέστερου ποιητή της γενιάς του 1880 κυκλοφόρησε με αστραπιαία ταχύτητα στην κατοχική Αθήνα. «Χτες βράδυ μία είδηση ακατανόητη μας ήρθε. Μία είδηση ασύλληπτη. Ο Γέρο-Παλαμάς πέθανε. Είχαμε ξεχάσει πως ήταν θνητός» γράφει στο προσωπικό της ημερολόγιο η Ιωάννα Τσάτσου.
Από νωρίς το πρωί της 28ης Φεβρουαρίου πλήθος λαού άρχισε να συγκεντρώνεται στο Α' Νεκροταφείο της Αθήνας για να αποτίσει το ύστατο χαίρε στον μεγάλο ποιητή, αλλά και για να εκφράσει τα αντικατοχικά του αισθήματα.
Στις 11 το πρωί άρχισε η νεκρώσιμος ακολουθία, χοροσταντούντος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Δαμασκηνού. Ο πνευματικός κόσμος της χώρας έδωσε βροντερό «παρών»: Σπύρος Μελάς, Μαρίκα ΚοτοπούληΚωνσταντίνος Τσάτσος, Γιώργος Θεοτοκάς, Άγγελος Σικελιανός, Ηλίας Βενέζης, Ιωάννα Τσάτσου, Γιώργος Κατσίμπαλης, κ.ά.

Άγγελος Σικελιανός
Οι επίσημες αρχές, προσπαθώντας να περιορίσουν το νόημα της παλλαϊκής συγκέντρωσης, εκπροσωπήθηκαν στην κηδεία από τον ίδιο τον δοτό πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Λογοθετόπουλο και από εκπροσώπους των γερμανικών και ιταλικών κατοχικών δυνάμεων.
Αυτό δεν απέτρεψε τη μετατροπή της κηδείας σε εκδήλωση πατριωτικής έξαρσης.
«Σε αυτό το φέρετρο ακουμπάει η Ελλάδα» είπε εύστοχα ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός (1884-1951), δίνοντας το πνεύμα ομόθυμης παρουσίας του λαού στην κηδεία. Και «με μια φωνή όσο ποτέ δυνατή» απήγγειλε το ποίημα Παλαμάς, που είχε γράψει τα χαράματα της 28ης Φεβρουαρίου προς τιμήν του μεγάλου ποιητή:
Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα !

Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα! Ένα βουνό
με δάφνες αν υψώσουμε ως το Πήλιο κι ως την Όσσα,
κι αν το πυργώσουμε ως τον έβδομο ουρανό,
ποιόν κλεί, τι κι αν το πεί η δικιά μου γλώσσα;

Μα εσύ Λαέ, που τη φτωχή σου τη μιλιά,
Ήρωας την πήρε και την ύψωσε ως τ' αστέρια,
μεράσου τώρα τη θεϊκή φεγγοβολιά
της τέλειας δόξας του, ανασήκωσ' τον στα χέρια

γιγάντιο φλάμπουρο κι απάνω από μας
που τον υμνούμε με καρδιά αναμμένη,
πες μ' ένα μόνο ανασασμόν: "Ο Παλαμάς !",
ν' αντιβογκήσει τ' όνομά του η οικουμένη !

Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα !

Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα ! Ένας λαός,
σηκώνοντας τα μάτια του τη βλέπει...
κι ακέριος φλέγεται ως με τ' άδυτο ο Ναός,
κι από ψηλά νεφέλη Δόξας τονε σκέπει.

Τι πάνωθέ μας, όπου ο άρρητος παλμός
της αιωνιότητας, αστράφτει αυτήν την ώρα
Ορφέας, Ηράκλειτος, Αισχύλος, Σολωμός
την άγια δέχονται ψυχή την τροπαιοφόρα,

που αφού το έργο της θεμέλιωσε βαθιά
στη γην αυτήν με μιαν ισόθεη Σκέψη,
τον τρισμακάριο τώρα πάει ψηλά τον Ίακχο
με τους αθάνατους θεούς για να χορέψει.

Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βόγκα Παιάνα ! Οι σημαίες οι φοβερές
της Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα !
Στη συνέχεια, ο ποιητής Σωτήρης Σκίπης (1881-1952), από τους τελευταίους εκπροσώπους της Νέας Αθηναϊκής Σχολής, απήγγειλε συγκλονιστικά το ποίημά του Στον Κωστή Παλαμά.
Μέσ' από τα κάγκελλα τ' αόρατα
της απέραντής μας φυλακής,
μέσα στο κελί το σκοτεινό μας,
δεν εβάσταξες στον πόνο της Φυλής
κι έπεσες σα δρυς
από τα χτυπήματα
κάποιων μαύρων ξυλοκόπων
στο σκοτάδι της νυχτιάς της τραγικής,
δίχως να προσμείνεις την αχτίδα
της καινούργιας Χαραυγής.

Κι έπεσες καθώς από σεισμό
πέφτει μια μαρμάρινη κολόνα
κάποιου πανάρχαιου ναού.
Σα ναός, οπού χτυπιέται
απ' τα βόλια των βαρβάρων.
Σαν τον Παρθενώνα,
ήρωα, ποιητή του Αιώνα.

Μάτια στερεμένα από τις τόσες
συμφορές,
δάκρυα δε θα χύσουνε για Σένα.

Θα σε κλάψουνε μια μέρα
οι ίδιοι αυτοί που μας σκοτώνουν
έναν - ένα,
σαν ξυπνήσουν απ' τη μέθη τους
κι αντικρύσουν τι ερημιές
εσκορπίσανε στο διάβα τους
σ' αναρίθμητες καρδιές.

Φεύγεις, πας για το ταξίδι σου
το Αχερούσιο, το στερνό,
ω πρωτότοκε αδερφέ μας,
όμως κοίτα πώς ξοπίσω σου
οι Έλληνες σε χαιρετάνε.
Ο καθένας ένα στίχο σου
ψέλνοντας μελωδικό,
σε ξεπροβοδάνε
με τα μύρια σου τραγούδια,
που βουίζουν σα μελίσσια
πάνω απ' Απριλιού λουλούδια,
σα να προμηνάνε την Ανάσταση,
ω μεγάλε ραψωδέ μας.
Όταν τελείωσε η νεκρώσιμη ακολουθία, ο Σπύρος Μελάς, ο Άγγελος Σικελιανός και νέα παιδιά σήκωσαν το φέρετρο και κατευθύνθηκαν προς τον χώρο της ταφής. Την ώρα που θα εναπόθεταν το φέρετρο μέσα στη γη, πλησίασε ο αντιπρόσωπος του κατακτητή να καταθέσει στεφάνι. Τότε, ο λογοτέχνης Γιώργος Κατσίμπαλης άρχισε να τραγουδά τον Εθνικό Ύμνο: «Σε γνωρίζω από την κόψη...». Ακολούθησε το συγκεντρωμένο πλήθος, «πρώτα δειλά –περιγράφει ο Κωνσταντίνος Τσάτσος– ύστερα η φωνή κατάκτησε όλον τον κόσμο, μυριόστομη. Ήταν η στιγμή η πιο συγκινητική. Ο κόσμος τραγουδούσε με πάθος. Κάποιος φώναξε Ζήτω η ελευθερία του πνεύματος. Αλλά ο κόσμος ήθελε ελευθερία σκέτη και φώναζε Ζήτω η Ελευθερία!».
Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/495


Σωτήρης Σκίπης-«Στον Κωστή Παλαμά»

Αποτέλεσμα εικόνας για σκίπης σωτηρης

Μέσ' από τα κάγκελλα τ' αόρατα
της απέραντής μας φυλακής,
μέσα στο κελί το σκοτεινό μας,
δεν εβάσταξες στον πόνο της Φυλής
κι έπεσες σα δρυς
από τα χτυπήματα
κάποιων μαύρων ξυλοκόπων
στο σκοτάδι της νυχτιάς της τραγικής,
δίχως να προσμείνεις την αχτίδα
της καινούργιας Χαραυγής.

Κι έπεσες καθώς από σεισμό
πέφτει μια μαρμάρινη κολόνα
κάποιου πανάρχαιου ναού.
Σα ναός, οπού χτυπιέται
απ' τα βόλια των βαρβάρων.
Σαν τον Παρθενώνα,
ήρωα, ποιητή του Αιώνα.

Μάτια στερεμένα από τις τόσες
συμφορές,
δάκρυα δε θα χύσουνε για Σένα.

Θα σε κλάψουνε μια μέρα
οι ίδιοι αυτοί που μας σκοτώνουν
έναν - ένα,
σαν ξυπνήσουν απ' τη μέθη τους
κι αντικρύσουν τι ερημιές
εσκορπίσανε στο διάβα τους
σ' αναρίθμητες καρδιές.

Φεύγεις, πας για το ταξίδι σου
το Αχερούσιο, το στερνό,
ω πρωτότοκε αδερφέ μας,
όμως κοίτα πώς ξοπίσω σου
οι Έλληνες σε χαιρετάνε.
Ο καθένας ένα στίχο σου
ψέλνοντας μελωδικό,
σε ξεπροβοδάνε
με τα μύρια σου τραγούδια,
που βουίζουν σα μελίσσια
πάνω απ' Απριλιού λουλούδια,
σα να προμηνάνε την Ανάσταση,
ω μεγάλε ραψωδέ μας.


Σωτήρης Σκίπης (1881-1952)

Πηγή:https://www.sansimera.gr/articles/495

Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2019

Ιωάννης Καρασούτσας- Θεός και Θάνατος





Αποτέλεσμα εικόνας για καρασουτσας
Ιωάννης Καρασούτσας (1824-1873


 ΘΕΟΣ ΚΑΙ  ΘΑΝΑΤΟΣ


Ο Θεός τον Θάνατον λυτρωτήν των πόνων,
Έπεμψεν εις άρρωστον άνδρα γεωπόνον,
Να τω δώση άνεσιν των δεινών και κόπων
Και εις αναπαύσεως να τον φέρει τόπον.

Έφθασεν ο Θάνατος κ’ επί της καλύβης
Του πτωχού, εκάθισεν ως η όρνις ίβις.
Στεναγμοί ηκούοντο, οιμωγαί και θρήνοι,
Όλη κατεσείετο στέγ’ η καλαμίνη.

Πέντε εξ ανήλικα, και από μητέρα
Ορφανά, τον θνήσκοντα έκλαιον πατέρα.
«Θνήσκεις, πάτερ,» έκραζον κύκλωθεν της κλίνης,
«Και ημάς τα έρημα, αχ! Πού μας αφήνεις;»

Ήκουσεν ο Θάνατος και τα ελυπήθη,
Οικτιρμόν ησθάνθησαν τ’ άπονά του στήθη.
Άπρακτος επέστρεψεν εις τον κύριό του,
Κ’ ενταυτώ φοβούμενος τον φρικτόν θυμόν του.

Άφωνος εις τ’ουρανού ίσταται τας θύρας.
-Διατί, ώ Θάνατε, με κενάς τας χείρας;
-Δια τα παντέρημα τις θα προνοήσει
Όταν και ο μόνος των βοηθός τ’ αφήσει;

-Τρέξ!, είπ’ ο Άναρχος, τρέξε ν’ αποσπάσης
Λίθον απ’ τα άμετρα βάθη της θαλάσσης.
Είπε, κ’ εις την θάλασσαν δίχως να βραδύνη,
Ως βολίς ο Θάνατος πίπτει μολυβδίνη.

Και εις τα ουράνια μετά τάχους ίσου
Φέρει τον ζητούμενον λίθον της αβύσσου.
-Θραύσε τον! Εις δάκτυλα δύο τον λαμβάνει,
Τον συντρίβει κ’ ενδόν του σκώληξ ζων εφάνη.

Τότε ο Πανάγιος έκραξεν οργίλως
Και ο θόλος έτρεμε τ’ ουρανού ο κοίλος.
-Τις εις τα ανήλια βάθη, αποκρίσου,
Συντηρεί τον σκώληκα τούτον της αβύσσου;

-Τις εμού δι’ άπαντα προνοεί τα όντα;
-Τις γινώσκει μέλλοντα, πρότερα, παρόντα;
-Τις εμού, ω κάθαρμα! κάλλιον γνωρίζει
Ή ζωήν ή θάνατον πότε να χαρίζη;

Κ’ ενταυτώ το σκήπτρον του αιρ’ η δεξιά του,
Διδ’ εις το μετάφρενον μίαν του Θανάτου.

Ήστραψε κ’ εβρόντησε, τον κατακωφαίνει,
Και κωφός ο Θάνατος από τότε μένει.

Μάταια τα ώτα του ο κλαυθμός μας κρούει,
Δεν ακούει δέησιν, θρήνους δεν ακούει.

Πηγή: Χ. Δημητρακόπουλος, Θ. Παρασκευόπουλος, Κ. Ρωμαίος, Στ. Σπεράντσας, Σ. Δουφεξής
Νεοελληνικά αναγνώσματα Α΄ Γυμνασίου
[1966, 7η Έκδοση]


Δημήτρης Νικηφόρου- [Meo Mari]


I
Χρόνια η απουσία σου με ξυπνούσε
μ’ ένα χάδι φτερού στα ρουθούνια.
Οι έρωτες βαστούν πιο λίγο
από τον κορδωμένο βασιλικό
σε μια ξεχασμένη γλάστρα
όμως η γλώσσα μνημονεύει τη γεύση
ακόμη κι όταν ταγγίζουν οι λέξεις.

Βρεθήκαμε
δυο στομωμένα από καιρό μαχαίρια
που ακονίζει ο εκδορέας πόθος
τροχίζοντας το ένα πάνω στ’ άλλο ρυθμικά.

II
Έπεσες πάνω μου
σαν σπασμένο κλαδί
που το ’ριξε ο τυφώνας στο τζάμι.
Θρυμματίστηκα
κι από τότε κάθε μου θρύψαλο
αντανακλά τη μορφή σου
σε αναρίθμητα είδωλα.

Θρυμματίστηκα
γιατί ακέραιο το σώμα
δεν έφτανε για τόση αγάπη.

III
Κάποιες νύχτες σου πίνουν το δείλι μια κι έξω.
Μεθούν με το σπάραγμα του ανέμου.
Μνήμες θροΐζουν στα χάλκινα φύλλα
αγκομαχούν ψηλαφώντας την απουσία
στο σκοτεινό τους κελί
ωσότου πέσουν σε λήθαργο.

Ακοίμητος το λεπτό σου χέρι βαστώ
όπως τα ύστερα του κόσμου.
Να, χρυσοσάνδαλη η αυγή σκαρφαλώνει
τον ουρανό με κερασιά δαγκωμένα χείλη.
Γλείφει ο ήλιος το αίμα της κι αλαλάζει.

Κρατήσου!
Κρατήσου γερά απ’ τη ζωή που μου χάρισες
όταν έκοψες το σχοινί
που αιώνες ήμουν κρεμασμένος.

IV
Το ελάφι με τ' αλαφιασμένα μάτια,
που τρέχει μποστά στα δόντια των λύκων,
έχεις βάλει στο στόχαστρο άκαρδε κυνηγέ.
Ευσπλαχνία ή σκοπιμότητα στρέφει την κάννη στους διώκτες;
Μα εγώ, που η καρδιά μου χτυπά στο στήθος της λείας,
και η πείνα μου στάζει απ' τα σαγόνια των θηρευτών,
σου λέω: Χαμήλωσε το όπλο και φύγε•
η ζωή θ' αποτελειώσει το έργο της χωρίς εσένα.

V
Τα χείλη σου ρωγμή στην ταφόπλακα
για να περνά η βροχή στο διψασμένο χώμα.
Μέσα τους ο χρόνος μου φυλακίζεται.
Αγαπώντας τη θλίψη που σου αλλάζει την όψη
φιλώ τις παλιές σκιές των ματιών σου,
γίνομαι σκιάχτρο στις λαίμαργες ενοχές,
σπονδή νηφάλια στο νεκρό σου θεό.

Πάρε το βλέμμα απ' τον πικρό καθρέφτη
κι άσε τον έρωτα να κουμπώσει τ' αταίριαστα:
Εσύ αμετανόητη ειδωλολάτρις
κι εγώ των ειδώλων σκληρός σαρκαστής.

Πηγή:http://www.bibliotheque.gr/article/67322


Emily Dickinson -1010


Δεν είναι η Πτώση Πράξη μιας στιγμής
Mια οριστική διακοπή
Οι τρόποι της Ερείπωσης
Είναι Φθορές οργανωμένες—

Ιστός Αράχνης, πρώτα, στην Ψυχή
Μια Στρώση Σκόνης ελαφριά
Σαράκι που τρυπά τον Άξονα
Μες στο Στοιχείο η σκουριά—


Επίσημη η Κατάρρευση—δουλειά
Διαβόλου—αδιάκοπη κι αργή—
Σε μια στιγμή κανείς δε χάθηκε
Αργά γλιστράς—στη Συντριβή—



Έμιλυ Ντίκινσον (1830-1886)


Πηγή: Έμιλυ Ντίκινσον, 44 ποιήματα και 3 γράμματα,  – ανθολόγηση, μετάφραση: Ερρίκος Σοφράς, Αθήνα: Το Ροδακιό, 2005.


.............................................................................................................................................................
1010

Να καταρρεύσεις δεν είναι Πράξη της στιγμής

Μια θεμελιώδης παύση

Οι εργασίες της διάλυσης

Είναι οργανωμένες Παρακμές —



Είναι πρώτα ένας Ιστός αράχνης στην Ψυχή

Μία Παρανυχίδα Σκόνης

Ένα Σαράκι στον Άξονα

Μία Σκουριά Στοιχειακή —



Η αχρήστευση είναι τυπική — δουλειά του διάολου

Απανωτή κι αργή —

Να αποτύχει στη στιγμή, δεν το 'κανε κανείς

Ολίσθηση — ο νόμος για τη Συντριβή—



μετάφραση: Μαρία Θεοφιλάκου



Aναδημοσίευση από:https://trenopoiisis.blogspot.com/2021/04/emily-dickinson-2-poems.html?fbclid=IwAR33T1m4czUAKIxIJBt0WPd1yAXbHbtkpQqrNY0xX5lW_vYDUDhWAZqZH08

Emily Dickinson (Bee! I’m expecting you, 983)



Mέλισσα! Περιμένω να φανείς!
Έλεγα μόλις Χτες
Σε Κάποιο γνώριμό σου
Πως ήτανε να ’ρθείς —

Γυρίσανε οι Βάτραχοι—
Και πιάσανε δουλειά—
Πίσω τα πιο πολλά Πουλιά—
Και το Τριφύλλι είναι ζεστό—


Θα ’χεις λάβει το Γράμμα
Ώς τις Δεκαεφτά ̇
Απάντησε, ή μάλλον έλα δω—
Δική σου, Μύγα.


Έμιλυ Ντίκινσον (1830-1886)


ΠΗΓΗ:  Έμιλυ Ντίκινσον, 44 ποιήματα και 3 γράμματα, ανθολόγηση και μετάφραση: Ερρίκος Σοφράς, Το Ροδακιό, 2005.

Emily Dickinson- (The World—feels Dusty, 491)



O Κόσμος—μοιάζει Σκονισμένος
Σα σταματάς για να Πεθάνεις—
Γυρεύεις—τότε—τη Δροσιά—
Με τις Τιμές—δε θ’ ανασάνεις —



Σαν Ξεψυχάς—δε θες Σημαίες—
Μόνο το πιο μικρό Ριπίδι
Που όμως Δροσίζει—σα Βροχή—
Αν Χέρι φίλου το αναδεύει—



Εκεί θα είμαι να Φροντίσω
Όταν θα ’ρθεί η δική σου Δίψα—
Και Βάλσαμα από την Ύβλα—
Πάχνες της Θεσσαλίας, θα σου φέρω
Έμιλυ Ντίκινσον (1830-1886)


ΠΗΓΗ: «44 ποιήματα και 3 γράμματα», Έμιλυ Ντίκινσον – ανθολόγηση: Ερρίκος Σοφράς, μετάφραση: Ερρίκος Σοφράς | Το Ροδακιό, 2005.

Γιώργος Σεφέρης , «[Ο τόπος μας είναι κλειστός]», Ι', Μυθιστόρημα (απόσπασμα)

Λάκης Χαλκιάς και Μέμη Σπυράτου

Ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά
που έχουν σκεπή το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα.
Δεν έχουμε ποτάμια δεν έχουμε πηγάδια δεν έχουμε πηγές,
μονάχα λίγες στέρνες, άδειες κι αυτές, που ηχούν και πού
            τις προσκυνούμε.
Ήχος στεκάμενος κούφιος, ίδιος με τη μοναξιά μας
ίδιος με την αγάπη μας, ίδιος με τα σώματά μας.
Μας φαίνεται παράξενο που κάποτε μπορέσαμε να χτί-
        σουμε
τα σπίτια τα καλύβια και τις στάνες μας.
Κι οι γάμοι μας, τα δροσερά στεφάνια και τα δάχτυλα
γίνουνται αινίγματα ανεξήγητα για την ψυχή μας.
Πώς γεννήθηκαν πώς δυναμώσανε τα παιδιά μας;
Ο τόπος μας είναι κλειστός. Τον κλείνουν
οι δυο μαύρες Συμπληγάδες. Στα λιμάνια
την Κυριακή σαν κατεβούμε ν' ανασάνουμε
βλέπουμε να φωτίζουνται στο ηλιόγερμα
σπασμένα ξύλα από ταξίδια που δεν τέλειωσαν
σώματα που δεν ξέρουν πια πώς ν' αγαπήσουν.

[πηγή: Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα, Ίκαρος, Αθήνα 1998 (19η έκδ.), σ. 55]

Πηγή:http://digitalschool.minedu.gov.gr/modules/ebook/show.php/DSGL105/229/1683,5365/extras/activities/indexA_1_metaselida_2/indexa_1_metaselida_2_Seferis.html

Γιώργος Σαραντάρης- «Η καρδιά μας»




Ἡ καρδιά μας εἶναι ἕνα κῦμα ποὺ δὲν σπάει στὴν ἀκρογιαλιά. Ποιὸς μαντεύει τὴ θάλασσα, ἀπ᾿ ὅπου βγαίνει ἡ καρδιά μας; Ἀλλὰ εἶναι ἡ καρδιά μας ἕνα κῦμα μυστικό, χωρὶς ἀφρό. Βουβὰ πιάνει μία στεριά. Καὶ ἀθόρυβα σκαλίζει τὸ ἀνάγλυφο ἑνὸς πόθου, ποὺ δὲν ξέρει ἀπογοήτευση καὶ ἀγνοεῖ τὴν ἡσυχία.

Γιώργος Σαραντάρης - Πάλι ο ουρανός ανοίγει εδώ την πύλη

Πάλι ο ουρανός ανοίγει εδώ την πύλη
Πάλι σηκώνει τη σημαία
Εμείς μπαίνουμε χωρίς φόβο
Τα μάτια τα πουλιά μαζί μας μπαίνουν
Αστράφτει η πολιτεία αστράφτει ο νους μας
Η φαντασία τους κήπους πλημμυράει
Είναι παιδιά που στέκονται στις βρύσες
Κορυδαλλοί στους όρθρους ακουμπάνε
Στις λεμονιές άγγελοι χορτάτοι
Είναι αηδόνια που παντού ξυπνάνε
Φλογέρες παίζουν έντομα βουίζουν
Είναι τραγούδια η στάχτη των νεκρών
Και οι νεκροί κάπου αναγεννιούνται πάλι
Ολούθε μας μαζεύει ο Θεός
Έχουμε χέρια καθαρά και πάμε.

Σαν πνοή του αέρα


Γιώργος Σαραντάρης- «Είναι μια γυναίκα»



Εἶναι μία γυναῖκα

Εἶναι μία γυναῖκα καὶ τραγουδᾷ
Θὰ γίνω σὰν τὴ θάλασσα ποὺ βρέχει τὴ ζωή μας
Θὰ γίνω περιστέρι
Θὰ γίνω σὰν τὴ θάλασσα ποὺ εἶναι πάντα μπροστά μου
Καὶ μ᾿ ἀκλουθᾷ ὅταν περπατῶ
Καὶ μ᾿ ἀκλουθᾷ ὅταν κλαίω
Καὶ μὲ παρηγορεῖ τὴν ὥρα ποὺ δὲν φταίω
Τὴν ὥρα ποὺ τὴν πατρίδα μου νείρομαι
Τὸν ἔρωτα ἢ τὴ χαμένη ἀγάπη.



9.6.1939


Από το βιβλίο «ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ,
Γιατί τον είχαμε λησμονήσει…
Μια ανθολόγηση από το σύνολο του έργου του»,
Εισαγωγή-Επιμέλεια: Μ. Γ. ΜΕΡΑΚΛΗΣ
παραφερνάλια τυπωθήτω, Αθήνα 2002

Γιώργος Σαραντάρης-«Νύφη»

Νύφη

Νύφη μας ἔρχεται ἡ χαρὰ
Τὸ πρωτοβρόχι ἀνθίζει

Στήνουν χορὸ στὴ γειτονιὰ τ᾿ ἀηδόνια

Φέρνουν τραγούδια οἱ κομψὲς νεράιδες τοῦ νεροῦ
Μάλαμα γίνονται οἱ στοχασμοὶ
Μάλαμα οἱ κουβέντες
Ἀποστηθίζουν τὰ φιλιὰ
Οἱ ποιητὲς κι οἱ κοπέλες
Λαχανιασμένα κάποιος φτάνει στὴ γιορτὴ
Καὶ εἶναι ὁ χρόνος μὲ αὐλό

Γιώργος Σαραντάρης-«Δύο τραγούδια της Άνοιξης»

Δύο τραγούδια τῆς Ἄνοιξης

Ι
Μοῦ φαίνεται, πὼς ἡ ἄνοιξη
Σὰν κελαηδᾶ μὲ τρέμει

Μὴν τῆς ζητήσω ἕνα σκοπὸ

Νὰ δώσει τοῦ ἔρωτά μου
Μὴν τῆς ζητήσω ἕνα φιλὶ
Νὰ σοῦ φιλήσω τὴν καρδιὰ
Νὰ σοῦ χαρίσω δυὸ φτερὰ
Καὶ νὰ σὲ δῶ δικιά μου

ΙΙ
Ἔλα νὰ δεῖς τὴν ἄνοιξη ποὺ περπατάει
Ποὺ μὲ τὰ σύννεφα ἀγκαλιὰ μᾶς χαιρετάει

Ἔλα νὰ δεῖς τὴν κόρη μου πῶς ἔγινε μεγάλη

Καὶ τραγουδάει μὲ μιὰ φωνὴ ποὺ δὲν ἦταν δικιά της
Καὶ τραγουδάει μ᾿ ἕνα παλμὸ ποὺ εἶναι τοῦ κόσμου ὅλου

Σὰν νὰ βρέχει τὰ χείλια της στὴ βρύση τ᾿ οὐρανοῦ

Σὰν νὰ πετάει ἡ καρδούλα της μὲ κάθε χελιδόνι

Καὶ νὰ μὴν ξέρει ἡ ἄνοιξη ἂν εἶν᾿ δικιά της κόρη!

Γιώργος Σαραντάρης- «Μιλώ...»

«Μιλώ...»

Μιλῶ γιατὶ ὑπάρχει ἕνας οὐρανὸς ποὺ μὲ ἀκούει 
Μιλῶ γιατὶ μιλοῦν τὰ μάτια σου 

Καὶ δὲν ὑπάρχει θάλασσα δὲν ὑπάρχει χώρα 

Ὅπου τὰ μάτια σου δὲ μιλοῦν
Τὰ μάτια σου μιλοῦν ἐγὼ χορεύω 

Λίγη δροσιὰ μιλοῦν κι ἐγὼ χορεύω 

Λίγη χλόη πατοῦν τὰ πόδια μου 

Ὁ ἄνεμος φυσᾶ πού μᾶς ἀκούει