I
Χρόνια η απουσία σου με ξυπνούσε
μ’ ένα χάδι φτερού στα ρουθούνια.
Οι έρωτες βαστούν πιο λίγο
από τον κορδωμένο βασιλικό
σε μια ξεχασμένη γλάστρα
όμως η γλώσσα μνημονεύει τη γεύση
ακόμη κι όταν ταγγίζουν οι λέξεις.
Βρεθήκαμε
δυο στομωμένα από καιρό μαχαίρια
που ακονίζει ο εκδορέας πόθος
τροχίζοντας το ένα πάνω στ’ άλλο ρυθμικά.
II
Έπεσες πάνω μου
σαν σπασμένο κλαδί
που το ’ριξε ο τυφώνας στο τζάμι.
Θρυμματίστηκα
κι από τότε κάθε μου θρύψαλο
αντανακλά τη μορφή σου
σε αναρίθμητα είδωλα.
Θρυμματίστηκα
γιατί ακέραιο το σώμα
δεν έφτανε για τόση αγάπη.
III
Κάποιες νύχτες σου πίνουν το δείλι μια κι έξω.
Μεθούν με το σπάραγμα του ανέμου.
Μνήμες θροΐζουν στα χάλκινα φύλλα
αγκομαχούν ψηλαφώντας την απουσία
στο σκοτεινό τους κελί
ωσότου πέσουν σε λήθαργο.
Ακοίμητος το λεπτό σου χέρι βαστώ
όπως τα ύστερα του κόσμου.
Να, χρυσοσάνδαλη η αυγή σκαρφαλώνει
τον ουρανό με κερασιά δαγκωμένα χείλη.
Γλείφει ο ήλιος το αίμα της κι αλαλάζει.
Κρατήσου!
Κρατήσου γερά απ’ τη ζωή που μου χάρισες
όταν έκοψες το σχοινί
που αιώνες ήμουν κρεμασμένος.
IV
Το ελάφι με τ' αλαφιασμένα μάτια,
που τρέχει μποστά στα δόντια των λύκων,
έχεις βάλει στο στόχαστρο άκαρδε κυνηγέ.
Ευσπλαχνία ή σκοπιμότητα στρέφει την κάννη στους διώκτες;
Μα εγώ, που η καρδιά μου χτυπά στο στήθος της λείας,
και η πείνα μου στάζει απ' τα σαγόνια των θηρευτών,
σου λέω: Χαμήλωσε το όπλο και φύγε•
η ζωή θ' αποτελειώσει το έργο της χωρίς εσένα.
V
Τα χείλη σου ρωγμή στην ταφόπλακα
για να περνά η βροχή στο διψασμένο χώμα.
Μέσα τους ο χρόνος μου φυλακίζεται.
Αγαπώντας τη θλίψη που σου αλλάζει την όψη
φιλώ τις παλιές σκιές των ματιών σου,
γίνομαι σκιάχτρο στις λαίμαργες ενοχές,
σπονδή νηφάλια στο νεκρό σου θεό.
Πάρε το βλέμμα απ' τον πικρό καθρέφτη
κι άσε τον έρωτα να κουμπώσει τ' αταίριαστα:
Εσύ αμετανόητη ειδωλολάτρις
κι εγώ των ειδώλων σκληρός σαρκαστής.
Πηγή:http://www.bibliotheque.gr/article/67322