α
Τι το ’θελα αυτό το κατακόρυφο ταξίδι
Δεν θα ’ταν πιο καλά να μείνω εκεί
Μέσα στη σιγουριά του λαβυρίνθου
Μέσα στης μοίρας τ’ άντερα που με χωνεύαν
Αργά αργά κι ανώδυνα τι το ’θελα
Τα μάτια να σηκώνω προς τον ήλιο
Με κέρινο μυαλό να κάνω όνειρα φωτιάς
β
Τα μεγάλα όνειρα που είχαμε κάποτε
Ήταν κάτι πολύχρωμα μπαλόνια που μας χάριζαν
Αφού υποσχόμασταν να τρώμε όλη τη σούπα μας
Δεμένα στο σπαγγάκι τα κρατούσαμε
Κι εκείνα μας τραβούσαν ελαφρά το δάχτυλο
Σα να επιχειρούσαν να μας πάρουνε
Μαζί τους για μια πτήση στον αγέρα
Πολύχρωμα γκαζιού μπαλόνια που ’σκαγαν
Κάθε φορά που συναντούσαν το μοιραίο τσιγάρο
Αφήνοντας να κρέμεται στο δάχτυλό μας το σπαγγάκι
Και στην άκρη του τον απαγχονισμένο τους λαιμό
ε
Ας κλείσουμε τα μάτια κι ας κρυφτούμε
Κάτω απ’ τα βλέφαρά μας στο σκοτάδι
Πιο σίγουρο κρησφύγετο δεν έχει
Για να γλιτώσουμε απ’ τους κυνηγούς μας
Η νύχτα είναι η μοναδική καταφυγή μας
Μα δε φτάνει πάντα φτάνει
Η μέρα φέρνοντας μαζί της
Τους κυνηγούς με τα σκυλιά και τη θηλιά
Ας κλείσουμε τα μάτια μας λοιπόν
Κάτω απ’ τα βλέφαρά μας ας κρυφτούμε
Να διαιωνίσουμε τη νύχτα
θ
Είπες βαθιά θα σκάψεις μες στον εαυτό σου
Να τον γνωρίσεις να τον καταχτήσεις ίσως
Μα τι νόμισες πως είναι ο εαυτός σου ορυχείο
Στοές ν’ ανοίγεις και να αναζητάς
Φλέβες χρυσάφι φλέβες κάρβουνο
Ή μήπως νόμισες πως είναι χώρος αρχαιολογικός
Που κρύβει μέσα του στρώματα στρώματα
Πολιτισμούς χαμένους
Ένα κομμάτι πονεμένη σάρκα είσαι
Κι όσο κι αν σκάψεις μέσα σου δε θα ’βρεις
Παρά αίμα σκοτωμένο κι αίμα ζωντανό
Και τρόμο για το σκοτωμένο αίμα
ι
Τίποτα μην κοιτάς από κοντά
Κι η πιο γερή αλήθεια έχει ρωγμές ψευτιάς
Κι η πιο λαμπρή αλήθεια έχει σκιές βλακείας
Τα νύχια του περιστεριού είναι αρπαχτικά
Ο ύπερος του ρόδου είναι μια κάμπια
Μείνε καλύτερα στο πέταγμα
Μείνε στο χρώμα και την κίνηση
Μείνε στη γενική αρμονία
Ποτέ σου μην κοιτάς από κοντά
Ό,τι κοντά σου θέλεις να κρατήσεις
Ακόμα και το πιο αγαπημένο πρόσωπο
Το πιο ωραίο έχει πόρους
Μπορεί να σου φανεί τοπίο σεληνιακό
Μπορεί να απομακρυνθεί πολύ αν πλησιάσεις
ιβ
Είμαι μια τελεία μια ελάχιστη τελεία
Πάνω σ’ ένα άσπρο άγραφο χαρτί
Τέλος μιας πρότασης νοητής
Αρχή μιας άλλης το ίδιο νοητής
Αυτός που μ’ έβαλε σαν με είδε μόνη
Έγραψε γύρω μου ένα κύκλο
Τώρα εδώ είναι η απορία
Το ’κανε για να με προστατέψει
Απ’ όλο αυτό το απέραντο άσπρο
Φοβήθηκε μην του το σκάσω
Ή μήπως θέλησε να δείξει
Ότι δεν είμαι ένα σημείο στίξης
Και να καλύψει έτσι την ανημποριά του
Να γράψει μια ή δυο προτάσεις
ιστ
Πέρασα τη ζωή μου όλη να κοιτάζω αυτό το σπίτι
Τις σκοτεινές κλειστές του πόρτες
Τις ατέλειωτες σειρές παράθυρα
Και πίσω από τα τζάμια και τις μισοδιάφανες κουρτίνες
Τους ίσκιους που άλλοτε θαρρείς χορεύουν
Στον ήχο μουσικής αόρατης
Κι άλλοτε πάλι σαν να σμίγουν μέσα στη σιωπή
Ερωτικά ή θανάσιμα
Ίσκιοι που άλλοτε αυξαίνουν γίνονται αμέτρητοι
Κι άλλοτε λιγοστεύουν λες και θα χαθούν
Πίσω απ’ τα τζάμια πίσω απ’ τις κουρτίνες
Ετούτου του σπιτιού που το κοιτάζω
Μια ολόκληρη ζωή κι ακόμα
Δεν είδα ούτε έναν άνθρωπο να μπαίνει
Ούτε έναν άνθρωπο να βγαίνει
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου