ΔΩΣΙΑΔΑ ΒΩΜΟΣ |
Ειμάρσενός με στήτας
πόσις, μέροψ δίσαβος, |
τεύξ’, ου σποδεύνας ίνις Εμπούσας, μόρος Τεύκροιο βούτα και κυνός τεκνώματος, |
Χρύσας δ’ αΐτας, άμος εψάνδρα
τον γυιόχαλκον ούρον έρραισεν,
|
ον απάτωρ δίσευνος
μόγησε ματρόριπτος· εμόν δε τεύγμ’ αθρήσας Θεοκρίτοιο κτάντας τριεσπέροιο καύστας θώυξεν αιν’ ιύξας· χάλεψε γαρ νιν ιώ σύργαστρος εκδυγήρας· |
τον δ’ αιλινεύντ’ εν αμφικλύστω
Πανός τε ματρός ευνέτας φωρ
|
δίζωος, ίνις τ’ ανδροθρώτος Ιλιορραιστάν ηρ’ αρδίων ες Τευκρίδ’ άγαγον τριπόρθητον. ............................................................................................................. |
ΒΩΜΟΣ ΤΟΥ ΔΩΣΙΑΔΑ |
Μ’ έστησε ο Ιάσονας, της Μήδειας,
που φόρεσε ανδρικά, ο σύζυγος, αυτός που ’γινε νέος δυο φορές |
κι όχι ο γιος της Έμπουσας, επάνω στη φωτιά που στάθηκε, ο Αχιλλέας, που τον σκότωσε ο Πάρις, ένας γελαδοβοσκός από την Τροία, μίας σκύλας της (βασίλισσας) Εκάβης γιος. |
Ο Ιάσονας ο ευνοούμενος της Χρύσας Αθηνάς
τότε που η Μήδεια, δύο ανδρών η πυρπολήτρια,
τον Τάλο γκρέμισε, τον χάλκινο φρουρό,
|
που τον μαστόρεψε ο Ήφαιστος,
ο απάτορας κι από τη μάνα του την ίδια πεταμένος δίγαμος θεός. Κι όταν ο Φιλοκτήτης με αντίκρισε, που σκότωσε τον Πάρι κι έκαψε το σώμα του τριεσπέρου Ηρακλή, απ’ το μεγάλο πόνο αναστέναξε, γιατί με δηλητήριο θανατερό τον είχε δαγκωμένο φίδι ύπουλο που αλλάζει δέρμα και ανανεώνεται. |
Κι αυτόν που βαρυστέναζε στο θαλασσόζωστο νησί
ο κλέφτης Οδυσσεύς, της μάνας του Πανός ο σύζυγος,
που δυο φορές κατέβηκε στον Άδη, και ο Διομήδης
του ανδροφονιά Τυδέα ο γιος τον έφεραν στο Ίλιο που τρεις φορές
|
αλώθηκε, γιατί κρατούσε βέλη που ήταν μοιραία για την Τροία.
μτφρ. ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΖΑΝΗΣ
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου