III. Σώμα στην πέτρα
Ποίηση: Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα
Απόδοση στα Ελληνικά: Νίκος Γκάτσος
Διεύθυνση ορχήστρας: Σταύρος Ξαρχάκος
Μπουζούκι: Κώστας Παπαδόπουλος & Λάκης Καρνέζης
Σαντούρι: Τάσος Διακογιώργης
Αφήγηση: Μάνος Κατράκης
Ερμηνεία: Κώστας Πασχάλης
Δίσκος: Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσιεθ Μεχίας (1969)
Απόδοση στα Ελληνικά: Νίκος Γκάτσος
Διεύθυνση ορχήστρας: Σταύρος Ξαρχάκος
Μπουζούκι: Κώστας Παπαδόπουλος & Λάκης Καρνέζης
Σαντούρι: Τάσος Διακογιώργης
Αφήγηση: Μάνος Κατράκης
Ερμηνεία: Κώστας Πασχάλης
Δίσκος: Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσιεθ Μεχίας (1969)
Η πέτρα είν’ ένα μέτωπο μ’ όνειρα που στενάζουν
μα δεν κρατάει κυρτό νερό και κρύα κυπαρίσσια.
Η πέτρα πλάτη είναι γυμνή τον χρόνο να σηκώνει
με δέντρα δακρυοπότιστα, κορδέλες και πλανήτες.
μα δεν κρατάει κυρτό νερό και κρύα κυπαρίσσια.
Η πέτρα πλάτη είναι γυμνή τον χρόνο να σηκώνει
με δέντρα δακρυοπότιστα, κορδέλες και πλανήτες.
Είδα βροχές, σταχτιές βροχές στα κύματα να τρέχουν
τα τρυπημένα υψώνοντας και τρυφερά τους χέρια,
να μην πιαστούν στο αγκάλιασμα της πλαγιασμένης πέτρας
που καταλεί τη σάρκα τους και δε ρουφάει το αίμα.
τα τρυπημένα υψώνοντας και τρυφερά τους χέρια,
να μην πιαστούν στο αγκάλιασμα της πλαγιασμένης πέτρας
που καταλεί τη σάρκα τους και δε ρουφάει το αίμα.
Γιατί η πέτρα είν’ ανοιχτή σε σπόρους και σε νέφη,
σε σκελετούς κορυδαλλών και σ’ αμφιλύκης λύκους,
μα ήχο κανένα δε γεννάει και κρύσταλλα και φλόγες
παρά μονάχα ατέλειωτες αρένες δίχως τοίχους.
σε σκελετούς κορυδαλλών και σ’ αμφιλύκης λύκους,
μα ήχο κανένα δε γεννάει και κρύσταλλα και φλόγες
παρά μονάχα ατέλειωτες αρένες δίχως τοίχους.
Πάνω στην πέτρα ο Ιγνάθιο, ο καλογεννημένος.
Τέλειωσε πια. Τι μένει εδώ; Την όψη του κοιτάχτε:
ο θάνατος τη σκέπασε με κερωμένα θειάφια
και σκοτεινού μινώταυρου του φόρεσε κεφάλι.
Τέλειωσε πια. Τι μένει εδώ; Την όψη του κοιτάχτε:
ο θάνατος τη σκέπασε με κερωμένα θειάφια
και σκοτεινού μινώταυρου του φόρεσε κεφάλι.
Τέλειωσε πια. Τώρα η βροχή στ’ άδειο του στόμα μπαίνει.
Τώρα ο αγέρας σαν τρελός φεύγει απ’ τα κούφια στήθη,
και ποτισμένος ο Έρωτας με του χιονιού τα δάκρυα
πάει ζεστασιά να ξαναβρεί ψηλά στα βοσκοτόπια.
Τώρα ο αγέρας σαν τρελός φεύγει απ’ τα κούφια στήθη,
και ποτισμένος ο Έρωτας με του χιονιού τα δάκρυα
πάει ζεστασιά να ξαναβρεί ψηλά στα βοσκοτόπια.
Ποιος μίλησε; Βαριά σιωπή σα μπόχα βασιλεύει.
Μπροστά μας είν’ ένα κορμί στη σκοτεινιά δοσμένο,
μια κατακάθαρη μορφή που κάποτε είχε αηδόνια
και τώρα τρύπες άπατες γεμάτη απ’ άκρη σ’ άκρη.
Μπροστά μας είν’ ένα κορμί στη σκοτεινιά δοσμένο,
μια κατακάθαρη μορφή που κάποτε είχε αηδόνια
και τώρα τρύπες άπατες γεμάτη απ’ άκρη σ’ άκρη.
Ποιος θρόισε το σάβανο; Όχι, δε λέει αλήθεια.
Κανείς εδώ δεν τραγουδάει, κανείς εδώ δεν κλαίει,
κανείς σπιρούνια δε χτυπά και την οχιά δε σκιάζει:
μόνο τα μάτια ολάνοιχτα θέλω εδώ πέρα να ’χω,
να βλέπω τούτο το κορμί που αναπαμό δε θά ’βρει.
Κανείς εδώ δεν τραγουδάει, κανείς εδώ δεν κλαίει,
κανείς σπιρούνια δε χτυπά και την οχιά δε σκιάζει:
μόνο τα μάτια ολάνοιχτα θέλω εδώ πέρα να ’χω,
να βλέπω τούτο το κορμί που αναπαμό δε θά ’βρει.
Τους άντρες θέλω εδώ να ιδώ με τη φωνή την άγρια,
που τιθασεύουν άλογα, ποτάμια κυβερνάνε,
που σύγκορμα τραντάζονται καθώς τραγούδια λένε
με ήλιο και πετροχάλικα στο φλογερό τους στόμα.
που τιθασεύουν άλογα, ποτάμια κυβερνάνε,
που σύγκορμα τραντάζονται καθώς τραγούδια λένε
με ήλιο και πετροχάλικα στο φλογερό τους στόμα.
Εδώ να ’ρθούνε να τους δω. Μπροστά σ’ αυτήν την πέτρα.
Μπροστά σε τούτο το κορμί με τα σπασμένα γκέμια.
Εδώ να ’ρθούνε να μου ειπούν [ποιος δρόμος*] ποια στράτα τώρα μένει
για τούτον τον παλικαρά που ο θάνατος ορίζει.
Μπροστά σε τούτο το κορμί με τα σπασμένα γκέμια.
Εδώ να ’ρθούνε να μου ειπούν [ποιος δρόμος*] ποια στράτα τώρα μένει
για τούτον τον παλικαρά που ο θάνατος ορίζει.
Θέλω ένα θρήνο να μου ειπούν να μοιάζει σαν ποτάμι
με καταχνιές ανάλαφρες και δασωμένες όχτες,
μακριά να πάρει το κορμί του Ιγνάθιο ώσπου να σβήσει
χωρίς ν’ ακούει το ανάσασμα το καυτερό του ταύρου.
με καταχνιές ανάλαφρες και δασωμένες όχτες,
μακριά να πάρει το κορμί του Ιγνάθιο ώσπου να σβήσει
χωρίς ν’ ακούει το ανάσασμα το καυτερό του ταύρου.
Να σβήσει εκεί στου φεγγαριού την ασημένια αρένα,
που [όντας*] σαν παιδί καμώνεται βουβάλι πονεμένο,
να σβήσει μέσα στη νυχτιά χωρίς ψαριών τραγούδι,
στ’ άσπρα τα θάμνα του καπνού που η παγωνιά πετρώνει.
που [όντας*] σαν παιδί καμώνεται βουβάλι πονεμένο,
να σβήσει μέσα στη νυχτιά χωρίς ψαριών τραγούδι,
στ’ άσπρα τα θάμνα του καπνού που η παγωνιά πετρώνει.
Δε θέλω να του βάλουνε στην όψη του μαντίλια,
για να του γίνει ο θάνατος πικρός σταυραδερφός του.
Πήγαινε, Ιγνάθιο. Μην ακούς την πυρωμένη ανάσα.
Κοιμήσου, πέτα, ησύχασε. Και η θάλασσα πεθαίνει.
για να του γίνει ο θάνατος πικρός σταυραδερφός του.
Πήγαινε, Ιγνάθιο. Μην ακούς την πυρωμένη ανάσα.
Κοιμήσου, πέτα, ησύχασε. Και η θάλασσα πεθαίνει.
[* Αρχικοί στίχοι του Νίκου Γκάτσου]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου