Παρασκευή 31 Μαΐου 2019

Big Daddy Wilson - Walk A Mile In My Shoes


Αντώνης Ρεπάνης - Η διπρόσωπη

ΑΝΤΩΝΗΣ ΡΕΠΑΝΗΣ - Η διπρόσωπη


'' Η διπρόσωπη '' - ΑΝΤΩΝΗΣ ΡΕΠΑΝΗΣ

Στίχοι: Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου - Μουσική: Αντώνης Ρεπάνης

Από τις 45 στροφές (1972)



ΑΝΤΩΝΗΣ ΡΕΠΑΝΗΣ - Είναι η σκέψη μου τρελή


Στίχοι: Μιχάλης Τουτουντζής

Μουσική: Αντώνης Ρεπάνης



Αντώνης Ρεπάνης - Αγάπη μου επικίνδυνη

Στίχοι: Δημήτρης Γκούτης Μουσική: Αντώνης Ρεπάνης

Κώστας Παρορίτης-Ο κόκκινος τράγος (απόσπασμα)

Αποτέλεσμα εικόνας για Κώστας Παρορίτης
Ο Κώστας Παρορίτης (πραγματικό ονοματεπώνυμο: Λεωνίδας Σουρέας, Παρόρι Λακωνίας  1 Ιουνίου 1878 - Αθήνα 10 Νοεμβρίου 1931) ήταν Έλληνας δημοτικιστής  πεζογράφος ,πρωτοπόρους του κοινωνικού μυθιστορήματος και του σοσιαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα.

Ο δρόμος τονε δέχτηκε όταν ακόμα είτανε εννιά χρονών. Τηνε θυμάται την κακομοίρα τη μάνα του. Σα γύριζε από τη δουλιά του βράδι, πάντα κάτι θα του ‘φερνε. Μα και εκείνη το είχε ρίξει στα σπίρτα, έσμιγε και με άντρες περαστικούς όσο που η αρρώστια της πότισε το κορμί. Θυμάται καλά σαν πήγε στο νοσοκομείο για τελευταία φορά να την ιδεί και του είπανε πως η μάνα του δεν υπάρχει πια μέσα εκεί. Πόσο άργησε να καταλάβει τη φριχτή αλήθεια. Κι ύστερα θυμάται που κάθισε στα σκαλάκια του νοσοκομείου όξω στο δρόμο κι άρχισε να σκούζει. Μάνα μου, μανούλα μου…Μα η μάνα του είτανε πια βαθιά στο χώμα και δε μπορούσε να τον ακούσει. Τότε φυσικά αυτός δε μπορούσε να υποπτέψει τι έκρυβε στο κορμί του! Ύστερα από χρόνια, σαν του παρουσιάστηκε το πρώτο σημάδι, ο γιατρός του φανέρωσε πως πρόκειται για μιαν αρρώστεια που είχε κλερονομήσει από τη μάνα του. Μα ποτέ του δε θυμάται ν ‘αγανάχτησε μαζί της. Τι έφταιγε κι αυτή…Ό,τι έκανε, μήπως δεν το ‘κανε για χατήρι του; Μόνο για το σπίτι αυτό, που στάθηκε η αφορμή της δυστυχίας του, έτρεφε πάντοτε στην ψυχή του ένα βαθύ μίσος. Η ψυχή του διψούσε εκδίκηση. Το σαράβαλο αυτό που θα είχε τουλάχιστο εκατό χρόνια στη ράχη του, υψωνότανε εκεί στο δρόμο σαν ένας κακός όγκος, σαν ένα μεγάλο κακό σπειρί που έπρεπε να βρεθεί κάποιος τολμηρός να το σπάσει για να χυθεί έξω το έμπυο και να γλυτώσει ο δρόμος από αυτή την αρρώστια. Γιατί μια αληθινή πηγή αρρώστιας αποτελούσε αυτό το σπίτι καθώς υψωνότανε εκεί, όξω από το σχέδιο, εμποδίζοντας τη συγκοινωνία κι αναγκάζοντας τους ανθρώπους ν’αλλάζουνε δρόμο σα δε θάλενε να περάσουνε με τη μπάντα μέσα από το στενό άνοιγμα που σχημάτιζε με τον αντικρινό τοίχο, τις σκοτεινές μάλιστα νύχτες του χειμώνα που είτανε ένας αληθινός φόβος. Κάποτε, εδώ και πολλά χρόνια, η Δημαρχία δοκίμασε να το γκρεμίσει. Μα ο ιδιοχτήτητης, που είτανε ένας πλούσιος και ισχυρός, κατάφερε να σταματήσει στη μέση το γκρέμισμα κι έτσι απόμεινε το σαράβαλο μισογκρεμισμένο με τους τοίχους του που κρεμόνταν στον αγέρα. Από τότε άρχισε μια ατέλειωτη δίκη ανάμεσα του Δήμου, που είχε κηρύξει το σπίτι ετοιμόρροπο, όξω από το σκέδιο, κι εμπόδιζε κάθε επισκευή του, και του πλούσιου ιδιοχτήτη, που ζητούσε μια τεράστια αποζημίωση για το γκρέμισμα του σπιτιού του.

Ο αγέρας που φύσηξε του ‘φερε πάλι στη μύτη τη βρώμα που ΄βγαινε από την αυλή, γιομάτη σκουπίδια και βγεγμένες ανθρώπινες κοπριές. Μαζί με τη μυρουδιά της ανθρώπινης κοπριάς έσμιγε τώρα κι η μυρουδιά κάποιου ψοφημιού που θα είχανε πετάξει στην αυλή κείνη τη μέρα.

Τάχυνε το βήμα του για να μην τονε φτάνει η βρώμα. Διψούσε καθαρό, δροσερό αγέρα. Είχε βγει τώρα όξω από την πόλη. Πέρασε μπρος από μια εκκλησίτσα που υψωνότανε ανάμεσα σε κάτι πεύκα. Ζύγωσε στο παράθυρο και κοίταξε μέσα. Τα καντήλια καίγανε μπρος στις εικόνες. Οι μορφές των αγίων μοιάζανε σα φοβισμένες μέσα στη μοναξιά τους. Από το τζάμι, που είτανε σπασμένο, έβγαινε μια γλυκιά μυρουδιά λιβανιού. Ρούφηξε δυνατά. Αχ, τι γλυκιά αυτή η μυρουδιά!

Γύρω του απλωνότανε ερημιά. Λίγα αστέρια λάμπανε στον ουρανό. Μακριά στο πέλαγο ξεχώριζε ένα φως άσπρο, που μια άναβε και μια έσβηνε γλήγορα σαν ένα μάτι ανθρώπινο που ανοιγοκλείνει.

Κάθισε σε μια πέτρα κι έπιασε το κεφάλι του μετα δυο του χέρια. Τα μελίγγια του χτυπούσανε. Ύστερα έβγαλε μια φωνή μέσα στο σκοτάδι που αντήχησε πάνω στους βράχους.

-Μάνα μου, μανούλα μου πεθαίνει.

Είτανε η φωνή της αδυναμίας που πνίγηκε μέσα στα δάκρυά του. Στον αγώνα που είτανε αναγκασμένος ν’αρχίσει ενάντια στη φύση, ένιωθε τον εαυτό του αδύνατο, προκαταβολικά νικημένο.

ΠΗΓΗ: http://www.katiousa.gr/logotechnia/kostas-paroritis-o-kokkinos-tragos/

Πέμπτη 30 Μαΐου 2019

Active Member-Τι άλλο φοβάσαι


Αλέξης Ζακυθηνός-Ο Ξένος Κήπος


Φεύγει ο κήπος, σ' άλλους τόπους,
όπου ανθίζουν ευκολότερα οι ανθοί,
τις νύχτες φεύγει,
όμως ο κηπουρός, εγώ, στη θέση του,
με πείσμα τα ίδια πάντοτε τριαντάφυλλα ποτίζω,
γιατί, βέβαια, μπορετό δεν είναι
ένας κατακαημένος κηπουρός χωρίς αυτά να ζήσει,
και, στραμμένος στης φυγής τους το άπιαστο,
τις νύχτες, πριν με συνεπάρει η νύχτα,
κατά δέσμες, σαν σε κενοτάφιο,
τα αποθέτω εμπρός μου, στο κενό.


( απ' την ποιητική συλλογή "Ο Ξένος Κήπος", το 1993)...

Αλέξης Ζακυθηνός-Τέλος


Τό κορίτσι τῆς ταινίας, ἀμέσως μόλις
ἡ ταινία τελειώση, κατεβαίνει ἀπ᾿ τό πανί
καί στήν γωνιά τοῦ δρόμου, ὁλόκληρο ἕνας
πόθος, τρέχει, ψιθυρίζοντας τόν τρυφερό
σκοπό, πού λίγο πρίν ἀπ᾿ τό μεγάφωνο
ἀκουγόταν, κι ἀπ᾿ τό χέρι παίρνοντάς με,
στήν λεωφόρο, σάν νά βιάζεται, μέ παρα-
σύρει, μά ὅταν μές στά φῶτα στρέφωμαι
νά τήν κοιτάξω, δίπλα μου δέν εἶναι πιά
καί τότε μόνο ἀληθινά τό νιώθω
Τέλος τί σημαίνει.

Αλέξης Ζακυθηνός-ΤΑΓΚΟ


Ἡ πιστή μου ἁρμόνικα κι ἐγώ, ὁ φρενήρης
μονωδός, γεμίζομε τήν ἄπλετη αἴθουσα
ἤχους καί λυγμούς τό βράδι, ἐνῶ τό βράδι
πέφτει, κι εἶναι Ἡ μοναξιά μου τό πικρό
τραγούδι, πού ἀγαπῶ (ἄς ἀνθίζουν πλῆθος
ἔρωτες στούς δρόμους ἔξω!), γιατί
ἡ ἀγάπη μου δέν εἶναι ἐδῶ, δέν εἶναι
μήτε πίσω ἀπ᾿ τά χιλιόμετρα, σ᾿ αὐτούς
τούς στίχους μέσα μόνο, ναί, σ᾿ αὐτή
τήν μονωδία τῆς μοναξιᾶς, ἰδανική
καί προδομένη, ἀνθίζει.

Τετάρτη 29 Μαΐου 2019

710 ΗΡΙΝΝΗΣ [ΜΙΤΥΛΗΝΑΙΑΣ]


Στᾶλαι καὶ Σειρῆνες ἐμαὶ καὶ πένθιμε κρωσσέ,

   ὅστις ἔχεις Ἀίδα τὰν ὀλίγαν σποδιάν,

τοῖς ἐμὸν ἐρχομένοισι παρ' ἠρίον εἴπατε χαίρειν,

   αἴτ' ἀστοὶ τελέθωντ' αἴθ' ἑτεροπτόλιες·

χὤτι με νύμφαν εὖσαν ἔχει τάφος, εἴπατε καὶ τό·

   χὤτι πατήρ μ' ἐκάλει Βαυκίδα, χὤτι γένος

Τηλία, ὡς εἰδῶντι· καὶ ὅττι μοι ἁ συνεταιρὶς

   Ἤρινν' ἐν τύμβῳ γράμμ' ἐχάραξε τόδε.
.................................................................................................................................................................

710. Ηρίννης (Μιτυληναίης)
Στήλες και σειρήνες και πένθιμο του τάφου μου αγγείο,
που μέσα του έχεις την ολίγη σποδό του Άδη,
πήτε σε όσους έρχονται στο μνήμα μου το «χαίρε»,
είτε είναι απ΄ την πόλη μας είτε από άλλη πόλη.
Και πως με κρατάει νιόνυφη ο τάφος, πήτε το κι αυτό
κι ότι ο πατέρας μου με φώναζε Βαυκίδα
κι ότι είμαι από γένος Τήνιον – να το ξέρουν.
Κι ότι η φίλη μου η Ήριννα
χάραξε αυτό το ποίημα στον τάφο.

Μετάφραση: Γιώργος Ιωάννου

Τρίτη 28 Μαΐου 2019

Νικόλας Κάλας-Αναχώρηση δίχως αστέρια

Καθώς ή ανάμνηση τό νερό κάτω από τό καράβι καί ή ώρα
των πιό μεγάλων μυστικών
Τό όνομά σου είναι μπλε ένα μπλέ της φωτιάς καί της έλπίδας
Θά ’θελα νά τό αφανίσω
Νά κηλιδώσω τό ζεστό σου αίμα καί νά πνίξω την τόλμη μου
Τό αίμα χάθηκε στά μοιρολόγια
Έχασα τό κλειδί των όνειροπολήσεών σου
Σέ έχασα σά μιά πεντάρα ανάμεσα σέ εκατομμύρια άλλες
Ζήλευα τόν ίδιο μου τόν εαυτό
Καί την απεραντοσύνη των θαλασσών

Αλλά είναι εσένα πού λυπάμαι
Τά ταξίδια σου χωρίς όνειρα
Τίς άγονές σου νύχτες
Τά μαλλιά σου πού παίζουν μόνα τους
Τά όνειρά σου χωρίς καθρέφτες παγωμένα όπως ή έπιθυμία ένός άλλου
Ίχνη αίματος καταυγάζουν τό πρόσωπο

Είμαι άπείρως περισσότερος από τό πλούσιο καί ηδυπαθές χρώμα
ένός εγκλήματος
Πέρα από ένας καθρέφτης γιά τά μάτια σου
Πέρα από τήν αναχώρησή σου
Πέρα από ένα αβέβαιο μέλλον
Περπατάω χωρίς ηχώ
Ή επιστροφή σου δέ θά προσέθετε τίποτα
Μαζί είμαστε πάρα πολλοί γιά μάς τούς ίδιους
Πάρα πολλοί σάν ένας στρατός σέ άτακτη υποχώρηση ή μιά κακή σοδειά
Όλα μυρίζουν προδοσία ένα όνειρο πού διακόπτεται μιά σκέψη
πού ξεφεύγει απ’ τόν αέρα
Η αναμονή έκ γενετής τυφλή
Πριν σέ γνωρίσω ή φωτιά ήτανε ιερή
Τώρα είναι ή γη πού καταρρέει
Θά επινοήσουμε κάτι άλλο
Μιά καρδιά πού νά λειτουργεί σά δαιμόνια μηχανή
Μιά ήμιτονοειδή ή έναν καινούργιο χαρταετό
Έναν καινούργιο χώρο ένα καινούργιο επίχρισμα γιά την αύγή
Δεν τά ’κλεψαν δλα ούτε τά καταβρόχθισαν
Ο ουρανός είναι απέραντος καί πέφτοντας τό πιό μικρό αστέρι
θά τρόμαζε τά μάτια σου


(Παρίσι 1939)

Από το βιβλίο Νικόλαος Κάλας – Δεκαέξι γαλλικά ποιήματα και Αλληλογραφία με τον Ουίλλιαμ Κάρλος Ουίλλιαμς, Εκδόσεις Ύψιλον, Αθήνα 2002. Μετάφραση: Σπήλιος Αργυρόπουλος, Βασιλική Κολοκοτρώνη.

Νικόλας Κάλας-Φυλακισμένοι



Βαρέθηκα τα γύρω μου βιβλία και τα πολλά μου τα τετράδια
τους τοίχους που τριγυρίζουνε την κάμαρά μου
θέλω να ακινητήσω με λόγια από μπετόν.

Οι τοίχοι ζουν στριφογυρίζουν γύρω γύρω στην κάμαρά μου
οι τοίχοι ζουν στριφογυρίζουν ως βαθιά μέσα στο μυαλό μου
οι τοίχοι ζουν δεν αφήνουν τα λόγια μου ν’ απλώνουνε κλαριά
τα κλαδεύουν και μένουν πίσω τα φτώματα των ρημάτων μου
μαραμένες υπάρξεις ξαπλωμένες σε αχαράκωτο χαρτί
τη μυρουδιά τους δεν την ακούει ούτε το φως της λάμπας
σκιάζει όσα λέω κάτω από πέτρες
τα τείχη ζουν ενώ εγώ ζω μεσ’ σε τοίχους
μ’ ανατριχιάζει το άγγιγμά τους
ο αιώνιος καλπασμός τους μου στεφανώνει τον ίλιγγο
μπορεί να ήσαν πιο όμορφα ακίνητα στάσιμα
αλλ’ είναι αλήθινά άμα τρέχουνε με ταχύτητα φωτός
από την Εδέμ και πέρα ως τα τώρα και πιο πέρα δυστυχώς.

Πιο γοργά από τα λόγια ασκώνονται τα τείχη
φράζουν το μελάνι και κάνουν λίμνη τη μαύρη επιφάνεια των λέξεων
ενώ έπρεπε να κυλάει με την ορμή του καταρράχτη
πλημμυρώντας με νότες βυρωνικές τους κρυμμένους μεσ’ σε όγκους δεσποτικούς
συθέμελα γκρεμίζοντάς τους
τώρα πια δεν μπορεί ο ποιητής να οραματίζεται από Βαστίλλιες που πέφτουν
δάση ολόκληρα από πύργους στολίζουν ακόμα τους βυθούς
μεγάλων ατάραχων νερών με τις άγκυρες της απελπισιάς
αρίθμητες φυλακές υψώνονται από την Αμερική στου Σιγκ-Σιγκ τα βράχια
ως την γαλάζια θάλασσα της Ελλάδας στου Ιτζεδδίν τη βάση
κι από τον Τάμεση κι από τον Δούναβη και το Βιστούλα
κι από τις λαγούνες στα βενετικά κανάλια
ζεστός ακόμα φτάνει ο αχνός των στεναγμών
καλλιεργημένων στα θερμοκήπια της ελευθεριάς.

Μέσα σε φημισμένους τοίχους πολλά σαπίζουν κάτυγρα κορμιά
που είσαι Χριστέ μου σ’ αυτό το άφτονο νερό
που δαχτυλιδώνει τόσες φυλακές
να δώσεις το σκούρο χρώμα των χτυπημένων κορμιών;
μόνο σε νυφικά φαγοπότια δεν αξίζει το μεθύσι των θαυμάτων
δε θέλουμε κρασί αλλά μαύρο μελάνι και λόγια κόκκινα
απ’ αυτά βαμμένα το χαρτί ασ’το να πιεί τους πόθους εκείνων
που η κάθε συλλαβή ριμάρει με πέτρα
άσε να γκρεμιστεί η ομοιοκαταληξία με τρελή αλλά βαθιά ανθρώπινη ματιά
κι ο ψαλμός αυτός λεύτερα πια ανύποπτα ας φυτρώσει
σε αγκώνες δρόμων όπου ο αγέρας αψηφώντας τους τοίχους
τη μυρουδιά των λουλουδιών θα φέρει μακριά
μακριά ως τους άσπαρτους κήπους.

Δεν ήρθεν όμως η μεγάλη ημέρα
και με μηχανή τα κάτεργα ξακολουθούν και ζώνουν φιδίσια τείχη τη γη
καρπό φαρμακωμένο με δεσμωτήρια
από φυλακή σε φυλακή σέρνουν τα τραίνα τους καταδίκους
και σταματούν σε στάσεις του κόσμου
που πελασγικά εχτές και σιδερένια τώρα τρίζουν τους πόθους μας.
Από τις πυραμίδες τάφοι για τις ελπίδες των δούλων
από τους κρεμαστούς κήπους όπου άνθη αγκαθωτά μοσχοβολούν
για τους σκλάβους τα αγκάθια
απ’ τα παλάτια της Ρώμης φυλακές γι’ αυτούς που μένουν όξω
απ’ τα Μακρά Τείχη από της Κίνας τα μουράγια
ανεβαίνει σα βοή τεράστια το παράπονο των κολασμένων-
και σήμερις στον πόλεμο κάτου απ’τη γη
και στη θάλασσα πελώριοι τοίχοι προσφέρουνε νέα δάκρυα
με κλάματα αδιάκοπα σκεπάζουν τον ουρανό οι τοίχοι
οι τοίχοι της Βαβέλ που συμπληρώνουν τα κυπαρίσσια του Νέου Κόσμου
φύλακες κοιμητηριού όπου η φτωχολογιά ζει θρονιασμένη σε ηλεχτρική καρέκλα
κι από τις άπιστες εκείνες κορφές αναβλύζει τώρα η φωνή του Ζέφυρου
τραγουδεί με μάρμαρα προπυλαίων σε πλήχτρα σύγχρονης οικοδομής
απίθανες ιστορίες-τα έργα των ανθρώπων δούλοι της πέτρας
μας λέει πως τη σηκώσανε ψηλά με πόνο
για να ν’ ανασάνει λεύτερα στους αιθέρες του χρόνου
ενώ οι σκλάβοι ποιητές της φυσούνε το χτικιό στο βραδί τους δρόμο.

Για δέτε πως τρέχουν τρέχουν οι τοίχοι
σπούνε τον ορίζοντα πλημμυρούν τη γη
φάμπρικες παλάτια θέατρα μουσεία αποθήκες κλινικές
Λόντρα Ρώμη Πεκίνο Τόκιο μού ’ναι αδιάφορο
τρέχουν τρέχουν οι τοίχοι
με ρόδες από δολλάρια και βενζίνη της Μοσσούλης
και κάνουν λαδιές-στάδια εργατικής πορείας
σπάνιο το θέαμα διεθνική η συνάντηση
άραγες θα προφτάσει το τραγούδι μου ν’ανάψει τις καρδιές
προτού στους τοίχους του γραφείου μου φυτρώσει η μούχλα
η μούχλα της φυλακής
της φυλακής που κλείνει τα κορμιά
ή της άλλης της πιο φριχτής με τους τοίχους της απελπισιάς;
γράφω τόσο πολύ σιγά κι οι διαβαστές προφέρουν τόσο άσκημα τις ιδέες
που φοβούμαι μην κουραστώ να δω τους άλλους ακόμα να σταθμεύουν.
Όχι της φυλακής οι τοίχοι
τα λόγια μου δεν θα κρατήσουν
ο αγέρας θα πάρει τα χαρτιά μου
θα τα πετάξει στους δρόμους
θα τα σκορπίσει
και μακριά αν ζήσουν απ’ την ψυχή μου
κι εγώ γυμνός αν μείνω
θα’χω μια φωνή τη γροθιά μου.

Νικόλας Κάλας -«Κ.Π. Καβάφης»


Το γαλάζιο του βλέμμα δίνει στο στίχο χρώμα θαλάσσιου ορίζοντος.
Εκεί βαφτισμένα τα λόγια υφαίνουν με χορδές αιολικής άρπας άσματα κύκνεια.
Αγεροδρομούν τα τραγούδια με Ιώνια φυσήματα,
φτάνουν στο Βυζάντιο, την εθνική Νικομήδεια.
Στις ακτές της Συρίας πλούσιων εμπόρων πληρώματα λάμνουν.
Συχνά όμως οργίλα κύματα θραύουν τα κατάφορτα αυτά πλοία
και τους βάρβαρους ήχους των κουπιών που διπλώνονται
στη σκοτεινή Αλεξάντρεια φέρνουν πανικόβλητοι γλάροι.
Αυτούς τώρα ακούει ο ποιητής και ποτίζει τον ανυπάκουο πόντο με μυρωμένο έλαιο.
Νικόλας Κάλας (1907-1988)
από την ανθολογία Η Ελληνική Ποίηση του 20ού αιώνα
εκδ. Μεταίχμιο, 2006

Νικόλας Κάλας-Σκάκι



Ένας κόσμος-ένας κόσμος τετράγωνος ο κόσμος μου.
Στις απλοποιημένες του διαστάσεις χαρακώνονται οι ορίζοντες των
ημερών, της ισονυκτίας η αντιθετική επιφάνεια.
Όλα τα εγκλήματα της ζωής-πανουργίες φόνοι-ξαναζούν απάνου
στο σιντέφι και στον όνυχα όπου επίπονα γλιστρούν άκαρδου
νου τα φιλντισένια σύμβολα τα είδωλα από κοράλλι.
Ο δρόμος τους, οι επικίνδυνοι σταθμοί των, οι απογοητεύσεις και
τα λάφυρα-χαρές γι αυτό που ήτανε καρδιά.
Τώρα με του χεριού τη σπάνια κίνηση να περιπλέξει το ξερό
παιχνίδι.
Το αίμα που κυλάει, οι βιασμοί, ό,τι κρυφό έχει η ψυχή, δε διακρίνεται
στις αυστηρές του μεταβολές.
Όσοι όμως ξέρουν τους κανονισμούς, στο κάτοπτρο βλέπουν τις
φρικτές εικόνες που δύο παίκτες κλείσανε σʼ εβένινο πλαίσιο
και προσπαθούν με λιτές κούκλες να σκεπάσουν.




Νικόλαος Κάλας, Οδός Νικήτα Ράντου, Ίκαρος, 1977

και Γραφή και Φως, Ίκαρος, 1983

Νικόλας Κάλας-[Η Οσφύς Του Λαγού Η Μοναρχική Μου Αγάπη]

Πρώτοι μας δυνάστες οι Βιτελοβλάχοι
Κόθωνας με Αμυαλία. Μετά
ξέρασεν ο Βόλγας την Αφροδίτη Βρωμάροβνα
που τόκισε τους Γλυκοβούργους με χυλόπιτες
και τους Ρωμιούς με αναθέματα.Του πετεινού ο γιος αντίς από την Πόλη
πήρε την Ασοφία.
Ένας του γιος ασπάστηκε τη Μαϊμού.
Κι ο άλλος εγκαινίασε μεταξωτό πολιτισμό.
Η Χέσσα μηχανεύτηκε ανάπαυλα πράματα
κι ο Κοπρώνυμος Β’ Άνω Μωρία.Πάνε τώρα οι Γλυκοβούργοι
αλλού να φάνε την κοπενχάη τους
στο Τυχεράν της Ιρανίας ίσως.
Εδώ ποταποί παττακοί ηρακλείδες
του στόματος ψιττακίζουν
έρχεται, ερχέζεται ο Βάσος Υλικός.Ελλάς εργατών κι αγροτών, Ελλάς ποιητών
φοβού τους Δαναούς. Προσοχή
Ήτταν ή Επί Τανκς.

Βακιλοκτόνος

Νικόλας Κάλας [Eπαναστάτης, Μετανάστης, Επαγγέλλομαι]

Eπαναστάτης, μετανάστης, επαγγέλλομαι
τον ονειροκρίτη. Mελετώ Mάγους
τον van Eyck και τον Bosch, τον Breton
και τον Duchamp. Xαιρετώ άθεους Bουδιστές
του Kολοράντο, αναρχικούς κι αιρετικούς.
Γιορτάζω το ηλιοστάσιον και την επέτειο
κάθε Kομμούνας. Σέβομαι τη σκιά του Άθωνα
τις πυραμίδες, την Aφροδίτη.
Xάνομαι στο πλήθος, ξαναβρίσκω τον εαυτό μου
στις αρτηρίες της Bαβυλώνας
στην παλάμη του μέλλοντος.
 
 
 
[Mανχάταν 1977]

Πηγή: https://www.bibliotheque.gr/article/42895

Δευτέρα 27 Μαΐου 2019

GUILLAUME APOLLINAIRE- ΒΡΕΧΕΙ


Βρέχει γυναικείες φωνές σα νά ’ταν νεκρές και μέσα στην ανάμνηση ακόμα
Κι εσείς βρέχετε συναντήσεις της ζωής μου εξαίσιες ω μικρές μου στάλες
Και τούτα ’δώ τ’ αφηνιασμένα σύννεφα όλο χλιμιντράνε ολόκληρο σύμπαν πόλεων αυτηκόων
Άκου αν βρέχει όσο η λύπη και η καταφρόνια κλαίνε κάποια αρχαία μουσική
Άκου στάζουνε οι δεσμοί που σε κρατάνε και ψηλά και χαμηλά
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Κυριακή 26 Μαΐου 2019

Γιώργης Παυλόπουλος- Η κόρη της Αβύσσου


Στη μνήμη του Φρανσουά, του Κάρολου και του Αρθούρου

Αχτύπητη κι ωραία πάνω στη Γιαμάχα της
κόβει το κρύσταλλο της νύχτας σαν διαμάντι
στην όψη της χορεύουν φλόγες
από την Κόλαση του Δάντη.

Μπαίνει στα μπαρ σεκλετισμένη κι οι νέοι ποιητές
την τρέμουνε και την κερνάνε βότκα και ουίσκι
μα Εκείνη κοιτάζει αόριστα στην πόρτα να φανεί
χλομός ο πρίγκιψ Μίσκιν.

Δεν έχει πού να κοιμηθεί, γυρίζει εδώ κι εκεί
με μια κιθάρα και δισάκι
διαβάζει κάτω από τις γέφυρες
Βιγιόν και Καρυωτάκη.

Όταν πλαγιάζει με τους οικοδόμους στα γιαπιά
το Κοινοβούλιο συνέρχεται εκτάκτως και βελάζει.
Εκείνη ονειρεύεται τη μάνα Επανάσταση
όλους να μας θηλάζει.

Κόβει με όνειρο τις φλέβες της
για να τη βλέπουνε της νύχτας οι καθρέφτες
για να παγώνει μέσα της ο κόσμος ο κακός
οι μαστροποί κι οι κλέφτες.

Ανοίγει τα συρτάρια επιδόξων συγγραφέων
με του διαβόλου τ’ αντικλείδια
κλέβει τα αισθηματικά τους κείμενα
και τα πετάει στα σκουπίδια.

Κάποτε κλαίει σαν παιδί
χώνοντας το πρόσωπο στη γούνα του ανέμου
κι άλλοτε είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω από τη θάλασσα
ψάχνει για το υποβρύχιο του πλοιάρχου Νέμου.

Στο άχτιστο φως της λέξης μένει εκστατική
με δέος, ηδονή και τρόμο
στα βάθη της λογοτεχνίας χάνεται
χωρίς επιστροφή, χωρίς να βρίσκει δρόμο.

Την ποθούν, μα τους περιφρονεί
τους δήθεν εραστές του απολύτου
το γκόλφι της το χάρισε σ’ έναν τρελό τραγουδιστή
για ένα πικρό φιλί του.

Κι εμένα όταν μου λέει «Πάρε με»
τα παίζει όλα, η θεατρίνα,
με προκαλεί ποζάροντας
σαν μια πουτάνα σε βιτρίνα.

Κι όταν μου λέει «Πεθαίνω εγώ για σένα»
εγώ δεν την πιστεύω
την άπιαστη ομορφιά της με θλίψη καρχαρία
σε μαύρη άβυσσο γυρεύω.

Αχτύπητη κι ωραία καβάλα στη Γιαμάχα της
σκίζει τις διαβάσεις του μυαλού μου σαν πριονοκορδέλα
πηδάει τους τάφους των ονείρων μου
τ’ αγάλματα και την παλιά μου ομπρέλα.

Με παίρνει πισωκάπουλα στη σέλα της
κι εγώ την αγκαλιάζω από τη μέση
γέρνω γλυκά στην πλάτη της
κλείνω τα μάτια και μ’ αρέσει.

Και μ’ ανεβάζει ανάλαφρα στον ουρανό
κι από τον ουρανό με κατεβάζει κάτου
μπαίνουμε στο βαρέλι και μαρσάροντας
γυρίζουμε γυρίζουμε το γύρο του θανάτου.

Πού είναι τα πουλιά, 2004


(...)Δίπλα, συντροφιά μου χυδαία θλιβερή,
το σφυροκόπημα των γραφομηχανών.

Έχουμε όλοι δυο ζωές:
την αληθινή, αυτήν που ονειρευόμαστε παιδιά,
και συνεχίζουμε να ονειρευόμαστε μεγάλοι σαν μέσα σε στρώματα ομίχλης,
την ψεύτικη, αυτή που ζούμε στη συναναστροφή μας με τους άλλους,
την πρακτική, τη χρήσιμη,
αυτή όπου τελικά μας βάζουν στο φέρετρο.

Στην άλλη δεν υπάρχουν φέρετρα μήτε πεθαμένοι.
Έχει μονάχα παιδικές εικονογραφήσεις:
μεγάλα πολύχρωμα βιβλία, για να βλέπουμε κι όχι να διαβάζουμε,
μεγάλες χρωματιστές σελίδες για να θυμόμαστε αργότερα.
Στην άλλη είμαστε εμείς,
στην άλλη ζούμε,
σ'αυτή πεθαίνουμε, που είναι αυτό που σημαίνει ζούμε.
Αυτή τη στιγμή, απ'την αηδία, ζω μόνο στην άλλη...
Αλλά δίπλα, συντροφιά μου χυδαία θλιβερή,
αν ακούσω, βγαίνοντας απ'το στοχασμό μου,
υψώνει τη φωνή του το σφυροκόπημα των γραφομηχανών.

Φερνάντο Πεσσόα (13 Ιουνίου 1888 - 30 Νοεμβρίου 1935)

Oscar Wilde "Ths Ballad of Reading gaol"



With midnight always in one's heart,
And twilight in one's cell,
We turn the crank, or tear the rope,
Each in his separate Hell,
And the silence is more awful far
Than the sound of a brazen bell.

And never a human voice comes near
To speak a gentle word:
And the eye that watches through the door
Is pitiless and hard:
And by all forgot, we rot and rot, b
With soul and body marred.

And thus we rust Life's iron chain
Degraded and alone:
And some men curse, and some men weep,
And some men make no moan:
But God's eternal Laws are kind
And break the heart of stone.
.......................................................................................................................................................................

Έχοντας μεσάνυχτα στη καρδιά και σούρουπο στο κελί μας, γυρίζουμε τη μανιβέλα και ξαίνουμε τα σχοινιά μες στην πικρή φυλακή μας. Η σιγαλιά μας ήτανε φριχτότερη από τη πιο δυνατή βοή της καμπάνας.

Και ποτέ ανθρώπινη φωνή δε σιμώνει για να πει καλό λόγο και το μάτι που 'ξετάζει μες από το σίδερο της πόρτας είναι σκληρό κι ασυγκίνητο. Ξεχασμένοι απ' όλους, σαπίζουμε, σαπίζοντας ψυχή και σώμα.

Κι έτσι σκουριάζουν οι αλυσίδες της ζωής μας. Μόνοι και καταφρονεμένοι, άλλοι προφέρουνε κατάρες, άλλοι κλαίν' άλλοι σωπαίνουν, άλλοι κλαίνε πονόψυχα και σπάζουνε τις πέτρινες
καρδιές.



Oscar Wilde "Ths Ballad of Reading gaol" (απόσπασμα)

Τάσος Κόρφης - S/S Terrified return

Δεν ξέρω αν φταίνε τα μάτια μου ή έχουν μεταβληθεί τα λιμάνια,
αν κάθε τι καινούριο κρύβει κι ένα χωρισμό,
ή μόνο τα μάτια γερνούν, όλο και πιο πολύ ησυχάζουν,
ο χρόνος καταπιεστικά μας περιφράσσει στα χαρακώματα.
Κι όλο ζητάω να βρω καινούριες προβλήτες, καινούρια περίπτερα,
τόπους καινούριους, άλλους ορίζοντες, ξένα φανάρια,
γιατί φοβάμαι, τρομάζω την κάθε επιστροφή,
δεν αντέχω την επαιτεία σε χώρους που τόσο αγάπησα.

Τάσος Κόρφης (1929- 2 Δεκεμβρίου 1994 )

Πηγή: https://dimartblog.com/2017/06/07/17poem76/

Αριάδνη Πορφυρίου,Αλέξης



Το τέλος της αθωότητας
Όταν έσβησαν τα μάτια σου
Όταν άκουγα
«Καλά τα έπαθε»
«Και τι έγινε;»
Ψύχος και Μοναξιά
σε τούτη δω τη χώρα.
Πυροβολούν
Κλαδεύουν τα σύννεφα, Θεέ μου!
Πάντα έλεγα δεν υπάρχεις
Μα τώρα σιγουρεύτηκα.

Αριάδνη Πορφυρίου, ΚΑΡΦΙ, e-book24grammata.com

Γιάννης Δάλλας-Ερωτικό, της Αχερουσίας

Ετσι όπως ανεπαίσθητα περνάς από τη μια εποχή στην άλλη κι
Ολα είν' ακαθόριστα καθώς το φως το χρώμα κ' οι φωνές της μιας
Γίνονται αίσθημα και χύνονται μέσα στην άλλη / Ομοια κ' εγώ
Ταξίδευα κάτω απ' τα δέντρα αυτού του γέρου ποταμού κ' είχα την αχερούσια γυναίκα που άλλαζε μορφές στην αγκαλιά μου / Μα-
Στοί της γης πλόκαμοι ιτιάς μάτια και δέρμα σκίρτημα βυθών και
Κάτω η γύμνια της ατέλειωτη μες στο κουπί μου / Και στη
στροφή που βράδιαζε γυρίζω και τη βλέπω που κιτρίνιζε σαν ν'
άρπαξε ο μισός Αχέροντας φωτιά κι αυτή στη μέση τρίζοντας να
καμπουριάζει / Κ' εγώ που 'χα το σώμα της αγάπης κ' έτρεμε
γεμίζοντας τις χούφτες πήγαινα βουλιάζοντας από τη μια στην άλ-
λη μου ηλικία / Μ' ένα λαγήνι στάχτη πέρασα στον Αδη

Γιάννης Δάλλας (1924- )

(Συλλογή Το τίμημα, 1981)

Paul Eluard-[Σου μιλώ από την απεραντοσύνη του χρόνου]

Σου μιλώ από την απεραντοσύνη του χρόνου
Σου μιλώ από τις πεδιάδες

Το στόμα μου είναι επάνω στο μαξιλάρι σου

Τα δύο πρόσωπα του τοίχου συναντήθηκαν
Η φωνή μου σ' ανακαλύπτει 

Σου μιλώ από την απεραντοσύνη του χρόνου

Ω πόλεις αναμνήσεις πόλεων
Πόλεις τυλιγμένες στις επιθυμίες μας
Πόλεις που έρχονται πριν ή μετά
Πόλεις δυνάστες, πόλεις κρυφές
Λεηλατημένες από τα αφεντικά των χτιστών τους
Όλοι οι στοχαστές τους είναι τα φαντάσματα τους

Μοτίβα επίπεδα από σμαράγδι 
Φωτεινα, ζώντα, π' επιβιώνουν 
Η σοδειά του ουρανού στη γη μας
Τρέφουν τη φωνή μου, ονειρεύομαι και κλαίω
Ανάμεσα στο κέλυφος του ήλιου

Και πάνω από το σώμα μου 
Το σώμα σου απλώνεται

Το σεντόνι του φωτεινού του καθρέφτη 

__________________
Π. Ελυάρντ (μτφρ. Β. Ρουσσάκης)

Νίκος Καρούζος-«ΠΟΙΗΜΑ ΣΤΟ ΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΟ»



Χαρά της νύχτας ω φώτα ηχηρά
θαυμάσιο βράδυ
ο έγχρωμος θόρυβος της πόλεως
τη μοναξιά μου διαιρούσε πότε κίτρινη
πορτοκαλένια κυανή και τώρα κόκκινη
βάφοντας πράσινο το περπάτημα.
Είχε λευκά σημάδια η αγάπη.
Στοπ. Επιστροφή.
Είχε λευκά σημάδια του κόσμου η ταραχή.
Τα νέφη αόρατα.
Όχι.
Στις ερημιές του φεγγαριού μέσ' στα κλήματα
μαρμαίρει ο άγγελος ενώ
γελιέται ο θάνατος και η νύχτα
διασκεδάζει με διάττοντες.
Όχι, όχι.
Ο χρόνος πλησιάζει τα οράματα
νυχοπατώντας.
Απληστία!
Έπρεπε να βυθίσω περισσότερο
τη θλίψη μέσα στην ψυχή μου.
Όχι.
Στολίζει την έκταση ο γρύλος.
Η νύχτα κατεβαίνει τη σκάλα του σκοταδιού
κάθεται στον έρωτα της Μαίρης.
Έρημες αναπνέουν στους κήπους οι προτομές.
Στοπ. Όλα σβήνονται.
Θέλω να βγω απ΄ τις λέξεις
βαρέθηκα.
Ν' ακούω καλύτερα στο απέναντι μπαλκόνι
τι λένε οι δυο μόνιμες γριές
που κάθονται με τις ώρες.

Νίκος Καρούζος (17 Ιουλίου 1926- 28 Σεπτεμβρίου 1990)
«Πενθήματα», 1969

Γιάννης Ρίτσος - Και να αδερφέ μου (απόσπασμα από το Καπνισμένο Τσουκάλι)

                                            Νίκος Ξυλούρης, Γιάννης Ρίτσος -Και να αδερφέ μου
                                           Μελοποίηση: Χρήστος Λεοντής
                                             Δίσκος: Καπνισμένο Τσουκάλι (1975)
           Στίχοι:                                 


Και να αδερφέ μου που μάθαμε να κουβεντιάζουμε
ήσυχα-ήσυχα κι απλά.
Καταλαβαινόμαστε τώρα— δε χρειάζονται περισσότερα.

Κι αύριο λέω θα γίνουμε ακόμα πιο απλοί.
Θα βρούμε αυτά τα λόγια
που παίρνουνε το ίδιο βάρος σ’ όλες τις καρδιές, σ’ όλα τα χείλη,
έτσι να λέμε πια τα σύκα: σύκα, και τη σκάφη: σκάφη,
κ' έτσι που να χαμογελάνε οι άλλοι και να λένε: «τέτοια ποιήματα
σου φτιάχνω εκατό την ώρα». Αυτό θέλουμε και μεις.

Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε, αδελφέ μου, απ’ τον κόσμο
εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο.






Κώστας Βάρναλης (απόσπασμα από το θεατρικό Άτταλος ο Τρίτος)

Ποιος θα μας σώσει; Ανατολή γιά Δύση;
Ποιος Έλληνας ή βάρβαρος θεός;
Μπροστά καινούργιος κόσμος θα βαδίσει,
γιά πίσου θα γυρίζει ο παλαιός;


Δε θα μας σώσει Ανατολή γιά Δύση
μήδ’ Έλληνες ή βάρβαροι θεοί
Μπροστά καινούργιος κόσμος θα βαδίσει,
άμα ξυπνήσουν κάποτε οι λαοί.

Κώστας Βάρναλης, Άτταλος ο Τρίτος, Πρόλογος. Κέδρος, 1972. 13-14.

Βάρκα γιαλὀ

Μας πήγαν εξορία (βάρκα γιαλό) - Γιώργος Κατσαρός 1946


Διασκευή από τον Γιώργο Κατσαρό (Θεολογίτη),
βασισμένο στην παραδοσιακή μελωδία του ''Βάρκα γιαλό''.
ηχογράφηση Αμερικής, 1946

Στίχοι:

Δεν το πίνουμε το γάλα, βάρκα γιαλό δεν το πίνουμε το γάλα ούτε και τη μαρμελάδα αχ να σε χαρώ, βάρκα γιαλό Και μας πήγαν εξορία, βάρκα γιαλό και μας πήγαν εξορία μακριά από την Αθήνα αχ να σε χαρώ, βάρκα γιαλό Και μας δίνανε μπιζέλια, βάρκα γιαλό και μας δίνανε μπιζέλια που τα ρίχναν στα κουνέλια αχ να σε χαρώ, βάρκα γιαλό Και θα βάλω σημαδούρα, βάρκα γιαλό και θα βάλω σημαδούρα κι έτσι θα το σκάσω ζούλα αχ να σε χαρώ, βάρκα γιαλό - Γεια σου Κατσαρέ!
.....................................................................................................................................................................

Από τον δίσκο "Τα Προπολεμικά". Έκδοση 1946. Μουσική Βασίλη Τσιτσάνη. Τραγουδάει ο Στράτος Παγιουμτζής με τον συνθετη.

Γιώργος Ζαμπέτας-Ο χωρισμός


Εμμανουήλ Ροΐδης – Ασμοδαίος (αποσπάσματα)



«Ως οι Ινδοί εις φυλάς, ούτω και οι Ελληνες διαιρούνται εις τρεις κατηγορίας:
α) Εις συμπολιτευομένους, ήτοι έχοντας κοχλιάριον να βυθίζωσιν εις την χύτραν του προϋπολογισμού.
β) Εις αντιπολιτευομένους, ήτοι μη έχοντας κοχλιάριον και ζητούντας εν παντί τρόπω να λάβωσιν τοιούτον.
γ) Εις εργαζομένους, ήτοι ούτε έχοντας κοχλιάριον ούτε ζητούντας, αλλ’ επιφορισμένους να γεμίζωσι την χύτραν διά του ιδρώτος των».
 Εμμανουήλ Ροΐδης  –  πριν 130 χρόνια…
* Ο Ασμοδαίος (Ασμέντ ή Ασμεντέους στην Εβραϊκή) είναι ένας ημι-βιβλικός δαίμονας που είναι γνωστός χάρη κυρίως στο βιβλίο του Τωβίτ. Αναφέρεται επίσης σε ορισμένους ταλμουδικούς θρύλους και στη δαιμονολογία, ως ηγετική μορφή κατά την κατασκευή του ναού του Σολομώντα. Κατά τη γνώμη πολλών ακαδημαϊκών, θρύλοι για τον Ασμοδαίο προέρχονται από το Ζωροαστρισμό, και ενσωματώθηκαν στον Ιουδαϊσμό (και επομένως και στον Χριστιανισμό) κατά την κυριαρχία των Αχαιμενιδών Περσών στους Ιουδαίους. Ο Ασμοδαίος είναι ένας από τους τέσσερις πρίγκηπες της Κόλασης, και ειδικότερα αυτός που κυβερνά τις ανατολικές περιοχές. Οδηγεί 72 λεγεώνες δαιμόνων και είναι ο δαίμονας της λαγνείας στην κατάταξη των δαιμόνων.
Η Αγγλία έχει δύο Βουλάς την Άνω και την Κάτω.Ημείς (Ελλάδα) έχομεν μίαν Βουλήν άνω-κάτω!”
* Η κυκλοφορία του σατιρικού εντύπου Ασμοδαίος, το 1875, από τον Εμμ. Ροΐδη και το σκιτσογράφο Θέμο Άννινο αποτέλεσε σταθμό στην ιστορία του Τύπου. H παρουσία του Ροΐδη, του συγγραφέα της Πάπισσας Ιωάννας στο τιμόνι της εφημερίδας την καθιστά πασίγνωστη, αφού ήταν από τις γνωστότερες προσωπικότητες της πνευματικής ζωής. H τομή που προκαλεί ο Ασμοδαίος στην ελληνική δημοσιογραφία οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι μετά τη λαϊκή χοντροκομμένη εικόνα των σατιρικών εντύπων εγκαινιάζει το συνδυασμό της λεπτής, σαρκαστικής σάτιρας με το καλλιτεχνικό σκίτσο. Το όνομα ενός δαίμονος επέλεξε ο Ροΐδης ως τίτλο της εφημερίδας.  Με τη διακοπή της έκδοσης του Ασμοδαίου, η λαϊκή, σατιρική εφημερίδα Αριστοφάνης πανηγύριζε για την εξαφάνιση της «αριστοκρατικής εφημερίδος, του «νόθου τέκνου του φαναριωτισμού και του φαύλου ευρωπαϊκού πολιτισμού», η οποία μονοπώλησε την πνευματική ζωή του τόπου και περιφρόνησε τον λαό. Μολονότι η κυκλοφορία του Ασμοδαίου ήταν ελάχιστη, άγγιζε μόλις τα 300 φύλλα, όταν η αντίστοιχη των λαϊκών ανταγωνιστών του έφθανε τις 7.000, άφησε εποχή.   Ο Ροΐδης με το σατιρικό λόγο του Ασμοδαίου αποκτά το καταλληλότερο μέσο για να εκφράσει τις ώριμες και κατασταλαγμένες απόψεις του για την κοινωνία και την πολιτική. Ο Ασμοδαίος κυκλοφόρησε ενόσω βρισκόταν στην εξουσία η τελευταία κυβέρνηση Βούλγαρη, όταν ο Τρικούπης είχε ήδη γράψει το άρθρο «Τις πταίει;», και η παρατεταμένη περίοδος κρίσης του πολιτικού συστήματος, που εξελίχθηκε στο γνωστό, κοινοβουλευτικό σκάνδαλο των «στηλιτικών», βρισκόταν στο αποκορύφωμά της. Απέβλεπε στο να εκφράσει ο Ροΐδης τις αμφιβολίες του σχετικά με την ορθή λειτουργία του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος και να στηλιτεύσει τα κόμματα.
“Η πλουτολογική επιστήμη εξακρίβωσε προ πολλού από ποια στοιχεία συνίσταται ο συσσωρευμένος από τους μεγάλους τραπεζίτες κι εμπόρους πλούτος. Σύμφωνα με τις ακριβέστερες αναλύσεις, τα τάλαντα αυτών συνίστανται από ίσες περίπου δόσεις φιλοπονίας, τσιγγουνιάς, οξύνοιας και τύχης. Υποβάλλοντας μάλιστα και μία λίρα σε χημική ανάλυση βρέθηκε ότι απαρτίζεται από τα ακόλουθα στοιχεία:
 Δάκρυ ορφανού 0,02 
 Στεναγμοί χήρας 0,01 
 Πείνα συνταξιούχου 0,01 
 Εύνοια Τούρκου 0,03 
 Νωθρότητα εισαγγελέως 0,03 
 Ελαστικότητα νόμων 0,05 
 Ευπιστία μετόχου 0,85! 
    Γενικό σύνολο: λίρα 1 (μία) …………………..”
by Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Simple Man - Lynyrd Skynyrd


Άρης Αλεξάνδρου - Σύντροφε κοιμάσαι;




Σύντροφε κοιμάσαι; - Σάκης Μπουλάς, Αφροδίτη Μάνου

Στίχοι: Άρης Αλεξάνδρου
Μουσική: Μιχάλης Γρηγορίου
Δίσκος: Ανεπίδοτα Γράμματα (1977)

Σύντροφε κοιμάσαι;
Ήθελα να μου πεις, ξέρεις καμιά σελίδα μαρξισμού
Που να βουλιάζουνε οι λέξεις στο χαρτί
Σαν τη σιωπή μου
Στις κόρες των ματιών της;
Ο Πέτρος που κοιμάται στο τσιμέντο
Δίχως φόδρα στο σακάκι
Κάθε πρωί μου έκανε τράκα μια καλημέρα στα κλεφτά
Γιατί τον είχαν για προδότη

Βάλαμε τις στάμνες
Εκεί που έστρωνε την τρύπα κουρελού
Μιλάμε για την δήλωση
Τις ώρες που έμενε σκυφτός
Διαβάζοντας μια περσινή εφημερίδα

Τότε θα’πρεπε να’ταν που μας έπιασε βροχή
Ανάβοντας τσιγάρο είδα το πρόσωπό σου
Στο τζάμι της βιτρίνας
Κάτι ψιχάλες πέσανε στα μαλλιά σου και το σβήσανε

Δίπλα στις στάμνες που κρυώνουν το νερό
Βλέπω πως αν ήταν να διαλέξω
Θα γύριζα κοντά σου
Αν τα κατάφερνα να βρω το σπίτι μου
Θα σε έπαιρνα μαζί μου

Στο θάλαμο κρυώνουν
Με τα πόδια στις κουβέρτες
Με το παλτό στην πλάτη
Θέλω να σου γράψω
Μα τι σε νοιάζει εσένα η σιωπή του
Κάτω από τη βροχή;

Fedor Michajlovic Dostojevskij , «Έγκλημα και Τιμωρία»

«Έβλεπε στον άρρωστο ύπνο του πως τάχα όλος ο κόσμος είχε καταδικαστεί να πεθάνει εξαιτίας μιας τρομερής κι ανήκουστης αρρώστιας που ερχόταν απ’ τα βάθη της Ασίας και κατέκλυζε την Ευρώπη. Όλοι έπρεπε να χαθούν εκτός από μερικούς, πολύ λίγους, εκλεκτούς. Κάποιοι καινούριοι μικροσκοπικοί βάκιλλοι προσβάλλανε το σώμα του ανθρώπου. Οι βάκιλλοι όμως αυτοί ήταν πνεύματα που είχαν λογικό και θέληση. Οι άνθρωποι που προσβάλλονταν απ’ αυτά τα μικρόβια, γίνονταν αμέσως δαιμονισμένοι και τρελοί. Ποτέ όμως, ποτέ, οι άνθρωποι δεν πίστευαν τόσο μυαλωμένο τον εαυτό τους, ποτέ δεν είχαν πιστέψει τόσο σταθερά πως είχαν βρει την αλήθεια, όσο αυτοί οι προσβλημένοι απ’ την αρρώστια. Ποτέ δεν είχαν νομίσει πιο ατράνταχτα τα συμπεράσματά τους, τις επιστημονικές τους θεωρίες, τις ηθικές τους θεωρίες. Ολόκληροι συνοικισμοί, ολάκερες πολιτείες και λαοί μολύνονταν και τρελαίνονταν. ΄Ολοι βρίσκονταν σε ταραχή και δεν καταλάβαιναν ο ένας τον άλλον, ο καθένας τους νόμιζε πως μονάχα αυτός κατέχει την αλήθεια και υπόφερε κοιτάζοντας τους άλλους, χτυπούσε το στήθος του, έκλαιγε και σύστρεφε τα χέρια του. Δεν ξέρανε ποιον και πώς έπρεπε να κρίνουν, δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν τι έπρεπε να θεωρούν καλό και τι κακό. Δεν ξέρανε ποιον να κατηγορήσουν και ποιον ν’ αθωώσουν. Οι άνθρωποι σκοτώνονταν μεταξύ τους με κάποιο άσκοπο μίσος. Μαζεύονταν ολόκληρα στρατεύματα και ρίχνονταν στους άλλους, μα οι φαντάροι, στην πορεία τους ακόμα, άρχιζαν ξαφνικά να χτυπιούνται και να πετσοκόβονται μεταξύ τους· η παράταξη χαλούσε, λογχίζανε και σφάζανε, δαγκώνανε και τρώγανε ο ένας τον άλλον. Στις πολιτείες χτύπαγαν όλη μέρα οι καμπάνες· τους καλούσαν όλους, μα ποιος τους καλούσε και γιατί τους καλούσε, κανείς δεν το ‘ξερε κι ήταν όλοι τους ανήσυχοι. Είχαν παρατήσει τα κοινά  επαγγέλματα, γιατί ο καθένας πρότεινε μετατροπές και βελτιώσεις και δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν· είχε παραμεληθεί κι η γεωργία. Εδώ και κει οι άνθρωποι μαζεύονταν μπουλούκια-μπουλούκια, συμφωνούσαν να κάνουν κάτι, ορκίζονταν να μη χωρίσουν ποτέ, αμέσως όμως άρχιζαν κάτι εντελώς διαφορετικό απ’ αυτό που μόλις τώρα είχαν οι ίδιοι υπολογίσει, άρχιζαν να κατηγορούν ο ένας τον άλλον, έρχονταν στα χέρια και σφάζονταν. Άρχισαν οι πυρκαγιές, άρχισε η πείνα.»


Μετάφραση: Άρης Αλεξάνδρου. Εκδόσεις Γκοβόστη 2014.

Χαλίλ Γκιμπράν – Ο κήπος του Προφήτη (απόσπασμα)

ΝΑ ΛΥΠΑΣΤΕ ΤΟ ΕΘΝΟΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΓΕΜΑΤΟ ΘΡΗΣΚΕΙΑ κι άδειο από πνευματικότητα.

ΝΑ ΛΥΠΑΣΤΕ ΤΟ ΕΘΝΟΣ ΠΟΥ ΦΟΡΑ ΕΝΑ ΡΟΥΧΟ δεν το έχει υφάνει, που τρώει ψωμί που δεν το έχει θερίσει και πίνει κρασί που δεν έχει τρέξει από το πατητήρι του.

ΝΑ ΛΥΠΑΣΤΕ ΤΟ ΕΘΝΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΚΑΛΕΙ τον βίαιο άνθρωπο ήρωα, και βλέπει το λαμπροφορεμένο κατακτητή γενναιόδωρο.

ΝΑ ΛΥΠΑΣΤΕ ΤΟ ΕΘΝΟΣ ΠΟΥ ΠΕΡΙΦΡΟΝΕΙ το πάθος στ' όνειρό του, κι ωστόσο γίνεται σκλάβος στο ξύπνιο του.

ΝΑ ΛΥΠΑΣΤΕ ΤΟ ΕΘΝΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΥΨΩΝΕΙ ΤΗ ΦΩΝΗ ΤΟΥ, παρά μόνο σαν βρίσκεται σε κηδεία΄ δεν υπερηφανεύεται, παρά μόνο μέσα στα δικά του αρχαία μνημεία και δεν ξεσηκώνεται παρά μονάχα όταν ο λαιμός του βρίσκεται ανάμεσα στο σπαθί και στην πέτρα.

ΝΑ ΛΥΠΑΣΤΕ ΤΟ ΕΘΝΟΣ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΜΙΑ ΑΛΕΠΟΥ για κυβερνήτη, ένα ταχυδακτυλουργό για φιλόσοφο, και έχει μπαλωματήδες και μίμους για καλλιτέχνες.

 ΝΑ ΛΥΠΑΣΤΕ ΤΟ ΕΘΝΟΣ ΠΟΥ ΥΠΟΔΕΧΕΤΑΙ ΤΟ ΝΕΟ ΤΟΥ ΚΥΒΕΡΝΗΤΗ με σαλπίσματα και τον αποχαιρετά με γιουχαΐσματα για να καλωσορίσει και πάλι άλλον με σαλπίσματα.

ΝΑ ΛΥΠΑΣΤΕ ΤΟ ΕΘΝΟΣ ΠΟΥ ΟΙ ΣΟΦΟΙ του έχουν σιωπήσει από χρόνια και οι γενναίοι του άνδρες ακόμη δεν έχουν απογαλακτιστεί.

ΝΑ ΛΥΠΑΣΤΕ ΤΟ ΕΘΝΟΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΧΩΡΙΣΜΕΝΟ σε κομμάτια, και που κάθε κομμάτι θεωρεί τον εαυτό του έθνος. [Πηγή: www.doctv.gr]

Χαλίλ Γκιμπράν – Ο κήπος του Προφήτη, Ο κήπος του Προφήτη, Μτφρ: Ευάγγελος Γράψας, εκδ. Μπουκουμάνης, 1974.

Νικηφόρος Βρεττάκος - Τό χρέος

Μίλησες καί σέ πράγματα πού δέν ἀκοῦν γνωρίζοντας
πώς κι ἀπό κεῖνα πού ἀκοῦνε δέν θ’ ακουστεῖς.
Ἄνοιξες τό παράθυρο κ’ εἶπες τό λόγο σου.
Ψίχουλα στά πουλιά ἡ φωνή σου – πού δέν θά γευτοῦν,
σπόροι στίς πέτρες πού δέν θά φυτρώσουν. Ἀλλά,
ὅ,τι κι ἄν ἔγινε ὅ,τι κι ἄν γινόταν
τό χρέος εἶναι ὀφειλόμενο.
Δίνοντας το κανείς αἰσθάνεται μές
στήν τραγωδία του ἐλεύθερος.

Νικηφόρος Βρεττάκος, Οδοιπορία-Ποιήματα 1967-1970, 1972.

Γέωργιος Σουρής-Ὁ Ῥωμηὸς στὸν Παράδεισο

Θεούλη μου, τί σοῦ ῾λθε νὰ μ᾿ ἁγιάσεις;
νομίζεις πῶς θὰ μ᾿ ἔμελλε καθόλου,
ἂν ἤθελες κι ἐμένα νὰ κολάσεις
καὶ μ᾿ ἔστελνες παρέα τοῦ διαβόλου;
Μ᾿ ἀρέσει ὁ Παράδεισος, ἀλήθεια,
χωρὶς δουλειὰ σκοτώνω τὸ καιρὸ
βλέπω ἁγίους γύρω μου σωρό,
διαβάζω συναξάρια, παραμύθια,
κι ἀκούω καὶ τραγούδια θεϊκά,
μά, ἔλα ποὺ δὲν ἔχετε συνήθεια,
νὰ λέτε κι ἕνα δυὸ πολιτικά!
Σὺ κυβερνᾷς γιὰ πάντα μὲ γαλήνη
κι ὥρα ἀπ᾿ τὸ θρόνο σου δὲ πέφτεις...
Ἂς ἦταν δυνατὸν Θεὸς νὰ γίνει
καὶ ἄλλος σὰν ἐσένα, λίγο ψεύτης,
νὰ μοιρασθεῖ τῶν οὐρανῶν τ᾿ ἀσκέρι,
νὰ πᾶνε καὶ μ᾿ ἐκεῖνον οἱ μισοί,
νά ῾ρχεται αὐτός, νὰ πέφτεις σύ,
νὰ γίνεται λιγάκι νταραβέρι...
Μὰ ὅλα ἐδῶ εἶναι τακτικά,
ὁ οὐρανὸς Θεὸ ἐσένα ξέρει,
καὶ δὲ μιλοῦν πολιτικά!
Ἐδῶ ποὺ μ᾿ ἡσυχία ὅλοι ζοῦνε,
γιὰ μένα εἶναι κόλαση μεγάλη,
πολιτικὰ τ᾿ αὐτιά μου ἂς ἀκοῦνε,
κι ἂς εἶμαι καὶ στὴ κόλαση, χαλάλι!
Ἂν εἶχες εἰς τὸ νοῦ νὰ μὲ κολάσεις,
καὶ μ᾿ ἔφερες κοντά σου γιὰ ποινή,
νά! κόλαση γιὰ ῾μὲ ἀληθινή...
Μά, φθάνει πιά, Θεέ μου, μὴ μὲ σκάσεις,
καὶ διῶξε με στὸ λέω παστρικά,
γιατὶ ἀλλιῶς στιγμὴ δὲ θὰ ῾συχάσεις...
Μονάχος θὰ μιλῶ πολιτικά!

Κύλιξ με παράσταση οπλίτη σε βωμό. Περίπου 480 π.Χ. Ερυθρόμορφη κεραμεική του 5ου αι. π.Χ. - Μουσείο Στοάς Αττάλου, Αρχαία Αγορά Αθηνών.

ΟΤΑΝ ΜΕ ΒΛΕΠΕΙΣ ΚΑΙ ΠΕΡΝΩ, 1934, Μ. ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ


Βασίλης Τσιτσάνης-Αχάριστη


Βασίλης Τσιτσάνης - Αρχόντισσα


Στέλιος Γεράνης-Ομολογία ενοχής


Χωρὶς νὰ ὑπάρχει στὰ χαρτιὰ μιὰ καταδίκη εἰς θάνατον
περιπλανῶμαι σὰν φυγόδικος ἀπὸ τὴν πρώτη μου στιγμή.
Ὅλοι μοῦ λὲν πὼς εἶμαι ἀθῶος
γιατί σπανίως ἐννοοῦν τὰ πάμπολλά μου ἐγκλήματα.
Πὼς εἶμαι δήμιος, ἀσφαλῶς, δὲν τὸ πιστεύουν.
Μὰ ἐγὼ φοβᾶμαι. Γιατί• καλῶς γνωρίζω
πόσες ὡραῖες μου πράξεις καρατόμησα•
πόσες φορὲς κλάδεψα τοὺς βλαστοὺς μου•
πόσες φορὲς συναντήθηκα μὲ τὸν ἄλλο μου δαίμονα
κ’ ἔστριψα
στὴ μικρὴ
σκοτεινὴ
πάροδο.

Ὅλοι μοῦ λὲν πὼς εἶμαι ἀθῶος
γιατί δὲ βλέπουν
τὰ κρεμασμένα
στοὺς τοίχους
ὁμοιώματα•
τὰ συνετὰ καὶ δίκαια ἔργα μου δὲ βλέπουν
ἔτσι καθὼς περνοῦν σκυφτὰ
τὶς πύλες τῶν φερέτρων μου.

Ὅταν χτυπάει ὁ ἄνεμος τὴν πόρτα μου
τρομάζω: Τώρα —λέω— ἔρχονται νὰ μὲ συλλάβουν•
ἔρχονται νὰ μὲ ὑποχρεώσουν καὶ πάλι ν’ ἀρνηθῶ•
νὰ πῶ: Οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπο.
Αὐτὸν ποὺ ἐντός μου κατοικεῖ
δὲν τὸν γνωρίζω.

Ὅλοι μου λὲν πὼς εἶμαι ἀθῶος
καὶ πὼς μπορῶ ἡσύχως ν’ ἀναπαύομαι•
νὰ περπατῶ ἀνενόχλητος στοὺς δρόμους•
γιὰ τοὺς κοινοὺς κακούργους μὲ ἀπέχθεια νὰ μιλῶ
καὶ ν’ ἀποσύρομαι χωρὶς
τὴν ἐντροπὴ τοῦ ἐνόχου.

Μὰ ἐγὼ δὲν ἀναπαύομαι. Τὶς νύχτες
μὲ κυκλώνουν οἱ σκιές. Ἄγρια φαντάσματα
καραδοκοῦν πίσω ἀπ’ τὶς πόρτες μου.
Καὶ δὲν μπορῶ νὰ εἶμαι ὁ διαυγής•
ὁ καθαρὸς καὶ ἀμόλυντος δὲν εἶμαι•
κι ἂς μὴν ὑπάρχει στὰ χαρτιὰ
μιά καταδίκη
εἰς θάνατον.


Σ τ έ λ ι ο ς  Γ ε ρ ά ν η ς


Ἀπὸ Σπύρου Κοκκίνη,  Ἀνθολογία Νεοελληνικῆς Ποίησης, 6η ἔκδ.,
Ἀθῆναι,  Ἔκδ. Ι.Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε., 2000.

Όλγα Βότση-Ἡ αἰωνιότητα


.
Ἄφηνε πάντα τὰ δάχτυλά σου ἀνοιχτὰ
νὰ μπαίνει ἡ αἰωνιότητα σὰ γύρη φωτός.
Πάνω στ’ ἀλύγιστα χέρια σου, σὰ σὲ βράχια σκληρά,
ἄφηνε νὰ τσιμπᾶνε τὰ χρυσὰ πουλιά της,
ποὺ θέλουνε στ’ ἄγνωστο κορμί σου νὰ περπατήσουν.
Ὕψωσε τὰ βαριά σου τὰ βλέφαρα
στὶς ἄλλες ζῶνες ἐκεῖνες τὶς ἅγιες. Τὸ δάκρυ χόρτασες,
τὸν πόνον ὅλο τὸν διάτρεξες.
Σήκω νὰ ἐρευνήσεις τοὺς ἄγνωστους τούτους τόπους,
ὅπου βέλη πιὰ δὲν ὑπάρχουνε, οὔτε πληγές.
Σπεῦσε στὶς κρυστάλλινες βρύσες νὰ συναντήσεις,
τὰ πελώρια δάση τοῦ ἐλέους τὰ μυστικά,
κι ἃς εἶναι μέσα ἀπὸ τῆς ψυχῆς σου τιναγμένα τὸ θόλο,
κι ἃς εἶναι ἀπὸ τὸν ἀπελπισμὸ τῆς κραυγῆς σου.
Γιατί πολὺ τὸ πόθησες
μὲς στ’ ἄχραντα φορέματα νὰ τυλιχτεῖς,
γιατί πολὺ τὸ θέλησες
τὴ μουσικὴ μόνο τοῦ φωτὸς στ’ αὐτιά σου ν’ ἀκούσεις.


Ὄ λ γ α Β ό τ σ η

Γιῶργος Βέλτσος - Morsus Diaboli





Τὸ δεῖγμα σου δὲν ἔφτασε γιὰ νὰ σὲ μεταλάβω
στὰ ἄχραντα τοῦ ἔρωτα τὰ δεῖπνα, μυστικὰ
σὲ δῆγμα μετατράπηκε, χωρὶς νὰ καταλάβω,
τοῦ πάνδημου τοῦ δαίμονα, ποὺ θέλει ἐκστατικὰ

οἱ ἐραστὲς νὰ ἐπαίρονται γιὰ μίαν ὠμοφαγία
ποὺ διέπραξαν συνένοχοι, ὑποκριτὲς θνητοί,
ἰστρίωνες κι ἂς διέδιδαν μὲ τὴ χειρονομία
τῶν ἀγαλμάτων τὴ σιωπή, θαρρεῖς φάση διττή

ἀπὸ τὴ μιὰ νὰ αἱμορραγοῦν, στῆς κλίνης τὸ σφαγεῖο
κι ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἀπαθεῖς, βουβὰ νὰ ἱερουργοῦν
στὸ δῶμα τοῦ Ἐχίονα, τὸ τρομερὸ πορθμεῖο
διακομιδὴ ὑπόσχεται, σὲ ὅσους προκαλοῦν

μὲ δείγματα καὶ δήγματα, τοῦ στόματος ἡ στάση
ἀμφίβολα δηλώνεται, δαγκώνει καὶ φιλεῖ -
τὴ σάρκα τοῦ ἑνός, ὁ ἄλλος ἂν χορτάσει,
μίαν ἔγγραφη ἀπόσταση διαρκῶς θ᾿ ἀναπολεῖ

Ρῶμος Φιλύρας - Διαθήκη

Εγώ παρήλθα, τραγουδώντας τη χαρά,
τις έμορφες, τα ρόδα και τ’ αηδόνια.
Χορεύοντας και πίνοντας αδρά
ένιωσα απάνω στα μαλλιά τα χιόνια.

Στου κύπελλου το κατακάθι η συμφορά
κι η στάχτη, που αψηφούσα τόσα χρόνια.
Τώρα στο κύμα τα πετώ, μακριά,
τώρα με λιώνουν πόνοι και τριζόνια…

Σε νότα και ρυθμό, στίχο μεστό
σ’ ένα τραγούδι επόθησα να κλείσω
μιαν αρμονία, νόημα σωστό.

Μα δεν κατόρθωσα θεία να μιλήσω,
παλμό να δώσω και να συγκλονίσω
την άπειρη ψυχή του κόσμου σε σεισμό.



(1889-1942)

Κλέων Παράσχος- Ω ΘΛΙΒΕΡΑ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΑ


Ω Θλιβερά απογεύματα , σ΄άγνωστες χώρες μακρινές!
χειμερινά βραδιάσματα μες σ΄έρημα σαλόνια
με μόνη συντροφιά τον αργό θρήνο της βροχής,
τους πόθους τους σκεβρούς, τις σκεβρωμένες τις ελπίδες.
Απόβραδα , μέσα σε βιβλιοθήκες σκυθρωπές,
που απ΄ τα πανύψηλα παλαιϊκά παράθυρά των
στα χαλκοπράσινα νερά αφρισμένων θαλασσών
ονειροπόλα η παιδική επλανιότανε ματιά μου
Νιάτα σκυμμένα πάνω σε βιβλία όλο καημό
κι αμαρτωλό πάθος και ολόγλυκια τρεμούλα,
που ύπουλα εστράγγιζαν στη διψασμένη μου ψυχή
το πιο μυστικό, το πιο θανατερό τους φίλτρο!
Βόγγοι των ελατοδασών, κάστρα, τοπία ρομαντικά,
που άλλων καιρών συγκεχυμένα αισθήματα με ζώναν,
δρόγγοι (=δάση) ολομέλανοι , μουγγές κλεισούρες, ωκεανοί,
μπρος στον ριζόδετον εμένα απλωμένοι,
απόψε όλην όσην μο ΄χετε σταλάξει στην ψυχή,
αγιάτρευτη όλη μαρασμό και κλάμα , νοσταλγία
μι΄ανταριασμένη θάλασσα έχει μέσα μου γενεί
μικρό φτωχόπραμα που πλέω εγώ απαρατημένο...





Κλέων Παράσχος (1894-1964)


Πηγή : "Οι νέοι. Εκλογή από το έργο των νέων Ελλήνων ποιητών 1910-1920", Επιμέλεια Τέλλου Άγρα, Εν Αθήναις, Εκδοτικός οίκος «Ελευθερουδάκης» 1922, σελ. 256.

Όλγα Βότση, [Προχωρούμε και Σ' ανασαίνουμε...]

Αποτέλεσμα εικόνας για Όλγα Βότση
Προχωρούμε και Σ’ ανασαίνουμε.
Η παρουσία Σου μας τυλίγει σαν τον αγέρα της νύχτας·
μας αγγίζει τα ερημικά μαλλιά, τα μακριά μας ρούχα.
Είμαστε χαμένοι μες στα σκοτάδια και στα βουνά,
χωρισμένοι απ’ όλους τους ανθρώπους.
Είμαστε τα προχωρημένα φυλάκια.
Πιο πέρ’ από μας, κανείς για μας δε μιλεί.
Ποτέ δε μίλησαν για μας.
Κάπου-κάπου μονάχα, ένας σύντροφος της ερημιάς
περνά από δίπλα μας σα σκιά,
μας κοιτά σιωπηλός και τραβά το δρόμο του.
Σ’ αγκαλιάζουμε,
ανοίγουμε τα χέρια μας εκστατικοί,
και φουχτώνουμε το σκοτεινό αγέρι που μας τριγυρνά,
κι είμαστε ευτυχισμένοι.

Όλγα Βότση (1922-1998)

Από τη συλλογή Ενδόμυχα (1953)


[πηγή: Όλγα Βότση, Τα ποιήματα, τόμος πρώτος (1951-1973), Οι εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 1989, σ. 58]

Σάββατο 25 Μαΐου 2019

Φραντς Κάφκα- «Η δίκη»

Ποιοι να ήσαν τάχα ετούτοι οι δύο; Για τι πράγμα μιλούσαν; Ποια αρχή αντιπροσώπευαν; Ο Κ. ζούσε σε μια χώρα με συνταγματικό πολίτευμα, βασίλευε γενική ειρήνη, και όλοι οι νόμοι ήσαν εν ισχύι· ποιος τολμούσε να τον συλλάβει μέσα στο ίδιο του το σπίτι; Ανέκαθεν είχε την κλίση να παίρνει τα πράγματα εύκολα, να πιστεύει στο χειρότερο μόνο όποτε το χειρότερο ερχόταν, να μη μεριμνά για την αύριο ακόμα και όταν οι προοπτικές ήσαν απειλητικές.[…]

«…Ένας οργανισμός που διαθέτει όχι μόνο διεφθαρμένους δεσμοφύλακες, ηλίθιους Επιθεωρητές και Ανακριτές για τους οποίους το καλύτερο που μπορείς να πεις είναι ότι αναγνωρίζουν τα όριά τους, αλλά έχει επίσης στη διάθεσή του δικαστική ιεραρχία υψηλής, της υψίστης πράγματι βαθμίδος, με την απαραίτητη και πολυάριθμη ακολουθία κλητήρων, γραφέων, αστυνομικών και άλλων υπαλλήλων, ενδεχομένως και δημίων˙ δε με πτοεί η λέξη. Και ποια η σημασία, κύριοι, αυτού του μεγάλου οργανισμού; Να, σε τι συνίσταται: αθώοι κατηγορούνται ως ένοχοι και παράλογες αξιώσεις εγείρονται εναντίον τους, κατά το πλείστον, είναι η αλήθεια, χωρίς αποτέλεσμα, όπως στην περίπτωσή μου. Αλλ’ αφού στο σύνολό του είναι παράλογος, πώς είναι δυνατόν οι ανώτερες βαθμίδες να παρεμποδίσουν τη διαφθορά των οργάνων τους; Αδύνατον. Ακόμα και ο ανώτατος Δικαστής αυτού του οργανισμού θ’ αναγκαστεί να παραδεχθεί τη διαφθορά του δικαστηρίου του…» […]

Μετάφραση : Αλέξανδρος Κοτζιάς (Κέδρος, 1995)

Νίκος Καζαντζάκης-Η σιγή


Μια Φλόγα είναι η ψυχή του ανθρώπου· ένα πύρινο πουλί, πηδάει από κλαρί σε κλαρί, από κεφάλι σε κεφάλι, και φωνάζει: «Δεν μπορώ να σταθώ, δεν μπορώ να καώ, κανένας δεν μπορεί να με σβήσει!»
Δέντρο φωτιά γίνεται ολομεμιάς το Σύμπαντο. Ανάμεσα από τους καπνούς κι από τις φλόγες, αναπαμένος στην κορυφή της πυρκαγιάς, κρατώ αμόλευτο, δροσερό, γαλήνιο, τον καρπό της φωτιάς, το Φως.
Από την αψηλή τούτη κορυφή κοιτάζω την κόκκινη γραμμή που ανηφορίζει· τρεμάμενο αίματερό φωσφόρισμα, που σούρνεται σαν έντομο ερωτεμένο μέσα από τους αποβροχάρικους γύρους του μυαλού μου.
Εγώ, ράτσα, άνθρωποι, γης, θεωρία και πράξη, Θεός, φαντάσματα από χώμα και μυαλό, καλά για τις απλοϊκές καρδιές που φοβούνται, καλά για τις ανεμογγάστρωτες ψυχές που θαρρούν πως γεννούνε.
Από πού ερχόμαστε; Πού πηγαίνουμε; Τί νόημα έχει τούτη η ζωή; φωνάζουν οι καρδιές, ρωτούν οι κεφαλές, χτυπώντας το χάος.
Και μια φωτιά μέσα μου κίνησε ν’ απαντήσει. Θα ’ρθει μια μέρα, σίγουρα, η φωτιά να καθαρίσει τη γης. Θα ’ρθει μια μέρα, σίγουρα, η φωτιά να εξαφανίσει τη γης. Αυτή είναι η Δευτέρα Παρουσία.
Μια γλώσσα πύρινη είναι η ψυχή κι αγλείφει και μάχεται να πυρπολήσει τον κατασκότεινο όγκο του κόσμου. Μια μέρα όλο το Σύμπαντο θα γίνει πυρκαγιά.
Η φωτιά είναι η πρώτη κι η στερνή προσωπίδα του Θεού μου. Ανάμεσα σε δυο μεγάλες πυρές χορεύουμε και κλαίμε.
Λαμποκοπούν, αντηλαρίζουν οι στοχασμοι και τα κορμιά μας. Γαλήνιος στέκουμαι ανάμεσα στις δυο πυρές κι είναι τα φρένα μου ακίνητα μέσα στον ίλιγγο και λέω:
Πολύ μικρός είναι ο καιρός, πολύ στενός είναι ο τόπος ανάμεσα στις δυο πυρές, πολύ οκνός είναι ο ρυθμός ετούτος της ζωής· δεν έχω καιρό, δεν έχω τόπο να χορέψω! Βιάζουμαι!
Κι ολομεμιάς ο ρυθμός της γης γίνεται ίλιγγος, ο χρόνος εξαφανίζεται, η στιγμή στροβιλίζεται, γίνεται αιωνιότητα, το κάθε σημείο — θες έντομο, θες άστρο, θες Ιδέα· γίνεται χορός.
Ήταν φυλακή, κι η φυλακή συντρίβεται κι οι φοβερές δυνάμες μέσα λευτερώνουνται και το σημείο δεν υπάρχει πια!
Ο ανώτατος αυτός βαθμός της άσκησης λέγεται: Σιγή. Όχι γιατί το περιεχόμενο είναι η ακρότατη άφραστη απελπισία για η ακρότατη άφραστη χαρά κι ελπίδα. Μήτε γιατί είναι η ακρότατη γνώση, που δεν καταδέχεται να μιλήσει, για η ακρότατη άγνοια, που δεν μπορεί.
Σιγή θα πει: Καθένας, αφού τελέψει τη θητεία του σε όλους τους άθλους, φτάνει πια στην ανώτατη κορφή της προσπάθειας· πέρα από κάθε άθλο, δεν αγωνίζεται, δε φωνάζει· ωριμάζει αλάκερος σιωπηλά, ακατάλυτα, αιώνια με το Σύμπαντο.
Αρμοδέθηκε πια, σοφίλιασε με την άβυσσο, όπως ο σπόρος του αντρός με το σπλάχνο της γυναίκας.
Είναι πια η άβυσσο η γυναίκα του και τη δουλεύει, ανοίγει, τρώει τα σωθικά της, μετουσιώνει το αίμα της, γελάει, κλαίει, ανεβαίνει, κατεβαίνει μαζί της, δεν την αφήνει!
Πώς μπορείς να φτάσεις στο σπλάχνο της άβυσσος και να την καρπίσεις; Αυτό δεν μπορεί να ειπωθεί, δεν μπορεί να στριμωχτεί σε λόγια, να υποταχτεί σε νόμους· καθένας έχει και τη λύτρωση τη δική του, απόλυτα ελεύτερος.
Διδασκαλία δεν υπάρχει, δεν υπάρχει Λυτρωτής που ν’ ανοίξει δρόμο. Δρόμος ν’ ανοιχτεί δεν υπάρχει.
Καθένας, ανεβαίνοντας απάνω από τη δική του κεφαλή, ξεφεύγει από το μικρό, όλο απορίες μυαλό του.
Μέσα στη βαθιά Σιγή, όρθιος, άφοβος, πονώντας και παίζοντας, ανεβαίνοντας ακατάπαυτα από κορυφή σε κορυφή, ξέροντας πως το ύψος δεν έχει τελειωμό, τραγουδά, κρεμάμενος στην άβυσσο, το μαγικό τούτο περήφανο ξόρκι:
ΠΙΣΤΕΥΩ Σ’ ΕΝΑ ΘΕΟ, ΑΚΡΙΤΑ, ΔΙΓΕΝΗ, ΣΤΡΑΤΕΥΟΜΕΝΟ, ΠΑΣΧΟΝΤΑ, ΜΕΓΑΛΟΔΥΝΑΜΟ, ΟΧΙ ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΟ, ΠΟΛΕΜΙΣΤΗ ΣΤ’ ΑΚΡΟΤΑΤΑ ΣΥΝΟΡΑ, ΣΤΡΑΤΗΓΟ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ ΣΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΦΩΤΕΙΝΕΣ ΔΥΝΑΜΕΣ, ΤΙΣ ΟΡΑΤΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΟΡΑΤΕΣ.
ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤ’ ΑΝΑΡΙΘΜΗΤΑ, ΕΦΗΜΕΡΑ ΠΡΟΣΩΠΕΙΑ ΠΟΥ ΠΗΡΕ Ο ΘΕΟΣ ΣΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ ΚΑΙ ΞΕΚΡΙΝΩ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΑΥΤΗ ΡΟΗ ΤΟΥ ΤΗΝ ΑΚΑΤΑΛΥΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ.
ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤΟΝ ΑΓΡΥΠΝΟ ΒΑΡΥΝ ΑΓΩΝΑ ΤΟΥ, ΠΟΥ ΔΑΜΑΖΕΙ ΚΑΙ ΚΑΡΠΙΖΕΙ ΤΗΝ ΥΛΗ· ΤΗ ΖΩΟΔΟΧΑ ΠΗΓΗ ΦΥΤΩΝ, ΖΩΩΝ ΚΙ ΑΝΘΡΩΠΩΝ.
ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ, ΤΟ ΧΩΜΑΤΕΝΙΟ ΑΛΩΝΙ, ΟΠΟΥ ΜΕΡΑ ΚΑΙ ΝΥΧΤΑ ΠΑΛΕΥΕΙ Ο ΑΚΡΙΤΑΣ ΜΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ.
«ΒΟΗΘΕΙΑ!» ΚΡΑΖΕΙΣ, ΚΥΡΙΕ. «ΒΟΗΘΕΙΑ!» ΚΡΑΖΕΙΣ, ΚΥΡΙΕ, ΚΙ ΑΚΟΥΩ.
ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΟΙ ΠΡΟΓΟΝΟΙ ΚΙ ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΚΙ ΟΙ ΡΑΤΣΕΣ ΟΛΕΣ, ΚΙ ΟΛΗ Η ΓΗΣ, ΑΚΟΥΜΕ ΜΕ ΤΡΟΜΟ, ΜΕ ΧΑΡΑ, ΤΗΝ ΚΡΑΥΓΗ ΣΟΥ.
ΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΣΟΙ ΑΚΟΥΝ ΚΑΙ ΧΥΝΟΥΝΤΑΙ ΝΑ ΣΕ ΛΥΤΡΩΣΟΥΝ, ΚΥΡΙΕ, ΚΑΙ ΛΕΝ: «ΕΓΩ ΚΑΙ ΣΥ ΜΟΝΑΧΑ ΥΠΑΡΧΟΥΜΕ.»
ΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΣΟΙ ΣΕ ΛΥΤΡΩΣΑΝ, ΣΜΙΓΟΥΝ ΜΑΖΙ ΣΟΥ, ΚΥΡΙΕ, ΚΑΙ ΛΕΝ: «ΕΓΩ ΚΑΙ ΣΥ ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΝΑ.»
ΚΑΙ ΤΡΙΣΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΣΟΙ ΚΡΑΤΟΥΝ, ΚΑΙ ΔΕ ΛΥΓΟΥΝ, ΑΠΑΝΩ ΣΤΟΥΣ ΩΜΟΥΣ ΤΟΥΣ, ΤΟ ΜΕΓΑ, ΕΞΑΙΣΙΟ, ΑΠΟΤΡΟΠΑΙΟ ΜΥΣΤΙΚΟ:
ΚΑΙ ΤΟ ΕΝΑ ΤΟΥΤΟ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ!
ΤΕΛΟΣ
[πηγή: Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική. Salvatores Dei, χ.ε.ο., Αθήνα 1962, σ. 9-10 & 91-95]