Τρίτη 30 Ιουλίου 2019

Νίκος Γρηγοριάδης -Το γλέντι


Και βαθιά, κάτω από τα επιχρίσματα του χρόνου

το γλέντι να κρατάει καλά

ακοίμητο σε φωτεινά μερόνυχτα κι άφεγγες βδομάδες,

ανεξήγητο σαν θαύμα ή αυτό που λέμε επεμβάσεις

του αόρατου, επειδή και το φεγγαρόφωτο

σήκωνε σε σκοτεινά κύματα το 'να σπίτι

και τ' ακουμπούσε απαλά πάνω στο άλλο ξανά και ξανά,

ωσότου όλο το χωριό γέμιζε Μαύρη Θάλασσα

με τα δελφίνια να γλιστρούν δοξαριές στις χορδές της λύρας.



Και να προβάλλουν τότε ένας ένας στη σειρά οι γλεντοκόποι

και ν' ανεβαίνουν με τους ατμούς της νοσταλγίας τους

στον ουρανό,

αμίλητοι αγναντεύοντας μέσ' απ' τα κλωνάρια του

την ομίχλη του μούστου σ' όλο το μήκος των ακτών.



Κι ύστερα να πέφτουν με αργές κινήσεις τυλιγμένοι σε σύννεφα,

που μπορεί να 'ταν σεντόνια κατάλευκα ονείρου,

κι εκεί να βυθίζονται στον ύπνο, τύφλα στο μεθύσι,

όχι απ' το γλυκό κρασί, μα απ' το άλλο το πιο βαρύ

που το 'χει αναμείξει μ' αγιάτρευτο μαράζι το τραγούδι.


Πηγή:Η φωτογραφία μαζί με το τελευταίο μήνυμα (1998)

Βασίλης Καραβίτης-Το άπιαστο Πρo-πο»



Ωραία λοιπόν.
Ας συνεχίσουμε κι απόψε την κουβέντα μας.
Για πόλεις που θα βρούνε το νέο σφυγμό τους
γι' ανθρώπους που θα φέρουνε νεόκοπους προορισμούς
για νέους κώδικες επαφής που θα εφεύρει το σώμα
για λέξεις παρθένες που θ' αχρηστέψουν τη μόνωση
για σιωπές ακόμα εύφορες που θα συντηρήσουν το πάθος
γι' άγνωστες, νέες συγκινήσεις που περιμένουνε πιστούς
για νέα ρίγη που ζητάνε επιδερμίδες
για νέα σχήματα που θ' απορροφήσουν τις μοναξιές
για νέα συνθήματα που θα στρατολογήσουν οπαδούς
για νέες ευαισθησίες, νέες αισθήσεις, νέες διαστάσεις
για παιδιά χωρίς τους μύθους των μεγάλων
για σπίτια χωρίς δωμάτια υπηρεσίας
για ένα νέο κόσμο χωρίς τα σύνορα που ξέρουμε.

Κουβέντα ας γίνεται όσο θέλετε.
Εγώ το ξέρω προ πολλού:
αυτό το δεκατριάρι δεν πιάνεται με τίποτα.

Το Ποιημα Περιλαμβανεται στην ποιητική συλλογή Λυπομανία (1989).

Βασίλης Καραβίτης (1934-2016)

Βύρων Λεοντάρης-Οδόσημο κινδύνου


Γι' αυτόν που χάθηκε στη φονική στροφή
είχαμε στήσει οι φίλοι του εικονοστάσι οδόσημο κινδύνου
ξύλινο ομοίωμα ναΐσκου
με το εικονισματάκι του προστάτη αγίου του και το φυλαχτό
—που δεν τον φύλαξε...5
Επιθυμία της μάνας του που ευλαβικά τηρούσε
συνήθειες που μοιάζουν με πάναρχαιες.7
Τα χρόνια κι οι βοριάδες που έγειραν τα πεύκα στον γκρεμό
το ρήμαξαν κι ό,τι έμεινε ένα κούτσουρο
(ξύλον αὖον ὅσον τ' ὄργυι' ὑπέρ αἴης...
σῆμα βροτοῖο πάλαι κατατεθνηῶτος...)
με μόνο μια ημερομηνία μισοσβησμένη 12
Για να 'ναι τώρα αυτή η ημερομηνία ο νεκρός
για να 'μαι τώρα μόνο εγώ να ξέρω
ποια νιότη τρέχοντας εδώ να παραβγεί το τέλος της
συγκρούστηκε με τη ζωή που ερχόταν από αντίθετα.
Εν γη αλμυρά (1996)

..................................................................................................................................

(Μιλάει ο Νέστωρ στο γιο του Αντίλοχο που πρόκειται να πάρει μέρος στις αρματοδρομίες και του δίνει οδηγίες)

...Σῆμα δέ τοι ἐρέω μάλ' ἀριφραδές, οὐδέ σε λήσει. 
Ἔστηκε ξύλον αὖον, ὅσον τ' ὄργυι ὑπέρ αἴης, 
ἤ δρυός ἤ πεύκης, τό μέν οὐ καταπτύθεται ὄμβρῳ,
λᾶε δέ τοῦ ἐκάτερθεν ἐρηρέδαται δύο λευκῷ
ἐν ξυνόχησιν ὁδοῦ, λεῖος δ' ἱππόδρομος ἀμφίς.
Ἤ τευ σῆμα βροτοῖο πᾶλαι κατατεθνηῶτος 
ἤ τόγε νύσσα τέτυκτο ἐπί προτέρων ἀνθρώπων,
καί νῦν τέρματ' ἔθηκε ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεύς...

Ψ 326-332

Σου λέω και το σημάδι ξάστερα, που θα το ιδείς κι ατός σου: 
Ως μιαν οργιά απ' το χώμα κούτσουρο ξερό ψηλά προβαίνει, 
και δρυ καν πεύκου —τα βροχόνερα δεν το 'χουν σαπημένο. 
Δυο πέτρες το κρατούν ζερβόδεξα λευκές, εκεί που ο δρόμος 
γωνιάζει κι όμως η αλογόστρατα παντού στρωτή τρογύρα. 
Κάποιου το μνήμα θα ν' που πέθανε σε χρόνια περασμένα. 
Για κιακροσήμαδο που το 'στησαν παλιών καιρών ανθρώποι... 
Αυτό είναι το σημάδι που 'βαλε τώρα Αχιλλέας ο γαύρος...



(μτφρ.: ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ-ΚΑΚΡΙΔΗΣ, Ψ 326-333)

Πηγή:http://digitalschool.minedu.gov.gr/modules/ebook/show.php/DSGL-C131/595/3928,17289/

Δευτέρα 29 Ιουλίου 2019

Μιχάλης Γκανάς- [Το ποίημα έρχεται από μακριά...]

Το ποίημα έρχεται από μακριά
δεν ξέρεις αν χορεύει ή παραπατάει.
Μοιάζει ανάρρωση γλυκειά
με απουσίες δικαιολογημένες
μέρα που λείπουν όλοι από το σπίτι
κι οι θόρυβοι ακούγονται αχνά
μέσα και έξω από το σώμα.
Ο ήλιος συνομήλικος και σκασιάρχης
καπνίζει σιωπή
και φυσάει γύρη στο δωμάτιο.
Σιγά σιγά το ποίημα μεγαλώνει
με πόνους με χαρές και λύπες
και ξανά χαρές ώσπου κάποτε
βλέπει τις πρώτες άσπρες λέξεις
και τυφλώνεται.
Με τέσσερις αισθήσεις γυρίζει ή με έξι
ραβδοσκοπώντας φλέβες τ' ουρανού
ώσπου σκοντάφτει στον προτελευταίο στίχο.
Αυτός ο στίχος είναι αχθοφόρος
που σηκώνει στις πλάτες του το ποίημα
και σταθερός βατήρας για τον τελευταίο στίχο
που παίρνει φόρα και πηδάει στο κενό.
Ο τελευταίος στίχος δεν μένει πάντα τελευταίος.
Κάποτε γίνεται ο πρώτος στίχος ενός ποιήματος
που γράφει κάποιος αναγνώστης.

Ο ύπνος του καπνιστή, εκδ. Καστανιώτης 2003.

Αργύρης Χιόνης-[«Κούφον γαρ χρήμα»]


                   α’



Πρέπει αν είμαι ποιητής τώρα να τ’ αποδείξω
Δεν ξέρω αν θα ’χω άλλη ευκαιρία
Ο τεχνητός ετούτος ήλιος ο καιρός μας
Γρήγορα εξατμίζει τους ανθρώπους
Πιο γρήγορα τους ποιητές

Πρέπει τώρα πριν εξατμιστώ
Ν’ απασφαλίσω τον εκρηκτικό μηχανισμό
Που κουβαλάω κρυμμένο στο κρανίο μου
Ν’ ανατινάξω τα τοιχώματα της σκέψης
Να ξεχυθούνε τα μυαλά μου σα ροδιού ρουμπίνια
Σαν πυρωμένα θραύσματα υπέροχης οβίδας
Σφυρίζοντας μες στον αγέρα απειλητικά
Όπως σφυρίζει η ποίηση όταν ποίηση είναι

                   β’

Είναι κάτι πρεσβυωπικά γερόντια οι ποιητές
Μονάχα μακριά μπορούν να δουν
Μακριά στο παρελθόν μακριά στο μέλλον
Τα πράγματα τα κοντινά δεν τα διακρίνουν
Παραπατούν σκοντάφτουνε τρεκλίζουν
Τα χέρια απλώνουνε ψαχουλευτά πασχίζουν
Σαν την τυφλόμυγα πού βρίσκονται να βρουν

Το σήμερα μαντήλι γύρω απ’ τα μάτια τους δεμένο

                   γ’

Κραυγάζω ήσυχα απαλά σχεδόν ψιθυριστά
Θα μπορούσα βέβαια να πνίξω ακόμα
Κι αυτή την ήσυχη κραυγή να βουβαθώ
Να κάτσω σιωπηλός και να κοιτάζω
Ετούτη την αργή καταστροφή
Κι ίσως να ’ταν καλύτερα μπορεί
Έτσι βουβός να τραγουδούσα πιο ωραία
Πιο σωστά την τήξη του καιρού μου

                   δ’

Η ποίηση πρέπει να ’ναι
Ένα ζαχαρωμένο βότσαλο
Πάνω που θα ’χεις γλυκαθεί
Να σπας τα δόντια σου

                   ε’

Σου ’δωσα δυο πόδια ποίησή μου
Για να πορευτείς προς τους ανθρώπους
Σου ’δωσα δυο χέρια να τους αγκαλιάσεις
Σου ’δωσα κι ένα γυμνό διάφανο κορμί
(διάφανο δέρμα για να φαίνεται η σάρκα,
διάφανη σάρκα για να φαίνονται τα κόκαλα,
διάφανα κόκαλα για να μην κρύβουν το μεδούλι)
Για να μπορούν να βλέπουν οι άνθρωποι
Όλο το μέσα κόσμο σου κι ακόμα
Τον κόσμο που ’ναι πίσω σου και πέρα
Και μοναχά το πρόσωπό σου ποίησή μου
Σκέπασα μ’ ένα πέπλο μισοδιάφανο
Να φαίνεται και να μη φαίνεται
Στα μάτια σου ο πόνος
Να φαίνονται και να μην φαίνονται
Τα χείλια σου όταν τραγουδάς

                   στ’

Τα ποιήματά μου θα επιζήσουν
Του χεριού μου που τα γράφει
Είναι πιο δυνατά απ’ το χέρι μου που τρέμει
Κάθε φορά που εκτελεί τις εντολές τους

Τα ποιήματά μου με ποιούν δεν τα ποιώ
Το πρόσωπό μου αδιάκοπα αλλάζουν
Λες και είμαι ζύμη και με πλάθουν

Τα μόνα ποιήματα που ποίησα εγώ
Τα μόνα που ήταν πιο αδύναμα από μένα
Είναι όσα τόλμησα να σκίσω ή να μην γράψω


Αργύρης Χιόνης, «Κοῦφον γὰρ χρῆμα»*, Τύποι ήλων, Θεσσαλονίκη, εκδ. Εγνατία/Τραμ, 1978.

* […] «κοῦφον γὰρ χρῆμα ποιητής ἐστιν καὶ πτηνὸν καὶ ἱερόν, καὶ οὐ πρότερον οἷός τε ποιεῖν πρὶν ἂν ἔνθεός τε γένηται καὶ ἔκφρων καὶ ὁ νοῦς μηκέτι ἐν αὐτῷ ἐνῇ·» (Πλάτων, Ίων, 534b).

«γιατί ο ποιητής είναι κάτι πολύ ανάλαφρο, που πετάει, κάτι ιερό, και δεν μπορεί να δημιουργήσει προτού να τον κυριέψει ο ενθουσιασμός και πέσει σε έκσταση και πάψει πια να έχει μέσα του λογικό·» (μετάφραση: Ν. Σκουτερόπουλος).

Νίκος Φωκάς- Ο κάκτος

Με χρώμα γέρικου παχύδερμου απ' τη σκόνη
Μέρος κι εκείνος ενός σκουπιδαριού,
Ο κάκτος που θεωρείτο νεκρός
Άνθισε μετά από εννέα χρόνια.
Πράγματι, το τρομερό φύλλο με τις βελόνες
(Ένα ανάμεσα σε δώδεκα
Καθώς αποτελούσε τμήμα
Ενός πανίσχυρου συστήματος)
Πέταξε από την κόψη του μοναδικό
Το βαθυκόκκινο άνθος που,
Έξω από το σύστημα σχεδόν,
Θαρρείς ανήκε σε δικό του σύστημα
Έτσι καθώς ακροβατούσε στο κενό
Στην παρυφή του φύλλου,
Σε δηλωμένη και χρωματική και ποιοτική
Προς τον κάκτο αντίθεση.
Η εν λόγω συστηματική διαφωνία
Δεν είχ' άλλο ενδιαφέρον
Παρά μόνο σαν ποίηση
Σαν ακραία δυνατότητα μιας άνοιξης...
(Προβολέας στα μάτια, Κρύσταλλο, 1985)

Γιάννης Ρίτσος - Το χρέος των ποιητών


Πολλά ποιήματα είναι ποτάμια.
Άλλα είναι χαμολούλουδα σε βραδινό κάμπο.
Άλλα είναι σαν πέτρες που δε χτίζουν τίποτα.
Πολλοί στίχοι είναι σα στρατιώτες έτοιμοι για τη μάχη.
Άλλοι σα λιποτάχτες κρυμμένοι πίσω απ' τ' ανθισμένα δέντρα.
Άλλοι σαν άγνωστοι στρατιώτες που δεν έχουν πρόσωπο.
Πολλά ποιήματα φωνάζουν δυνατά χωρίς ν' ακούγονται.
Άλλα σωπαίνουνε με σταυρωμένα χέρια
άλλα σταυρώνονται και μιλούν σταυρωμένα.
Πολλοί στίχοι είναι σαν εργαλεία,
εργαλεία σκουριασμένα, ριγμένα στο χώμα
κι άλλα καινούργια που δουλεύουν το χώμα.
Πολλά ποιήματα είναι σαν όπλα
όπλα πεταμένα στο χώμα
κι όπλα στραμμένα στην καρδιά του εχθρού.
Πολλοί στίχοι στέκονται πίσω απ' τη σιωπή
σαν τα χλωμά παιδιά πίσω απ' τα τζάμια ενός ορφανοτροφείου —
κοιτάζουν μακριά μες στη βροχή — δεν ξέρουν τι να κάνουν, πού να πάνε.
Πολλά ποιήματα είναι σα δέντρα
άλλα σαν κυπαρίσσια σ' ένα λιόγερμα θλίψης
άλλα σα δέντρα οπωροφόρα σ' ένα κολχόζ.
Πολλοί στίχοι είναι σαν πόρτες —
πόρτες κλειστές σ' ερημωμένα σπίτια
και πόρτες ανοιχτές σε ήμερες συγυρισμένες ψυχές.
Είναι και μαύρες πόρτες καμένες σε μία πυρκαϊά,
κι άλλες τιναγμένες από μιαν έκρηξη
κι άλλες που μεταφέρουν ένα σκοτωμένο σύντροφο.
Υπάρχουν ποιήματα που καλπάζουν μες στο χρόνο
σαν το κόκκινο ιππικό του Σμύρνενσκη
ποιήματα καβαλάρηδες που αφήνουν τα γκέμια και πιάνουν την αξίνα.
Πολλά ποιήματα γονατίζουν στη μέση του δρόμου,
πολλά ποιήματα άνεργα μ' αδούλευτα χέρια,
πολλά ποιήματα εργάτες που ξεπερνούν χίλιες φορές τη νόρμα τους.
Υπάρχουν στίχοι σα δαντέλες στο λαιμό των κοριτσιών
ή σα δακτυλιδόπετρες με μικρές μυστικές παραστάσεις
κι άλλοι που πλαταγίζουν ψηλά σα ρωμαλέες σημαίες.
Πολλά ποιήματα μένουν αργά τη νύχτα στην ερημιά·
βρέχουν κάθε τόσο τα τέσσερα δάκτυλα των στίχων τους σ' ένα ρυάκι,
ύστερα χάνονται ονειροπαρμένα μες στο δάσος και πια δεν επιστρέφουν.
Πολλοί στίχοι είναι σαν αργυρές κλωστές
δεμένες στα καμπανάκια των άστρων —
αν τους τραβήξεις, μια ασημένια κωδωνοκρουσία δονεί τον ορίζοντα.
Πολλά ποιήματα βουλιάζουν μες στην ίδια τους τη λάμψη,
περήφανα ποιήματα· δεν καταδέχονται τίποτα να πουν.
Ξέρω πολλά ποιήματα που πνίγηκαν στο χρυσό πηγάδι της σελήνης.
Ένα σωστό ποίημα ποτέ δεν καθυστερεί σε μια γωνιά του ρεμβασμού.
Είναι πάντα στην ώρα του σαν τον συνειδητό, πρόθυμο εργάτη
είναι ένας έτοιμος στρατιώτης που λέει παρών στο πρώτο κάλεσμα της εποχής του.
Κάποτε οι ποιητές μοιάζουν με πουλιά στο δάσος του χρόνου,
οι άλμπατρος του Μπωντλαίρ, τα κοράκια του Πόε,
κάποτε σα σπουργίτια μες στο χιόνι ή σαν αητοί ψηλά σ' απόκρημνα ιδανικά.
Υπάρχουν και ποιήματα όμορφα σαν τα πουλιά Γκλουχάρ —
το Μάη και τον Απρίλη πνίγονται μες στο ίδιο τους ερωτικό τραγούδι
πνίγονται μες στη μελωδία τους και κουφαίνονται.
Το Μάη και τον Απρίλη τα χαράματα
μες στην κρυστάλλινη δροσιά του δάσους
βγαίνουν οι κυνηγοί με τα ντουφέκια τους και τα γκλουχάρ δεν τους ακούνε.
Το νου σας σύντροφοι ποιητές, αδέλφια μου,
ας κρατάμε τ' αυτί μας στυλωμένο στο γυαλί της σιωπής —
τα βήματα του εχθρού και του φίλου μας μοιάζουν στο θαμπόφωτο του δάσους.
Πρέπει να διακρίνουμε.
Το νου σας σύντροφοι ποιητές, μη και βουλιάξουμε μέσα στο τραγούδι μας
μη και μας εύρει ανέτοιμους η μεγάλη ώρα
— ένας ποιητής δίνει παρών στο πρώτο κάλεσμα της εποχής του.
Αλλιώς θα μείνουν τα τραγούδια μας πάνω απ' τις σκάλες των αιώνων
ταριχευμένα, ωραία κι ανώφελα πουλιά σαν τα γκλουχάρ εκείνα
τα γαλαζόμαυρα μες στους βασιλικούς διαδρόμους της Μπίστριτζας.
Σαν τα γκλουχάρ εκείνα με τα δυο φτερά τα σταυρωμένα,
σιωπηλά πένθιμα ταριχευμένα — διακόσμηση ξένων παλατιών —
με τα μάτια δυο μάταιες στρογγυλές απορίες κάτω απ' τα κόκκινα φρύδια τους.
Το νου σας σύντροφοι ποιητές, — ένας ποιητής
είναι ένας εργάτης στο πόστο του, ένας στρατιώτης στη βάρδια του,
ένας υπεύθυνος αρχηγός μπροστά στις δημοκρατικές στρατιές των στίχων του.
Βάρνα, 20-6-58

Γιάννης Ρίτσος, «Άνθρωποι και τοπία», στο: Ποιήματα Τόμος Ε΄: Τα Επικαιρικά, Κέδρος 1975.

Μίλτος Σαχτούρης- Όπως τα τριαντάφυλλα


Δύσκολα χρόνια
τρομαγμένα παιδιά
σιάχνουν με χαρτί κοκοράκια
τα βάφουν μαύρα
σα σβησμένα κεριά
τα βάφουν κόκκινα
σα ματωμένα λουλούδια
κι απορούν οι μανάδες
που ύστερα έρχεται
ο μεγάλος φίλος
ο κατάμαυρος φίλος
με τα χρυσά χέρια
και τα παίρνει


Τα φάσματα ή Η χαρά στον άλλο δρόμο, 1958.

Σάββατο 27 Ιουλίου 2019

Χριστόφορος Λιοντάκης-Πικραγαπημένος

                στον Κωνσταντίνο,
                  τον αυτόχειρα πατέρα της μητέρας μου

Άραγε, αν σε γνώριζα, θα σ’ αγαπούσα τόσο;
Αν σκούπιζα τις μύξες και τα κλάματα στα γόνατά σου
τ' αναφιλητά που μ' έπνιγαν, θα γίνονταν λέξεις;
Αν αγκάλιαζα το λαιμό σου πριν του καρφώσεις
       το μαχαίρι θ' άλλαζες γνώμη;
Χωρίς το θρήνο της λαβής θα' ταν πιο εύκρατο το αεράκι;
Αν αντίκριζα την άχραντη μορφή σου
θα' ταν αλλιώτικο το φως;
Στο πρόσωπό σου που ποτέ δεν είδα
είδα όσα ποτέ μου δεν θα ξαναδώ.

Έρχεσαι στον ύπνο μου ντυμένος στα μπλάβα.
Το ξημέρωμα με φωτεινές προθέσεις σβήνει για λίγο
των παιδικών το γκρίζο
και παύει ο πόνος να 'ναι διάδοχος του ύπνου.
Χρυσάφι στα χέρια σου το στάρι
και μύρο ο ιδρώς στο μέτωπό σου
που τρέχει νοερός να κρύψει τις δικές μου πράξεις
βυθισμένος καθώς είμαι στο μυρωμένο
σκοτάδι του βασιλικού.

Το όνομά σου: το μισό του κόσμου στο κενό.
Μισόλογα, μισόλογα, μισόλογα!
Πώς στα δικά μου λόγια να σε περιλάβω.
Λένε πως... Μα εγώ πιστεύω
πως έφυγες σαν ένα ρόδο που κουράστηκε ν' ανθίζει.

Έτσι απόκρημνος κι αμάραντος το μέσα μου
στοιχειώνεις.

Robert Desnos- Η Αστραδενή της θάλασσας

Των γυναικών τα δόντια είναι αντικείμενα τόσο γοητευτικά…
… που θά ’πρεπε να τα βλέπουμε σαν όνειρο ή τη στιγμή
του έρωτα.
Τί όμορφη! Η Κυβέλη;
Είμαστε δια παντός χαμένοι στου αιωνίου ερέβους την έρημο.
Τί όμορφη που ’ναι!
«Κι επί τέλους»,
αν ήσαν τα λουλούδια γυάλινα,
όμορφη, όμορφη σα λουλούδι γυάλινο,
όμορφη σα λουλούδι σάρκινο.
Τους νεκρούς πρέπει να τους νικάμε όταν είναι ψυχροί.
Τα τείχη της Υγείας
κι αν βρεις σε αυτή τη γη γυναίκα ειλικρινή στον έρωτα…
Όμορφη σα λουλούδι φλόγινο –
ο ήλιος, με τό ’να πόδι στον αναβολέα, φωλιάζει αηδόνι
σε πέπλο με κρέπια.

****************************

Όχι, δεν ονειρεύεστε, όχι.

****************************

Τί όμορφη που ήταν
τί όμορφη που είναι!

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Θανάσης Μαρκόπουλος - Η κόκκινη στάχτη

Με την ανάληψη των καθηκόντων
είπε ως νέος διαχειριστής ν’ αλλάξει το κλίμα
τον ύπνο των ενοίκων να ταράξει
κι ανάρτησε ένα ποίημα στα διερχόμενα βλέμματα

«Κόκκιν’ αχείλι εφίλησα κι έβαψε το δικό μου»

Την άλλη μέρα
μια όμορφη γυναίκα πυρπολούσε το ποίημα
κι άφηνε πίσω της κόκκινη στάχτη

Έκτοτε είναι αυτός που έχασε τον ύπνο του
αναζητώντας τα χείλη της
με δήθεν αδιάφορες ερωτήσεις και καθόδους τυχαίες
στην είσοδο της πολυκατοικίας
στον κήπο στον καυστήρα
στο σκοτεινό υπόγειο της φοβερής λαχτάρας

Μικρές ανάσες, Μελάνι, 2010

Joyce Mansour -Ξέχασέ με

Ξεχασέ με

ν' ανασάνουνε τα σπλάχνα μου

της απουσίας σου το φρέσκο αγέρι

να μπορούνε να βαδίζουνε οι κνήμες μου

δίχως ν' αναζητούνε τη σκιά σου

να γίνει η όρασή μου όραμα

να ξαποστάσει η ζωή μου

ξέχασέ με Θε μου να με θυμάμαι.

Ερωτικά
μετάφραση Έκτωρ Κακναβάτος,
εκδόσεις Κείμενα
*******************

Χριστόφορος Λιοντάκης Ἄστεγος τοῖχος


Μισή ἀνθός, μισή καρπός
ἡ πικραμυγδαλιά τόν τοῖχο στεφανώνει
ὅπως ὁ ἴουλος τήν ἐφηβική καμπύλη τῆς πορφύρας.
Ἄστεγος τοῖχος. τό ἐπίχρισμα
θρύμματα θρύμματα στό χῶμα
ἀλλοῦ ἑτοιμόρροπο. Σχεδόν γυμνές οἱ πέτρες.
«Μοῖραν δ’ οὐκ ἀπέκλεισεν…». Κι ὕστερα
τό βαθούλωμα ἀπό τά χτυπήματα τοῦ τυμβωρύχου.
Ἐκεῖ, πέρα ἀπό τή διάρκεια
σέ ὑποψία χώματος
γαλάζιο ἀνθάκι θάλλει.
Πιό πέρα «σ’ ἀγαπό » μέ χρῶμα
κι ἀνάμεσα στά γράμματα, τό ἀσήμι
τοῦ σαλιγγαριοῦ εἶχε προλάβει νά ἀποτυπώσει
τά ἱερογλυφικά τῆς ζήλιας –
ὕστερα προσκολλήθηκε καί πέτρωσε.

Κι οἱ μυτερές πού μοῦ πλήγωσαν τά γόνατα
καθώς ἀνέβαινα ν’ ἀντικρίσω τό Ἀπαγορευμένο
Θαῦμα πού ἀνάβλυζε κι ἄλλαζε
τή μυροφόρο τάξη ἐν τῶ μέσῳ τοῦ φωτός.
Ἐκεῖ πού πήγαινε νά γίνει πρόσωπο
μισάνοιγε κι ὁ φόβος.
Μια ἀδίδακτη κίνηση
μέ ὁδήγησε νά ἀποδεχτῶ τήν ἔλευσή του.
Ἄγουρη πίκρα μέ τήν εὐωδιά τοῦ πικραμύγδαλου
«θαλερόν κατά δάκρυ χέοντα»
πού ἐπιπλέει συντελεσμένο.

Ἄγουρη πίκρα, πού ἡ λήθη
ἀθέατη τήν ἐπαγγελία σου κρατεῖ
κι ἡ μνήμη ἀλληγορικά σέ ἀφηγεῖται.
Μά ἴσως στό μελαγχολικό κατόπι
πάλι ἀπό κάποιο λάθος
θά ἀνακληθεῖ ἡ ὀμορφιά.

Συλλογή «Μέ τό φῶς», 1999. Σελ.12-13 Εκδόσεις Καστανιώτη

Μαρία Λεμεσού-Τα σιωπηλά ναυάγια



Υπάρχουν πλοία
που βουλιάζουν σιωπηλά
Βουλιάζουνε
Χωρίς να εκπέμψουν σήματα κινδύνου
Χωρίς φωνές, φωτοβολίδες
Δίχως ορχήστρα στο κατάστρωμα

Τα βλέπουν από την ακτή
Ταξίδι ότι πάνε εικάζουν
Κι όταν αρχίζουνε να γέρνουν
Μανούβρα λένε του πλοίαρχου
Εντυπωσιακά ο μπαγάσας
Θέλησε να μας χαιρετήσει
Και γελάνε

Υπάρχουν πλοία ευγενικά
Βουλιάζουν ήσυχα
Αργά το βράδυ
Μην ενοχλήσουν

Στον ύπνο τους οι άνθρωποι
Τριγμούς ακούνε
Μα είναι του ονείρου σκέφτονται
ή ένα ξερόκλαδο που έπεσε καταγής

Υπάρχουν πλοία περήφανα
Βουλιάζουν σιωπηλά
Χάνονται από τον ορίζοντα
Χάνονται ξαφνικά

Οι άνθρωποι δεν ανησυχούν
- θα είχαν εκπέμψει σήμα -
Ταξίδι μακρινό σκέφτονται
Θα έχουν πάει

Και ήσυχοι
Και χαρούμενοι
Προσμένουν
Κάρτες ότι θα λάβουνε
Από μέρη εξωτικά

Όταν καιρός περάσει
Και νέο δεν υπάρχει
Το λέν' πως ήταν κι όνειρο
Κάτι
Της φαντασίας τους
Πως πλοίο δεν υπήρξε
Αληθινά

Ηλίας Κεφάλας-Ελεγείον

ΕΛΕΓΕΙΟΝ

Στὰ ὑπερῶα τῶν βουνῶν σὲ ψάχνει τὸ φεγγάρι. Κάτω στὶς ἔρημες λοφοπλαγιὲς ἡ θλίψη σταφιδιάζει ὅλα τὰ φροῦτα. Κι ἐσὺ κρεμασμένος ἀπὸ τὶς ρίζες τοῦ βίκου καὶ τῶν μπιζελιῶν ὀσμίζεσαι τὰ μύρα τῶν ἀγρῶν ματαίως. Γιατὶ ἔχεις κατέλθει πιὰ ἀνεπιστρεπτί. Καὶ μέσα στὸ ρηχὸ φαράγγι τῆς καρδιᾶς σου ἠχεῖ μονάχα ὁ θρῆνος τοῦ τριζονιοῦ. Ἀκατάπαυτα τὸ σκουλήκι σὲ τρυγάει. Κι ὀνειρεύεσαι ὅτι ξυπνᾶς καὶ τινάζεσαι ἀπελπισμένος μέσα ἀπὸ τὸν μανδύα τῆς λάσπης. Τότε θυμᾶσαι ὅτι ὁ ὕπνος σου εἶναι μαῦρο φτερό. Καὶ νιώθεις ὅτι φορᾶς μονάχα χῶμα καὶ νερὸ καὶ σ’ ἔχουν ρουφήξει τὰ μεσάνυχτα.

(Ηλίας Κεφάλας. "Λεζάντες για τ' αόρατα", 2016)

Τάσος Πορφύρης-Νερό


Στην πλάτη φορτωμένη τη βαρέλα και στο χέρι
Το μπαγκράτσι και δρόμο για το πηγάδι
Το νερό της στέρνας μονάχα για πιώμα έφτανε
Και εκεί που τέλειωνε γεμίζοντας τη βαρέλα
Την έπιακαν οι πόνοι δεν άργησε το κλάμα
Μάρτυρες μονάχα τα δέντρα και τα πουλιά
Στην πιο ευλογημένη ώρα της ζωής της
Έκοψε με το σουγιά τον ομφάλιο λώρο τον
Έδεσε έβγαλε το μεσοφόρι της τύλιξε το μικρό
Το απόθεσε στη γεμάτη βαρέλα που `χε
Τοποθετήσει στο ανάχωμα πήρε την τριχιά
Το `δεσε πάνω της πέρασε τα μπράτσα της
Ανάμεσα βαρέλα και κορμί στο καμπύλωμα
Το φορτώθηκε και πίσω στο χωριό ξαλαφρωμένη
Κι ύστερα αναρωτιόσαστε πως ζαλώνονταν
Κιβώτια με πολεμοφόδια για την πρώτη γραμμή
Πως κουβαλούσαν τραυματίες ως τα πρόχειρα
Χειρουργεία οι Μανάδες εκείνου του καιρού.
μπαγκράτσι : μεταλλικό δοχείο αντλήσεως νερού

Από την ενότητα:«Εικόνες» 

Ισόβια Θλίψη, 2019

Μήτσος Λυγίζος- Χορικό

Εδώ κοιμούνται, μπρος στον ποταμό,
εδώ στην όχθη την παλιά, στο πράσινο ποτάμι,
πέντε μικρά ναυτόπουλα, πέντε παιδιά του κόσμου.
Εδώ κοιμούνται, πλάι στο νερό,
πάνω σε πέντε σύνεφα, σε πέντε οργιές χορτάρι
πέντε ναυτάκια πούγραψαν στην όχθη τ' ονομά τους.

Ηταν μικρά - μικρά - μικρά, κ' ήτανε πάντα ξάγρυπνα
ήταν μικρά - μικρά - μικρά, κ' ήταν συλλογισμένα.

Τώρα κοιμούνται, τώρα πια να νανουρίζει ο ποταμός,
νάνι, τους λέει, νάνι τους, το πράσινο ποτάμι.

Πρωί - πρωί ήταν πούπεσαν τα πέντε τα μικρά - μικρά,
πρωί - πρωί ήταν πούπεσαν βαθιά να κοιμηθούνε.

Νάνι τα νανουρίζουνε τα δέντρα στο ποτάμι,
νάνι τους λένε οι φυλλωσιές, νάνι στην όχθη, νάνι.

Εδώ κοιμούνται, στο μικρό - μικρούλι κρεβατάκι τους,
εδώ στην όχθη την παλιά, νάνι, μικρά μου, νάνι
- πέντε ναυτάκια, πέντε απλά παιδιά ντουφεκισμένα.

Χριστόφορος Λιοντάκης-Ποιήματα

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΛΙΟΝΤΑΚΗΣ
(1945-2019)
 Î‘ποτέλεσμα εικόνας για λιοντακης
ΚΗΠΟΣ ΕΦΗΒΙΚΟΣ

Ο ήλιος πάντα αστυνομεύει
τους κανόνες του παιχνιδιού
αλλάζοντας τον κήπο κάθε μεσημέρι.
Νεραντζιές με νεράντζια ανθισμένες
γυμνός και με περιέργεια
δοσμένος σε δερματικούς αυτοσχεδιασμούς
χώμα και φυτά όλα με γεύση σάρκας
το πρώτο σπέρμα τινάζεται στο δυόσμο.

Λευκό και πράσινο
το μυστικό της σήψης
πράσινο.

Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΚΑΠΝΙΣΤΗ

Σφαδάζει εντός μου
ένας πρόγονος σφαγμένος.

Μεγάλωσα μαζί του μυστικά
καπνιστής παθητικός
ρωτούσα πού το βρήκε το μαχαίρι
και πνιγόμουν στον καπνό.

Το σπίτι μύριζε καμένο λάδι
και σκοτάδι
ο πατέρας πάντα δύσκολα να αναπνέει
και η μητέρα: φαντασθείτε μιαν Ηλέκτρα
δίχως αδελφό.

Ένα ερείπιο φως έσταζε σκόνη
κι εγώ μέσα στα άχυρα έψαχνα
αίμα έψαχνα να βρω
καπνιστής πραγματικός
ρωτούσα πάλι
πού το βρήκε το μαχαίρι.

Εκείνοι λέγανε
– να κόψεις τον καπνό.
(Ο ΜΙΝΩΤΑΥΡΟΣ ΜΕΤΑΚΟΜΙΖΕΙ, 1982)



ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΤΗΣ ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ

11
Ξημέρωνε κι ασφόδελο γινότανε
το περιβόλι ˙γεμάτο αλμύρα που πικρόφερνε
πρόγευση του χωρισμού που πλησιάζει.
Ανήσυχα φτερούγιζαν τα χελιδόνια
στα πυκνά κλαδιά του μεταξόδεντρου
κάνοντας περίεργους σχηματισμούς
σημάδι ότι σήμερα θ’ αναχωρούσαν.

12
Σε βλέπω πάλι βιαστική
πριν βγει ο ήλιος να προλάβεις
ευχές να δώσεις στα βοτάνια
τους ανθούς να κόψεις της κολοκυθιάς
θειάφι στις ντοματιές να ρίξεις
τις σταφυλιές να ράνεις με χαλκό
στα περιστέρια ν’ αλλάξεις το νερό
το δυόσμο να κορφολογήσεις.
Σε βλέπω πάλι βιαστική
να προλάβεις πριν βγει ο ήλιος
να μου φτιάξεις τσάι με κανέλα.
Μάνα, το σπίτι ξανάγινε το περιβόλι μας:
Πάσα σαρξ χόρτος.

ΜΕΤ’ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΣΕΩΣ

Κρυμμένο στο μαύρο
πρόβαλε το πρόσωπό της
καθώς άνοιξε η ξύλινη μεσόπορτα
που με ασβέστη την είχαν καλύψει
και τρόμαξαν οι φιλέσπερες σαλαμάντρες.
Με το βλέμμα κάτω, προχώρησε στο τραπέζι 0
με τα φαγητά, το χυμένο κρασί
τα χαρτιά και τις σφραγίδες.
Τη ρώτησαν κι είπε πως δεν ξέρει να γράφει.
Την ξαναρώτησαν αν συναινεί
να πωληθεί ο ελαιώνας για τις σπουδές του…
«Μετ’ ευχαριστήσεως», και φωτός ανάσες
γέμισαν τα βαθουλώματα στο πρόσωπό της.

ΛΟΥΤΡΟΦΟΡΟΣ Ή Ο ΑΠΡΙΛΙΟΣ ΣΤΟ ΣΟΥΝΙΟ

Το τρομαγμένο ζώο

Σχέδια τραυλά ζώου κυνηγημένου
σε αμμουδιά νυχτερινή.
Δεν κρύβουν μήτε μαρτυρούν.
Σημαίνουν μόνο τα τη καθαρά
του κρυφίου θέα κωλύματα
και τη αφαιρέσει μόνη το αποκεκρυμμένον
αναφαίνοντες κάλλος.

Μόνο ένα τρομαγμένο ζώο
οδηγεί στην ομορφιά.
Γιατί καμιά ομορφιά 
δεν έμεινε αμέτοχη της λύπης.

Μια τρυφερότητα βουβή

Νύξεις του σεληνόφωτος
στο τρεμάμενο δέρμα της θάλασσας.
Ψίθυροι τρομαγμένοι στην ακτή
κι ύστερα μια τρυφερότητα βουβή:
την προστατεύει το τριζόνι κι η λεβάντα
τη συντροφεύει η απολογία της θάλασσας
για τους πνιγμένους.
(ΜΕ ΤΟ ΦΩΣ, 1999)

ΑΥΤΟΨΙΑ

Η μνημοτεχνική του ρόδου φυλλορροεί
καθώς ο άνεμος σκορπά τα πέταλα στο αθέατο.
Ρόδινη δύση με μπλε μπαλώματα.
Μώλωπες που ξεκίνησαν από την ανατολή
και λερώνουν τον ορίζοντα του τέλους.

ΑΒΥΣΣΟΣ ΩΣ ΙΜΑΤΙΟΝ

Σε φόρεσα να κρύψω την ερήμωση.
Σαν αποφόρι ακόμη σε φορώ.

ΑΝΤΙΔΟΤΟ

Μια θλίψη που δεν λέει να πάρει όνομα –
πάντα σκοντάφτει η γλώσσα.
Λόγια που λοιδόρησα και χλεύασα
κι αργότερα μέσα από άλλα στόματα τα αγάπησα.
Και πάντα η μέθεξη από εκείνα τα μισοσπασμένα λόγια
τότε που το φως έκοψε την πλαγιά στα δυο
υπονοώντας μετάνοια στο δροσερό σκοτάδι.
Η χειροπιαστή λευκότητα της μανόλιας
αντίδοτο στις δρόγες της καθημερινότητας.

ΑΚΑΙΡΗ ΑΝΟΙΞΗ
στην αδελφή μου

Ξημέρωνε λιβάνι.
Αχνίζει η ανάσα μου στο μέτωπό σου
κι είναι ακόμη τα χέρια σου ζεστά.
Δεκαεννέα του μηνός Δεκεμβρίου
στο παραθυράκι η κερασιά ανθισμένη
λίγο το κεφάλι σου αν σηκώσεις θα τη δεις.
Μα εσύ δεν καταδέχεσαι
ούτε τα βλέφαρά σου να κουνήσεις.
Το πρωί κάποτε ξυπνούσαμε μαζί
μα τώρα η όψη σου βασιλεμένη.
Τούτη την άκαιρη άνοιξη
διάλεξες να μας απαρνηθείς!
Μα, ναι, το ξέρω: ήσουν τόσο κουρασμένη!
(ΣΤΟ ΤΕΡΜΑ ΤΗΣ ΠΛΑΝΗΣ, 2010 
Πηγή:https://www.oanagnostis.gr/%CE%B7-%CF%80%CE%BF%CE%AF%CE%B7%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CE%B9%CE%BF%CF%8D%CE%BB%CE%B9%CE%BF-%CE%BC%CE%AD%CE%BB%CF%80%CF%89-%CE%B1%CE%BE%CE%B9%CF%8E%CF%84%CE%B7-%CE%B2%CE%B1%CF%83%CE%AF%CE%BB/

Χριστόφορος Λιοντάκης-2 ποιήματα (Νέα Εστία τ.1731)


Ο Χριστόφορος Λιοντάκης διαβάζει από "Το τέλος του τοπίου"


Ακούγονται τα ποιήματα:

Ήχος κλεισμένος
Ζήσαμε σ' ώρες ασχημάτιστες
Χρόνος και σταγόνες βροχής
Χορείες προσώπων
Ακίνητος
Τις αστροφεγγιές
Πόσες φορές μεσάνυχτα
Απ' τα νησιά του νότου
Μην προχωρείς
Τη νύχτα η σιωπή είναι λόγος

Από τον δίσκο που συνόδευε το βιβλίο: "Η Ελληνική ποίηση του 20ου αιώνα", επιμ. Ε. Γαραντούδης, Μεταίχμιο 2008.

Παρασκευή 26 Ιουλίου 2019

Ηλίας Σιμόπουλος-Ο Θρήνος της Μάνας

Αποτέλεσμα εικόνας για Ηλία Σιμόπουλος
Ηλίας Σιμόπουλος (1913-2015)

Όλη τη μέρα που ’λειπες το σπίτι μας ρημάδι.
Κι όμως πώς ήταν όμορφα σαν γύριζες το βράδυ
Κι ας τρώγαμε ξερό ψωμί κι ας έλειπε το λάδι.

Κι ας έλειπαν τα κάρβουνα φτάνει που ήσουν κοντά μου.
Αχ πως στο κάθε χτύπημα της πόρτας η καρδιά μου
Ραγίζουνταν, αγόρι μου, και μου’ φευγε η λαλιά μου.

Θυμάσαι τις τριανταφυλλιές μπροστά στο περιβόλι
Που ανθίζανε την άνοιξη και πια την κάθε σκόλη
Γιομίζαμε τριαντάφυλλα την αγκαλιά μας όλη.

Κι ο γέρος ο πατέρας σου καμάρωνε κι αντάμα
Καμάρωνα κι η δόλια εγώ, κι αν έκλαιγα τι θάμα!
Περσότερο ξαλάφρωνε η καρδιά μου από το κλάμα.

Μεγάλωσες. Δε μ’ άκουγες. Έφευγες όλη μέρα.
Κι όταν τα βράδια μου `λεγες «Η Λευτεριά μητέρα
Θα ρθεί» μ’ άγγιζαν την καρδιά τα λόγια σαν φοβέρα.

Μ’ αν μου `φευγες πρωί πρωί, προτού να φέξει, μόνος
Κι αργοκυλούσαν οι ώρες μου, κάθε στιγμή ένας χρόνος
Το ’ξερα πως θα γύριζες κι ήταν γλυκός ο πόνος.

Τώρα στο παραγώνι μας κουβαριασμένη ρέβω
Σαν αστραποκαμένη ελιά και πια δε σε γυρεύω
Τι `ναι ψηλός ο ανήφορος και δεν μπορώ ν’ ανέβω.

Γιατί δεν άκουες, γιόκα μου, τη μάνα που σ’ εγέννα;
Κι αν έρθει τώρα η Λευτεριά πουν’ όλα ρημαγμένα
Τι να την κάνω, αγόρι μου γλυκό, χωρίς εσένα;


Πηγή: Αρκαδική Ραψωδία

Ο θρήνος της μάνας - Αρλέτα (Γιάννης Σπανός)

Mansour Joyce Patricia Ades: Ερωτικά Σπαράγματα-Κραυγές


Καλέστε με να περάσω μια νύχτα μέσα στο στόμα σας
           Διηγηθείτε μου τα νειάτα των ποταμών
                   Πιέστε τη γλώσσα μου επάνω στο γυάλινο μάτι σας
                            Δώστε μου το πόδι σας για παραμάνα
                                    Κι ας κοιμηθούμε αδερφέ του αδερφού μου
Αφού τα φιλιά μας πεθαίνουν πιο γρήγορα απ’ τη νύχτα.



                           Βιογραφικό

     Η Τζόυς Μανσούρ (Joyce Mansour) ήτανε ΓαλλοΑιγύπτια σουρρεαλίστρια ποιήτρια γεννημένη ωστόσο στην Αγγλία. Γεννήθηκε 25 Ιουλίου 1928 στο Μπόουντεν, στην Αγγλία ως Τζόυς Πατρίτσια Αντές, (Joyce Patricia Ades) από ΑιγυπτιοΕβραίους γονείς. Σπούδασε στην Αγγλία, στην Ελβετία και στην Αίγυπτο. Έζησε στο Κάιρο κι ήτανε πρωταθλήτρια της Αιγύπτου στα 100 μέτρα, ικανή ιππεύτρια και με ρεκόρ στο βάδην και στο άλμα σε ύψος. Όταν εγκατέλειψε τον αθλητισμό στα 20 της άρχισε να γράφει ποίηση. Εκδίδει τη 1η της ποιητική συλλογή Κραυγές (Cris 1953) που χαιρετίστηκε θερμά από το υπερρεαλιστικό περιοδικό Medium και μάγεψε τον Αντρέ Μπρετόν που επικοινώνησε μαζί της ενόσω ήταν ακόμα στην Αίγυπτο. Όταν πήγε στο Παρίσι με το σύζυγό της, έγιναν αχώριστοι με τον ακαταμάχητο πατέρα του υπερρεαλισμού. Είχε 1η επαφή με το γαλλικό σουρρεαλισμό όταν μετακόμισε εκεί το 1953, όπου εξέδωσε 16 βιβλία ποίησης και γενικά έγινε πασίγνωστη και καθιερώθηκε σαν σουρρεαλίστρια κι έγραψε εκτός από ποίηση, πρόζα και θεατρικά.



     Το 1947 έκαμε τον 1ο της γάμο, στα 19 της, μα λόγω θανάτου του συζύγου της, έληξε άδοξα, στους 6 μήνες. 2 έτη μετά, έκαμε το 2ο γάμο με τον Σαμίρ Μανσούρ κι έτσι μοιράζονταν στιγμές μεταξύ Καΐρου και Παρισιού. Κάπου κει ξεκινά να γράφει στα γαλλικά. Συνεργάστηκε και συγχρωτίσθηκε με ονόματα όπως: Alechinsky, Enrico Baj, Hans Bellmer, Gerardo Chávez, Jorge Camacho, Pierre Molinier, Reinhoud, Max Walter Svanberg, κ.ά..



     Τον Απρίλη του 1967 παίζεται στο Παρίσι το μοναδικό της μονόπρακτο Le Bleu des Fonds. Μετά τη διάλυση της υπερρεαλιστικής ομάδας, το 1969, συνεργάζεται με τα περιοδικά Bulletin de liaison surrealiste και La Femme surrealiste. Το 1983, παίρνει μέρος στην εκδήλωση όπου συμμετείχαν ο Ionesco, η Nathalie Sarraute, ο Alain Robbe-Grillet και η Florence Delay για το ανέβασμα του θεατρικού της Virginia Woolf  Freshwater.


      Εδώ περίπατος με τον Αντρέ Μπρεττόν, στο Παρίσι

     Αρχές του 1986 δημοσιεύει τη τελευταία της ποιητική συλλογή με τίτλο Trous Νoirs. Λίγο αργότερα πέθανε από καρκίνο του μαστού 27 Αυγούστου 1986, στο Παρίσι, σε ηλικία μόλις 58 ετών.
     Ο σύζυγός της καταθέτει πως ήτανε λυτρωμένη από τις υλικές μέριμνες, δεν ήξερε να βράσει ούτε αυγό, ήταν ιδιαιτέρως προσηλωμένη στις δραστηριότητες των φίλων της, δεν διέθετε καμία πειθαρχία στο γράψιμο και δεν έδινε εικόνα συγγραφέα. Ο ίδιος δεν την είχε δει ποτέ του να γράφει, τα χειρόγραφά της τα έδινε στο γιο της, για να της διορθώσει τα ορθογραφικά.



     Η «μικρή μάγισσα κατάφερε να μαυλίσει τους τελευταίους μεγάλους υπερρεαλιστές», γράφτηκε μετά το θάνατό της. Η ποίησή της είναι ακαριαία, αφορά αποκλειστικά όσους αντέχουνε το σώμα σε όλες του τις σαρκικές υπερβολές, μ’ όλα του τα πάθη, σ’ αυτούς που μπορούν να κοιτάξουνε τον υπερρεαλισμό σαν ένα είδος υλοποιημένου, μερικές φορές τερατόμορφου, ερωτισμού.
     Άγρια σαν μαινόμενη λέαινα, ύπουλη σαν πεινασμένη ύαινα, σκληρή σαν ατσάλι, σωματοβόρα σα γερακίνα που αναζητά τροφή, η ποίηση της Τζοϋς Μανσούρ. Επιθετική σαν τίγρης που κυνηγά το θήραμά της, ειρωνική σαν το είδωλο του θανάτου που προβάλει πάνω στον καθρέφτη των ερώτων μας. Προκλητική των αισθήσεών μας, ανατρεπτική των ελπιδοφόρων βεβαιοτήτων μας, σκοτεινά ερωτική κι αλλόκοτα πένθιμη. Πολλαπλά βίαιη κι ενστικτώδης εισδύει τροπαιοφόρα στα στοιχειωμένα ερωτικά μας όνειρα. Μια ποίηση ξαφνική αστραπή, που μας έρχεται από το πουθενά και μας κεραυνοβολεί ανελέητα. Ένας ποιητικός λόγος ακανθώδης, ξηρός, ατσάλινος, σουβλερός. Λέξεις που σαν πρόκες τρυπάνε τη σάρκα σου, λέξεις κοφτερές λεπίδες που χαράσσουνε τις φλέβες σου, λέξεις κολασμένες που συνδαυλίζουνε τους απόκρυφους πόθους σου. Σε τυφλώνει η ερωτική τους αγριότητα, συσκοτίζει κάθε προσδοκώμενη βεβαιότητα της σκέψης σου. Λέξεις που μας φανερώνουνε το μεδούλι τους, καθώς ρίχνονται με βία πάνω στην άσπρη σελίδα.



     Εικόνες ποιητικής απελπισίας, φρικτής ευωχίας, εφιαλτικής μέθεξης. Εικόνες που τεμαχίζουνε την ίδια την ερωτική της επιθυμία. Το αντρικό σώμα υπάρχει, μόνο και μόνο για να εξαντλήσει πάνω του, την αχαλίνωτη φαντασία της. Διαμερισματοποιείται για να αναδειχθεί ο μεγαλειώδης ερωτικός της οραματισμός. Προβάλει τεμαχισμένο σα σπασμένο άγαλμα μες από την άμμο του έρωτα, που κουρνιάζουνε πάνω στα μέλη του ερωτευμένες κουρούνες. Κτηνώδης ερωτικά  η ματιά της κι ενίοτε πρόστυχη, ή καθαρά λεσβιακή. Κολασμένο το ερωτικό της βλέμμα όταν μας μιλά για το αντρικό μόριο, όμως ο λόγος της δε χάνει την αθωότητά του.
     Ένα γυναικείο κοίταγμα «παγερή πυρκαγιά» (στίχος της) που πυρπολεί την ατμόσφαιρα. Ένα βλέμμα που χαϊδεύει ανατριχιαστικά το σώμα του Άλλου, ένα βλέμμα που θωπεύει τα αντρικά μέλη φλεγόμενο από γυναικείο πόθο σεξουαλικής ελευθερίας. Το αντρικό σώμα στην ποίηση αυτής της αγαπημένης ποιήτριας των Σουρρεαλιστών, είναι το ιερό σώμα των μυστικών εραστών της ελευθερίας. Η παμφάγα ηδονή που οδηγεί στη γυναικεία χειραφέτηση. Η ανεμίζουσα ποιητικής της ταυτότητα. Η ακόρεστη δίψα της να υπερβεί τα όρια των ερωτικών της οραμάτων, της προσωπικής της ελευθερίας, της σωματικής ελευθερίας κάθε γυναικείας φύσης.



     Η Μανσούρ οικοδομεί ένα γυναικείο ερωτισμό μες στα ποιήματά της, ένα τραχύ ερωτισμό, έναν αστόλιστο αλλά έμορφο ερωτισμό, πρωτόγνωρο για την εποχή της. Μας ξαφνιάζουν οι εικόνες της, μας εκπλήσσουν τα ξεδιάντροπα ερωτικά της γουργουρητά, η έλλειψη οποιασδήποτε ερωτικής, συστολής, ηθικής ντροπαλότητας, σεξουαλικής σεμνότητας, λεκτικών υπαινιγμών. Νωπές ροκανισμένες των αισθήσεων μνήμες περνάνε μπρος στα μάτια μας μ’ επιθανάτια χάρη.

Mansour Et Breton (video document)

     Συντρίμμια χειρονομιών εικονογραφούνται με δεξιότητα ζωγράφου σ’ ερωτικό οίστρο. Τρυφερά αγγίγματα, οιμωγές γυναικείας ευαισθησίας και ψελλίσματα αγάπης, φωτογραφίζονται με απρόβλεπτη καθαρότητα, ρεαλισμό κι  εκφραστικό θάρρος, ύφος στεγνό αλλά λαμπερό. Η γυναικεία ποίησή της, επαλήθευσε τις προσδοκίες των υπερρεαλιστών δημιουργών της εποχής της και το κίνημά τους, για τη γυναικεία χειραφέτηση, τη σωματική τους αυτοδιάθεση, τη σεξουαλική τους απελευθέρωση, εκδήλωση κι αποδοχή των πιο απόκρυφων ερωτικών τους ενστίκτων. Ο καθαρός γυναικείος ποιητικός της λόγος, πέρ’ από το τι προσδοκούσανε κι επιδίωκαν οι σουρεαλιστές καλλιτέχνες, στοχεύει ακόμα παραπέρα, να οδηγήσει τον γυναικείο ερωτισμό σε μονοπάτια των ενστίκτων που δεν είχαν μέχρι τότε αναδυθεί στην επιφάνεια.



     Η γυναίκα μέσα στην ποίηση της Μανσούρ, η γυναίκα μ’ όλο το εύρος της σεξουαλικότητάς της, μπορεί πλέον να μιλήσει ανοιχτά γι’ αυτό που σεξουαλικά επιθυμεί από το άλλο φύλο. Να το εξερευνήσει η χειραφετημένη ματιά της. Να περιγράψει τι περιμένει από τον σεξουαλισμό του, το πώς βλέπει τον άντρα επιβήτορα της αγάπης της, τον πως τον θέλει στους χώρους συνεύρεσής των, πως τον επιθυμεί. Είναι η γυναίκα που απορρίπτει την πανάρχαια κι εθιμική ταυτότητα του ρόλου της, μες στην ιστορία, είτε  ως «Εύα» είτε ως «Μήδεια» είτε ως παρθένα «Κασσιανή», είτε ως σύζυγος «Πηνελόπη», της είναι ξένη η επιλογή της «Άλκηστης», δεν την ενδιαφέρει να μπει στα αντρικά ερωτικά κάδρα των νεαρών ακόλουθων της «Βεατρίκης».



     Η Μανσούρ τολμά όπως τόλμησε κι η «Γκαλά», η γυναίκα Μούσα των υπερρεαλιστών και τολμά θαρραλέα και δυναμικά, εκείνη πλέον χρησιμοποιεί τον άντρα και το σώμα του, όχι σαν ερωτικό σύντροφο για να βεβαιώσει τον καρποφόρο ρόλο της μητρότητάς της, αλλά σαν ερωτικό αντικείμενο πόθου που θα επιβεβαιώσει τις πιο απόκρημνες σεξουαλικές της φαντασιώσεις. Ένα υπόστρωμα Φροϋδικών αξιών και θέσεων κρυφοκαίει στο έργο της, όπως και στο σύνολο σχεδόν των σουρρεαλιστών δημιουργών, για την εκπλήρωση της γυναικείας σεξουαλικότητας, την αποδοχή των πλέων αχαρτογράφητων σεξουαλικών ανθρώπινων ενστίκτων.



     Η ποίηση της Μανσούρ, της ποιήτριας με το οξύ και διαπεραστικό των πόθων μας βλέμμα, τον έντονο και κυρίαρχο (για τον καθωσπρεπισμό μας) αναιδή σεξουαλικό της λόγο, το απροσποίητο της έκφρασής της, τις καθαρές κι ασκόνιστες από κάθε κοινωνική ηθική εικόνες της, τις λέξεις πρόκες που χαράσσουν το σώμα των αισθημάτων μας, λέξεις που κουβαλούν το βάρος μόνο της σκληρότητάς τους, ξεδιπλώνεται μπρος μας σα φουρτουνιασμένη θάλασσα λαγνείας. Ένας ωκεανός που πλημμυρίζει κάθε φοβία μας, που παρασέρνει στα ερεβώδη του βάθη κάθε ερωτικό ενδοιασμό μας και που με τον πλούτο ζωής που κουβαλά και μεταφέρει μέσα του η ερωτική του αρμύρα και κυματική αγριάδα, απομακρύνει τα φοβερά κι εκδικητικά γλαροπούλια του θανάτου. Του θανάτου που κράζει ερωτικά κι εκμαυλιστικά.  Η ποίησή της, είναι η γέφυρα των νέων μοντέρνων καιρών που η γυναικεία ερωτική χειραφέτηση βαδίζει.

  «…Ο λόγος της ενδίδει στην ασέλγεια, στη σεξουαλική φρενίτιδα που διακλαδίζεται στον κανιβαλισμό, στη λαγνεία, στο λεσβιασμό, στο βίτσιο, στο μακάβριο, στη διαστροφή, σ’ όλες τις παρενέργειες του ερωτικού παροξυσμού, επιστρατεύοντας και την αναισχυντία, προκειμένου να διασαλπίσει πως είναι απαράδεκτος ο θάνατος», έγραψε ο Έκτωρ Κακναβάτος γι’ αυτήν. Ο Αντρέ Μπρετόν ονόμασε αυτό το σκανδαλώδες κορίτσι του υπερρεαλισμού και της μαγγανείας «Κονδυλώδες τέκνο του ανατολικού παραμυθιού».
     Να πως αναφέρεται σ’ αυτήν ο Pierre Drachline (Le Monde, 30.8.1986), σε κείμενό του με αφορμή τον θάνατό της (27 Αυγούστου 1986):

   «Επαναστατημένη από ένστικτο κι ερωτευμένη με την ελευθερία, η  Joyce Mansour βρίσκει στον υπερρεαλισμό την ηχώ των πόθων της και την απόρριψη των αρχών της αστικής ηθικής. Όμως, παρότι παίρνει ενεργό μέρος στην όλη ζωή του υπερρεαλιστικού κινήματος, ακολουθεί μια προσωπική πορεία στη πεζογραφία και στη ποίηση, στην οποία έχει θέση μία σεξουαλική εικονοπλασία, συχνά βίαιη και ταγμένη αποκλειστικά στη θεραπεία της ομορφιάς. Εξυμνεί το άτομο το απελευθερωμένο απ’ όλα τα δεσμά».

      Για την ιστορία αξίζει να σημειωθεί πως τη ποίησή της την έκανε γνωστή στο ελληνικό κοινό ο υπερρεαλιστής ποιητής κι εκδότης του περιοδικού Πάλι Νάνος Βαλαωρίτης, στα τέλη του 1966, όταν στο περιοδικό που εξέδιδε, στο τεύχος 6/Δεκέμβρης 1966, και στις σελίδες 23-25, μετέφρασε ποιήματά της από τη συλλογή: Από Τα Σπαράγματα.


Φωτ Marion Kalter: Τed Joans, Joyce Mansour, Νάνος Βαλαωρίτης & Alain Jouffroy (είδωλο καθρέφτη) στο "A la cloche des halles" στο Παρίσι, 1966.

     Πρόκειται περί ποίησης σπαρακτικής. Μελαγχολική κι οδυνηρή γραφή. Υπερρεαλιστικές εικόνες και θάνατος. Ο θάνατος ως ρυθμιστής του χωροχρόνου. Ο τόπος κι ο χώρος που ξεδιπλώνει τη γραφή της. Η Μανσούρ είναι στ’ αλήθεια αυτό που κάποτε είχε γράψει ο Maurice Chappaz:

   «Το να μνημονεύεις την Τζόις Μανσούρ σ’ ένα πανόραμα σχετικό με τον έρωτα, είναι σα να μνημονεύεις έναν από τους κύκλους της κόλασης».

     Όταν η Mansour εκφράζεται ποιητικά, πράγμα που γι’ αυτήν είναι το ίδιο με το να ζεί και να σκέφτεται, μια ελευθερία αλλόκοτη αναπηδά μια κι έξω απ’ τα ποιήματά της τά διαποτισμένα μ’ έναν ερεβώδη και κραυγαλέο ερωτισμό διαβρωμένο συχνά απ’ το χιούμορ. Ο Andre Breton, με αφορμή την νουβέλλα της  Les Gisants satisfaits, δεν διστάζει να την χαρακτηρίσει «οραματίστρια». Ένα αδρό φυσιογνωμικό πορτραίτο της ποιήτριας καθώς κι ένα, έντονα φωτισμένο, ανάγλυφο του ποιητικού ταμπεραμέντου της δίνει παρακάτω ο Philippe Andoin στο έργο του: Les Surrealistes (εκδ. Seuil, Paris 1973).

   "[…] Ωστόσο όλα τα μάτια στράφηκαν σε μια νεαρή ταξιδιώτισσα, πού μόλις είχε φθάσει από τη Αίγυπτο. Είναι μια καταπληκτική ομορφιά, παρατηρώντας το οξύ προφίλ της, τη βαριά περικεφαλαία των κατάμαυρων μαλλιών της, τα χείλη της, τα βλέφαρά της, τα γραμμένα φρύδια, θα ορκιζόταν κανείς πώς μόλις δραπέτευσε από το ανάκτορο όπου οι γραφιάδες και οι ιερείς του ήλιου επαγρυπνούν στις πριγκηπέσσες, κόρες του Ακένατον.



     Αυτή η νεαρή γυναίκα είναι μια από τις μεγαλύτερες ποιήτριες που έχει αγκαλιάσει το υπερρεαλιστικό κίνημα. Απλή, κάπως επιφυλακτική αλλά πρόσχαρη διατηρώντας ένα ίχνος αγγλικής προφοράς του καλύτερου τύπου, έφερε για διάβασμα ποιήματα που η σφοδρότητά της, στον τόνο και στην εικόνα, έκοβε την ανάσα. Η πιο άγρια πρόκληση, το πιο διεστραμμένο τσαλαπάτημα, η αίσθηση της σαρκικής αποχαλίνωσης ζωογονημένη και φτασμένη στο πύρωμα, η φρενίτις του πόθου, μεγιστοποιημένου στο μέτρο κοσμικού εφιάλτη, όπου όλα ξαναγυρίζουν στο χάος, όπου το καθετί δαγκάνει, γδέρνει, πορνεύεται και αιμάσσει, τέτοιο θα ήταν το περιεχόμενο της ποίησης της Joyce Mansour, αξιοσημείωτο και μόνο μ’ αυτά, αν όλος αυτός ο σάλος δεν υποβασταζόταν από την ανεξάντλητη κυριαρχία του έρωτα, που οι αμίμητοι τόνοι του τη ξεσηκώνουν, τον ανασπούν με εμπυωμένα αίματα, τον οργανώνουν τον εξαγνίζουν".

     Ο δε Κακνάβατος στο πρόλογο του βιβλίου της που μετέφρασε ο ίδιος αναφέρει:

      «Εκείνο που δεσπόζει στην ποίησή της είναι η δίχως μεταπτώσεις αναφορά της στο χαοτικό διάστημα ανάμεσα Έρωτα και Θανάτου… που εκδηλώνεται όχι σπάνια σε τόνους ντελίριου. Φτάνει στο σημείο να ωθήσει τον έρωτα σ’ επίθεση, ρίχνοντάς τον πάνω στα τείχη του θανάτου, να τα παραβιάσει, να εισβάλλει στην ενδοχώρα του. Ο οραματισμός της, γι’ αυτό δεν ορρωδεί μπροστά στο μακάβριο: ωθεί την ερωτική αναζήτηση, την ερωτική έλξη και επαφή να συνεχίζεται ανάμεσα στους ενταφιασμένους, εκεί, μέσα στον τάφο, ενώ η σήψη προχωρεί ραγδαία, και όχι ανάμεσα στις ψυχές τους που διέφυγαν σε κάποια ουράνια ενδιαιτήματα που θέλει μια άλλη μεταφυσική εξαλλοσύνη, στους αντίποδες της δικής της. Θέλει τον έρωτα να διαπερνά το θάνατο πέρα για πέρα διότι βλέπει το θάνατο ακατανίκητο δόκανο να πολιορκεί τον έρωτα σαν να’ ναι το περίγραμμά του. Τον έρωτα διαπερατό από τον θάνατο. Τον θάνατο διαμπερή από τον έρωτα. Τον έρωτα εντεταγμένο στους κώδικες της μορφογένεσης. Τον θάνατο φάση της ανακύκλωσης των μορφών. Και είναι γι’ αυτό η ποιήτρια πληγωμένη, είναι μελαγχολική, είναι πικρή, είναι αηδιασμένη, είναι δραματική, είναι χλευαστική, είναι αναστατωμένη, είναι επαναστατική… Και είναι ασύστολη. Ο λόγος της ενδίδει στην ασέλγεια, στη σεξουαλική φρενίτιδα που διακλαδίζεται στον κανιβαλισμό, στη λαγνεία, στο λεσβιασμό, στο βίτσιο, στο μακάβριο, στη διαστροφή, σ’ όλες τις παρενέργειες του ερωτικού παροξυσμού, επιστρατεύοντας και την αναισχυντία, προκειμένου να διασαλπίσει πως είναι απαράδεκτος ο θάνατος».

       ΕΡΓΑ ΤΗΣ

-Cris, εκδ. Seghers, 1953 (Κραυγές)

-Dechirures, εκδ. Minuit, 1955  (Σπαράγματα).

-Jules Cesar, εκδ. Seghers, 1956  (Ιούλιος Καίσαρ).

-Les Gisants satisfaits,  εκδ. J.-J. Pauvert,  1958.

-Rapaces, εκδ. Seghers, 1960  (Όρνια).

-Carre blanc, εκδ. Le soleil noir, 1966.

Les Damnations, εκδ. Visat, 1967.

-Le Bleu des fonds, εκδ. Le soleil noir, 1968,   (Το γαλάζιο των βυθών).

-Phallus et momies, εκδ. Daily Bul,   1969.

-Ca,  εκδ. Le soleil noir, 1970.

-Histoires nocives, εκδ. Gallimard, 1973.

-Faire signe au machiniste, εκδ. Le soleil noir, 1977.

-Trous noirs, εκδ. La pierre d’ Alun, 1986 (Μαύρες τρύπες).

  Ποιήματα από τις συλλογές Cris, Rapaces, Dechirures, (έχουν εκδοθεί με τον τίτλο Ερωτικά 1975, β΄ έκδ. 1978)

=========================

Μελαγχολικό Σαν Την Έρημο


Μακάριοι είναι οι μοναχικοί
κείνοι που σπέρνουν ουρανό στην αδηφάγα άμμο
κείνοι που αναζητούν το ζωντανό
κάτω απ' τις φούρλες του ανέμου
κείνοι που τρέχουνε λαχανιασμένα
μετά απ' όνειρο που ξέφτισε,
Ότι αυτοί έσονται το άλας της γης

Μακάριοι όσοι παραφυλάνε
πάνω απ' τους ωκεανούς της ερήμου
κείνοι που ακολουθούν την αλεπού
και πέρα ​​από τον αντικατοπτρισμό
ο στρουφιχτός ο ήλιος χάνει
τα φτερά του στον ορίζοντα
το αιώνιο θέρος γελά στον υγρό τάφο
κι αν ακουστεί μια δυνατή κραυγή
στα βράχια που 'χουν βυθιστεί,
Ότι κανείς τους δεν ακούει τίποτα

Η έρημος συνεχίζει να κραυγάζει,
υπό τον απαθέστατο ουρανό
με βλέμμα καρφωμένο σταθερά όπως τ' αητού,
στη διάρκεια της μέρας ο θάνατος ρουφά τη πάχνη
το φίδι πνίγει το ποντίκι
ο βεδουΐνος στη σκηνή του
το χρόνο ακούει να σέρνεται
πα' στο χαλίκι της αγρύπνιας,
Όλα είναι κεί προσμένοντας
μια λέξη που 'χει ήδη ειπωθεί
Αλλού

απ' τη συλλογή: (Posthumes Εt Divers 1970) "Μεταθανάτια Και Διάφορα"

        Αυθόρμητες Φλόγες

Τη νύχτα ο ουρανός είναι εν ολάνοιχτο φύλο
η φωτιά που χύνει στο ατάραχο νερό, πεθαίνει
το σώμα χάνει την ικμάδα του
πολύ πριν τα μεσάνυχτα
θέλοντας να πεθάνει, πεθαίνει ήδη
ο Χρόνος είναι ο επικήδειος θόλος
για κείνονε που μπλέχτηκε προληπτικός

Τα πτώματα νιώθουν το θάνατό τους
πολύ μετά τα σαράντα τους
χους καταπίνει μοναχά τα ήδη ξεχασμένα
οι νεκροί αναπνέουν
το βλέμμα τους τρυπά τα πάντα
το στόμα τους στρεβλό σαν ψεύτικο
απ' το τεράστιο χασμουρητό
απ' το τελευταίο φτάρνισμα
ρουφηγμένο από την τελευταία έκπληξη
με το λόξυγκα από το τελευταίο ρέψιμο

Αν η Αγάπη είναι γιος του ματιού
η φωτιά είναι ο γιος του ξύλου
κι ο άνεμος ο γιος του τίποτα
Ακόμα και τα δάση μπορούν να ελπίζουν
για μια φωτιά-σκούπα
Υπάρχει πόνος μεγαλύτερος από του Έρωτα το κεντρί,
απ' το δικό μου;

Το όξος ξαναξυπνάει τις πληγές
κι ακονίζει τις μύτες των άστρων η αγρύπνια
μια ανάσα απότομη πολύ, εξανεμίζεται
Αν ο Θεός ήταν χαρταετός
ποιά στο διάολο ήταν η Γεωργία Σάνδη;

Υπάρχουνε Σταυροδρόμια

Υπάρχουν σταυροδρόμια που τη νύχτα
η χαρά πηδά στη ράχη
κείνου που τα διαβαίνει
μια τέτοια παγερή αυγή με παγωμένο αγέρα
ο αποκεφαλισμός πεθαίνει
στεκάμενος πιο κάτω
κορμί με κορμί στη λασπουριά
γεμίζουνε το φούρνο
τα σκουλήκια
με τρεις δεσιές φροντίζουνε
τις άκρες των ριζών
της σάρκας
Κρέας θυσιαστηρίου
κόσμημα σήψης
χωρίς άλλην επιβάρυνση παρά τα χέρια τους
δεμένα πισθάγκωνα
Λουτρά αίματος στη Γη της Επαγγελίας
προσπέκτους για λίπασμα
στο βάθος-βάθος του καθρέφτη
υπάρχουνε φτυσιές
γρατζουνίσματα στο χιόνι
οι ψευδαισθήσεις εξασθενούν
στα μάτια των συντρόφων μας
χνοή κι ιδρώτας της αυταρχικής γυναίκας
που γυμνή στο πάτωμα δονείται απ' το μίσος
¨Προχωρείτε μπρος" κραυγάζει ο Ευαγγελιστής
είναι πια πολύ αργά
το πηγάδι στεγνό ως κι οι μύγες φευγάτες
στο σύμφυρμα της πρασινάδας
ένα λεπτό άρωμα ποδαρίλας αιωρείται
κι ακόμα
καρφώματα από φαλλό
προσφέρονται σαν πυροσβεστήρες
ρυθμίζοντας τον ήλιο
Υπάρχουνε πτώματα ζωντανά στο στόμα των παιδιών
ριγέ θρηνώντας
στο υδραγωγείο που τρέχει
πάνω απ' τη κοιλάδα
Αύριο που θα πιούμε το αίμα των πατέρων μας

απ' τη συλλογή: (Faire signe au machiniste 1977) "Γνέφω Στο Δημιουργό"

μτφρ:Πάτροκλος Χατζηαλεξάνδρου Φλεβάρης 2018

------------------

     Ενύπνια Ψιχίων


Δεν είναι από λάθος μου
αν τα μπούτια μου είναι καλοχυμένα
μες στο πετσί μου
Δεν θέλησα να ξεσηκώσω το μορφασμό του πόθου σου
Όταν έβγαλα τη φούστα μου
φασκιωμένος από ευτυχία κατάχτησες τη σχισμή μου

Δεν είναι από λάθος μου
αν ήχησε ο συναγερμός
και παγιδεύτηκε το χέρι σου
ξεριζώθηκε καταδικάστηκε ανατράπηκε
κι απ’ το λαιμό κρεμάστηκε
όμοιο με κούκλα από κρέμα
Δεν είναι από λάθος μου
Ήθελα να σε συγχωρήσω

Απ' τη συλλογή: "Όρνια" μτφρ Έκτωρ Κακναβάτος

-----------------

Υπάρχει αίμα στο κίτρινο τ’ αυγού
Υπάρχει νερό στην πληγή της σελήνης
Υπάρχει σπέρμα στον κότυλο του ρόδου
Υπάρχει ένας Θεός στην εκκλησιά
Που τραγουδάει και χασμουριέται.

--
Εξήγησα στη ριγωτή γάτα

τις αιτίες των εποχών της κουκουβάγιας τις ρίγες

την προδοσία των φίλων τον έρωτα των καμπούρηδων

και τον τοκετό του χταποδιού με τα πλοκάμια να σπαρταρούνε

που σέρνεται στο κρεβάτι μου και δεν αγαπά τα χάδια

Η ριγωτή γάτα άκουγε χωρίς να βλεφαρίζει ούτε ν’ απαντά

κι όταν έφυγα

η ριγωτή ράχη της

γελούσε
--

Δεν υπάρχουν λέξεις
Μόνο τρίχες
Στον κόσμο χωρίς πρασινάδα
Όπου τα βυζιά μου είναι βασιλιάδες
Δεν υπάρχουν χειρονομίες
Μονάχα το δέρμα μου
Και τα μερμήγκια που είναι πλήθος ανάμεσα στα μελίρρυτα πόδια μου
Φοράνε τις προσωπίδες της σιωπής όταν εργάζονται
Έρχονται η νύχτα και η έκτασή σου
Και το βαθύ μου σώμα αυτό το μαλάκιο χωρίς σκέψη
Καταπίνει το ταραγμένο σου όργανο
Την ώρα που γεννιέται

--

Μια φωλιά από εντόσθια
Πάνω στο ξεραμένο δέντρο του γεννητικού σου οργάνου
Ένα μαύρο κυπαρίσσι όρθιο μέσα στην αιωνιότητα
Αγρυπνώντας πάνω στους νεκρούς που τρέφουν τις ρίζες του
Δυό ληστές σταυρωμένοι σε κοτολέτες αρνιού
Ειρωνεύονται τον τρίτο πού όταν τελειώσει η αποστολή του
Έφαγε τον κρεάτινο σταυρό του
Ψημένο.

--

Ζούμε κολλημένοι στο ταβάνι
Πνιγμένοι απ’ τις μπαγιάτικες αναθυμιάσεις της καθημερινής ζωής
Ζούμε καρφωμένοι στα χαμηλώτερα βάθη της νυχτός
Τα δέρματά μας ξεραμένα από την κάπνα των παθών
Γυρνάμε γύρω απ’ το νηφάλιο πόλο της αϋπνίας
Δίδυμοι στην αγωνία χωρισμένοι από την έκταση
Ζώντας τον θάνατό μας στο λαιμό του τάφου.

--

Είμαι η νύχτα
Αυτή η νύχτα η παγωμένη από την κρύα ηλιθιότητα της σελήνης
Είμαι το χρήμα
Το χρήμα που γεννάει το χρήμα χωρίς να ξέρει γιατί
Είμαι ο άνθρωπος
Ο άνθρωπος που πιέζει τη σκανδάλη και σκοτώνει τη συγκίνηση
Για να ζήσει καλύτερα.

            Ερωτικά

μτφρ. Έκτωρ Κακναβάτος 1978.

Γυμνή θέλω να δειχτώ στα ωδικά σου μάτια
θέλω να με δεις να ουρλιάζω από ηδονή
τα λυγισμένα κάτω από το μεγάλο βάρος μέλη μου
σε ανόσιες να σε σμπρώχνουν πράξεις
τα ίσια μαλλιά της αφημένης κεφαλής μου
να μπλέκονται στα νύχια σου
απ'την παραφορά καμπυλωμένα
τυφλός να κρατιέσαι ορθός και αφοσιωμένος
απ'του μαδημένου μου κορμιού το ύψος
να ξανοίγεις.

          Κραυγές

Αγαπώ τις κάλτσες σου...
Το μπηγμένο καρφί στο ουράνιο μάγουλό μου
Άσε με να σ' αγαπώ
Ξέχασέ με
Μην τρώτε τα παιδιά των άλλων
Οι τυφλές μηχανουργίες των χεριών σου
Άνθρωπο άρρωστο από χίλιους λόξυγκες
Σ' ανασηκώνω στα χέρια μου
Σε είδα μέσα απ' το κλειστό μου μάτι
Γυναίκα όρθια εξαντλημένη μαδημένη
Κάλεσέ με μέ το τελευταίο μου όνομα
Ο άνθρωπος που αμύνεται
Ήμουν δειλή στο θάνατό του
Το κενό στο κεφάλι μου επάνω
Χτες το βράδυ είδα το πτώμα σου
Φτερά παγωμένα
Ένας γέρος κι' η γριά του...
Σ' αρέσει να πέφτεις στο ξεστρωμένο μας κρεβάτι
Περίμενέ με
Καθισμένη στο κρεβάτι μ' ανοιχτές τις γάμπες
Εγωιστικά μ' αγαπάει εκείνη
Δεν είναι από λάθος μου...
Θέλεις την κοιλιά μου για να τρέφεσαι
Στην ακτή που μαντεύουμε...
Ναι έχω δικαιώματα πάνω σου
Μ' αρέσει να παίζω με τα μικροπράγματα
Ένα χταπόδι γλυκερό και χρυσαφένιο
Η αμαζόνα έτρωγε το τελευταίο της στήθος
Οι φτερωμένες γάμπες της καμπούρας γριάς
Θα ψαρεύω την άδεια ψυχή σου
Είμαι κουρασμένη
Καλοκαθόσουνα
Πίθηκε που 'πιθυμάς μια σύζυγο άσπρη
Ο λαιμός σου κομμένος
Νέγρα νεκρή στην άσπρη άμμο
Ασάλευτα καπούλι με καπούλι
Φοβάται ταράζεται
Οι μύγες πάνω στο κρεβάτι
Η σκιά σου χωρίς στόμα
Μέσα στο κόκκινο βελούδο της κοιλιάς σου
Η ανάσα σου μέσα στο στόμα μου
Πόσοι έρωτες έκαναν να κραυγάζει...
Γυμνή θέλω να δειχτώ στα ωδικά σου μάτια
Το μικρό κορμί σου ισχνό...
Πυρετός το αιδοίο σου ένας κάβουρας
Μια γυναίκα παρίστανε τον ήλιο
Να σε προκαλούν τα στήθια μου
Τα βίτσια των αντρών

    Σπαράγματα

Κάλεσέ με να περάσω...
Υπάρχει αίμα στο κροκάδι του αυγού
Εξήγησα στη ριγωτή γάτα
Δεν υπάρχουν λέξεις
Μια φωλιά σπλάχνων
Είδα τις ηλεκτρικές κόκκινες τρίχες...
Ζούσαμε κολλημένοι στο ταβάνι
Ένας άντρας αναπαυόταν...

Αν το άλογο είναι η πατρίδα του νομάδα
η μύγα στο παραβάν του τυφλού
και το στήθος ο στόχος του καρκίνου
ο πόλεμος δεν είναι παρά το όνειρο του τουφεκιού.

Είμαι η νύχτα
Όλα τα πρωινά ένας ξαναμμένος αετός
Κορμί μικρό κακοκαμωμένο
Το γέλιο μου πετάει ψηλά
Πώς ν' άλαφρώσω...
Είδα τη γαλάζια αλογότριχα...
Παιδούλα που κλαίει στο κρεβάτι της
Στις σκοτεινές της απελπισιάς σπηλιές
Τρεις χοντρογυναίκες κι ένας γέρος άντρας
Άνοιξε της νυχτός τις πόρτες
Το κόκκινο σεντόνι
Το κίτρινο ανάψανε
Ωσάν αυγό μες σε κλουβί ...

Τα 8 σχεδιάζονται
Ανάμεσα στ' αδέξια χέρια του
Το μυαλό μου φύρανε
Σιωπή γιατί ο ίσκιος . . .
Μες στων νεκρών τα στόματα
Ο θάνατος είναι μια μαργαρίτα πού κοιμάται
Πόδια γυμνά ώς τον λαιμό
Μια γυναίκα γονατισμένη . . .

Θέλω να φύγω δίχως αποσκευές για τα ουράνια
Στο δωμάτιό σου στολισμένο . . .
Μη χρησιμοποιείτε σαν δόλωμα
Ανεβείτε μαζί μου τα σκαλιά που κατεβάζουν
Ένα πόδι χωρίς παπούτσι
Χόρευε μαζί μου μικρό βιολοντσέλο
Πόδια σφιχτοδεμένα
Ένα χέρι φύτεψα παιδιού
Της θυρωρίνας μου το θολωμένο μάτι
Βαρέθηκα τα ποντίκια
Χτυπά το τηλέφωνο
Μες στη γαλάζια κλινική...
Η παλίρροια φουσκώνει...
Οι σπασμοί που δονούνε το παχύ κορμί σου
Άνοιξε το δίχως χείλια στόμα του
Ζυγίσανε τον λευκασμένο με άσβεστη άντρα
Πέταξες τα μάτια μου στη θάλασσα

Το πρόσωπό μου φωτίζεται . . .
Δεν θέλω πια το φρόνιμο σου πρόσωπο
Πλατάγιζαν τα ρουθούνια σου
Τη νύχτα είμαι το αλάνι . . .
Κυματίζανε βιολιά σε ουράνια σκούρα
Είσαι ανήσυχη αδελφή μου;
Η κρυφή γραφή
Ψυχή μου κλάψε που η γη είναι γυμνή
Το νερό γουγλουκίζει κάτω
Μου 'δωσε κύπελλα από αλάβαστρο

Σ’ αρέσει να πέφτεις στο ξεστρωμένο μας κρεβάτι
οι παλιοί ιδρώτες μας δεν σ’ αηδιάζουν
τα λερωμένα, από ξεχασμένα όνειρα, σεντόνια μας
οι κραυγές μας που στο σκοτεινό δωμάτιο αντηχούνε
όλα ετούτα ξεσηκώνουνε το αχόρταγο κορμί σου,
το άσχημό σου πρόσωπο επιτέλους λάμπει
που οι χτεσινοί μας πόθοι είναι όνειρα αυριανά σου

Η ανάσα σου μέσα στο στόμα μου
τα ξερά σου χέρια τα νύχια σου τα σουβλερά
δεν αφήνουνε ποτέ το κρεμεζί λαρύγγι μου
κρεμεζί απ’ την ντροπή την ηδονή τη γλύκα
τα μελανιασμένα χείλια σου βυζαίνουνε το αίμα μου
κι οι στιλβωμένες σάρκες μου θα σε ξεσηκώνουν πάντα
ενώ τα μάτια μου θα μένουνε κλεισμένα.
Πόσοι έρωτες έκαναν να κραυγάζει το κρεβάτι…

Θέλω να κοιμηθώ πλάι πλάι μαζί σου
Τι είναι το χέρι μου;
Το πτώμα της γιαγιάς μου
Η ροδαλή μεμβράνη
Βρήκα ένα μανδραγόρα
Θυμήσου
Μια σταγόνα από κοράλλι
Η θύελλα χαράζει περιθώριο ασημένιο
Ένα ποντίκι
Όλα τα βράδια σαν είμαι μόνη
Βρέχει μες στο γαλανό κοχύλι που 'ναι η πόλη
Τη νύχτα είμαι βατράχι
Θυμάμαι τη μήτρα της μητέρας μου
Μια τριανταφυλλιά σκαρφαλώνει...
Σας είδα αγκαλιασμένους μες στον άνεμο
Άκουσέ με

------------------

Ο άνθρωπος που αμύνεται
μπροστά σε δικαστήριο πιθήκων
Ο άνθρωπος που ρωτά, ο άνθρωπος που ικετεύει
Το κεφάλι του κρύβεται ανάμεσα στις μαλλιαρές του
γάμπες
κι οι πίθηκοι περιμένουν
κι οι πίθηκοι κατηγορούνε συνηγορούν γελάνε
πριν να καταβροχθίσουνε τον άνθρωπο
τη σάπια αυτή μπανάνα

----------------

Πέταξες τα μάτια μου στη θάλασσα
ξερίζωσες από τα χέρια μου τα όνειρά μου
ξέσκισες τον μελανιασμένο αφαλό μου
και μες στα πράσινα των μαλλιών μου φύκια π’ ανεμίζουν
το έμβρυο έχεις πνίξει

---------------------------------

Αφότου σε γνώρισα
ψυχή της ψυχής μου
η κάθε νεροφίδα που ρουφώ αλλάζει σε φαντάσματα
Οι θλιβερές φαγούρες
των γυναικών που’ ναι κλειστές στον έρωτα
βαραίνουν πάνω στις γάμπες μου σαν φωλιές βατράχων
κι η νεραγκούλα των νερόλακκων ανοίγει μπροστά σου
σαν στόμα βρώμικο καταυγασμένο από κοροϊδία
Ομορφαίνεις το δρόμο μου
ψυχή του απέραντου έρωτά μου
όπως ένα φύλλο πάνω σε τάφο
όπως ένα δάκρυ μέσα στη σούπα
Σε κοχεύω τη νύχτα τεντωμένη στο έσχατο,
ρισκάροντας να τσακιστώ
τον ερχομό σου ευχόμενη που ακόμα δεν με ξέρεις
Κοίτα που μια μπίλια ολολυγμών πάει να σπάσει,
στα ξεχαρβαλωμένα μου σαγόνια ανάμεσα τσιρίζει

             Άτιτλο

Μην τρώτε τα παιδιά των άλλων
γιατί θα σάπιζεν η σάρκα τους
Μες στα γαρνιρισμένα στόματά σας
Μην τρώτε του καλοκαιριού τα κόκκινα λουλούδια
Γιατό ο χυμός τους είναι παιδιών
Εσταυρωμένων αίμα
Μην τρώτε των φτωχών το κατάμαυρο καρβέλι
Γιατί είναι ζυμωμένο με τα ξινά τους δάκρυα
Και ρίζα θα πιανε στα μακρουλά κορμιά σας
Μην τρώτε να πεθάνουνε να μαραθούνε τα κορμιά σας
Στρώνοντας το φθινόπωρο στην πενθούσαν γην
Επάνω

------------------

Πρέπει να εισπνέει κανείς τον θάνατο
για να γιατρέψει το πνεύμα του
Το σφεντάμι γλείφει τον αγέρα
Δίχως καλέμι
Περιμένω την στροφή του δρόμου
Στόμα ξερό απο αγρύπνια
Κυριευμένη από φόβο

-----------------

Δεν γνωρίζεις το νυχτερινό μου πρόσωπο
Τα μάτια μου άλογα τρελά για απεραντοσύνη
το στόμα μου στολισμένο με αίμα άγνωστο
το δέρμα μου
Στύλοι οδηγοί τα δάχτυλά μου μαργαριταρένια από τον πόθο
θα οδηγούν τα βλέφαρά σου ίσα στα αυτιά μου
στις ωμοπλάτες μου
προς την ολάνοιχτη εξοχή της σάρκας μου
Τα σκαλοπάτια των πλευρών μου στενεύουνε στη σκέψη
πως η φωνή σου θα μπορούσε να γεμίσει το λαρύγγι μου
πως τα μάτια σου θα μπορούσαν να γελάσουν
Δεν γνωρίζεις τη χλομάδα των ώμων μου
τη νύχτα
όταν οι φλόγες των εφιαλτών αλλόφρονες
απαιτούν σιωπή
και συσφίγγονται οι μαλθακοί της πραγματικότητας τοίχοι
Δεν ξέρεις πως των ημερών μου οι ευωδιές πεθαίνουνε
πάνω στη γλώσσα μου
όταν οι πονηροί έρχονται με αιωρούμενα μαχαίρια
πως μένει ολομόναχος ο περήφανος έρωτάς μου
όταν βουλιάζω μες στη λάσπη της νύχτας

----------------------

Θα ψαρεύω την άδεια ψυχή σου
Μέσα στο φέρετρο όπου το σώμα σου μουχλιάζει
Θ ανασύρω την άδεια ψυχή σου
Θα ξεριζώσω τα τσακισμένα της φτερά
Τα απολιθωμένα όνειρά της
Θα τη χάψω

------------------

Αφού σε προκαλούνε τα στήθια μου
θέλω τη λύσσα σου
θέλω να δω τα μάτια σου να βαραίνουν
τα μάγουλά σου να ρουφιούνται να χλωμιάζουν
θέλω τ'ανατριχιάσματά σου
ανάμεσα στα σκέλια μου θέλω ν'αστράψεις
πάνω στο καρπερό του κορμιού μου χώμα
οι πόθοι μου χωρίς ντροπή να εισακουστούνε.

--------------------

Θέλω να κοιμηθώ πλάι πλάι μαζί σου
μαλλιά μπερδεμένα
αιδοία γαντζωμένα
με το στόμα σου για προσκεφάλι.

Θέλω να κοιμηθώ μαζί σου ράχη ράχη
δίχως να μας χωρίζει ανάσα
δίχως λέξεις να μας περισπούνε
δίχως μάτια να μας διαψεύδουν
δίχως ρούχα.

Θέλω να κοιμηθώ μαζί σου στήθος στήθος
συσπασμένη και ιδρωμένη
λαμπυρίζοντας με χίλια σύγκρυα
απ’ την αδράνεια φαγωμένη
της  έκστασης τρελή
πάνω στο ίσκιο σου να ‘χω ξεμείνει
καταχτυπημένη από τη γλώσσα σου
για να πεθάνω ανάμεσα στο δόντια σου λαγού
τα σάπια
ευτυχισμένη.

----------------

Τα χέρια σου κορφολογούσανε
μές στο ξεσκέπαστο μου στήθος
στρουφουλιάζοντας ξανθένιες μπούκλες
τρυγώντας ρόγες
κάνοντας τις φλέβες μου να τρίζουν
πήζοντάς μου το αίμα
μέσα στο στόμα μου η γλώσσα σου
χόντραινε από μίσος
το χέρι σου σημάδευε με ηδονή
το μάγουλο μου
πάνω στη ράχη μου τα δόντια σου
εγράφανε βλαστημιές

----------------

Η σκιά σου χωρίς στόμα
χωρίς πόρτα η κάμαρή σου
τα μάτια σου χωρίς βλέμμα
χωρίς έλεος χωρίς χρώμα
οι πατημασιές σου πάνε
χωρίς ν’ αφήνουνε αχνάρια
προς ένα φως από φωνές
ασίγαστες, που είναι η κόλασή μου.

----------------------

Άσε με να σ’ αγαπώ
αγαπώ τη γεύση απ’ το παχύ σου αίμα
μέσα στο δίχως δόντια στόμα μου
η πυράδα του μου καίει το λαρύγγι
αγαπώ τον ιδρώτα σου
μ’ αρέσει να χαϊδεύω τις μασχάλες σου
περίρρυτες από χαρά
άσε με να σ’ αγαπώ
άσε με να γλείφω τα κλειστά σου μάτια
άσε με να τα τρυπήσω με τη
σουβλερή γλώσσα
και τη γούβα τους να γεμίσω σάλιο
άσε με να σε τυφλώσω.

------------------------

Τραγούδι για πόδια
Δώδεκα μικρά δάχτυλα
εσταυρωμένα πάνω σε καρφιά
Δώδεκα δάχτυλα μικρά
παραχωμένα μες στη λάσπη
Εγώ η ερημική
εκτοξεύω της γάμπες μου δίχως γόνατα
Ρίχνω τα πόδια μου στη θάλασσα
και κοιμάμαι πάνω στη νοτισμένη άμμο
γιατί τα δώδεκα μικρά δάχτυλα
είναι δικά σου.

-----------------

Κάλεσε με να περάσω μες στο στόμα σου τη νύχτα
διηγήσου μου των ποταμών τα νιάτα
πίεσε τη γλώσσα σου πάνω στο γυάλινό μου μάτι
δός μου τροφό την κνήμη σου.
Ύστερα ας κοιμηθούμε του αδελφιού μου αδέλφι
μια και πεθαίνουν τα φιλιά μας
πιο γρήγορα παρά η νύχτα.

………………………………………….

Θα κυλιέμαι κατά σένα
διασχίζοντας το χώρο τον ασύνορο τον άπατο
ξυνή σαν ρόδου κάλυκας
θα σ’έβρω άνθρωπε αχαλίνωτε
νηστευτή καταπιωμένε μες στο βόρβορο
άγιε της ευκαιρίας
και θα κάνεις από μένα
το κρεβάτι σου και το ψωμί σου
τα ιεροσόλυμά σου.

...........................................................

Στις σκοτεινές της απελπισιάς σπηλιές
μονάχη γυροφέρνω
μονάχη γεύομαι κρέατα μιαρά
μονάχη πεθαίνω μονάχη μου επιζώ
δίχως αυτιά τα ουρλιαχτά των σφάγιων
να μην ακούω.
Από λέξεις άδειο το στόμα μου γογγύζει.
Είμαι ο έρωτας όταν τον έπλασε ο θεός.
Είμαι εγώ.
Είμαι ο εχθρός.

μτφρ.:Έκτωρ Κακναβάτος
------------------

              Αμέσως
                                  για την S


Όλ' αυτά γιατί μ' αρέσει να κάνω έρωτα κάτω απ' το νερό
Ν' αλείφω τα μαλλιά μου με αρώματα ομίχλης και χολής
και να παρασύρομαι στο βάθος του καναπέ
μ' ένα καμπούρη ιπποκόμο
κι ένα δάχτυλο αλητείας

Όλ' αυτά γιατί ξέρεις πως άλλοτε ήμουνα κλέφτρα.

Γιατί Έχω Ολάκερη Ζωή Μπροστά Μου

Μάταια ζητώ ένα καθρέφτισμα της χαράς μου
Στη τρύπα που νόμιζα θα βρω τη καρδιά σου
έσκαψα τη τρύπα αυτή στο κέντρο του κορμιού σου
μ' έβενο κι ελεφαντόδοντο με πείνα κι αίμα
Για να κρύψω εκεί τα γυαλιά μου
να γράψω βιστικά το φόβο μου
να μάθω αν υπάρχουν στ' αλήθεια φράουλες για το πρόγευμα
ή μόνο μαύρο λουκάνικο

Αντιμνημονικό Αυτεμβόλιο

                                             για τον Ragnar von Holten

Η κεντρόμολη οχλοβοή φυτρώνει στην ομίχλη
το έμβρυο χτυπά τη πόρτα της ηδονισμένης μήτρας
η κραυγή-γιαταγάνι σχίζει τον αέρα το αίμα τα μάτια ξεχύνονται
στον υγρό γαλάζιο λαιμό
της αιγυπτιακής χοάνης
λένε πως γεννήθηκα
δύσκολα
στην Αγγλία
ο πατέρας μου άλογο μαλθακό
στραβοπόδης και κουφιοκέφαλος
περιδιάβαζε γραφειοκράτης ανάμεσα σε ξένες χώρες και στο χαλί
η μάνα μου ποτέ δεν έμαθε πως κάπνιζα βαριά τσιγάρα
το κοπάδι έφτασε καθυστερημένο λαχανιάζοντας για το "χαλάλι"
χυλοί και γουργουρίσματα
της ψάθας
καρκίνος
χήρα στα δεκαεννιά μου χρόνια
όρθια ανάμεσα σε δυο κεριά
είδα στο κόκκινο σεντόνι των αδάκρυτων κλεισμένων μου βλεφάρων
δέκα διαβατήρια ανέκδοτα

μτφρ: Τάσος Κόρφης

-----------------------------

Εγωιστικά μ’αγαπάει εκείνη,
της αρέσει που πίνω τα νυχτερινά της σάλια
της αρέσει που περπατώ τ’αλατισμένα χείλια μου
πάνω στις άσεμνες γάμπες της, πάνω στα πεσμένα στήθια της
της αρέσει που θρηνώ της νιότης μου τις νύχτες
ενώ αυτή στερεύει τα μούσκλα
που απ’τις άνομες επιθυμίες της αγανακτούνε
Δεν είναι από λάθος μου αν τα νύχια σου μακραίνουν
Δεν είναι από λάθος μου αν τα μαλλιά σου μεγαλώνουν
Δεν είναι από λάθος μου αν κανείς δεν σ’έκλαψε
Δεν είναι από λάθος μου αν πάγωσες αγαπημένε
Δεν προσδόκησα το θάνατό σου

--------------------

Ναι έχω δικαιώματα πάνω σου
Σε είδα να στραγγαλίζεις τον κόκορα
Σε είδα να ξεπλένεις τα μαλλιά σου μέσα στο βρωμόνερο
των υπονόμων
Σε είδα μεθυσμένο από την μπόχα των σφαγείων
το στόμα γεμάτο κρέας
τα μάτια πλημμυρισμένα μ’ όνειρα
να βαδίζεις κάτω από το βλέμμα ανθρώπων ξεπνοϊσμένων
Μ’αρέσει να παίζω με τα μικροπράγματα
Τ’αγέννητα πράγματα ρόδινα στα μάτια μου της τρέλας
ξύνω, σουβλίζω, σκοτώνω, γελώ.
Νεκρά τα πράγματα δεν σαλεύουν πια
κι’εγώ νοσταλγώ τον πυρετό μου της τρέλας
λυπάμαι τα εκφυλισμένα γονικά μου
θα’θελα ν’αφανίσω των ονείρων μου το αίμα
καταργώντας έτσι τη μητρότητα.

--------------------

Το μπηγμένο καρφί στον ουράνιο μάγουλό μου
τα κέρατα που βλασταίνουν πίσω απ’τ’αυτιά μου
οι πληγές μου που δεν γιατρεύονται ποτές
το αίμα μου που γίνεται νερό που διαλύεται που ευωδιάζει
τα παιδιά μου που στραγγαλίζω εισακούοντας τις ευχές τους
όλα ετούτα με κάνουν Κύριό σας και Θεό σας

----------------------

Υπάρχει
ένας ξεμοναχιασμένος βράχος αδιαίρετος
κάτω από το νταντελένιο μου θηκάρι
ένα μικρό πουλάκι με λοξά μάτια
που τσιμπάει την επιφάνεια του φλογισμένου μου βλέφαρου
ένας περιπαθής άσπρος σκύλος
ανάμεσα στα δάχτυλά μου όταν υπογράφω
μια γλυκιά ευωδιά από γάλα όταν σκοτώνω

---------------------------

Γυναίκα όρθια εξαντλημένη μαδημένη
οι μαύρες γάμπες της σαν να πενθούν τη νιότη τους
ακουμπά την κυρτωμένη ράχη της στον εχθρικό τοίχο
Ράχη κυρτωμένη απ’ των ανδρών τα όνειρα
Δε βλέπει πως η αυγή επιτέλους ήρθε
Τόσο ήταν η νύχτα της ατελείωτη

---------------------------

Υπάρχει αίμα στο κροκάδι του αυγού
υπάρχει νερό πάνω στην πληγή του φεγγαριού
υπάρχει σπέρμα πάνω στον ύπερο του ρόδου
υπάρχει ένας θεός μες στην εκκλησία
που τραγουδά και πλήττει

--------------------

Η αμαζόνα έτρωγε το τελευταίο της στήθος
νύχτα πριν την τελευταία μάχη
το φαλακρό της άλογο ρουφούσε τη θαλασσινή φρεσκάδα
κόμπαζε
λύσσαε
χρεμέτιζε το φόβο του
που οι θεοί κατηφορίζανε απ’ τα βουνά της επιστήμης
μαζί τους φέρνοντας άντρες
και τα τεθωρακισμένα

--------------------------------------

Μ’ αρέσει να παίζω με μικροπράγματα
Τ’ αγέννητα πράγματα ρόδινα στα μάτια μου της τρέλας
ξύνω, σουβλίζω, σκοτώνω, γελώ.
Νεκρά πράγματα δε σαλεύουν πιά
κι εγώ νοσταλγώ τον πυρετό μου της τρέλας,
λυπάμαι τα εκφυλισμένα γονικά μου
θα ‘θελα ν’ αφανίσω των ονείρων μου το αίμα
καταργώντας έτσι την μητρότητα

---------------------

Ο θάνατος είναι μια μαργαρίτα που κοιμάται
στα πόδια μιας μαντόνας σε οργασμό
κι οι χίλιες ντελικάτες δυσωδίες
ζοφερές σαν μια μασχάλη
σαν μια καρδιά αιματωμένες
κι αυτές μες στα κορμιά κοιμούνται
των γυμνωμένων γυναικών
που πλαγιάζουν στα λιβάδια
ή στους δρόμους ζητιανεύουν
τη φράουλα του έρωτα
την ψευτοχρυσωμένη

---------------------

Καθρεφτιζόμουνα στη βούρτσα των νυχιών μου
θυμάζοντας την τετράγωνη κοιλιά μου
τα δόντια μου θηρίου
τα ενσαρκωμένα μάτια μου
περιμένοντας να καταφτάσει το αβέβαιο
βαρύτιμα ντυμένη με αφρό από σαπούνι και σκατά
μικρούλης παπαγάλος μέσα σε κλουβί καταχρυσωμένο
αηδιασμένη που δεν κάνω τίποτα με κύρος

---------------------------------

Πνιγμένη σε βυθό ανιαρού ονείρου
μαδούσα τον άντρα
τον άντρα αυτή την αλειμμένη μαύρο λάδι αγκινάρα
που με την τροχισμένη γλώσσα μου μαχαιρώνω, γλείφω
τον άντρα που τουφεκάω, που αρνιέμαι
αυτόν τον άγνωστο που είναι αδελφός μου
και που μου στρέφει το άλλο μάγουλο
όταν χύνω το μάτι του το κλαψιάρικο τ’ αρνίσιο:
το άντρα που για τα κοινά είναι νεκρός, δολοφονημένος
χτες προχτές και πριν και πάλι
μες στα φτωχά του πεσμένα πανταλόνια υπερανθρώπου

Αφού Δεν Εχεις Κνήμες

Αφού είσαι γέρος και δίχως ατού
Αφού λαχανιαζεις και ιδρώνεις μέσα στο σκοτάδι
Αφού τα χέρια σου αναζητούνε μιαν υγρή γωνιάν για ν’ αποθάνουν
Θ’ αγκυλώνω το τραγικό σου κούτσουρο με βελόνες φίνες βαμμένες στο μέλι
Και συ νησιώτη της νύχτας
θα χαχανίζεις με τ’ αγκαθερό σου στόμα
Αφού είσαι άλαλος μ’ όλο σου τον τρόμο κι οι μέρες σου είναι μετρημένες
Αφού δεν έχεις κνήμες

------------------------

Τι κάνεις όταν το χρήμα δεν απαντά στην επίκληση
Σε ποιο θεό πιστεύεις όταν το νερό βρωμίζει
όταν το σάπιο ψωμί ολολύζει κάτω από το κρεβάτι
όταν η πανούκλα σκεπάζει το κορμί σου
με τις σκοτεινές πληγές της
Τι κάνεις όταν η αυγή βογκά
Πρέπει να τραγουδάς αγαπημένη μου
τα τραγούδια των μυρουδιών
Η αναισχυντία των κραυγών σου
πρέπει να περιδιαβάζει μέσα στο σκοτάδι των κοιμητηρίων
Τέλεια χτενισμένο το μαγεμένο αιδοίο στιλβωμένο
Τι κάνεις όταν μέσα στο χέρι σου
χιλιοκομματιάζεται ο πόλεμος
Τι κάνεις όταν η αυγή χλωμιάζει

--------------------

Τη νύχτα είμαι το αλάνι στου εγκεφάλου τη χώρα
τεντωμένο επάνω σε φεγγάρι από μπετόν
η ψυχή μου ανασαίνει δαμασμένη απ’ τον άνεμο
και τη μεγάλη μουσική των μισότρελων
που μασάνε άχυρα από φεγγαρίσιο μέταλλο
και πετούνε και πετούν και πέφτουν
στο κεφάλι μου
αμολημένοι
χορέυω το χορό της χαοσύνης
πάνω στης μεγαλομανίας χορεύω το άσπρο χιόνι
ενώ πίσω από το παράθυρό σου εσύ
ζαχαρωμένη από λύσσα
λεκιάζεις των ονείρων σου το στρώμα
περιμένοντάς με

----------------------

Χτυπά το τηλέφωνο
κι απαντά το πέος σου
βραχνιασμένου κανταδόρου η φωνή του
κάνει τις ανίες μου να φρίσσουν
και το σφιχτό αυγό που είναι η καρδιά μου
τηγανίζει

---------------

Το μυαλό μου φύρανε
απ’ το φθινόπωρο και δώθε
αιτία ο αστακός
που κάτω απ’ το κρεβάτι μου γαβγίζει.

Κάθε πρωί χαράματα
το μάτι μου είναι κλειστό
απ’ το φθινόπωρο και δώθε
αιτία ο κόρφος μου από
ξύλο ροδιάς
που σκληραίνει.
Το κρεβάτι μου είναι σταυρός
απ’ το φθινόπωρο και δώθε
αιτία το κορμί σου
που προστάζει
και γελά
όσο εγώ κοιμάμαι.

Έρχονται τα πρωτοβρόχια.

-------------

Η μέλισσα που τον καιρό της χάνει
σε ανθόν επάνω συσπασμένη
ο μαύρος άνδρας με άψητες μασχάλες
που κρύβει το κεφάλι του μέσα στα χέρια
και που μέσα στη σκιά της σκιάς βαδίζει
της σκιάς της σκιάς
το χέρι σου που σέρνεται στο σεντόνι σάμπως
λεκές από λίπος
το χέρι σου που πια δεν θέλει σηκωθεί
όλα τα χαμένα τούτα τα σπαταλημένα τα θρηνώδη
σαν τη νύστα εκείνου που την αυγή
θε να πεθάνει και το ξέρει
της καρδιάς μου το υνί μέσα στο βάλτο
το αόρατό του ανοίγει αυλάκι
πάνω στις φτέρνες της η νύχτα τρέμει
θεέ πόσο φοβάμαι.

-------------------

Κάνεις γκριμάτσες και μαδιέται η καρδιά μου
μιλώ με τη μύτη
λύνονται τα μαλλιά μου
γελάς
ανοίγεις το στόμα
αλαφρωμένο κι άδειο σαν μια λεχώνα
πηδώ στην αγκαλιά σου
μια κουστωδία χωρατά
μπροβαίνει ξάφνου
το κρεβάτι μου βουλιάζει μες στη νύχτα
τα φουστάνια μου πέφτουν
γελάς.

------------------------

Ξέχασέ με
ν’ ανασάνουνε τα σπλάχνα μου
της απουσίας σου το φρέσκο αγέρι
να μπορούνε να βαδίζουνε οι κνήμες μου
δίχως ν’ αναζητούν τη σκιά σου
να γίνει η όρασή μου όραμα
να ξαποστάσει η ζωή μου
ξέχασέ με θε μου να με θυμάμαι.

--------------------

Των χεριών σου οι τυφλές μηχανουργίες
μέσα στους κόλπους μου τους ανατριχιασμένους
της παραλυμένης γλώσσας σου οι αργές κινήσεις
μέσα στα παθητικά αυτιά μου
η ομορφιά μου όλη μέσα στα δίχως
κόρες μάτια σου πνιγμένη
μες στη κοιλιά σου ο θάνατος
που το μυαλό μου τρώει
όλα ετούτα μιαν αλλόκοτη με κάνουν κόρη.

-------------------------

Το κενό στο κεφάλι μου επάνω
μέσα στο στόμα μου ο ίλιγγος
κι εσύ στη ράχη μου
πάνω στη στέγη γάτος
που ένα μάτι μασουλάει γλυκερό
μάτι προσκυνητή που το θεό του
αναζητάει.

------------------

Η σκιά σου χωρίς στόμα
χωρίς πόρτα η κάμαρή σου
τα μάτια σου χωρίς βλέμμα
χωρίς έλεος χωρίς χρώμα
οι πατημασιές σου πάνε
χωρίς ν’ αφήνουνε αχνάρια
προς ένα φως από φωνές
ασίγαστες, που είναι η κόλασή μου.

--------------

Μες στο κόκκινο βελούδο της κοιλιάς σου
στων μυστικών κραυγών σου μέσα το μαυράδι
έχω εισδύσει
κι η γη χορεύοντας τραγουδώντας αιωρείται
κόκκινη απ’ τα σπλάχνα σου η γη
από το δηλητήριο δαγκωμένα
το αίμα ένας δαίμονας τυφλός
των νυχτών σου ποταμός αόμματος
ροκανίζει τις αστάθειές σου
το κάψιμο απ’ τους εμπαιγμούς σου
μέσα στο κόκκινο του θανάτου σου
ατλάζι
μες στον τρισκότεινο διάδρομο των
ομματιών σου μπήκα
κι η γη χορεύει τραγουδά αιωρείται
και ξεβιδώνεται από αγαλλίαση η κεφαλή μου.

------------------

Γυμνή θέλω να δειχτώ στα ωδικά σου μάτια
θέλω να με δεις να ουρλιάζω από ηδονή
που τα λυγισμένα κάτω από μεγάλο βάρος μέλη μου
σε ανόσιες σε σπρώχνουν πράξεις
που τα ίσια μαλλιά της ασημένης κεφαλής μου
μπλέκονται στα νύχια σου
απʼ την παραφορά καμπυλωμένα
που τυφλός κρατιέσαι ορθός κι αφοσιωμένος
ξανοίγοντας από του μαδημένου μου κορμιού το ύψος.
Το κορμί σου ισχνό ανάμεσα στα σατινένια μου σεντόνια…

---------------

Πυρετός, το αιδοίο σου ένας κάβουρας
Πυρετός, οι γάτες που τρέφονται απʼ τα θαλερά βυζιά σου
Πυρετός η βιάση απʼ των νεφρών σου τα σαλέματα.
Των κανίβαλων βλεννών σου η λαιμαργία,
το σφίξιμο από τα λούκια σου που σκιρτούνε κι απαιτούνε
μου ξεσχίζουν τα πέτσινα δάχτυλα
μου ξεριζώνουν τα πιστόνια.
Πυρετός, σφουγγάρι ψόφιο απʼ την παραλυσία πρησμένο
πιλαλάει το στόμα μου στο μάκρος της γραμμής
του ορίζοντά σου
σε θάλασσα φρενίτιδας άφοβος ταξιδιώτης…
Είναι νύχτα
κι η γαλήνια γρατσουνιά όπου πεθαίνει το κενό λαχανιασμένο
δέρνεται παλεύει ανοίγεται και κουλουριάζεται ηδονικά
πάνω στο αργοσάλευτο πέος του εξερευνητή Νώε.

       Όλα Τα Βράδυα

Όλα τα βράδια σαν είμαι μόνη
την αγάπη μου σου διηγούμαι
στραγγαλίζω ένα λουλούδι
η φωτιά αργοσβήνει
χωνεμένη από θλίψη.
Μες στον καθρέφτη που η σκιά μου αποκοιμιέται
κατοικούνε πεταλούδες.
Όλα τα βράδια σαν είμαι μόνη
μελετώ το μέλλον στων ετοιμοθάνατων
τα μάτια
την ανάσα μου ανακατώνω με της
κουκουβάγιας το αίμα
και με τους τρελούς μαζί η καρδιά μου
πιλαλάει κρεσέντο.

--------------------

Έρχεται η νύχτα κι η έκστασή σου γυμνή
θέλω να με δεις να ουρλιάζω από ηδονή
Να σε προκαλούν τα στήθια μου
θέλω τη λύσσα σου
θέλω να δω τα μάτια σου να βαραίνουν
τα μάγουλά σου να ρουφιώνται να χλωμιάζουν
θέλω τ’ ανατριχιάσματά σου
ανάμεσα στα σκέλια μου θέλω ν’ αστράψεις
πάνω στο καρπερό του κορμιού σου χώμα
οι πόθοι μου χωρίς ντροπή να εισακουστούνε
Αφού σε προκαλούν τα στήθια μου θέλω τη λύσσα σου
θέλω να δω τα μάτια σου να βαραίνουν
τα μάγουλά σου να ρουφιόνται να χλομιάζουν
θέλω τα ανατριχιάσματά σου
θέλω ανάμεσα στα σκέλια μου να γενείς κομμάτια
πάνω στο καρπερό του κορμιού σου χώμα
οι πόθοι μου χωρίς ντροπή να εισακουστούνε.
Τα βίτσια των αντρών είναι η επικράτειά μου
οι πληγές τους τα γλυκίσματά μου
αγαπάω να μασώ τις χαμερπείς τους σκέψεις
γιατί η ασκήμια τους κάνει την ομορφιά μου.

-------------------

Άνοιξε το δίχως χείλια στόμα του
για να σαλέψει ατροφική μιά γλώσσα
έκρυψε το παρφουμαρισμένο πέος του
με χέρι μπλάβο από ντροπή και θάνατο
κι ύστερα με βήμα ηχηρό
πέρασε μες απ' το κεφάλι μου θρηνώντας.

-------------------

Των χεριών σου οι τυφλές μηχανουργίες
μέσα στους κόλπους μου τους ανατριχιασμένους
της παραλυμένης γλώσσας σου οι αργές κινήσεις
μες στα παθητικά αυτιά μου
η ομορφιά μου όλη μέσα στα δίχως
κόρες μάτια σου πνιγμένη
μες στη κοιλιά σου ο θάνατος που το μυαλό μου τρωει
όλα ετούτα μιαν αλλόκοτη με κάνουν κόρη.

Πηγή: Joyce Mansour, Κραυγές, Σπαράγματα, Όρνια, Εκδόσεις ΑΓΡΑ 1994