Παρασκευή 30 Απριλίου 2021

Ιφιγένεια Δεριζιώτη-Οικογένεια


Μαζευτήκαμε  οικογενειακά 
για να ξεχάσουμε τα χθεσινά 
και να πασαλέιψουμε με στοργή τα παρόντα.
Η γιαγιά να αναπολεί τα πεθαμένα της  
με ένα βλέμμα στραμένο στο δίλημμα ζωής - θανάτου,  
η μητέρα να καταριέται το πλύσιμο των πιάτων 
με την ποδιά να προδίδει τον βαθμό εξουσίας στην οικεία 
και ο πατέρας κοιτώντας τα κόκκαλα στην κατσαρόλα 
να μετράει απολειφάδια εισοδήματος...
    Πες μου γιατί τα τραπέζια φτιάχτηκαν 
με τέσσερεις πλευρές; 
Γιά να χωράνε οικογένειες μεσαίου μεγέθους; 
Ούτε πολυάριθμες ούτε ολιγάριθμες; 
Ίσα ίσα μετρημένα νούμερα 
για την αποφυγή κοινωνικών επιβαρύνσεων; 
Απλώς στατιστικά στοιχεία δημογραφικού περιεχομένου ; 
Θα μου πείς...υπάρχουν και τα στρογγυλά τραπέζια... 
εκεί χωράνε όσοι χωράνε, δείγμα ισότητας. 
Μα πες μου, υπάρχει ισότητα; Και πόσοι χωράνε;
     Αδειάσαμε τους κάδους από τα σκουπίδια 
ψάχνοντας για ζωή, 
χαρίσαμε στα στα όνειρά μας πατερίτσες 
για να στηρίζονται 
και να μας λένε Α Γ Ω Ν Ι Σ Τ Ε Σ. 
Όμως γεμίσαμε τις πόλεις με σκουπίδια
 και τα περβάζια μυρίζουν σύψη, 
σακατέψαμε τα όνειρά μας 
και τα βγάλαμε για ζητιανιά ελπίδας.
    Θα σκίσω άλλη μία σελίδα από το ημερολόγιο
 για να ξεχάσω το χθες, 
αύριο θα σκίσω το σήμερα και έτσι θα λέω πως ζω... 
μα θα κρατήσω τις σελίδες για ανακύκλωση 
μήπως θελήσω να ξαναζήσω, 
μα πες μου βλέπεις συχνά αγγέλους 
να κάνουν κούνια στους φεγγίτες; 
Σήμερα είναι πάσχα, δεν πήγα στην ανάσταση
έχω να πάω χρόνια εξ' άλλου, 
έκατσα σπίτι 
να περιμένω την δική μας...  


2010

Πηγή: https://idpoems.blogspot.com/2019/09/blog-post_48.html?fbclid=IwAR1E28EQ01ZijF7uwJjzQbGNj_a3QgBZXVRcmoxQw5wQeNMwTGrTYQBIGGw


Κυριακή Καρσαμπά- Μεγάλη Εβδομάδα


Βρέχει και φέτος όπως κάθε χρόνο 

Χριστέ μου στην ψυχή μου.

Μεγάλη Εβδομάδα και κατ’ έθιμον

πάντα οι άνθρωποι σε θυμούνται…

Όμως, θα ήθελα να σου πω

πως τα δικά μου μάτια όλο το χρόνο

τρέχουν τα δάκρυά σου…

Κι ας ήταν 

να μην περίμενα μόνο μια μέρα

την Ανάστασή σου να χαρώ.


Πηγή: Κυριακή Καρσαμπά, Σχεδόν Γυμνή σαν την αλήθεια, Αθήνα: ΑΩ 2018, σ. 24.

Χλόη Κουτσουμπέλη-Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον


Πόσο γυμνός ένιωσε ο ποιητής Όμικρον
όταν όλα είχαν τελειώσει στο χαρτί,
η πένα αναπαύτηκε οριζόντια
και το μελάνι στέρεψε.
Τα ποιήματα διαλύθηκαν στην κοσμική νύχτα.
Ψιλή βροχή ξέβγαλε τα γράμματα στους αιώνες των αιώνων.
Ξάφνου ορφανός ο ποιητής Όμικρον
όπως κάθε ποιητής πριν και μετά
χωρίς συγγενείς εξ’ αίματος, εξ αγχιστείας ή γραφής,
Αδάμ που η Φωνή διώχνει από τον Κήπο,
όρθιος στο απέραντο σύμπαν που συνέχεια διαστέλλεται
έκλεισε τον πάπυρο, την περγαμηνή, τον υπολογιστή
τάισε το οικόσιτο κοράκι στο μπαλκόνι
και ξάπλωσε να κοιμηθεί.

Την ώρα που αυτός κλείνει τα μάτια και κοιμάται
κάπου αλλού κάποιος άλλος απότομα ξυπνά
κάθεται στο γραφείο του και γράφει.

Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον (Πόλις 2021)


Attilio Bertolucci-Σπαρτά


Νιότη θυσιασμένη
των σπάρτων,
βότανα και λάμψεις
στις πλαγιές των Απεννίνων.
Άνεμος και φως
σε τρέφουν.
Μοναξιά σε στολίζει.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Arvo Pärt - Tabula Rasa


 

Χάρης Μελιτάς-Εξισώσεις


Όλοι οι άνθρωποι
είμαστε ίσοι.
Έξω οι άστεγοι
οι άνεργοι
οι πρόσφυγες
οι διψασμένοι
στα μπαλκόνια της βροχής
οι κλειδωμένοι
στα βαγόνια της ψυχής
οι διμοιρίες των γυμνών
οι είλωτες
οι μάνες απορρίμματα
οι κόρες εργαλεία.
Όλοι οι άνθρωποι
είμαστε ίσοι.
Έξω οι ριζωμένοι
στον λαβύρινθο
οι χωνεμένοι
σε καλούπια ατελή
οι στερημένοι
ενυπόθηκο φιλί
οι ιχνηλάτες των βυθών
οι φέροντες
το περιβραχιόνιο
του έρποντος θανάτου.
Κατά τα άλλα προφανώς
είμαστε όλοι ίσοι.
Τι μαγειρεύει
στο μυαλό μου
ο Προκρούστης;


4 ενοχές, Μανδραγόρας, 2021

Φωτεινή Βασιλοπούλου-Αμείλικτο νερό


Μνήμη Παναγιώτας Μαρκαναστασάκη
Χαιρόσουν
όταν έριχνες τα Σάββατα
γάργαρο το νερό
επάνω στο μωσαϊκό και τα πλακάκια.
Απ’ το μπαλκόνι σου έτρεχαν καταρράχτες.
Στο μέτωπό σου κόμποι ιδρώτα.
Το σπίτι έλαμπε από καθαριότητα.
Εσύ από χαρά.

Γελούσες όπως πότιζες τον μυστικό σου κήπο
να βρουν οι πεταλούδες χρώματα
στις μαργαρίτες και τα φασολάκια.

Τώρα στο γκρίζο και ξερό δωμάτιο
λείπει η χαρά, τα έντομα, το χρώμα και το βλέμμα.
Δεν έχει ψυχανθή και λεπιδόπτερα στον θάλαμο.
Δυο πεταλούδες μοναχά
αμείλικτο νερό φαρμάκι
στάζουνε στις φλέβες

καθώς ο θάνατος
απ’ την περίσσια οξυγόνου μεθυσμένος
και τη νίκη του
καθάριος στον αέρα αιωρείται
πάνω απ’ το σταυρωμένο σώμα.
ΑΜΕΙΛΙΚΤΟ ΝΕΡΟ, ΟΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΩΝ ΦΙΛΩΝ, ΑΘΗΝΑ, ΜΑΪΟΣ 2019

Κ.Π. Καβάφης-Στην εκκλησία


Την εκκλησίαν αγαπώ — τα εξαπτέρυγά της,
τ’ ασήμια των σκευών, τα κηροπήγιά της,
τα φώτα, τες εικόνες της, τον άμβωνά της.
Εκεί σαν μπω, μες σ’ εκκλησία των Γραικών·
με των θυμιαμάτων της τες ευωδίες,
μες τες λειτουργικές φωνές και συμφωνίες,
τες μεγαλοπρεπείς των ιερέων παρουσίες
και κάθε των κινήσεως τον σοβαρό ρυθμό —
λαμπρότατοι μες στων αμφίων τον στολισμό —
ο νους μου πηαίνει σε τιμές μεγάλες της φυλής μας,
στον ένδοξό μας Βυζαντινισμό.
Καβάφης Κ. Π.
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)

Albinoni Adagio in g-moll | Beerdigung Musik | Streichquartett


 

Τ. Σ. Έλιοτ-Τέσσερα Κουαρτέτα (απόσπασμα)

 IV 


Το περιστέρι βουτώντας σχίζει τον αέρα
με φλόγα πυρακτωμένου τρόμου
που οι γλώσσες της δηλώνουν
τη μόνη απαλλαγή από αμάρτημα και σφάλμα.
Η μόνη ελπίδα, ή αλλιώς απελπισία
    βρίσκεται στην επιλογή της πυράς ή της πυράς -
    να λυτρωθούμε απ' τη φωτιά δια της φωτιάς.


Ποιός επινόησε λοιπόν το μαρτύριο; Η Αγάπη.
Η Αγάπη είναι το ανοίκειο Όνομα
πίσω από τα χέρια που ύφαναν
το αφόρητο πουκάμισο της φλόγας
που η δύναμη του ανθρώπου ν' αφαιρέσει δεν μπορεί.
Ζούμε μοναχά, στενάζουμε μοναχά
αναλωμένοι από φωτιά ή από φωτιά.




*από τα Τέσσερα Κουαρτέτα (τελευταίο μέρος, 'Little Gidding')
μετάφραση Χάρη Βλαβιανού
εκδόσεις Πατάκη

Αναδημοσίευση από:
https://trenopoiisis.blogspot.com/2021/04/t-s-eliot-four-quartets.html?fbclid=IwAR0OONKN35yO4Dm510X5uGee_axZVknmHthefyUplFyDAHdNYjJkLy6OMq0 

Κ.Π. Καβάφης-Ενδύματα

Μέσα σ’ ένα κιβώτιο ή μέσα σ’ ένα έπιπλο από πολύτιμον έβενο θα βάλω και θα φυλάξω τα ενδύματα της ζωής μου.

Τα ρούχα τα κυανά. Και έπειτα τα κόκκινα, τα πιο ωραία αυτά από όλα. Και κατόπιν τα κίτρινα. Και τελευταία πάλι τα κυανά, αλλά πολύ πιο ξέθωρα αυτά τα δεύτερα από τα πρώτα.
Θα τα φυλάξω με ευλάβεια και με πολλή λύπη.
Όταν θα φορώ μαύρα ρούχα, και θα κατοικώ μέσα σ’ ένα μαύρο σπίτι, μέσα σε μια κάμαρη σκοτεινή, θα ανοίγω καμιά φορά το έπιπλο με χαρά, με πόθο, και με απελπισία.
Θα βλέπω τα ρούχα και θα θυμούμαι την μεγάλη εορτή — που θα είναι τότε όλως διόλου τελειωμένη.
Όλως διόλου τελειωμένη.
Τα έπιπλα σκορπισμένα άτακτα μες στες αίθουσες. Πιάτα και ποτήρια σπασμένα καταγής. Όλα τα κεριά καμένα ώς το τέλος. Όλο το κρασί πιωμένο.
Όλοι οι καλεσμένοι φευγάτοι. Μερικοί κουρασμένοι θα κάθονται ολομόναχοι, σαν κι εμένα, μέσα σε σπίτια σκοτεινά — άλλοι πιο κουρασμένοι θα πήγαν να κοιμηθούν.

(από τα Kρυμμένα Ποιήματα 1877; - 1923, Ίκαρος 1993)

Πέμπτη 29 Απριλίου 2021

Γιώργος Θέμελης-Τέταρτο διάστημα



Ανεμπόρευτη η ψυχή μου, ανοικονόμητη,
φτώχυνε και πείνασε
Από πολλήν αγάπη, από πολλή σπατάλη
ανανταπόδοτη

Φτώχυνε η ψυχή μου, φτώχυνε και πείνασε,
δεν θυροδέρνει

Με ψίχουλα τρέφεται, με υπολείμματα,
περιβολή από ράκη
Το αυλακωμένο πρόσωπο στο ξεφτισμένο πέπλο

Μάταιη οδύνη! — την ψυχή σου
Μπορείς να την πουλήσεις
την ανυπόφορη
Μπορείς να τη βγάλεις στο σφυρί παλαιών αντικειμένων
και ν’ αγοράσεις μιαν άλλη ψυχή
τριμμένη, ανώδυνη, φτηνή

Μπορείς να ξεπουλήσεις την άχρηστη θλίψη σου

Έδωσα, μοίρασα – δεν πήρα, δεν εμπορεύτηκα
Το απόθεμα της Δωρεάς της παραχωρημένης

Ό,τι μου δόθηκε, μου δόθηκε για να δοθεί
Λάφυρο της ανεξαγόραστης εξαγοράς, πίσω δεν παίρνεται
Με λίγο αίμα ακόμα, μ’ ένα κομμάτι κρέας

Ο σάκος μου κενώθηκε, ο σάκος μου ο δερμάτινος

Έπρεπε να οικονομείς το ανοικονόμητο, έπρεπε ν’ αποταμιεύεις
Τον εαυτό σου κλέβοντας, κόβοντας από πάνω σου
Με υπεξαίρεση, με αποκοπή γυμνή, μ’ ένα μαχαίρι
Κομμάτι από τη σάρκα σου, λίγο από το χώμα σου

Χώμα για το χώμα, για την οφειλή της γης
Ο χρεώστης είμαι ο ανεξόφλητος, ο υποθηκευμένος
Όλος
τον Πιστωτή τον άτεγκτο, τον Αργυραμοιβό ψυχών και σωμάτων

Τον τελευταίον οβολό, την τελευταίαν ελπίδα…

Στην αγοραπωλησία των υποστάσεων
(Ζώα και Όντα κατά κεφαλήν)
Πολύ φτηνή τιμή το τίμημά σου:
Σε υπολογίζουν κατά το βάρος: σάρκα-οστά
Σε διατιμούν: αργύρια τριάντα.

Από το βιβλίο Οίκος εμπορίου [Ποίημα από σκηνής σε δύο φωνές και χορό] (1974) του Γιώργου Θέμελη

Πηγή:https://thepoetsiloved.wordpress.com/category/%CE%B2%CE%AF%CE%BA%CF%85-%CF%80%CE%B1%CF%80%CE%B1%CF%80%CF%81%CE%BF%CE%B4%CF%81%CF%8C%CE%BC%CE%BF%CF%85/%CE%B7-%CE%B1%CE%BD%CE%B8%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1-%CE%BC%CE%BF%CF%85-%CE%BF%CE%B9-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%B7%CF%84%CE%AD%CF%82-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B8%CE%B5%CF%83%CF%83%CE%B1%CE%BB%CE%BF/%CE%B8%CE%AD%CE%BC%CE%B5%CE%BB%CE%B7%CF%82-%CE%B3%CE%B9%CF%8E%CF%81%CE%B3%CE%BF%CF%82/

Νίκος Καρούζος- Άσμα μικρό

Χάθηκε αὐτὸς ὁ ὁδοιπόρος.

Εἶχε συνάξει λίγα φύλλα

ἕνα κλαδὶ γεμάτο φῶς

εἶχε πονέσει.

Καὶ τώρα χάθηκε…

Ἀγγίζοντας ἀληθινὰ πουλιὰ στὸ ἔρεβος

ἀγγίζει νέους οὐρανούς

ἡ προσευχή του μάχη.

Ἔαρ μικρὸ ἔαρ βαθὺ ἔαρ συντετριμμένο.


Νίκος Καρούζος ( 1926- 1990)

Roberto Bolaño-2666

 Η γραφή συνήθως είναι το κενό. Στα σωθικά του άντρα που γράφει δεν υπάρχει τίποτα. Εννοώ τίποτα που η γυναίκα του να μπορεί ν’ αναγνωρίσει σε μια δεδομένη στιγμή. Γράφει καθ’ υπαγόρευση. Το μυθιστόρημά του ή η ποιητική του συλλογή είναι αξιοπρεπείς, αξιοπρεπούλικες, και βγαίνουν όχι από την άσκηση του στυλ ή της θέλησης, όπως νομίζει ο φουκαράς εκείνος, αλλά χάρη σε μια άσκηση απόκρυψης. Είναι απαραίτητο να υπάρχουν πολλά βιβλία, πολλά σαγηνευτικά πεύκα, για να καλύψουν με βέλο από τα μοχθηρά βλέμματα το βιβλίο που αληθινά έχει σημασία, τη γαμημένη σπηλιά της δυστυχίας μας, το μαγικό άνθος του χειμώνα.

Ρομπέρτο Μπολάνιο / 2666

Li Po-Στιγμή

Αναρριχητικά ανθισμένα
με τον ανοιξιάτικο παίζουνε
άνεμο.
Στον εσπερινό αέρα
χελιδόνια κυματίζουνε.

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Αργύρης Χιόνης -Όταν τα δέντρα μισήσουν την αχαριστία των ανθρώπων

 Θά ‘ρθει μιά μέρα ποὐ τά δέντρα θά μισήσουν τήν ἀχαριστία τῶν ἀνθρώπων καί θά σταματήσουν να παράγουν ἴσκιο, θροΐσματα κι ὀξυγόνο. Θά πάρουνε τίς ρίζες τους καί θά φύγουν. Μεγάλες τρύπες θά μείνουνε στη γῆ ἐκεῖ που ἦταν πρίν τά δέντρα. Ὅταν οἱ ἄνθρωποι καταλάβουνε τί ἔχασαν, θά πᾶνε καί θά κλάψουνε πικρά πάνω ἀπ’ αυτές τις τρύπες. Πολλοί θά πέσουνε μέσα. Τα χώματα θά τούς σκεπάσουν. Κανείς δέν θά φυτρώσει.

Αργύρης Χιόνης, Λεκτικά τοπία, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1983.

Τετάρτη 28 Απριλίου 2021

Βάσος Λυσσαρίδης-Ποιήματα

Κι αν το ΠΙΚΡΟΠΡΟΔΟΜΕΝΟ
το βορινό το άψυχο κύμα
μολύνει του Κανάρη στη Λάπηθο
                     τ’ αχνάρια
Κι αν στο αρχαίο θέατρο στους Σόλους
φιμώθηκε η αρχαία λαλιά
Κι αν της Σαλαμίνας τα πληγωμένα
αγάλματα αλυσοδένουν αλλόφωνες
                ορδές
Κι αν των Αχαιών οι ρίζες
στο Ριζοκάρπασο ποτίζονται
με πίκρα κι αφιόνι
Και αν ο Κίμωνας νεκρός
Ξεχάστηκε στον αιώνιο ύπνο
Κι αν στη μητρόπολη
Αμέριμνοι αγναντεύουν
τους νέους Πέρσες
να διαφεντεύουν το χτες, το
σήμερα και ν’ απειλούν το αύριο
Ένα σου λέω
Εμείς τα αχνάρια αμόλυντα
θα τα κρατήσουμε.
Στην Έπια θα ξανακούσουμε
 τη γνώριμη λαλιά
Στη Σαλαμίνα θα ζωντανέψουμε
τους Ολύμπιους θεούς
Τις ρίζες θα κρατήσουμε
με πείσμα ζωντανές
Τον Κίμωνα απ’ τον ύπνο
εμείς θα τον ξυπνήσουμε
Κι εγώ αφού δεν θα σε
ξαναδώ
στην ξεχασμένη
τώρα πια μητρόπολη
Το μήνυμα θα ρθω να μεταφέρω
Πώς το αιώνιο παραμένει
αιώνιο
Και το αιώνιο θα είναι
        Ελληνικό.

Πηγή:https://sibilla32.rssing.com/chan-6204157/all_p32.html

...................................................................................................................................................................



Φτωχός ιστοριομάρτυρας
σε είδα άγουρο παιδί στις Θερμοπύλες
με βέλη Περσικά μυριάδες
καρφωμένα στο νεκρό στητό κορμί σου
Με το σαρκαστικό γλυκό χαμόγελο
στα χείλη.
Μύρισα την καμένη σου τη σάρκα
στο Αρκάδι ή νάτανε
στην Αλαμάνα
Κι άκουσα τη γλυκιά φωνή σου
με την ιδιότυπη την προφορά
στην Κορυτσά
Δεν βρήκες, Ευαγόρα, της λευτεριάς
το μονοπάτι στα δεκαεφτά
Κι εμείς λαχανιασμένοι νοερά
σ΄ ακολουθούμε έφηβε πατριάρχη
ν΄ ανοίγεις λεωφόρους λεβεντιάς
στα μαρμαρένια αλώνια
με τον θάνατο νεκρό.
Πώς να πεθάνεις, Ευαγόρα,
αφού δεν γέρασες ποτέ.

......................................................................................................................................................................
Αυτά τα χώματα δεν
ξεδιψούν με σκλαβωμένο νερό
Αυτά τα δέντρα δεν ανθίζουν
με ντροπιασμένο ήλιο
Αυτά τα νεκροταφεία διώχνουν
τους ξανασκοτωμένους νεκρούς
Αυτό το πείσμα
δεν νικιέται με το όπλο
τ΄αφέντη
Στην Αμμόχωστο ξαναζωντανεύουν
οι γόνοι του Τεύκρου
Στην Στοά ο Ζήνωνας για
πρώτη φορά φοράει την πανοπλία
Στην Έπια ο Σοφοκλής
ξαναγράφει τα χορικά
Κι εκεί στον μακρινό ουρανό
ο Φοίβος ξαναβρίσκει την
πυξίδα.
Κι εγώ σας το λέω.
Δεν είναι να πεθάνει
αυτή η γενιά.

Πηγή: http://www.lyssarides.com/speeches/36.shtml

ΟΡΓΙΖΟΜΑΙ


Οργίζομαι​​​

​​​Η δημοκρατία εξευτελίζεται.

​​​Ο λαός παρακάμπτεται.

​​​Το κοινωνικό κράτος φυλλορροεί.

​​​Η λαϊκή  κυριαρχία πλαστογραφείται.

​​​Οργίζομαι.

​​​Επιδιώκω παρουσία στις οργισμένες

​​​​πλατείες της Ευρώπης

​​​με άρχοντες ψευδεπίγραφης

​​​​λαϊκής κολοβωμένης ​​​​​​εντολής.

​​​Οργίζομαι.

Θέλω να τρέξω στα

​​​σταυροδρόμια της αναμέτρησης

​​​μα δύσκολα ανασηκώνομαι

​​​από την πολυθρόνα της βιολογικής

​​​​​​​αναπηρίας.

​​​Κάθε βήμα και μια αγωνιώδης ​​​​​​​απόπειρα

​​​κι αυτό δεν λοξοδρομεί

​​​​αλλά φουντώνει την ​​​​οργή.

​​​Καλύτερα νεκρός ​​​παρά απών.

​​​Θα δανεισθώ τα ​​​δεκανίκια της

​​​​αποφασιστικότητας

​​​κι ας είναι τα δεκανίκια

​​​​​προς το θάνατο.


Ποίηση : Βάσος Λυσσαρίδης

Μουσική : Χρήστος Αηδόνης

Απαγγελία : Βάσος Λυσσαρίδης

 Πηγή: https://www.sigmalive.com/news/politics/775017/to-sygklonistiko-kai-profitiko-poiima-orgizomai-tou-vasou-lyssaridi-vinteo

12ος Πίθηκος - Eνα Καλύτερο Αύριο(Διαμαρτυρία)


 

Αργύρης Χιόνης-Ασήμαντα περιστατικά



Είναι δυο άνθρωποι…Ο ένας με μαχαίρι, ο άλλος άοπλος…
Αυτός με το μαχαίρι λέει στον άλλο “Θα σε σκοτώσω…”
“Μα γιατί”, ρωτά ο άοπλος, “Τι σου ‘χω κάνει;
Πρώτη φορά βλεπόμαστε. Ούτε σε ξέρω ούτε με ξέρεις…”
“Γι’ αυτό ακριβώς θα σε σκοτώσω. Αν γνωριζόμασταν, μπορεί να σ’ αγαπούσα”,
λέει αυτός με το μαχαίρι… “Ή και να με μισούσες”, λέει ο άοπλος.
“Να με μισούσες τόσο, που με χαρά μεγάλη θα με σκότωνες.
Γιατί να στερηθείς μια τέτοια απόλαυση; Έλα να γνωριστούμε…”
“Κι αν σ’ αγαπήσω”, επιμένει ο οπλισμένος,
“αν σ’ αγαπήσω, τι θα κάνει ετούτο το μαχαίρι;”
“Ω, μη φοβάσαι”, λέει ο άοπλος, “σκοτώνει ακόμη κι η αγάπη.
Και τότε είναι ακόμη πιο μεγάλη η απόλαυση”.

Νίκος Γρηγοριάδης-Ο θάνατος


Ήρθε πολλές φορές ο θάνατος
πήρε πολλούς, γνωρίστηκε με τους υπόλοιπους
δεν υπακούει πια στις άνωθεν εντολές
έχασε και την αγριάδα του.

Τώρα μας επισκέφτεται σαν ένας
παλιός μας γνώριμος·
κάθεται με τις ώρες, κουβεντιάζει
κάνει το νοσοκόμο στα παιδιά.

Ο πόνος τον ημέρεψε. Σε λίγο
θα τον δούμε να κλαίει μαζί μας.

Πηγή: https://dimartblog.com/2021/04/21/2021poem-21-4/?fbclid=IwAR2CFU69ptROWwj7FB4gpo5LmdW_iLhlrpyqEz8C2LjvKnZTYWqfB3m6xT0

Κώστας Καρυωτάκης-Ο Διάκος


Μέρα του Απρίλη.
Πράσινο λάμπος,
γελούσε ο κάμπος
με το τριφύλλι.
Ως την εφίλει
το πρωινό θάμπος,
η φύση σάμπως
γλυκά να ομίλει.
Εκελαδούσαν
πουλιά, πετώντας
όλο πιο πάνω.
Τ’ άνθη ευωδούσαν.
Κι είπε απορώντας:
«Πώς να πεθάνω;»

«Ηρωϊκή τριλόγία», Ελεγεία και Σάτιρες.

Σοφία Ι. Φίλντιση-Ποιήματα

 



Σοφία Ι. Φίλντιση (Βανάδα Τριφυλίας 1937- Καλαμάτα 27 Απριλίου  2011)

 

Αναζήτηση

 

Ακούμπησα την παλάμη μου,

στη λάσπη του Φθινόπωρου

και στερνά την απώθεσα στον ήλιο...

Κείνος έψησε το λασπωμένο σχήμα του χεριού μου

που υψώθηκε στον ουρανό,

χωματένιο σύμβολο αναζήτησης…

Μα μένει πάντα μια χούφτα άδεια,

που πλανιέται στο άπειρο,

σκουντουφλώντας σε μετεωρίτες…

 

Πάνω στη φτερούγα ενός πουλιού

έγραψα ένα μήνυμα και τάφησα να φύγη…

Μα το πουλί στο κάβο αγαπήθηκε με γλαροπούλι,

και το μήνυμα έμεινε στο νυφικό κρεβάτι των πουλιών,

στους βράχους και τα φύκια,

να το κλωθά η υπομονή…

Ώσπου κάποτε Ροβινσώνες χαμένοι,

Θ’ αναζητήσουμε το μήνυμα…

 Και θάρθη ο καιρός…

 Θάναι τότε που τα βράχια,

 Θα γιομίσουνε γλαροπούλια λευκά,

 με μάτια κόκκινα από τη προσμονή,

 από την έκσταση της Ύπαρξής σου…

 

Πηγή: Σοφία Ι. Φίλντιση, Στιγμές: Ποιήματα. Αθήνα 1972, σ. 13.

 

Τάχα


Τα τραίνα σφύριξαν και τρέξανε

στη μεριά που χάθηκαν τα χελιδόνια…

και κείνα ανταμώσανε τα καράβια.,

που τη ρώτα τους κανονίζουν οι πεθυμιές μας…

Και τραβάμε τους δρόμους,

που ορίζουνε τα τραίνα, τα χελιδόνια, τα καράβια…

Τάχα που πάμε…

Πηγή: Σοφία Ι. Φίλντιση, Στιγμές: Ποιήματα. Αθήνα 1972, σ. 19.



[άτιτλο]

Δανείστηκα θάρρος,

Από τις μυγδαλιές που ανθίζουν

Στον κήπο μου τον Μάρτη…

Κουράγιο από τα μυρμήγκια που κουβαλάνε

Καρπούς μεγαλύτερους από το κορμί τους…

Πήρα το γέλιο κάποιου παιδιού,

για να μπορώ να καρτερώ και ν’ αντέχω….

 

Πηγή: Σοφία Ι. Φίλντιση, Στιγμές: Ποιήματα. Αθήνα 1972, σ. 23.

 

    [άτιτλο]

 

Θέλω να κάνω μια χώρα,

δίχως φυλακές και δικαστές…

Χωρίς διαφορές…

Χωρίς μικρούς και μεγάλους.

Να τη ζώνουν κόκκινα γεράνια,

και χωράφια μ’ ανθισμένες φράουλες και τριφύλλια…

Να μην είμαι αφέντης

να είμαι ένας απ’ όλους.


 

Πηγή: Σοφία Ι. Φίλντιση, Στιγμές: Ποιήματα. Αθήνα 1972, σ. 28.


   [άτιτλο]


Μέτρησα τα λάθη μου,

Κι ήταν πιότερα από τα παράπονά μου…

κι έπαψα να κάνω λάθη…

Μα τα παράπονά μου,

γινήκαν πιότερα….


 

Πηγή: Σοφία Ι. Φίλντιση, Στιγμές: Ποιήματα. Αθήνα 1972, σ. 32.

 

Αναζητήσεις

Αναζητώ το πατέρα μου…

Χάθηκε το 1900 τόσο,

για μια άθλια υπόθεση,

τον πόλεμο…

Είχε σκούρα μάτια,

Και γαλανή ψυχή…

Είχε τέσσερα παιδιά,

και μια σύντροφο…

Όποιος γνωρίζει κάτι

ας τηλεφωνήση στον αριθμό

προσδοκία…

 

Πηγή: Σοφία Ι. Φίλντιση, Στιγμές: Ποιήματα. Αθήνα 1972, σ. 38.

 

                                                               [άτιτλο]



Κοιμήσου,

των χειλιών σου οι άκρες χλευάζουν

τους θάνατους, έτοιμες

να τραγουδήσουν, φυσαρμόνικες,

την ώρα που ξυπνούν τα πουλιά

που νίβονται οι άκριες του ήλιου

στις μυστικές λίμνες των βουνών…

Και γω…

Εγώ δεν μπορώ στις άκριες των χειλιών σου

νάμαι…

Ένα πουλί πιασμένο στην ξώβεργα

Των αδυσώπητων τ’ ανθρώπου πεπρωμένων…

Και που ποτέ στις λίμνες των βουνών…

δε θα λουστώ…

[…]

Κοιμήσου,

κι εγώ να σου μιλώ μπορώ,

με των ματιών μου το γαλάζιο…

Να σου μιλώ για τ’ όνειρο

Που ‘δα ξυπνή…

Είτανε, λέει,

στου πελάγου την καταγάλανη γραμμή,

ένα πουλί που σου μοιαζε..

Κι είχε το ένα του φτερούγι,

τσακισμένο!

Και γω,

εγώ πήρα και το τάισα

και κάντιο του βαλα στα χείλη…

Πηγή: Σοφία Ι. Φίλντιση, Ερωτικά. Καλαμάτα  1986, σ. 10, 15.


 [άτιτλο]

Θα σε χαρίσω στην άνοιξη,

Απ’ τ’ όνομά σου να δόσει

στα λουλούδια ονόματα,

απ’ των ματιών σου το πράσινο

στους κισσούς φύλλα,

απ’ των ονείρων σου το μάτωμα

καρδιές ολοκόκκινες πάνω στο φουστάνι

απείραχτου κοριτσιού…

Θα σε χαρίσω στην άνοιξη

Εκείνη ξέρει να πολλαπλασιάζει

στο άπειρο την ομορφιά…

 

Πηγή: Σοφία Ι. Φίλντιση, Ερωτικά. Καλαμάτα  1986, σ. 35.


[άτιτλο]

Αγάπη

χάντρα στο κούτελο του ανέμου

χρυσή κλωστή

στο κόκκινο γιλέκο του ήλιου

κουκούλι μονόγραμμα

στο μαξιλάρι του νερού…

Αγάπη!

Στάλα βροχής

Στην απάτητη στάλα της καρδιάς μου.


Πηγή: Σοφία Ι. Φίλντιση, Ερωτικά. Καλαμάτα  1986, σ. 53.


Ελένη

Είμαι δω Ελένη,

εδώ που η έφηβη θάλασσα

την πανοπλία της έχασε

 ναυάγιο σε απύθμενα βάθη…

Πως αλλοιώς τα ναυάγια

Την ηλικία της θάλασσας

θ’ αποχτούσαν…

 

Είμαι εδώ Ελένη

να απλώνω τις βρεγμένες σου κοτσίδες

δίχτυα στο Ιόνιο

μέσα τους να πιαστούν

κοράλλια και ιππόκαμποι…

Καιρός να πάψει

και το δικό τους το ταξίδι…

 

Πηγή: Σοφία Ι. Φίλντιση, Ελένη. Καλαμάτα  1984, σσ. 9-10.


[...]

Είμαι δώ Ελένη

τη μορφή σου να φτιάχνω με τσακισμένα κατάρτια…

Λείπουν τα μάτια σου

δυο πελώριες εληές

που ολονυχτίς ταξίδεψαν στο ποτάμι

από το λιοτρίβι των βουνών…

Λάδι στο καντήλι

που έσβησε κάτω από τα δασά σου ματόκλαδα

υποταγή

στην αρμονία

της πιο πικρής σιωπής…

 

Είμαι δω Ελένη

να φτιάχνω στην άμμο ανοχύρωτες πόλεις

με στέγες και μπαλκόνια από θάλασσα…

Με κληματαργιές

Που απλώνονται πάνω σε λόχμες

μεθυσμένα μέταλλα Ελένη

που μπήχτηκαν μέσα μας

τη ρίζα μας κόβοντας στα δύο…

 

Πηγή: Σοφία Ι. Φίλντιση, Ελένη. Καλαμάτα  1984, σσ. 15-16.



Θέμης Ανδρεάδης-Αν μου δίνανε

Μουσική : Μίμης Πλέσσας Στίχοι : Σοφία Φίλντιση απο το άλμπουμ : ''Σταθμός 0 '' 1973 Columbia - Emial Αν μου δίνανε μονάχα Ένα γέλιο από παιδί Κι ενός γέρου τη σοφία άλλη θα `φτιαχνα τη γη Και θα γέμιζα τον κόσμο περιστέρια Και στα σύνορα θα φύτευα παρτέρια Αν μου δίνανε μονάχα Στάλα πίστη από τυφλό Και τα μάτια ενός κουρσάρου Σ’όλους θά `βαζα μυαλό Και θα γέμιζα τον κόσμο περιστέρια Και στα σύνορα θα φύτευα παρτέρια Αν μου δίνανε μονάχα Ένα χτύπο από καρδιά Και σημαία ενός πολέμου Χίλια θά’ντυνα παιδιά Και θα γέμιζα τον κόσμο περιστέρια Και στα σύνορα θα φύτρωναν παρτέρια



Δήμητρα Γαλάνη: Σταθμός Μηδέν


Ερμηνεία : Θέμης Ανδρεάδης Μουσική : Μίμης Πλέσσας Στίχοι : Σοφία Φίλντιση απο το άλμπουμ : ''Σταθμός 0 '' 1973 Columbia - Emial


Κατευόδιο σου ετοιμάζω στο σταθμό μηδέν με τα μάτια σε αγκαλιάζω που γελώντας κλαιν μου΄χεις τάξει να γυρίσεις μοναχή μου μη μ΄αφήσεις Και σφυράει το μαύρο τραίνο και στην άκρη κλαιν και θαρρώ πως θα πεθάνω στο σταθμο μηδέν μου φωνάζεις θα γυρίσω μοναχή δε θα σ΄ αφήσω Πόσοι μίσεψαν το βράδυ στο σταθμό μηδέν δεν μπορώ να τους μετρήσω τα δυό μάτια κλαιν μου΄χεις τάξει να γυρίσεις μοναχή μου μη μ΄αφήσεις Τώρα προχωράει το τραίνο στο σκοπό μηδέν και θαρρώ πως θα πεθάνω στο σταθμό μηδέν θα γυρίσει κάποιο τραίνο θα ΄μαι δω να περιμένω




Τρίτη 27 Απριλίου 2021

Νίκος Γκάτσος - Μεγάλη Τρίτη



Επόρευσαν οι βασιλείς και εκ του οίνου της πορνείας

εμεθύσθησαν οι κατοικούντες την γην.

Κάτω απ’ τα λάβαρα της Ρώμης

στην τέντα της Μαγδαληνής

εσύ πατέρας της συγγνώμης

κι εμείς παιδιά της ηδονής.

Ζοφώδης και ασέληνος ο έρως της αμαρτίας.

Βραχνή ακούστηκε η κραυγή

Στα καπηλιά της πολιτείας

Εσύ αμνίον για σφαγή

Κι εμείς κριοί της αμαρτίας.

Το πολύτιμον μύρον η πόρνη έμιξε μετά δακρύων και εξέχεεν

εις τους αχράντους πόδας σου.

Δε σε πτόησαν οι Πιλάτοι

ουτ’ ο καιρός που ειν’ εγγύς

εσύ στων ουρανών τα πλάτη

κι εμείς παρείσακτοι της γης.

Εγώ φως εις τον κόσμον ελήλυθα, ίνα πας ο πιστεύων εις

εμέ εν τη σκοτία μη μείνη.

Δευτέρα 26 Απριλίου 2021

Ιωάννης Π. Α. Ιωαννίδης- Τοκάτα για την κόρη με το καμένο πρόσωπο



«Γράφω σε μια γλώσσα που δε θέλω να μιλώ - άγνωστη,
παραπεταμένη, πικρή, ποδοπατημένη
όπως οι λίγες ευγενικές προσπάθειες σε μακρούς αιώνες
δουλείας, άκυρης δημοκρατίας και κυρίως σκοταδιού
γράφω σε μια γλώσσα που απέτυχα να μιλήσω, να πείσω
οποιονδήποτε, να δω κάτι
να μένει στα πρακτικά της συνέλευσης πριν τα ροκανίσουν τα
ποντίκια κι η ιστορία
δε συμβιβάστηκα, έπεσα όρθιος, δε μετάνιωσα
δέκα προς ένα,
είκοσι προς ένα,
τριάντα προς ένα
είδα την επιστήμη να γράφεται από τους λαθρέμπορους
είδα την τέχνη να καταξιώνεται από τους συμβολαιογράφους
είδα τη δικαιοσύνη να απονέμεται από τους απατεώνες
φώναξα, παραπονέθηκα, απέτυχα
στη γλώσσα μου και σε όλες τις γλώσσες του κόσμου
σήκωσα τα μάτια μου ως το βάθος της αίθουσας
μέτρησα όσους κάθισαν στο μεγάλο τραπέζι της μοιρασιάς
χωρίς να μιλούν καμία γλώσσα».
Ιωάννης Π. Α. Ιωαννίδης
«ΤΟΚΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΡΗ ΜΕ ΤΟ ΚΑΜΕΝΟ ΠΡΟΣΩΠΟ»
(Απο την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Eδώ διαβάζει ο ίδιος κάποια ποιήματά του https://drive.google.com/.../1D5ol7uA2WkmQeGZYM2psRf.../view