Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2025

Τάκης Σινόπουλος - Η ποίηση της ποίησης (αποσπάσματα)

5


Μιλώντας τόσο πολύ για την πείνα ξεχάσαμε να προστατέψουμε το ψωμί. Τώρα στο ερμάρι τα ποντίκια χαίρονται τρομαχτικές ελευθερίες.



-10-


Ωραίο βράδυ απόψε   τα κλαδιά το φεγγάρι  


μεγαλώνουν οι κάμποι    θα μας φάνε οι κάμπιες


-16-


Όταν θα βασιλέψω ανάμεσα του δένδρου και του ποταμού το Ποίημα θα ’ναι πράσινο.


-17-


Αυτός επάλευε με τα βουνά. Λοιπόν τον καταβρόχθισαν οι λάκκοι απέξω από το σπίτι του.


-18-


Για κάθε Ποίημα ισχύει ένας κανόνας. Ό,τι κυκλοφορεί σε πρώτη αίσθηση σαρώνεται από μιαν άλλη αίσθηση που φέρνει στην επιφάνεια εκθαμβωτικές αποκαλύψεις


-19-


Κι όλα του τα ποιήματα ήτανε αυτή η αυξανόμενη πραγματικότητα του θανάτου του σώματος μέσα σε μια φοβερή εμπλοκή σχέσεων με το χρόνο πτώσεων  συμβιβασμών και θριάμβων.


-20-


Φίλε Ποιητή μιλάς μια γλώσσα που γιομίζει την κάμαρη με χώματα. Λοιπόν θ’ ανοίξω το παράθυρο για να ’μπουν τα νερά και τα ψάρια.


-21-


Άσπρη πέτρα κάτασπρη   την πετάς στον ουρανό   έτσι έρχεται το βράδυ.


-22-


Εκείνη η μέρα ήτανε ένα αθόρυβο κύλισμα της αιωνιότητας μέσα στ’ αυλάκια του χρόνου. Τα δένδρα γεννούσαν εκατομμύρια πουλιά. Κανένα σύννεφο κανένας θάνατος. Όλοι ανεβαίναν να γιορτάσουν στα βουνά κι οι κλέφτες του έρωτα λιποθυμούσαν μες στην έκσταση


-23-


Κάθε φορά που σκέφτομαι μεταμορφώνομαι σ’ ένα πουλί που ξέρει μόνο από κελαηδησμούς.


-24-


Μονάχος με τη μοναξιά μου και τις λέξεις μου αγωνίζομαι να συναρμολογηθώ να ’βρω ένα πρόσωπο που να ταιριάζει με το πρόσωπό μου. Δεν ονειρεύομαι όταν λέω πως μ’ έκοψαν στα δυο τα σύννεφα και τα φαντάσματα.


-25-


Ένα χωράφι κάτασπρο στον ήλιο ένα πουλί σκοτεινό σαν την καρδιά της μέρας το σπίτι δροσερό  μέσα στην κάμαρη ανασαίνει ένα καινούργιο δένδρο. Και πόσος ίσκιος πόση ποίηση όταν κοιμάμαι.


-26-


Δοκιμάζοντας ένα ρυθμό καινούργιο σε τούτο το ποίημα αναπήδησα ξάφνου αλαφιασμένος σα να μου χτύπησε την πόρτα ο αναμενόμενος.


-27-


Οι λέξεις ματωμένες γεννηθήκανε ταίριαξαν τρέμοντας κοιτάζοντας η μια την άλλη. Τότε τα σύννεφα έφυγαν μεμιάς απ’ το μυαλό.


-28-


Κανείς δεν ξέρει ποια τρομαχτικήν ανάσταση σχεδιάζουν αυτά τα νέα Ποιήματα. Το αίμα τους καίει τα δάχτυλα και στάζει τώρα στα χώματα. Από τις πέτρες βγάζουν το κεφάλι τους ανεξήγητες εκκωφαντικές κραυγές.


-30-


Ήθελε να προσθέσει τούτην την εικόνα και την άλλη εικόνα ν’ ανακατέψει κάτι από τη σκοτεινιά της γης και την αλμύρα του Έρωτα. Έπειτα συλλογίστηκε πως ένα ποίημα ακούγεται καμιά φορά καλύτερα μέσα από τα χάσματά του και τις αποσβέσεις του


-31-


Παλιό μου Ποίημα σκοτεινό κι ασάλευτο πιθάρι θησαυρίζοντας σημασίες από το χρόνο    περιέχοντας τώρα ένα ήσυχο φως με τη γαλήνη   προστατεύοντας τ’ όνομά μου απ’ το θάνατο.


-32-


Τη νύχτα τούτη μεταμορφώθηκες άξαφνα σε δένδρο. Ο Έρωτας περνούσε σφυρίζοντας ελαφρά μέσα απ’ τα φυλλώματά σου. Κοιμήθηκες μονάχα την αυγή. Και μένα το μυαλό μου σπάραζε σε μια τρομακτική ωριμότητα.


-33-


Χαμηλώνεις το σκούρο κεφάλι σου πλημμυρίζοντας τις παλάμες μου με δάκρυα. Φτωχές παλάμες ασυνήθιστες σε τόσο καυτερά δώρα. Ο αέρας κρέμεται στο δένδρο ασάλευτος κι η νύχτα του καλοκαιριού είναι μια χώρα που δεν καταχτήθηκε ποτέ.


-34-


Το μόνο κατοικίδιο ζώο που έχω τώρα είναι ο θάνατός μου. Κι εσύ τον τρέφεις από μένα όταν πεινάει.


-35-


Κάθε καινούργιος έρωτας σου δίνει ένα άλλο πρόσωπο σε φέρνει ν’ αντιμετωπίσεις ακόμη μια φορά τη μοναξιά σου. Όταν ο έρωτας φύγει το κενό θυμίζει χώρο εγκλήματος.


-36-


Μια μέρα ολάκερη δίχως κανένα ποίημα δίχως σταλαματιά μελάνι. Πίσω απ’ τα φτερά του ο ήλιος πέθαινε και τ’ αγαθό βράδυ ήταν ως αργά γεμάτο δένδρα και νερά.


-37-


Ήσυχη συμφιλίωση με τον αέρα και το φως με τα πουλιά και με τα θαύματα. Ύστερα ο ποιητής χωνεύοντας τη σκοτεινιά του δίνοντας μια πνοή στα ταπεινά στα εξέχοντα του βίου.


-38-


Πάντα τον φανταζόμουν να γράφει τα ποιήματα ισοζυγιάζοντας τη γλώσσα της συνείδησης με τη συνείδηση της γλώσσας του


-39-


Το Ποίημα σε λίγο τέλειωνε. Όλα ήταν καθαρά με το ρυθμό που ταίριαζε και με την τάξη τους. Μονάχα εκεί σε μια στροφή σαν κάτι ανέκφραστο σκοτείνιαζε κι αντιστεκότανε περήφανο στο κατώφλι των λέξεων. Τότε κατάλαβα πως μονάχα με τέτοιες ανταρσίες ένα ποίημα στέκεται στα πόδια του


-40-


Ήτανε ένα Ποίημα. Κι ήτανε γιομάτο τρύπες. Έτσι έβλεπες τον Ποιητή να τρώει και να ερωτεύεται να βγάζει τα παπούτσια του και να κοιμάται.


-41-


Έγραφε όλη τη νύχτα. Οι στίχοι πηδούσαν από τα χειρόγραφά του σαν πουλιά κι οι δολοφονημένοι ποιητές ούρλιαζαν μέσα του πεινώντας και γυρεύοντας μερίδιο από τα θαύματα.


-42-


Τώρα κοιμόταν. Μα πίσω από τον ύπνο του έμενε ακόμα ξάγρυπνος συνέχιζε το Ποίημα. Κι οι λέξεις του απειθάρχητες κατάγραφαν τα πράγματα μ’ έναν καινούργιο τρόπο που τον γέμιζε αγαλλίαση σαν να εκδικιόταν έτσι έναν αόρατο τρομαχτικό δυνάστη.


-43-


Ένας επαναστάτης Ποιητής χωμένος μεσ’ την ασφάλεια της γλώσσας μέσα στη σιγουριά της λεκτικής κοινοκτημοσύνης με κάποια εποπτική στάση του πνεύματος με κάποια υπεροψία ωστόσο χωμένος αναπαυτικά σε τούτη τη ζεστή φωλιά δίχως κανένα πειρασμό δίχως κανένα κίνδυνο καμιά επανάσταση καμιά θυσία.


-45-


Και μέσα σε κείνες τις τρομαχτικές εικόνες που διαδέχονταν η μια την άλλη σκοτεινιάζοντας το χώρο του Ποιήματος φέροντας απειλητικά μηνύματα ξάφνου αυτές οι λίγες λέξεις το σύντομο αντιφέγγισμα της θάλασσας ο βράχος στο νερό η νοστιμιά η αρμύρα.


-46-


Άρπαξα το ποτάμι απ’ το λαιμό σφυρίζοντας έναν παλιό σκοπό για κείνους που χαθήκαν στο ποτάμι.


-47-


Οι λέξεις που έμειναν έξω από το Ποίημα συνεπαρμένες από μιαν ατέλειωτη παραφορά σωστές μαινάδες παίρνανε πέτρες και λιθοβολούσανε βρίζοντας ακατάπαυστα και τον Ποιητή και τους Διαβάτες

...............................................................................................................................................................

Το ποίημα ποτέ δεν είναι παρόν. Είναι μονάχα παρελθόν και μέλλον. Ανάμνηση και προσμονή. Απουσία από τα πράγματα και προβολή σε μια πραγματικότητα που υπήρξε ή θα υπάρξει κάποτε μέσα σε μια άξαφνη στιγμή που θα ’ναι τότε όλος ο χρόνος.

*

Αν ζει αν υπάρχει ακόμα η ποίηση τούτο το χρωστάμε σε κείνη την ασήμαντη την ταπεινή ρωγμή που λησμόνησαν οι θεοί στο σφαλισμένο παράθυρο της σιγουριάς και της άμυνας των ανθρώπων.

*

Την ώρα που παλεύω μ’ ένα ποίημα κανείς καθρέφτης δεν υπάρχει για να ιδώ τη μεταμόρφωσή μου.

*

Όταν ενύχτωνε τα ποιήματά του μου θυμίζανε δωμάτια φωτισμένα με κεριά όπου οι λέξεις κυκλοφορούσανε σα γέρικες αφηρημένες υπηρέτριες.

*

Καμιά φορά μέσα στ’ όνειρο οι λέξεις φωτίζονται από ένα παράξενο φως αλλάζουνε ρυθμό και σημασία ανοίγουν σα λουλούδια σκοτεινά γίνονται πόρτες για τον ουρανό και για τον κάτου κόσμο.

*

Κανείς δεν ξέρει ποια τρομαχτικήν ανάσταση σχεδιάζουν αυτά τα νέα ποιήματα. Το αίμα τους καίει τα δάχτυλα και στάζει τώρα στα χώματα. Από τις πέτρες βγάζουν το κεφάλι τους ανεξήγητες εκκωφαντικές κραυγές.

*

Παλιό μου ποίημα σκοτεινό κι ασάλευτο πιθάρι θησαυρίζοντας σημασίες από το χρόνο περιέχοντας τώρα ένα ήσυχο φως με τη γαλήνη του προστατεύοντας τ’ όνομά μου απ’ το θάνατο.

*

Έγραφε όλη τη νύχτα. Οι στίχοι πηδούσαν από τα χειρόγραφά του σαν πουλιά κι οι δολοφονημένοι ποιητές ούρλιαζαν μέσα του πεινώντας και γυρεύοντας μερίδιο από τα θαύματα.

*

Οι λέξεις που έμειναν έξω από το ποίημα συνεπαρμένες από μιαν ατελείωτη παραφορά σωστές μαινάδες παίρνανε πέτρες και λιθοβολούσανε βρίζοντας ακατάπαυστα και τον ποιητή και τους διαβάτες.

*

Το αίνιγμα κι η σαγήνη εκείνου του ποιήματος ήταν πως κάθε στίχος του έδινε και μιαν υπόσχεση που ποτέ δεν εκπληρωνόταν.


 Τάκης Σινόπουλος, Η ποίηση της ποίησης [1964].

Πηγή: «Τάκης Σινόπουλος, Συλλογή Ι [1951-1964]», εκδ. Ερμής, β΄ ανατύπωση, 1990.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου