Φοράει τα χρόνια του κατάσαρκα.
Θυμάται τις σκάλες. Στο βάθος
το γραφείο, τα σκόρπια χαρτιά.
Μετά ένας μεγάλος πόλεμος.
Ιδεολογίες, βιομηχανίες, επαναστάσεις
και τα ψάρια ανέβηκαν στα δέντρα για να σωθούν.
Γυρνάει στα προσωπικά του.
Αγάπησε μερικούς ανθρώπους,
είδε μουσικές να ξεχνιούνται.
Κάπνισε πολλά τσιγάρα. Πρόλαβε
να ακούσει λίγες φορές τον ουρανό
χωρίς αεροπλάνα, και αυτό ήτανε.
Τού ’πεσαν τα δόντια, σακούλιασε.
Φωνάζει ανύπαρκτα ονόματα
— βουβές παρενθέσεις — Με βρογχοκήλη,
με πλατυποδία, με εμφυλίους πολέμους.
Τυλιγμένο σε επιδέσμους το τηλέφωνο
— ούτε ακούει, ούτε τον ακούνε —
Περιστρέφεται ή ζωή δίσκος εβδομήντα οκτώ
στροφών. Η βελόνα τον σκάβει.
Το τραγούδι ακούγεται στραπατσαρισμένο.
Δεν μπορεί να βαδίσει πια. Μέχρι χθες
σερνόταν με τα τέσσερα. Τώρα είναι
στο κρεβάτι ανάσκελα και κοιτάει
τον κήπο του στο ταβάνι.
Στο κομοδίνο γυαλίζει η μασέλα του
κάτασπρη νύχτα — άγνωστο αύριο.
Καπνοί τον ζώνουν και βήχει
τα παλιά και τα καινούργια.
Τυφλοπόντικες στίχοι σκάβουν λαγούμια.
Βγάζουν για λίγο το ρύγχος έξω.
Κοιτάνε.
Τρομάζουν και ξαναχώνονται στο χώμα.
Ο γέρος όμως ζει και ξέρει
πώς γίνεται το σίδερο μπαμπάκι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου