ΑΚΙΝΗΣΙΑ. Ακινητούν τα πάντα αυτό το δείλι,/ η θάλασσα, τα πεύκα και τ’ αγέρι //. Τέλμα η καρδιά, η ψυχή. Βουβά τα χείλη / της ρέμβης καίει μονάχα τ’ αγιοκέρι //. Στης Βούλας τις βεράντες – μαύρη νιότη εσταυρωμένη -/ οι άρρωστοι θλιμμένοι / ακινητούν στο σιωπηλό δεσπότη, το στοχασμό /γλυκά παραδομένοι //. Μα εγώ πονώ φριχτά κι έχω σαράντα,/ αλί! τόσον καιρό θερμοκρασία//. Βαρέθηκα που ζω κι ακούω πάντα / να συνιστούν: Ακινησία, ακινησία! // Μάγισσα λες και Στρίγγλα αντάμα η λέξη τούτη/ το λογισμό μου τον θολώνει //. Σκιρτάς, τρελή καρδιά… Λες, πάει να φέξει/ μια νέα ημέρα αρχίζει, νέοι πόνοι//. Και θα δεχτώ μια τέτοια αυγή το Χάρο/ έτσι όπως θάμαι ακίνητος και ίσος,/ θα στείλουν να με πάρουν μ’ ένα κάρο/ κάπου για να με θάψουν, τότε ίσως / ναρθούν από συνήθεια τούτ’ οι λόγοι/ στα χελη τα πικρά μου και τα κρύα:// — Προσέχετε, καλοί μου καρολόγοι / μη μου χαλάσετε την ακινησία!//
ΕΝΑ ΧΕΡΙ. Το χέρι που άφησε να πέσει τη βόμβα στη Χιροσίμα/ που να ΄ναι τάχα σήμερα;/ Να γνέφει ακόμα φιλικά στους καλόκαρδους ανθρώπους/ ή να κρατά ένα τσιγάρο χωρίς να τρέμει;/ Ρωτώ μονάχα αν μπορεί να προσφέρει ένα τριαντάφυλλο σε μια κοπέλα/ ή να χαϊδεύει τα χρυσά μαλλιά ενός αθώου παιδιού//. Αν μπορεί να πιάνει όπως πρώτα το ιερό ψωμί/ και να σηκώνει ως τα χείλη ένα ποτήρι κρασί//. Ρωτώ αν μπορεί ν’ ανάβει ένα κερί στην εκκλησία,/ το σημείο του σταυρού αν μπορεί να κάνει//. Θέλω να μάθω αν στις πλατείες το γνωρίζουν, καθώς κυκλοφορεί/ τις Κυριακές μες στον ανύποπτο λαό//. Αν το γνωρίζουν χωρίς να τους πουν/κι αν μόνο στ’ άγγιγμά του/ αισθάνονται πως είναι εκείνο //. Να μπορεί τάχα να γράφει, ν’ αδράχνει το τσαπί/ να ισάρει το πανί μιας βάρκας ή να φυτεύει δέντρα;/ Κι ακόμη θέλω να μάθω, αν μπορεί να ξυπνά τη μουσική σ’ ένα πιάνο/ χαϊδεύοντας τα πλήκτρα//. Τίποτα δεν ξέρω. Μόνο σας ρωτώ:/ — Μπορείτε σεις να σφίξετε στο χέρι σας/ το χέρι που άφησε να πέσει τη βόμβα στη Χιροσίμα; //
ΙΟΝΙΟ. Πέλαγο, η κάθε ελπίδα μου εκινήθη/ στης γαλανής σου παρουσίας το πλαίσιο/ και το είδωλό της πήρε το θεσπέσιο/ γλαρά να κοιμηθεί στ’ αγνά σου βύθη//. Αχ, η ζωή που κάθε τι μ’ αρνήθη/ ας ήταν να μου στείλει τέλος αίσιο/ κοντά σου εδώ πνεύμα ασπαίρει εξαίσιο/ και σ’ όποιο ταπεινό σου ξερολίθι!// Πόθοι δε με πλανάν κι ονείρατα άλλα,/ η γεύση της ζωής πικρή κι αν ‘στάθη για μένα/ εσύ την κάνεις μέλι γάλα //. Ω ναι, και μες της Κόλασης τα βάθη/ τρισόλβιος θάμαι πούζησα κοντά σου/ κι έκλεισα στην ψυχή μου τ΄ όραμά σου.//
ΞΑΦΝΙΑΣΜΑ. Μανιάζει στην κοιλάδα το αγιοκέρι / μα η σκέψη μου στον τόπο μου γυρνά / όπως του Νώε το πρώτο περιστέρι / στην κιβωτό που γύρισε ξανά //. Σαν κείνο να απαγκιάσει πουθενά δεν βρήκε / και μια στράτα να τη φέρει / σε μιας καινούργιας πίστης τα Άγια μέρη /δεν είδε ούτε στης γνώσης τα βουνά //. Και πάει για να λουστεί τούτην αυγή / στων παιδικών ονείρων την πηγή / σε χώρα, που τα λιόδεντρα καρπίζουν //. Εκεί γελούν τα πέλαγα γλαυκά / κι είναι τόσο τα χινόπωρα γλυκά / που ξεγελούν τις λεμονιές κι ανθίζουν //.
ellinikoxronografima.blogspot.gr
https://kalamatajournal.gr/bouquet/kathimerines-istories/item/23455-poihsh-kai-trifylioi-poihtes
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου