Έσκυψε πάνω στα βιβλία αναζητώντας τον φάρο που θα σκόρπιζε το σκοτάδι. Πελαγοδρομούσε εδώ και κάμποση ώρα χωρίς κάτι αξιόλογο να του κεντρίζει το ενδιαφέρον. Όσα διάβαζε του φαίνονταν ισχνά, ανούσια.
«Ο χρόνος θέλει υπομονή», είπε βαριανασαίνοντας. «Περίμενε λίγο ακόμη...»
Η ζέστη ήταν αποπνικτική, τον έσφιγγε σαν θηλιά. Στο δωμάτιο πλανιόταν μια μυρωδιά στοματικής κακοσμίας αναμειγμένη με τις εκκρίσεις του ταλαιπωρημένου του σώματος.
Ευτυχώς που τα γραπτά δεν μυρίζουν... σκέφτηκε υπομειδιώντας.
Η ειρωνεία καραδοκούσε σε κάθε του σκέψη. Δεν δίσταζε να αξιοποιήσει στα γραπτά του όλες τις διαβαθμίσεις του σαρκασμού, καυστικές ή βιτριολικές, μαύρες σε ορισμένες περιπτώσεις, καθώς και τη σάτιρα, την παρωδία ή τον πνευματώδη αστεϊσμό, με σκοπό να προσδώσει διφορούμενο τόνο σε μια ταραχώδη περίοδο, συνήθως εκείνη της ύστερης αρχαιότητας. Στηρίχτηκε στο γραφείο και σηκώθηκε αργά πιάνοντας τη μέση του. Προχώρησε επιφυλακτικά, λες και ψηλαφούσε το κενό. Πήρε τη σμαλτωμένη κανάτα και πήγε μέχρι το λουτρό. Τη γέμισε κρύο νερό και επέστρεψε στη βάση του παίρνοντας μια καθαρή πετσέτα. Άδειασε το νερό στη λεκάνη που βρισκόταν στο σιδερένιο τρίποδο. Ξανακάθισε. Βούτηξε την πετσέτα στο νερό και δρόσισε το πρόσωπό του.
Και μες στην τέχνη πάλι, ξεκουράζομαι από τη δούλεψή της, συλλογίστηκε.
Υπήρχαν στιγμές που άκουγε τις σκέψεις του να συνομιλούν. Κάποιες αυθαδίαζαν προσπαθώντας να αποστομώσουν τις άλλες. Τους έλεγε να σωπάσουν, μα δεν υπάκουαν. Οι σκέψεις του έκαναν κριτική σε ό,τι διάβαζε: στις κολακείες, στις φλυαρίες, στα άνευ σημασίας εγκώμια, στις λεκτικές υπερβολές. Αντίθετα, τους άρεσαν λέξεις στιλβωμένες καλά, σφυρηλατημένες στο στημόνι της Ιστορίας. Οι σκέψεις του κάθονταν σαν σκόνη πάνω στα έπιπλα. Έτσι να έκανε με το δάχτυλό του, καθώς περνούσε, θα τις έπαιρνε μαζί του.
Ξεσκάλιζε τις επιγραφές των Πτολεμαίων σαν είδε κάτι στο οποίο δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία. Όταν όμως το εξέτασε προσεκτικά του κόπηκε η ανάσα. Έβγαλε τα γυαλιά με τον στρογγυλό σκελετό από ταρταρούγα, τα εναπόθεσε στο τραπέζι και έτριψε νευρικά τα μάτια του. Τις ώρες αυτές ένιωθε σαν τον Πρώσο αιγυπτιολόγο, τον Λέψιους, που σκάβοντας "άκουγε" τη σκαπάνη του να σκαλώνει σε κάποιο εύρημα.
«Πολυκαισαρίη», ψιθύρισε.
Μια δευτερεύουσας σημασίας φράση, μια μνεία μικρή και ασήμαντη είχε τραβήξει την προσοχή του. Άλλος μπορεί να μην στεκόταν εκεί, να την προσπερνούσε. Το έμπειρο μάτι του όμως, γαλβανισμένο απ’ του καιρού το γύρισμα, την εντόπισε και την ανέσυρε από τον σωρό.
Τι άλλο είναι η τέχνη παρά λεπτομέρειες;
Μυστική Ιθάκη, σελ. 14-16
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου