Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2025

Ελένη Βακαλό - Ποιήματα

 ΠΡΩΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

Τ ο
Μ ά τ ι
τ ο υ
π α τ έ ρ α μ ο υ
Ο πατέρας μου είχε ένα γυάλινο μάτι.
Τις Κυριακές που καθότανε σπίτι έβγαζε από την τσέπη του κι
άλλα μάτια, τα γυάλιζε με την άκρη του μανικιού του και
φώναζε τη μητέρα μου να διαλέξει. Η μητέρα μου γελούσε.
Τα πρωινά ο πατέρας μου ήταν ευχαριστημένος. Έπαιζε το μάτι
στη φούχτα του πριν το φορέσει και έλεγε πως είναι ένα καλό
μάτι. Όμως εγώ δεν ήθελα να τον πιστέψω.
Έριχνα ένα σκούρο σάλι στους ώμους μου τάχα πως κρυώνω κι
ήταν για να παραμονέψω. Στο τέλος τον είδα μια μέρα να
κλαίει. Δεν είχε καμμιά διαφορά από ένα αληθινό μάτι.
*
Αυτό το ποίημα
Δεν είναι για να το διαβάσουν
Όσοι δε μ' αγαπούνε
Ακόμη
Κι από κείνους
Που δε θα με ξέρουν
Αν δεν πιστεύουνε πως υπήρξα
Σαν
Και κείνους
Ύστερα από την ιστορία με τον πατέρα μου υποψιαζόμουνα και
όσους είχαν αληθινά μάτια.
*
Ξ ό ρ κ ι τ ω ν γ υ ν α ι κ ώ ν
Το λες από μέσα σου όταν θα νιώσεις, κοιτάζοντας κάτι,
αγάπη πολλή,
Ανάβοντας το καντήλι αψήλωσα
Χαμήλωσα φυτεύοντας κεριά
*
Τ ο δ ι κ α σ τ ή ρ ι ο τ ω ν λ ύ κ ω ν
Έχασε ο λύκος κάποτε τ' αρνί που κυνηγούσε
Οι λύκοι ένα κοπάδι
Πεινούσανε πολύ
Και το αρνί κρυμμένο
Καλά μες στο μαντρί
Περίμεναν οι λύκοι να φάνε μερτικό
Για τη φυλή των λύκων
Να χάσεις, να μη φέρεις
Στην πείνα, είναι ντροπή
Δίχως αρνί τον λύκο τον δίκασε η φυλή
Κι η απόφαση σκληρή
Αυτός να φαγωθεί
Το δίκιο έτσι είναι, τι έχασες πληρώνεις
Κι οι λύκοι το κρατούν
Οι λύκοι είναι λύκοι, αρνάκι μου τ' ακούς;
*
Γ ε ν ε α λ ο γ ί α
Στον τόπο μου αγαπούν τις μυρωδιές τις διάφορες που έχουν
τα φυτά και τα λουλούδια
Κόβουν φύλλα μυρωδικά, τα στρίβουνε ή τα κρατάν, ένα κλω-
νί, και λένε, αχ
Βαθύ τ' απόγεμα είναι
*
Τ α σ υ ρ τ ά ρ ι α τ ο υ σ π ι τ ι ο ύ μ α ς
Πολλές φορές το χρόνο έπρεπε στο σπίτι μας να γίνουν τα
συρτάρια
Βγάζαν τα ρούχα, τ' άνοιγαν, ανάμεσά τους έβρισκαν πράμα-
τα ξεχασμένα που τα είχαν κρύψει άλλοτε εκεί, πάντα έτσι κάναν,
και τώρα με μικρές φωνές, πως ήτανε η τύχη τους και τι ωραία
που ήταν, τα έδειχναν, τα χάριζαν, μια έξαψη στο σπίτι μας αυτές
οι μέρες είχαν, τα ρούχα τ' άσπρα φούσκωναν παντού ακουμπισμέ-
να στις κάμαρες, και μυρωδιές κάθε φορά της εποχής καινούριες,
γαζίες το φθινόπωρο, λεβάντα το χειμώνα τους έβαζαν
Κι ακόμη όλα από τις περσινές κάτι μυρίζαν
*
Ευχή στην κοπέλα
Αγκαλιασμένη στον ύπνο να είναι
Έλεγα
Το φεγγάρι ανεβαίνει τη νύχτα
Μα πίσω απ' τα βλέφαρα πιο σκοτεινή
Ανεβαίνει ακόμη μια νύχτα
*
Γ ε ν ε α λ ο γ ί α
Απ' τη μεγάλη ορμή του πατέρα μου γινήκανε τρία ποτάμια,
γάλα το ένα κι έβοσκαν αγελάδες και βόδια, το άλλο γεμάτο κρασί
και καθόντανε άνθρωποι με κανάτια γελώντας, το τρίτο που είχαν
οι γραφές απ' την αρχή του κόσμου ποτάμι αίμα και δάκρυα
Ελένη Βακαλό
ΤΟ ΑΛΛΟ ΤΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΟΣ
Ποίηση 1954 - 1994
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΝΕΦΕΛΗ
ΑΘΗΝΑ 1995

Αντλήθηκαν απ' το προφίλ του Γιώργου Αλπογιάννη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου